Βημάτιζε νευρικά πάνω-κάτω στο δωμάτιο όλο το βράδυ. Δε μπόρεσε να κλείσει μάτι. Είχε συμπληρώσει πια ένα μήνα άυπνος. Κοίταξε το τραπέζι. Ήταν εκεί. Ακίνητο μα ζωντανό. Του μιλούσε με εκκωφαντικά σιωπηλά λόγια. Έμπαινε στο μυαλό του και ροκάνιζε σιγά σιγά κάθε ίχνος λογικής που του είχε απομείνει. Του ζητούσε να το χρησιμοποιήσει. Του υποσχόταν νέους κόσμους, πέρα από κάθε φαντασία, πάνω από κάθε ελπίδα ή φόβο.
Πολλές φορές προσπάθησε να το ξεφορτωθεί, να το πετάξει στα σκουπίδια ή να το καταστρέψει. Κάποια στιγμή, έστω φευγαλέα, σκέφτηκε να το δώσει σε εκείνον τον τύπο που ποτέ δε συμπάθησε. Μετάνιωσε για την ιδέα του και έβρισε τον εαυτό του. Το μαρτύριο όμως συνεχιζόταν. Αυτό ήταν εκεί, στο ίδιο σημείο στο τραπέζι και τον οδηγούσε μέρα με τη μέρα, όλο και πιο κοντά στη παραφροσύνη. Τον φόβιζε, τον εκλιπαρούσε, τον δελέαζε, τον καταριόταν.
Γύρισε εκεί που το είχε βρει. Σε κείνο το μικρό παλαιοπωλείο που διατηρούσε ένας παράξενος γέρος. Σκοτεινός άνθρωπος, αγέλαστος, με μάτια που πρόδιναν πως κάτω από την απλή ανθρώπινη εμφάνιση κρυβόταν κάτι εντελώς ξένο σε αυτόν τον κόσμο. Φαινόταν πως εκείνος ο άνθρωπος - αν ήταν τέτοιος- είχε ταξιδέψει σε μέρη άγνωστα, ονειρικά και εφιαλτικά, πέρα από τις σφαίρες των ανθρώπινων φαντασιών. Είχε δει πράγματα, που κανένας άνθρωπος δεν έπρεπε ή δεν άντεχε να δει. Εκείνη η απόκοσμη ύπαρξη τον είχε μαγέψει, τον είχε ξεγελάσει και τον είχε πείσει να πάρει αυτό το καταραμένο πράγμα που τον οδηγούσε τώρα στον αφανισμό.
Αυτό, αυτό έφταιγε για όλα, αυτό και οι τρομερές υποσχέσεις του για άλλους κόσμους και διαστάσεις. Πόσο δελεαστικές ήταν. Ίσως έφταιγε και η αϋπνία. Ίσως δεν είχε πια άλλη δύναμη για να αντισταθεί. Αποδέχτηκε τη πρόταση του καταραμένου του κλειδιού. Αυτού του τερατουργήματος που στο πάνω μέρος του απεικόνιζε ένα πλάσμα ή μάλλον ένα θεό που ανθρώπινη φαντασία ποτέ δε τόλμησε να ονειρευτεί. Το πήρε στα χέρια του και ξεκλείδωσε τις πύλες που μένουν κλειστές ώστε να παραμένουν οι άνθρωποι λογικοί. Πέρασε μέσα από αυτές και οδηγήθηκε σε κόσμους που άκμαζαν σε τούτο το κόσμο πού πριν εμφανιστούν τα άμυαλα θηρία που σήμερα αποκαλούμε δεινοσαύρους. Είδε πύργους και κτίρια μια εντελώς άγνωστης αρχιτεκτονικής, τεχνολογικά επιτεύγματα που ακόμα και σήμερα ούτε ο πιο τολμηρός οπαδός της τεχνολογίας δε μπορεί να θέσει ως στόχους. Είδε μεγαλεία αφάνταστα, μα είδε και τους δημιουργούς αυτών των μεγαλείων. Είδε πλάσματα που προκαλούσαν ανείπωτη φρίκη. Τόσο τερατώδη, τόσο εκτρωματικά, τόσο βδελυρά...
Η αηδία τον συνέφερε. Κοίταξε γύρω του και σιγουρεύτηκε πως είχε γυρίσει στο δωμάτιό του. Το κλειδί ήταν ακόμα εκεί, πάνω στο τραπέζι. Αυτή τη φορά δε φώναζε μέσα στο μυαλό του. Ήταν ευχαριστημένο, ικανοποιημένο. Είχε πάρει το αντίτιμο για να ανοίξει τις πύλες και είχε χορτάσει. Φαινόταν στην έκφραση που είχε το φρικτό πλάσμα που απεικονιζόταν σαν σκάλισμα στο πάνω μέρος του.
Το κοιτούσε με φρίκη όταν τον συνέφερε ένα δυνατό χτύπημα στη πόρτα, ακολουθούμενο από φωνές. Ζαλισμένος σηκώθηκε μετά από κάμποσα δευτερόλεπτα, έσυρε τα πόδια του και άνοιξε τη πόρτα. Ένας αστυνομικός στεκόταν απ' έξω. Έριξε μια ματιά στα χέρια του κι άλλη μία στο εσωτερικό του δωματίου. Με μια έκφραση τρόμου και αηδίας τράβηξε το όπλο του. Ένας δεύτερος τον έριξε κάτω και του έβαλε χειροπέδες. Μόλις τότε γύρισε κι ο ίδιος και είδε τι υπήρχε στο πάτωμα του δωματίου του. Είδε το πτώμα της νεαρής γειτόνισσάς του κατακρεουργημένο και τη καρδιά της βγαλμένη. Ένιωσε το αίμα της στα χέρια του. Άκουσε το διαβολικό γέλιο του κλειδιού το οποίο, πασαλειμμένο με αίμα, χαιρόταν τη θυσία που του είχε προσφέρει. Άρχισε να γελά. Να γελά σα τρελός. Γελούσε ακόμα κι όταν τον οδήγησαν στο κελί. Ακόμα και στον ύπνο του. Ακόμα και σήμερα γελάει, κλεισμένος στη ψυχιατρική πτέρυγα της φυλακής είκοσι χρόνια μετά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου