Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

Ποιητές και Χριστούγεννα

Αποτέλεσμα εικόνας για poet
agiazoni.gr

Κοσμόπουλος Δημήτρης



(Οἱ ποιητές µᾶς διασώζουν τὴν ἀλήθεια τοῦ προσώπου µας. Στὴν ἐποχὴ τῆς εἰκονικῆς πραγµατικότητάς µας καθαρίζουν τὴν ὅραση ἀπὸ τὶς τρέχουσες ἐπιχωµατώσεις καὶ µᾶς κάνουν αἰσθητὸ τὸ αἴτηµα γιὰ πραγµατικότητα βίου ἑορταστικὴ καὶ πένθιµη συνάµα.)


«Ἐὰν τὸ Πάσχα εἶναι ἡ λαµπροτάτη τοῦ Χριστιανισµοῦ ἑορτή, τὰ Χριστούγεννα βεβαίως εἶναι ἡ συγκινητικωτάτη» γράφει στὴν Ἐφηµερίδα τῆς 25ης Δεκεµβρίου τοῦ 1887 ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαµάντης. Γιὰ τὸν πεζογράφο Παπαδιαµάντη διόλου τυχαῖα ὁ Μαλακάσης δήλωνε ὅτι εἶναι ὁ καλύτερος ποιητὴς ποὺ γνώρισε. Ἀλλὰ ὁ Παπαδιαµάντης ἔγραφε καὶ ποιήµατα. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἀναφέρεται στὸν ναὸ τῆς Γεννήσεως, τόσο ἀπαράµιλλα εἰκονιζόµενο στὸ διήγηµα «Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο» (1892):

Μὲ χρόνους µὲ καιροὺς καὶ ἥµισυ καιροῦ,
κάποιος ἀµαθής, ἁµαρτωλὸς χυδαῖος,
καµµία γυναίκα τοῦ λαοῦ πτωχὴ
σ᾿ ἐνθυµεῖται κι ἔρχεται νὰ σοῦ φέρ᾿
ὄχι χρυσόν, ἀλλὰ ὀλίγο λιβάνι,
ἕνα κερί, κι ὀλίγο λάδι στὴν µποτίλια
σ᾿ ἐσὲ ποὺ εἶσαι ὅλων ὁ δοτήρ.



Ἂν ὁ Παπαδιαµάντης (ἀλλὰ καὶ ὁ Μωραϊτίδης) πηγάζουν ἀπὸ τὴν ὑµνογραφία τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρευτικῆς ἐµπειρίας καὶ τῆς βαθύρριζης ἀπήχησής της στὸ συλλογικὸ σῶµα, ὅµως καὶ οἱ δυὸ διαπιστώνουν ὅτι ἡ νεοελληνικὴ συνθήκη διαµορφώνεται µέσα στὰ ὅρια τοῦ νεωτερικοῦ κόσµου, ἀποµακρυνόµενη ἀπὸ τὸν πυρήνα τῆς Γιορτῆς, ὡς ἀναφορᾶς νοήµατος. Πάντως στὴν πεζογραφία µας, καὶ µάλιστα στὴ διηγηµατογραφία, οἱ χριστουγεννιάτικες ἱστορίες ἔχουν διαµορφώσει ὁλόκληρο ξεχωριστὸ εἶδος, µὲ ἐξαιρετικὰ ἐπιτεύγµατα. Δειγµατοληπτικὰ ὑπενθυµίζουµε ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνα τῶν δυὸ παραπάνω συγγραφέων τὸ «Θεῖον ὅραµα» τοῦ Ἀνδρέα Καρκαβίτσα (Λόγια τῆς πλώρης, 1899), τὰ «Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα» τῆς Πηνελόπης Δέλτα (Παραµύθια καὶ ἄλλα, 1915), «Τὰ Χριστούγεννα τοῦ Ἀµερικάνου» τοῦ Ἀντώνη Τραυλαντώνη (1922), τὸν «Ξένο τῶν Χριστουγέννων» τοῦ Στέφανου Δάφνη (1927).


Ἡ δίψα γιὰ διάρκεια

Στὴν ποιητικὴ ἐπικράτεια οἱ χριστουγεννιάτικες ἀναφορὲς εἶναι ἐξίσου πλούσιες, ἀλλὰ ἴσως καὶ περισσότερο πολυσήµαντες. Στὸν καθρέφτη τοῦ ποιητικοῦ ἀποτελέσµατος, δηλαδὴ στὰ ἑκάστοτε µέσα στὴν ποιητική µας παράδοση µορφικὰ ἐπιτεύγµατα, τὰ πράγµατα δὲν µένουν µόνο στὴν ἀναπόληση ἢ στὴ νοσταλγία τῆς παιδικῆς καθαρότητας κατὰ τὴν πρόσληψη τῆς γιορταστικῆς ἀτµόσφαιρας. Ἀλλά, µέσῳ τῆς µεταµορφωτικῆς διαδικασίας, ποὺ ἐπιτυγχάνεται µὲ τὴν ἀληθινὴ ποίηση, ἀναιρεῖται ἡ χρονικὴ ἀπόσταση, καὶ ὁ χρόνος λειτουργεῖ ὡς ἑνότητα βιώµατος. Ἐπιπλέον χαρτογραφεῖται ἡ δίψα γιὰ διάρκεια, κι ἂς γίνεται τοῦτο πολλὲς φορὲς διὰ τῆς ἀντιστροφῆς: µὲ ἄλλα λόγια, µέσα ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀ-λογίας τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου καὶ τῶν - συχνὰ - αἱµατηρῶν ἢ ἀπάνθρωπων δεδοµένων.

Ὁ Κωστὴς Παλαµᾶς στὸ αὐτοβιογραφικὸ «Τὰ χρόνια µου καὶ τὰ χαρτιά µου» ἐντάσσει δυὸ κείµενα µὲ ἀντίστοιχα χριστουγεννιάτικα περιστατικά. Εἶναι ὁ περίφηµος «Ταβᾶς» (1924) καὶ τὸ «Ὁ Λαµαρτίνος» (1922). Ὡστόσο στὴν ποίησή του ἀλλοῦ λάµπει τὸ νόηµα τῆς γιορτῆς:

Μέσα µου λάµπουν ξάστεροι οὐρανοί,
καὶ τὸ κορµί µου, φάτνη ταπεινή,
βλέπω κι ἀλλάζει, γίνεται ναός.
Ὤ! µέσα µου γεννιέται ἕνας Θεός.

Καὶ ἀλλοῦ τὸ νόηµα ἀναδεικνύεται διὰ τῶν ὑλικῶν τῆς ἀπόλυτης ἀπελπισίας ἢ τῶν ἀνθρώπινων ἀντιφάσεων:

Εἴδωλα, δαίµονες, ξωθιές, φαντάσµατα, στοιχειά,
τῆς νύχτας µέσα µου ὁ λαὸς κυλιέται καὶ κουνιέται,
καὶ µέσα στὴ χιλιόδιπλη καρδιά µου µιὰ σπηλιά,
κι ἕνας Χριστὸς γεννιέται.
(«Χριστούγεννα», 1928)

Στὰ ἑορταστικὰ σχολικὰ ἀναγνώσµατα - καὶ ἐκ τούτου διόλου περιφρονητέα - παραπέµπουν οἱ στίχοι τοῦ ἐπιπόλαια ὑποτιµηµένου Γεωργίου Δροσίνη («Νύχτα χριστουγεννιάτικη», 1935):

Τὴν ἅγια νύχτα τὴ χριστουγεννιάτικη, / ποιὸς δὲν τὸ ξέρει;
Τῶν µάγων κάθε χρόνο τὰ µεσάνυχτα / λάµπει τ᾿ ἀστέρι.
Κι ὅποιος τὸ βρεῖ µέσ᾿ στ᾿ ἄλλα ἀστέρια ἀνάµεσα / καὶ δὲν τὸ χάσει 
σὲ µία ἄλλη Βηθλεὲµ ἀκολουθώντας το / µπορεῖ νὰ φτάσει.

Παρόµοια καὶ ὁ Μιλτιάδης Μαλακάσης µὲ τὰ ποιήµατα «Χριστός»(1894) καὶ «Χριστουγεννιάτικος» (1934) µιλάει γιὰ τὴν παραµυθητικὴ σηµασία τῶν Χριστουγέννων:

Κι ὅσο κι ἂν µατώνεις, ὦ ψυχή, στὸ γύρισµα ἅγιων ἡµερῶν
µόνο αὐτὸ σοῦ µένει
στὶς θύελλες µέσα τῆς ζωῆς καὶ στὰ παιχνίδια τῶν καιρῶν
σκληρὰ παραδοµένη.
Ἡ βαθύτερη φλέβα

Ξανακερδίζουµε στὶς µέρες µας τὸν λόγο αὐτῶν τῶν ποιητῶν καὶ νοοῦµε τὶς φωνές τους σὰν κλαδιὰ ἑνὸς πλούσιου δέντρου - τοῦ σώµατος τῆς ἔµµετρης ποιητικῆς µας ἰδιοπροσωπίας. Διαβάζοντας καὶ µελετώντας τὶς κατακτήσεις τους, βρίσκουµε ρυθµοὺς ποὺ µποροῦν νὰ συγκραθοῦν µὲ τοὺς ἤχους τοῦ παρόντος γιὰ τὴ δηµιουργία νέων διόδων, στὸν ἀγώνα γιὰ µίαν ἔκφραση σύγχρονη ἀλλὰ µὲ βάθος.

Ὑπάρχει καὶ µία ἄλλη, θαλερή, φλέβα στὴν ποίησή µας ὅσον ἀφορᾶ τὶς µεγάλες ἐκκλησιαστικὲς ἑορτές. Πρόκειται γιὰ τοὺς ποιητὲς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἄσχετα ἀπὸ τὸ ἂν ἀνήκουν στὸ ρεῦµα τοῦ µοντερνισµοῦ ἢ στὴν «παραδοσιακή» τεχνοτροπία - ἐκφράζουν µία µυστικὴ βιωµατικὴ σχέση µὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, γενόµενοι ἀντηχεῖα µιᾶς ὁλόκληρης συλλογικῆς ἰδιοσυγκρασίας, καθὼς διατυπώνουν ἕνα πλατὺ (καὶ παραθεωρηµένο στὴ σύγχρονη µαζικὴ πραγµατικότητα) ἀνθρωπολογικὸ αἴτηµα. Ἐξέχουσα θέση µεταξύ τους κατέχει ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς µὲ τὸ ποίηµα «Ἡ Γέννηση» (1919;) ἀπὸ τὸ Πάσχα τῶν Ἑλλήνων. Μέσα σε µία καυτὴ σὰν χιόνι λυρικὴ αὔρα οἱ στίχοι του περιγράφουν τὴν πορεία τῆς Θεοτόκου πρὸς τὸ Σπήλαιο:

Ἀπ᾿ ὅλα Ἐκείνη λόγιαζε τὰ πλάσµατα πὼς σ᾿ Ἕνα
ποτάµια οἱ πόνοι ἐτρέχανε κι ἀστέρευτοι κρουνοί,
κι ἂν ἤτανε τὰ σπλάγχνα της ν᾿ ἀνοίξουν µατωµένα
πὼς µατωµένοι θ᾿ ἄνοιγαν µαζί τους κι οἱ οὐρανοί.
Νεωτερικὲς ἐκφράσεις

Ὁ ἑλληνικὸς µοντερνισµὸς καὶ οἱ ὑψηλὲς - ἀξεπέραστες ὡς σήµερα, ἐν πολλοῖς - κατακτήσεις του συχνὰ διαβάζονται µονότροπα ἢ παραναγιγνώσκονται. Ἔτσι, οἱ κατευθύνσεις του ταυτίζονται ἄστοχα µὲ τὸ χαµηλόφωνο καὶ τὴν ἀποτύπωση τῆς κενότητας τοῦ µοντέρνου καθηµερινοῦ βίου. Βεβαίως «οἱ κρίκοι στὴν ἁλυσίδα τοῦ ἱεροῦ» φαίνονται στὴ νεωτερικότητα νὰ ἔχουν σπάσει. Ὡστόσο εἶναι µέσα σὲ αὐτὲς τὶς συνθῆκες ὅπου ἡ ἔκφραση τῆς δίψας γιὰ ἁγνότητα καὶ γιὰ πλήρωµα νοήµατος, ρητὴ ἢ διατυπούµενη ὡς αἴτηµα, ἀποτελεῖ µία κορυφαία µοντερνιστικὴ ἀναζήτηση. Στὰ καθ᾿ ἡµᾶς, στεκόµαστε στὸν T. K. Παπατσώνη, πρωτοπόρο νεωτερικό, καὶ θρησκευτικό, ποιητή, ποὺ µὲ τὰ τρία του ποιήµατα γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ («Χριστουγεννιάτικη ἀγρυπνία», 1914, «Κατὰ τὴν Γέννησιν τοῦ Κυρίου», 1915, «Τὰ Χριστούγεννα τῶν δακρύων», 1962) µᾶς ἔδωσε βαθιὰ κατανυκτικοὺς στίχους:

Δὲν περιµένω τὴν ὀσµὴ καµιᾶς σπανίας βοτάνης,
ἀλλὰ τὸ Ὑπερουράνιο, ποὺ Θεέ µου, θὰ µὲ ῥάνεις,
καὶ θὰ φανῶ Ποιµενικὸν θαῦµα, θὰ φανῶ φάσµα,
ποὺ φέρνει τὸ Ἀρχαγγελικὸ τῆς νύχτας τούτης ἄσµα.

Συγκεκριµένη πνευµατικὴ στάση καὶ ὀπτικὴ συγκεφαλαιωτικὴ τῆς ἐκκλησιαστικότητας στὴν ὑπαρκτικὴ περιπέτεια τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου καταθέτει ἡ οὐσιώδης Ζωὴ Καρέλλη µὲ τὸ ποίηµα «Παραµονὴ τῆς Γέννησης» (Πορεία, 1940):

Ἐκεῖνος ποὺ δὲν γεννᾶ, δὲν γεννᾶται, 
δὲν ἀναγεννᾶται ποτέ, Κύριε,
τῆς Γέννησης, «σκήνωσον ἐν ἐµοί»,

ἐνῶ ἐφιαλτικὸς σκηνοποιὸς ὁ Μίλτος Σαχτούρης στοὺς ὄχι λίγους «χριστουγεννιάτικους» στίχους του («Χριστούγεννα», 1948, «Ὁ νεκρὸς στὶς γιορτές», 1986, «Τὰ λυπηµένα Χριστούγεννα», 1990), ἐνστικτώδης καὶ διὰ τῆς ὁµοιοπαθητικῆς µεθόδου, µεταµορφωτὴς ἑνὸς µηδενιστικοῦ παρόντος, συνδέει ἀγχωτικὰ τὴ Γέννηση µὲ τὰ γεγονότα τοῦ Ἐµφυλίου:

Σηµαία / ἀκόµη / τὰ δόκανα στηµένα στοὺς δρόµους / 
τὰ µαγικὰ σύρµατα / τὰ σταυρωτὰ / καὶ τὰ σπίρτα καµένα / 
καὶ πέφτει ἡ ὀβίδα στὴ φάτνη / τοῦ µικροῦ Χριστοῦ / 
τὸ αἷµα τὸ αἷµα τὸ αἷµα.
(«Χριστούγεννα 1948»)

Ὡστόσο τὸ πλέον «χριστολογικό» ποίηµα γιὰ τὰ Χριστούγεννά µας τὸ ἔχει, κατὰ τὴ γνώµη µου, χαρίσει ὁ Τάσος Λειβαδίτης στὴν ἑνότητα ποιηµάτων του «Ὁ ἀδελφὸς Ἰησοῦς». Ἔχει τίτλο «Ἡ Γέννηση» (1983):

Ἕνα ἄλλο βράδυ τὸν ἄκουσα νὰ κλαίει δίπλα. Χτύπησα τὴν πόρτα καὶ µπῆκα. Μοῦ ῾δειξε πάνω στὸ κοµοδίνο ἕνα µικρὸ ξύλινο σταυρό. «Εἶδες – µοῦ λέει - γεννήθηκε ἡ εὐσπλαγχνία». Ἔσκυψα τότε τὸ κεφάλι κι ἔκλαψα κι ἐγώ.
Γιατί θὰ περνοῦσαν αἰῶνες καὶ αἰῶνες καὶ δὲ θά ῾χαµε νὰ ποῦµε τίποτα ὡραιότερο ἀπ᾿ αὐτό.

Οἱ ποιητές µας διασώζουν τὴν ἀλήθεια τοῦ προσώπου µας. Στὴν ἐποχὴ τῆς εἰκονικῆς πραγµατικότητάς µᾶς καθαρίζουν τὴν ὅραση ἀπὸ τὶς τρέχουσες ἐπιχωµατώσεις καὶ µᾶς κάνουν αἰσθητὸ τὸ αἴτηµα γιὰ πραγµατικότητα βίου ἑορταστικὴ καὶ πένθιµη συνάµα. Ἀφοῦ, κατὰ τὸ λόγιον ἐκεῖνο, «βίος ἀνεόρταστος, µακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος». Ἢ γιὰ νὰ θυµηθοῦµε τὸν Ἐλύτη:

Πολλὰ δὲ θέλει ὁ ἄνθρωπος /
νά ῾ν᾿ ἤµερος νά ῾ναι ἄκακος /
λίγο φαΐ, λίγο κρασί /
Χριστούγεννα κι Ἀνάσταση.


ΤΟ ΒΗΜΑ, 24/12/2005

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου