pontosandaristera
Εμείς οπισ’ θα κλώσκουμες
σ’ εκείνα τα στερέας
τ’ εγνώριμα, τα έμορφα
τα παντολαλεμένα.
ξαν’ με τ’ αληγορόπλεα
καράβια αρματωμένα
τραντέλλενοι, δρακέλλενοι
και δρακελλενοπούλεα.
.
Στον ελλαδικό χώρο η ποντιακή ποίηση αναπτύχθηκε και πήρε λόγιες μορφές ιδιαιτέρως σημαντικές. Είχε εξαιρετικούς εκπροσώπους, όπως φυσικά και πολύ ενδιαφέροντες λαϊκούς ποιητές. Ο νεότερος από τους εκπροσώπους της ποιοτικής ποίησης είναι ο Κώστας Διαμαντίδης, που ανηκει στη δεύτερη προσφυγική γενιά.
Ο κορυφαίος της πρώτης γενιάς των προσφύγων ήταν ο Ηλίας Τσιρκινίδης. Χαρακτηριστικό δείγμα της ποίησής του είναι το παρακάτω:
Χριστέ μ’, όθεν επάτεσες τραντάφυλλα ο τόπος
κι όθεν εστάθες μάραντα κι όθεν εδέβες άθα.
Τη κοσμί’ όλα τα καλά και τ’ έμορφα ευλόησες
κι όλα μυρίζ’νε θύμπιρα και όλα ευωδίας –
τα κρένερα τ’ απόμακρα και τα ψηλά ραχία,
τα δέντρα τα πυκνόκλαδα, τα πυκνοφυλλωμένα
και τα ποτάμα τ’ έρημα κι όλα τα ποταμάκρα,
τη θάλασσαν με τ’ έμορφα καράβα, θαλασσάκρα,
ορμάνα, τσαϊρόπα, παρχάρα και λιβάδα.
Ευλόησον και τ’ οσπίτα μουν – καλά και καλωσύνας
και τ’ Αβραάμ και τ’ Ισαάκ τα χίλα ευλοΐας πάντα να είν’ γομάτα!
’Σ σα πόρτας και ’ς σ’ αυλία μουν λαλόπα χαρεμένα
και τραγωδίας έμορφα παιδίων να βοΐζ’νε,
λεγνόκλαδα, παντέμορφα δεντρόπα φυλλωμένα,
άθα γομάτα και τη ψης φως και παρηγορία
και η γλυκέσσα η χαρά και τη καρδάς εβόρα!
Ευλόησον και τον Έλλενον τον τόπον, χαρεμένα
πάντα να ζούμε! Στέρεα, ψηλά και δοξασμένα
να στέκ’νε τ’υπερήφανα τ’ ελλενικά σημαίας!
Κ’ εκείνα τα παντέρημα τ’ εμέτερα τα κόσμα,
τ’ ανέσπαλτα, ντ’ επέμνανε μακραπορφανιγμένα,
κι όλα τα μέρα τ’ έρημα ’ς σα ξένα ντ’ αναμέν’νε, Χριστέ μ’, τη Ρωμανίαν!
Κάστρεν ψηλόν, παντέμορφον, θεοστερεωμένον
και ουρανός παράκλητος, ηλφώταγμαν και ήλες,
χρυσέσσα ρίζα και χαρά ’ς σ’ ελληνικά καρδίας!
Ο Πάνος Καϊσίδης, έγραψε γι αυτόν:
«Ο μεγαλύτερος των Ποντίων ποιητών, που έγραψε στην ποντιακή διάλεκτο, ο Ηλίας Τσιρκινίδης, γεννήθηκε το 1915 στο Νοβοροσίσκ της Ρωσίας, από γονείς καταγόμενους από το χωριό Σταυρίν της Χαλδίας του Πόντου. Πέθανε την 1η Μαρτίου του 1999.
Στην Ελλάδα ήρθε το 1925 και εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στην Καλλιθέα Αττικής. Τα τελευταία χρόνια, πριν από το θάνατο του, το 1999, διέμενε στη Δροσιά (Ρωσοχώρι) Αττικής.
Ο Ηλίας Τσιρκινίδης, αφού πήρε πτυχίο από την Ανωτάτη Σχολή οικονομικών Επιστήμων (ΑΣΚΕ), διορίστηκε το 1941 στο υπουργείο Επισιτισμού και μετά από την απελευθέρωση από τους Γερμανούς σταδιοδρόμησε στο Δημόσιο.
Διετέλεσε έπαρχος Σιντικής, Γρεβενών, Παιονίας Κιλκίς, Διδυμοτείχου και Ορεστιάδας, και νομάρχης Θεσπρωτίας, Λευκάδας και Καβάλας.
Για την προσφορά του στην πατρίδα, ο Ηλίας Τσιρκινίδης τιμήθηκε με διακρίσεις. Του απονεμήθηκαν το Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων, ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος των Ταξιαρχών του Γεωργίου Α΄, και το Παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Δεν ξέχασαν τον Πόντιο ποιητή και οι Πόντιοι. Για την πρόσφορα του στα ποντιακά γράμματα τον τίμησαν το Σωματείο «Παναγία Σουμελά» και η Ομοσπονδία Ποντιακών Συλλόγων Δυτικής Γερμανίας – Δυτικού Βερολίνου, τότε.
Ποιήματά του Τσιρκινίδη δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Ποντιακά Φύλλα (1936-1938), Ποντιακά Χρονικά (1944-1953), Ποντιακό Θέατρο ή Ποντιακό (1950-1951), Ποντιακή Εστία (1950), Ποντιακή Ηχώ (1982-1983), Ποντιακά (1982), και στις εφημερίδες Ηχώ του Πόντου, Αργοναύτης, Οφιτικά Νέα, Ποντιακά Νέα, Ένωση Ποντίων, Δεσμός, Ελληνικός Πόντος, Εύξεινος Πόντος κ.ά.
Οι ποιητικές του συλλογές είναι δύο: Το γήτεμα και αλλά ποιήματα, που τυπώθηκε στην Αθήνα το 1958, και Α μένεμαν και αλλά ποιήματα, επίσης στην Αθήνα, το 1983. Τα θεατρικά του είναι: Το όρωμαν και το κρίμαν και Δαβίδ ο Μέγας Κομνηνός.
O Ηλίας Τσιρκινίδης διετέλεσε πρόεδρος του Καλλιτεχνικού Οργανισμού Ποντίων Αθηνών (ΚΟΠΑ) από το 1967 που ιδρύθηκε, όπου είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει θεατρικά έργα σε δική του σκηνοθεσία. Ως πρόεδρος του ΚΟΠΑ προέδρευε και της επιτροπής του ετήσιου πανελλήνιου διαγωνισμού για τη συγγραφή θεατρικού έργου στην ποντιακή διάλεκτο (α΄ διαγωνισμός το 1978).
Ο ποιητής, που κατατάσσεται ανάμεσα στους λίγους μεγάλους Πόντιους λογοτέχνες, ανήκει σε κείνους τους Πόντιους στους οποίους πέρασε η νοσταλγία (η αροθυμία) από τις διηγήσεις των προσφύγων της πρώτης γενιάς και από σχετικά διαβάσματα, όπως είναι ο Χρήστος Σαμουηλίδης, ο Στάθης Ευσταθιάδης, ο Δημήτρης Παρασκευόπουλος, η Νόρα Κωνσταντινίδου,ο Κώστας Διαμαντίδης, ο Φόρης Παροτίδης, ο Γιάννης Μελετίδης, ο Θεόδωρος Αμπεριάδης, ο Γιάννης Μιχαηλίδης και άλλοι πολλοί.
Δεν θα μπορούσε να μην είναι τόσο επηρεασμένοι από τη νοσταλγία οι πρόσφυγες της πρώτης γενιάς ιδιαιτέρως, αλλά και της δεύτερης, αφού με αυτήν να κυριαρχεί στο είναι τους έζησαν και πέθαναν οι πρώτοι και με αυτήν γαλουχήθηκαν οι δεύτεροι.
Και η νοσταλγία οδηγεί στη λαογραφία, που είναι η ζωή των απλών ανθρώπων, ενώ η ιστορία –που επίσης περιέχει λαογραφικά στοιχεία– είναι κυρίως η περιγραφή των ηρωικών πράξεων των ηγεμόνων! Εκείνων, δηλαδή, που το σπαθί το είχαν μόνο για στολίδι, που αυξάνει τη μεγαλοπρέπεια τους, και που έκαιγαν τα μάτια του πατέρα ή του αδελφού τους για να του αρπάξουν το θρόνο ή για να μην τους τον αρπάξει εκείνο.
Τώρα που η αροθυμία μειώθηκε αρκετά, είναι καιρός οι Πόντιοι να ασχοληθούν σοβαρά και με την ιστορία και όχι να τσαλαβουτάνε μια από δω και μια από κει.
Ο Ηλίας Τσιρκινίδης υπογραμμίζει σε σχετικό κείμενό του στην Ποντιακή Εστία πως «οτιδήποτε γράφτηκε ή γράφεται στον έμμετρο και πεζό λόγο, έχει τη σφραγίδα της ποντιακής νοσταλγίας. Της νοσταλγίας των τόπων, όπου κάθε σπιθαμή γης ήταν γνώριμη και χιλιοτραγουδισμενη».
Αυτή όμως η υπογράμμιση έχει σχεδόν απόλυτη ισχύ μόνον για εποχή του. Σήμερα, χωρίς να έχει εξαλειφθεί εντελώς η αροθυμία, οι λόγιοι Πόντιοι σκέφτονται πιο ψυχρά, γιατί η ιστορία και ο πολιτισμός χρειάζονται απαραιτήτως την αντικειμενικότητα για να περιγραφούν.
Το ποιητικό του έργο, γραμμένο εξ ολοκλήρου στην ποντιακή διάλεκτο, για αυτόν το λόγο και εξ αιτίας άλλων συγκυριών, δεν προβλήθηκε στον βαθμό που του άξιζε. Έτσι περιορίστηκε έως τώρα να διαβάζεται από ένα αναγνωστικό κοινό Ποντίων, κάποιας ηλικίας συνήθως, και όχι από το πλατύτερο κοινό, που το συναποτελούν οι Πόντιοι μαζί με τους άλλους Έλληνες. Μάλιστα, αν οι υπόλοιποι Έλληνες, και ειδικότερα οι οικολόγοι, διάβαζαν τον Ηλία Τσιρκινίδη, θα τον είχαν ανακηρύξει ποιητή τους, αφού το έργο του είναι πλημμυρισμένο από την ομορφιά της φύσης και κύριο χαρακτηριστικό του ποιητή είναι απέραντη αγάπη για τη φύση.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο Ηλίας Τσιρκινίδης δεν τιμήθηκε με πανελλήνιες διακρίσεις. Βεβαίως, στην Ελλάδα οι πνευματικοί άνθρωποι συνηθίζεται να τιμώνται μετά θάνατον, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες ξέφυγαν οι Έλληνες από αυτόν τον κανόνα αρκετά και τίμησαν, όσο ζούσαν, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Γιώργο Σεφέρη και άλλες κορυφαίες μορφές της λογοτεχνίας, αναγορεύοντάς τους σε επίτιμους διδάκτορες πανεπιστημίων ή με την απονομή άλλων διακρίσεων.
Οι διακρίσεις αυτές απονέμονται, εν ζωή ή μετά θάνατον, σε κορυφαίους ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών ύστερα από εισήγηση κάποιων φορέων. Ο αθόρυβος μέχρι το θάνατό του Ηλίας Τσιρκινιδης, γεμάτος μετριοφροσύνη ποιητής με το τεράστιο σε ποιότητα έργο του, δεν τιμήθηκε όσο έπρεπε, γιατί οι φορείς των Ποντίων… χορεύουν!
Πάνος Καϊσίδης,
Δημοσιογράφος – συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου