(ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ «Ὁ Πρόδρομος»)
Κάποτε, ψηλὰ πάνω ἀπὸ κάποιο λιβάδι ποὺ μιὰ προβατίνα κι ἕνα προβατάκι βοσκοῦσαν, ἕνας ἀετὸς κυκλόφερνε καὶ κοίταζε πεινασμένα κάτω τὸ προβατάκι. Κι ἐνῷ ἦταν ἕτοιμος νὰ κατέβει καὶ ν᾿ ἁρπάξει τὴ λεία του, κάποιος ἄλλος ἀετὸς φάνηκε καὶ γυρόφερνε πάνω ἀπ᾿ τὴν προβατίνα καὶ τὸ μικρό της, μὲ τὴν ἴδια πεινασμένη διάθεση. Τότε, οἱ δυὸ ἀνταγωνιστὲς ἄρχισαν νὰ παλεύουν, γεμίζοντας τὸν οὐρανὸ μὲ τὶς ἄγριες κραυγές τους.
Ἡ προβατίνα κοίταξε ψηλὰ κι ἔνιωσε μεγάλη κατάπληξη. Γύρισε στὸ προβατάκι καὶ εἶπε : «Παράξενο πρᾶγμα πού ῾ναι, παιδί μου, δυὸ ἀρχοντικὰ πουλιὰ νὰ πρέπει νὰ ρίχνονται τὸ ἕνα στ᾿ ἄλλο. Ὁλόκληρος οὐρανὸς καὶ δὲν εἶναι ἀρκετὰ μεγάλος καὶ γιὰ τὰ δυό τους; Προσευχήσου, μικρό μου, προσευχήσου μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σου νὰ δώσει ὁ Θεὸς εἰρήνη στὰ φτερωτὰ ἀδέρφια σου».
Καὶ τὸ προβατάκι προσευχήθηκε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου