Γιώργος Βαρθαλίτης
Αν πάρουμε στην τύχη μια ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, είτε από αυτές που γράφτηκαν παλιότερα από διαπρεπείς ευρωπαίους λογίους, είτε από τις πιο πρόσφατες, που τις δημοσιεύουν ονομαστά πανεπιστημιακά ιδρύματα της Ευρώπης και της Αμερικής και τα επιμέρους τους κεφάλαια συντάσσουν ειδικοί για κάθε περίοδο επιστήμονες, μάταια θα αναζητήσουμε κάποιες σελίδες αφιερωμένες στη βυζαντινή λογοτεχνία. Νομίζω πως ο Harold Bloom, στον περιώνυμο κανόνα του της δυτικής λογοτεχνίας, δεν περιλαμβάνει κανένα έργο της βυζαντινής γραμματείας. Αυτή η παράλειψη ή αποσιώπηση, που δεν είναι εσκεμμένη, απηχεί μιαν αδιαμφισβήτητη αλήθεια: το Βυζάντιο δεν έχει θέση στη συνείδηση της ζωντανής λογοτεχνικής κληρονομιάς του δυτικού ανθρώπου. Το ενδιαφέρον του τελευταίου για αυτή τη γραμματεία, όταν υπάρχει, έχει χαρακτήρα εκκεντρικής απόκλισης.
Γιατί συμβαίνει ετούτο; Νομίζω πως οι βασικοί λόγοι είναι δύο. Ο πρώτος είναι πως το ενδιαφέρον του δυτικού ανθρώπου το μονοπωλεί η αρχαία γραμματεία, σε σύγκριση με την οποία η βυζαντινή εμφανίζεται κατώτερη. Έχουμε μια γραμματεία που είναι ιστορική συνέχεια της αρχαίας και είναι γραμμένη στην ίδια γλώσσα με εκείνης, αν και σε διαφορετική μορφή της. Η σύγκριση, λοιπόν, εδώ προσλαμβάνει τον χαρακτήρα σύγκρισης περιόδων μιας ενιαίας λογοτεχνικής παράδοσης και οδηγεί στην εφαρμογή του απλουστευτικού δυαρχικού σχήματος «ακμή -παρακμή».
Αλλά επιπλέον η δύναμη κι η εμβέλεια της βυζαντινής λογοτεχνίας είναι περιορισμένες, όχι μόνο σε σύγκριση με την αρχαία, αλλά και σε σύγκριση με τις άλλες μεσαιωνικές λογοτεχνίες, που άφησαν βαθύτερα ίχνη στην πνευματική διαδρομή του ανθρώπου. Τι έχει να αντιτάξει το Βυζάντιο στις Χίλιες και μια Νύχτες, αυτό το αριστούργημα της μυθοπλαστικής φαντασίας, ή στα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ; Και την εποχή που Μανουήλ Φιλής συνέθετε «ιάμβους ορθοτάτους», ο Δάντης είχε αποπερατώσει τη Θεία Κωμωδία κι ο Βοκκάκιος ετοιμαζόταν να γράψει το Δεκαήμερο.
Ο δεύτερος λόγος αφορά στον ιδιότυπο χαρακτήρα της Βυζαντινής λογοτεχνίας, τον οποίο θα καταλάβουμε καλύτερα αν σταθούμε για λίγο στα βασικά έργα αναφοράς των Βυζαντινών. Ας εξηγηθούμε καλύτερα: κάθε λογοτεχνία έχει ορισμένα βασικά έργα αναφοράς, δηλαδή τα κλασσικά της κείμενα και τους κλασσικούς της συγγραφείς. Τέτοια έργα είναι για την ισπανική λογοτεχνία ο Δον Κιχώτης, για την αγγλοσαξονική τα δράματα του Σαίξπηρ, για την ρωσική το Πόλεμος και Ειρήνη, για τη γερμανική ο Φάουστ του Γκαίτε, για την αρχαιοελληνική ο Όμηρος για τη λατινική ο Βιργίλιος. Ποιοι είναι, λοιπόν, οι κλασσικοί συγγραφείς των βυζαντινών; Νομίζω πως, περισσότερο από κάθε άλλον συγγραφέα, αυτόν τον επίζηλο τίτλο θα μπορούσαν να τον διεκδικήσουν οι Τρεις Ιεράρχες. Ήδη η ιδιοτυπία της βυζαντινής γραμματείας έχει αρχίζει να υποφώσκει. Ενώ όλα τα κλασσικά κείμενα των δυτικών λογοτεχνιών είναι έργα δημιουργικής φαντασίας (έμμετρο δράμα, έπος, μυθιστόρημα), το Βυζάντιο, και μόνον αυτό, θέτει ως ακρογωνιαίους λίθους της πνευματικής και λογοτεχνικής του αυτοσυνειδησίας κείμενα ερμηνευτικής ρητορικής.
Στη συνείδηση του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου η μυθοπλαστική φαντασία είναι το βασικό στοιχείο της λογοτεχνίας και βαραίνει περισσότερο από το κριτήριο της μορφής. Μόνο στην ποίηση υπερισχύει το μορφικό κριτήριο. Για τον βυζαντινό όμως η λογοτεχνία ήταν πρωτίστως υπόθεση μορφής. Όχι η πλοκή αλλά το ρητορικό δούλεμα της φράσης δικαίωνε και προσέδιδε λογοτεχνικές αξιώσεις σ' ένα κείμενο, είτε αυτό ήταν επιστολή είτε ιστοριογραφία είτε θεολογική πραγματεία. Όσο δυσκολεύεται ο σύγχρονος άνθρωπος να αναγνωρίσει λογοτεχνική αξία στα ιστοριογραφικά πονήματα των βυζαντινών, άλλο τόσο θα δυσκολευόταν ένας βυζαντινός να καταλάβει τη «λογοτεχνικότητα» ενός σύγχρονου μυθιστορήματος.
Υπάρχουν, εν τούτοις, πτυχές της βυζαντινής λογοτεχνίας που θα μας ενδιέφεραν σήμερα ή που δυνάμει έχουν σημασία για τη δυτική λογοτεχνία; Πιστεύω πως ναι, και θα αναφέρω τρεις.
Η πρώτη, κι η πιο αυτονόητη, είναι η βυζαντινή υμνογραφία- ένα μοναδικό επίτευγμα ρυθμοποιίας.
Η δεύτερη είναι ό, τι θα μπορούσε να ονομαστεί «μεταφυσική ποίηση» των βυζαντινών. Και επιλέγω αυτόν τον όρο, παρακινημένος από την αγγλική «μεταφυσική ποίηση» του δέκατου έβδομου αιώνος, που και αυτή, όπως και η βυζαντινή, είναι παρακλάδια της θεολογικής ρητορικής. Καλώς ανέσυραν ο Έλιοτ κι οι μοντερνιστές τον John Donne και τον επέβαλαν στη σύγχρονη λογοτεχνική συνείδηση έτσι ώστε όχι μόνο να τον γνωρίζουν οι αγγλόγλωσοι λόγιοι αλλά να τον έχει ακούσει κι ο τελευταίος σπουδαστής της αγγλικής φιλολογίας ανά την υφήλιο. Δεν είναι κρίμα όμως να αγνοούν οι άνθρωποι των γραμμάτων μας τον, σαφώς ανώτερο απ' τον Donne, Συμεών τον Νέο Θεολόγο;
Η τρίτη, όχι τόσο γνωστή, είναι η ανθρωπιστική αναγέννηση που σημειώθηκε από τον δέκατο ως τον δωδέκατο αιώνα και αποτυπώθηκε σε μια σειρά είτε αρχαιόθεμων είτε έντονα επηρεασμένων από την αρχαιότητα κειμένων, όπως είναι η ποίηση του Ιωάννη Γεωμέτρη (βλέπε τη μετάφρασή μου από τον Αρμό,) οι σάτιρες του Θεόδωρου Προδρόμου , τα βυζαντινά ερωτικά μυθιστορήματα ή ο Τιμαρίων. Πολύ πριν την ιταλική αναγέννηση, η αρχαιότητα επανακάμπτει στην Κωνσταντινούπολη των Κομνηνών. Μάλιστα, η έμμετρη μυθοπλασία του Προδρόμου δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από πολλά αφηγηματικά ποιήματα που αγλαΐζουν την αγγλική λογοτεχνία.
Αλλά αν η γενική σημασία της βυζαντινής γραμματείας δεν είναι αμελητέα, η ειδική σημασία της (η σημασία της για εμάς τους Έλληνες δηλαδή) είναι ανυπολόγιστη και σίγουρα δεν περιορίζεται μόνο στις πτυχές που θίξαμε.
Αυτή η σημασία θα έπρεπε να είναι αυτονόητη γιατί βυζαντινή και νεοελληνική λογοτεχνία όχι απλώς σχετίζονται άρρηκτα στον βαθμό που η πρώτη συνιστά το λίκνο της δεύτερης , αλλά και αλληλοπεριχωρούνται.
Δυστυχώς όμως δεν είναι διόλου αυτονόητη και ο βασικός λόγος για αυτό είναι, νομίζω, ο λόγιος χαρακτήρας της γραμματείας των Βυζαντινών, η λόγια ελληνική, στην οποία κυρίως γράφτηκε εκείνη. Έτσι το ενδιαφέρον των νεοελληνιστών στρέφεται κυρίως σε εκείνα τα κείμενα της δημώδους βυζαντινής γραμματείας (λ.χ. το έπος του Διγενή Ακρίτα), τα οποία, ταυτοχρόνως, είναι και τα πρώτα της νεοελληνικής. Ωστόσο αυτά, τα γραμμένα στη δημώδη γλώσσα, έργα δεν ανήκουν στα σημαντικότερα λογοτεχνικά επιτεύγματα των βυζαντινών.
Υπάρχει, πιστεύω, μια παρεξήγηση σχετικά όχι με την αποτίμηση αλλά και σχετικά με τον ίδιο τον γλωσσικό χαρακτήρα της λόγιας κληρονομιάς μας. Πολλοί γλωσσολόγοι παρομοιάζουν την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας με έναν ποταμό, του οποίου η επιφάνεια σκεπάζεται με στρώμα πάγου, ενώ κάτω απ' αυτή την επίστρωση το νερό εξακολουθεί να κυλάει. Το στρώμα πάγου είναι, βέβαια, η λόγια γλώσσα και το νερό του ποταμού που ρέει από κάτω η ζωντανή γλώσσα, «η γλώσσα του λαού».
Το σχήμα αυτό είναι αφελές και υπεραπλουστευτικό. Λόγια και δημώδης γλώσσα, ή μάλλον λόγια και δημώδης μορφή της ίδιας γλώσσας, δεν δρουν ανεξάρτητα, αλλά αλληλεπιδρούν και καμιά τους δεν είναι αποκομμένη από τους νόμους της εξέλιξης. Ανάμεσα στη γλώσσα του λαού και τη γραπτή γλώσσα των βυζαντινών υπάρχει σχέση συγκοινωνούντων δοχείων. Ο συντηρητικός χαρακτήρας της ελληνικής, δηλαδή η διατήρηση των περισσότερων λέξεων και πάμπολλων άλλων στοιχείων από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, οφείλεται και στην επίδραση της λόγιας γλώσσας. Αλλά κι η ζωντανή, η καθομιλουμένη, γλώσσα άλλαξε άρδην τη γραπτή.
Στο τέλος της αρχαιότητας συντελέστηκε μια κοσμογονική αλλαγή στην ελληνική, την οποία εμείς οι νεοέλληνες δεν κατανοούμε όσο θα έπρεπε και η οποία αναμόρφωσε τη βαθύτερη φύση της: μεταβλήθηκε η προφορά και χάθηκε η προσωδία. Η βυζαντινή λογοτεχνία αναπτύχθηκε στο πλαίσιο αυτής της μεταβολής, αυτής της ριζικής μεταστοιχείωσης της γλώσσας τους. Οι ρυθμοί της, η δομή της, το βαθύτερο πνεύμα της απηχούν τη ζωντανή γλώσσα κι όχι αυτή των αττικών συγγραφέων του πέμπτου π. Χ. αιώνος, ακόμα κι αν οι βυζαντινοί προσπάθησαν να τους μιμηθούν δουλικά. Κάτω από τους γραμματικούς τύπους της αττικής, που κι αυτοί προφέρονται πια διαφορετικά, λανθάνει μια άλλη γλώσσα, ή καλύτερα, μια άλλη φάση της ίδιας γλώσσας. Αναφέρω ένα μόνον παράδειγμα: ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος εμφανίζεται σχεδόν ταυτόχρονα και σε κείμενα της λόγιας και της δημώδους γραμματείας.
Όσο, λοιπόν, κι αν το γραμματικό ένδυμά της είναι αρχαιοπρεπές, το σώμα κι η ψυχή της λόγιας γλώσσας των βυζαντινών συγγενεύει με τη νεοελληνική. Αυτό το νιώθουμε κάθε φορά που διαβάζουμε ένα βυζαντινό κείμενο, όταν, βέβαια, αυτό δεν είναι εσκεμμένα στριφνό. Αυτά τα κείμενα τα οικειοποιούμαστε πολύ πιο εύκολα, ενώ συνήθως, κι οι πιο δεινοί ελληνιστές από εμάς, όταν ανοίγουμε μια στερεότυπη έκδοση ενός αρχαίου κλασσικού, «σκαλώνουμε» σε όχι ευάριθμα σημεία.Θα έλεγα, μάλιστα, πως η εξοικείωση με τα βυζαντινά κείμενα μας βοηθά να χρησιμοποιούμε καλύτερα τη νεοελληνική περισσότερο απ' ό, τι η μελέτη των κλασσικών κειμένων, την αξία της οποίας δεν αμφισβητώ διόλου.
Γιατί εν τούτοις αυτές οι αλήθειες δεν έγιναν όσο θα έπρεπε συνειδητές;
Φοβούμαι πως ο δημοτικισμός συνέβαλε αποφασιστικά στην απαξίωση της λόγιας κληρονομιάς μας. Εφόσον μια γλώσσα εν τέλει τη δικαιώνουν τα κείμενα που γράφονται σ' αυτήν, η αναγνώριση πως σπουδαία, πολύ σπουδαία, κείμενα γράφτηκαν σε λόγιες γλώσσες, θα ακύρωνε το προγραμματικό δόγμα των δημοτικιστών, πως η μεγάλη λογοτεχνική δημιουργία πηγάζει μόνον από τη «γλώσσα του λαού».
Η νεοελληνική όμως φιλολογία, σε ορισμένες από τις δυνατότερες στιγμές της αρδεύτηκε γόνιμα απ' το Βυζάντιο. Από τα ιστορικά δράματα του Βερναρδάκη ως τις βυζαντινές τραγωδίες του Άγγελου Τερζάκη, η βυζαντινή ιστορία τροφοδοτεί γόνιμα τη θεματολογία των συγγραφέων μας.
Ο Παλαμάς κι ο Καβάφης άντλησαν από τους βυζαντινούς χρονικογράφους ορισμένα από τα δυνατότερα κείμενά τους. Για να μην αναφέρω ξανά πασίγνωστα έργα, σαν τη Φλογέρα του Βασιλιά, θα πρότεινα να ξαναδιαβάσουμε τον έξοχο «Λάζαρο» από τους Βωμούς. Πιστεύω πως και για τους δύο αυτούς ποιητές η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης ήταν κάτι περισσότερο από δεξαμενή ιστορικών ανεκδότων, που θα μπορούσαν να μεταπλαστούν σε ποιήματα, και πως κι οι δύο είχαν το Βυζάντιο στον γενετικό τους κώδικα. Ο Οδυσσέας Ελύτης κατακτά πάλι τη συγγραφική του ωριμότητα, όταν ενσωματώνει στην ποίησή του ρυθμικά στοιχεία από τη βυζαντινή υμνογραφία. Και πώς θα μπορούσε να υπάρξει ένας Πεντζίκης δίχως το Βυζάντιο;
Φυσικά μιλάω για μια ζωντανή σχέση με το Βυζάντιο και τη γραμματεία του κι όχι για προγονόπληκτες προσκολλήσεις, που δεν γονιμοποιούν αλλά αντίθετα οδηγούν στον μαρασμό. Μήτε αναφέρομαι στις στενά ακαδημαϊκές προσεγγίσεις, οι οποίες αντιμετωπίζουν το παρελθόν υπό το πρίσμα ενός στείρου επιστημονισμού. Το παρελθόν μας ενδιαφέρει μόνο στον βαθμό που μπορεί αναζωογονήσει το παρόν.
! Ο Γιώργος Βαρθαλίτης είναι ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Σπούδασε κλασική και σύγχρονη φιλολογία στην Αθήνα και είναι διδάκτωρ φιλοσοφίας (Χαϊδελβέργη).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου