Τρεις επισημάνσεις γύρω απ’ το έργο του.
Αρχίζω τη μελέτη αυτήν, που αφορά στον Οράτιο, με κάτι αντιδεοντολογικό ίσως, σε μια προσωπικότερη εκμυστήρευση, που γενικεύω εν συνεχεία κατά κάποιον τρόπο: όποιος ταξιδέψει, όπως εγώ, στις ελληνόφωνες περιοχές της Καλαβρίας και της Απουλίας κι ακούσει τους ντόπιους αλλά και τους λογίους των περιοχών αυτών να μιλούν την ελληνική γλώσσα θα καταλάβει, πιστεύω, αρκετά για τον Οράτιο καταγόμενο από κοντινή περιοχή. Δεν έχει σημασία αν η γκρεκάνικη και οι φορείς της ανάγονται σε φυγάδες λίγο πριν ή μετά την Άλωση της Πόλης (1453) ή στους αρχαίους της «Μεγάλης Ελλάδας». Όποια εκδοχή κι αν υιοθετήσουμε, στις περιοχές αυτές άκμαζε πάντα ο ελληνισμός – μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Αυτή ενωτίσθηκε, έστω κι από κάποιαν απόσταση, ο έφηβος Οράτιος.
Ο Οράτιος βέβαια έμαθε τα ελληνικά στη Αθήνα, κοιτίδα ακόμα˙ τον 1ο π.Χ. αιώνα – έστω κι όχι μοναδική πια – των φιλολογικών σπουδών. Όμως με βάση όσα προσημείωσα το έναυσμα, το ζώπυρον, προϋπήρχε στη γενέθλια γη του κατά κάποιον τρόπο προκαθόρισε τη μελλοντική του πορεία.
Με όσα προανέφερα εισέρχομαι κιόλας στην πρώτη απ’ τις επισημάνσεις που θα εκθέσω στο παρόν σημείωμα: την ελληνομάθειά του και τη θέση του για την αρχαία ελληνική γραμματεία. Με την εξαίρεση αυτών που, σύμφωνα με την ισοκρατική υποθήκη, τη διατυπωμένη στον «Πανηγυρικό», θεωρούνται Έλληνες, επειδή μετείχαν της ελληνικής παιδείας (αρχής γεγομένης με το Σκύθη Αναχάρσιδα και με το σπουδαιότερο όλων το Λουκιανό), ο Οράτιος είναι ο σπουδαιότερος και φιλολογικότερος μελετητής και κριτής της ελληνικής παιδείας στον εξωελλαδικό χώρο, στην Ευρώπη συγκεκριμένα.
Ο θαυμασμός του βέβαια για την αρχαία ελληνική γραμματεία εξέχει. Ενισχύεται μάλιστα κι από καλλιτεχνικούς λόγους. Ο ποιητής θέλει να δημιουργήσει. Θα στραφεί έτσι στη Σαπφώ, στον Αλκαίο, στον Αρχίλοχο, φορείς της αρχαϊκής λυρικής ποίησης. Όμως πίσω απ’ αυτά ενυπάρχει και μια στοχαστικότερη διάθεση. Αυτό θα τεκμηριωθεί περισσότερο, πιστεύω, όταν θ‘ αναφερθώ και στη δεύτερη επισήμανσή μου: το συνδυασμό της ποίησης με το θεωρητικό και κριτικό λόγο στο πρόσωπό του και το έργο του, που τον αναδεικνύει σ’ έναν απ’ τους πρώτους διδάξαντες αυτόν παγκοσμίως. Υπενθυμίζω εν συνεχεία κάποιες απόψεις του για την αρχαία Ελλάδα, συγκεκριμένα την πασίγνωστη επιστολή του ότι οι νικημένοι Έλληνες κατέκτησαν το Λάτιο με το πολιτισμό τους (Epist. I, IT) κι τι πρέπει να μελετώνται τα ελληνικά γράμματα (Αrs poetica, στiχos 269 – 271).
Ο Έλληνας μελετητής του Ορατίου, που θέλει να είναι αντικειμενικός, όπως κι ο Έλληνας αναγνώστης, θ’ αναρωτηθεί ίσως αν ο ποιητής προβάλλει στο έργο του τον ενδεχόμενο εγωκεντρισμό τους ή αν είναι δυνατόν να εξαχθεί απ’ αυτό μια διαπίστωση, που είχε αντίκρυσμα στην πραγματικότητα, κι αν επίσης αξίζει αυτή η διαπίστωση. Νομίζω ότι η διαπίστωση του Ορατίου περί της σημασίας της ελληνικής αρχαιότητας είναι αντικειμενική. Δεν υπήρχε κανένας λόγος σχετικοποίησης της αρχαιότητας ή της διαπίστωσης των αντικειμενικών της ορίων την εποχή που έζησε ο ποιητής. Παρότι οι Έλληνες επεσήμαναν πρώτοι την οικουμενική αξία του ελληνισμού (κυρίως ο Ισοκράτης στον «Πανηγυρικό»), ο Οράτιος τελικά έθεσε με έμφαση το ζήτημα της σημασίας της ελληνικής αρχαιότητας, χωρίς να χρειαστεί να τη σχετικοποιήσει. Άλλωστε ένας θαυμαστής του και καλός μελετητής του, όταν χρειάστηκε, ο Παλαμάς, αρχαιολάτρης, σ’ άλλες εποχές δε δίστασε να επισημάνει την ιστορική σχετικότητα του αρχαίου κόσμου, λαμβάνοντας υπόψη τις ιστορικές εξελίξεις, κυρίως την έλευση και την επικράτηση του χριστιανισμού στις ελληνικές χώρες και την ανάδειξη του νέου ελληνισμού (κυρίως που Δ’ και Ε’ λόγο του «Δωδεκάλογο του Γύφτου»).
Τα αποσπάσματα, που προσημείωσα, χρήζουν ενός λεπτομερούς σχολιασμού. Δε θα γίνει, παρότι κάτι τέτοιο θα εντασσόταν στην οικονομία της μελέτης αυτής, αφού ο όσο το δυνατόν περισσότερο διατιθέμενος χώρος είναι τελικά ορισμένος. Θα μείνω όμως σ’ ένα άλλο ποιήμα του Ορατίου, που η εξήγησή του θα βοηθήσει, πιστεύω, στην κατανόηση της άποψής του για τον ελληνισμό. Πρόκειται για την ωδή που αρχίζει με εκείνο το περίφημο « Exegi monumentum…» 3 (carm. ΙΙ, ΧΧΧ). Κατά καιρούς έχουν προσαφθεί στον Οράτιο γύρω απ’ αυτήν την ωδή τούτα:α) Το ποίημα είναι προϊόν οιήσεως απαράδεκτης β) Γραμματολογικώς δεν είναι ορθό ότι πρώτος έφερε το αιολικό μέλος και γενικότερα την αρχαϊκή λυρική ποίηση στο Λάτιο. Ως προς το πρώτο νομίζω ότι η υιοθέτηση μιας τέτοιας κριτικής θα παρέκαμπε της ουσία του ποιήματος, που συνιστάται στην επαφή του ποιητή με μια σπουδαιότερη της λατινικής λογοτεχνίας, την ελληνική, για την εκκόλαψη του έργου του σε συνδυασμό με την έκφραση προσωπικότερων βιωμάτων του – υπαρξιακών θα έλεγα. Ως προς το δεύτερο θα υπογράμμιζα ότι όντως, αν ιδωθεί το ζήτημα από μια στενή ιστορική σκοπιά, θα ήταν ορθό να λεχθεί ότι πριν τον Οράτιο κι άλλοι είχαν φέρει την ελληνική ποίηση και την ελληνική παιδεία γενικότερα στο Λάτιο. Όμως εδώ δε μας ενδιαφέρει η γραμματολογική ακρίβεια. Μας ενδιαφέρει η εκδήλωση του λυρικού εγώ του ποιητή, η συμπαθητική του ταύτηση, η ενσυναίσθηση, με την αρχαία ελληνική ποίηση. Εν τέλει – κι αυτό είναι, νομίζω, σημαντικό για την έρευνα αυτήν – ο ποιητής, πιστεύει, καταξιώνεται κι αθανατίζεται μέσω του έργου του, που φέρει ανεξίτηλα τη δημιουργική επίδραση της ελληνικής ποίησης (οι επιδράσεις από Αλκαίο, Αρχίλοχο και Σιμωνίδη τον Κείο τουλάχιστον είναι πρόδηλες στην ωδή αυτήν).
Οι στοχασμοί του πάνω στο ποιητικό φαινόμενο, κυρίως στην Ars poetica, η εμφανέστατη παιδεία του και η αξιοποίηση εκ μέρους του των όσων του προσπόρισε η σπουδή της αρχαίας ελληνικής γραμματείας δείχνουν ότι συνδυάζει την ποίηση με τη μελέτη, τη δημιουργία με τη θεωρία, κι έτσι εισερχόμεθα στη δεύτερη επισήμανση.
Κληρονόμος λοιπόν μιας ανεπτυγμένης γραμματείας, της ελληνικής, ο Οράτιος προχωρεί σε θεωρητικότερες συλλήψεις, αν και εκφράζεται ποιητικά – είναι πρωτίστως ποιητής.
Η τρίτη επισήμανσή μου αναφέρεται στο λανθάνοντα επικουρισμό του Οράτιου ορμώμενος κυρίως από εκείνο το carpe diem(carm.11,11,8).1 Υπογραμμίζω τη λανθάνουσα μορφή του, αν ληφθεί υπόψη η επίσημη πολιτεία του ποιητή στον κύκλο του Μαικήνα μετά τη μάχη των Φιλίππων ( 42 μ.X.) στην οποία έλαβε μέρος απ’την πλευρά των ηττημένων, των δημοκρατικών, η προσέγγιση του με το νικητή Οκταβιανό υπό την αιγίδα του οποίου κινείται ο ελληνομαθής φίλος του, ο εκατονταήτηρος εν τέλει ύμνος που συνέθεσε προς τιμήν του Αυγούστου και της αυτοκρατορίας του.
Κατ’αρχήν θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, έχοντας όλ’ αυτά υπόψη του, ότι ο συμμέτοχος της τελευταίας μάχης της δημοκρατίας του αρχαίου κόσμου, ο ελληνομαθής, δεν μπορεί κάτι θα διατηρεί σε χαλεπούς καιρούς γι’αυτήν απ’την ελληνική παράδοση. Φυσικά αυτό δεν πρέπει να νοηθεί απολύτως, αν θυμηθούμε τα της πολιτείας λ.χ.του Κικέρωνος ή προπαντός του Καίσαρος, ελληνομαθών ως γνωστόν. Επιπλέον οι πληροφορίες και οι μαρτυρίες για το βίο του ποιητή συνηγορούν υπέρ ενός τύπου, που χαίρεται τη ζωή –κι αλοίμονο!-έφυγε νωρίς και απρόσμενα. Σαν να είχε πάντως υπολογίσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, όταν έγραφε σε μιαν ωδή του ότι με το έργο του είχε εξασφαλίσει την αθανασία (carm. 11,XX1). Όμως το χαρίεν, το παιγνιώδες, το φαιδρόν με την αρχική σημασία του ( της παιδιάς σχεδόν ) χαρακτηρίζουν τον αρχαίο κόσμο – τη λογοτεχνία και την τέχνη του. Αυτή η διαπίστωση είναι ασφαλώς μια αφαίρεση και μια υπερβολή – απηχεί τις δεσπόζουσες όψεις του, σε κάποιες περιόδους τουλάχιστον-, που λίγη σημασία έχουν για τον ελληνομαθή και ελληνολάτρη, έστω και στοχαστή, όπως στην περίπτωση του Λατίνου ποιητή. Αυτά συναρτώνται με τις ενδιάθετες ροπές του ποιητή και τις ενισχύουν. Εδώ περ’απ’τη διάδοση της διδασκαλίας του Επικούρου στην Ρώμη και στην Ιταλία που βρήκε στο πρόσωπο του Λουκρητίου τον ιδεωδέστερο φορέα της, πρέπει, νομίζω, ν’αναζητηθούν και οι προυποθέσεις του επικουρισμού του. Η όψη αυτή του έργου του είναι ασφαλώς απ’τις ελάσσονες. Μ’αυτήν την επιφύλαξη μάλιστα πρέπει να διαβαστεί ο σχετικός όρος, κι ας ηχεί ίσως βαρύγδουπα. Ο συνδυασμός όλων αυτών με τη θεωρία της ηδονής εννοουμένης ως σωματικής και πνευματικής, ως κατάκτησης της αταραξίας και σε αντίθεση με τον πόνο ίσως είναι, μέχρι ενός σημείου τουλάχιστον, μετέωρος. Ούτε από γραμματολογική άποψη ο Επίκουρος αρύεται στοιχεία άμεσα κι απευθείας απ’όσα προσημειώσαμε για την αρχαία γραμματεία. Γενικολογώ ίσως κι αυτό είναι αρνητικό. Αντίκειται στην ανάγκη τεκμηρίωσης, τόσο απαραίτητης για την επιστημονική έρευνα. Όμως, πιστεύω, μάλλον ως περιρρέον κλίμα επηρέασαν αυτά Επίκουρο κι από δω ίσως η μη συγκεκριμενοποίηση εκ μέρους μας των σχετικών επιφράσεων που υπέστη απ’αυτά. Αυτά διευκολύνουν τη μετάβαση του Ορατίου στον Επίκουρο, έστω και ακροθιγώς. Αντιφάσκουν αυτά προς τον υμνητή του Οκταβιανού; Ασφαλώς, ναι. Όμως οι αντιφάσεις δεν είναι κάτι άγνωστο στο έργο του. Αντίθετα η ανίσχευσή τους μάλιστα έχει μεγάλη ερμηνευτική σημασία για την ποίηση του αλλά και το βίο του. Ακόμα κι όταν παίρνει μια θέση που αντιφάσκει σε προηγούμενες, η ηχώ του αντιθέτου δεν έχει σβεσθεί εντελώς κι ακούγεται μ’ έναν τρόπο που ο ποιητής θα το έβλεπε άλλοτε με συγκατάβαση έστω. Αυτό φαίνεται ίσως σε κάποιες ωδές του ˙ η ποίηση δε φαίνεται να είναι για ύμνηση κατορθωμάτων˙ σα να προέχει η λυρική που την επιβάλλει όμως η νέα κατάσταση – η ήττα της δημοκρατίας. Έτσι δικαιώνεται κι ο ρίψασπις Αρχίλοχος, (carm.11,V11) αυτός που θεωρήθηκε κατά την αρχαιότητα ισάξιος ακόμα κι αυτού του Ομήρου και μέσω αυτού ο ίδιος ο Οράτιος που χωρίς αιδώ εγκαταλείπει το πεδίο της μάχης των Φιλίππων. Οι απόψεις αυτές γεννούν μελαχγολία, αν τα πράγματα ιδωθούν από μια συγκεκριμένη σκοπιά που θέλει έργο και δημιουργία του ποιητή εναρμονισμένα ή την ποίηση δεμένη με κοινωνικούς στόχους. Το θέμα όμως είναι μεγάλο και μια διακειμενική προσέγγιση με επίκεντρο το έργο των νεοελλήνων ποιητών ή και των ευρωπαίων θα μας διαφώτιζε αρκετά, αλλά μάλλον δε θα το διαλεύκανε πλήρως. Δε θα σταθώ εδώ σ’αυτό. Απαιτείται άλλη πραγμάτευση.
Οι επισημάνσεις αυτές, καθόλου πρωτότυπες, έχουν, νομίζω, σημασία για την κατανόηση συνολικά του έργου του Ορατίου. Για να κατανοηθεί ο θεωρητικός της τέχνης, πρέπει ν’αναχθούμε στον ελληνισμό του, στα όσα υπογράμμισα γι’αυτόν εξαιτίας κυρίως της σπουδής του της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας και τέχνης. Μέχρις ενός σημείου μ’αυτήν την αναγωγή εξηγούνται κι αιτιολογούνται ακόμα κι αυτές οι αντιφάσεις του και τα λανθάνοντα στοιχεία του έργου του. Είναι, πιστεύω, όχι συμπληρωματικός αλλ’ ουσιαστικός όρος για την κατανόηση του έργου του ελληνομαθούς ποιητή.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ
1. Δες για το θέμα : Kάτουλος ένας ποιητής για όλες τις εποχές
εισαγωγή-κείμενο μετάφραση-σχόλια, Λ.Μ.Τρομάρας Θεσσαλονίκη
1980
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου