Την περασμένη εβδομάδα αναφέρθηκα στη ζωή του Διονύσιου Σολωμού στη Ζάκυνθο, όπου γεννήθηκε, και στην Κέρκυρα, όπου πέθανε, στο πλαίσιο των ευρύτερων εξελίξεων στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα.
Σήμερα θα αναφερθώ σε κάποια από τα έργα του, και σε απόψεις Ελλήνων κριτικών, οι οποίοι κατά καιρούς αξιολόγησαν τη συμβολή του Δ. Σολωμού στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Ο Σολωμός δεν αναγνωρίσθηκε ως εθνικός ποιητής απλώς γιατί οι πρώτες στροφές του ποιήματός του «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» αποτελούν τον Εθνικό μας Ύμνο, αλλά και γιατί με το έργο του επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον νεοελληνικό ποιητικό λόγο. Αν και δεν πολέμησε ποτέ με τα όπλα, ο Σολωμός πολέμησε με την πένα του για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.
Το 1859, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Σολωμού το 1857 στην Κέρκυρα, ο Ιάκωβος Πολυλάς, φίλος και συνεργάτης του Σολωμού, κυκλοφόρησε σε έναν τόμο τα έργα του με τίτλο «Διονυσίου Σολωμού: Άπαντα τα ευρισκόμενα». Η εισαγωγή του Πολυλά στον τόμο εκείνο, με τίτλο 'Προλεγόμενα', είναι εκτενής, και άκρως διαφωτιστική, γιατί τοποθετεί το έργο του Σολωμού στο χρονολογικό, κοινωνικό και εθνικό του πλαίσιο.
Σε ένα σημείο των Προλεγόμενων ο Πολυλάς γράφει τα ακόλουθα για το ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερίαν»:
«Και πραγματικώς η πρόοδός του εις τη γλώσσα φαίνεται απίστευτη, αν σκεφθεί τινάς ότι τότε (τον Μάιο 1823) έγραφε, εις το διάστημα, ως λέγεται, ενός μηνός, τον Ύμνον εις την Ελευθερίαν. Και τωόντι, αν είναι αληθινόν ότι ο καθαρός Ελληνισμός στέκεται εις τη ζωντανή φωνή, εις το σεμνό κάλλος της μορφής, και εις το ξάστερο βάθος του λόγου, βέβαια τούτο το ποίημα έβγαινε ως ο πρώτος γνήσιος καρπός της Ελληνικής φαντασίας, ύστερα από είκοσι αιώνες του μαρασμού της», σελ. 13.
Σύμφωνα με πολλούς κριτικούς, οι 'Ελεύθεροι Πολιορκημένοι' είναι ένα από τα κορυφαία έργα του Σολομού, αλλά και της νεοελληνικής λογοτεχνίας γενικότερα. Παράλληλα, είναι το έργο που απασχόλησε τον Σολωμό καθ' όλη τη διάρκεια της ώριμης ποιητικής του περιόδου.
Εντύπωση, πρώτα απ' όλα, κάνει ο τίτλος του ποιήματος, καθότι τίθεται το ερώτημα πώς ένας πολιορκημένος μπορεί ταυτόχρονα να είναι και ελεύθερος. Όταν όμως διαβάσουμε τα τρία σχέδια του ποιήματος, το οποίο δεν ολοκληρώθηκε σε καμιά από τις τρεις μορφές του, διαπιστώνουμε πως οι Μεσολογγίτες, γιατί σε εκείνους αναφέρεται το ποίημα, ουσιαστικά ήταν πολιορκημένοι, αλλά ηθικά ήταν ελεύθεροι, αφού είχαν αρνηθεί την πρόταση του Κιουταχή να παραδώσουν τα όπλα τους, με την υπόσχεση ότι εκείνος θα τους άφηνε να φύγουν από το Μεσολόγγι.
Το κύριο θέμα του ποιήματος είναι ο ηρωικός αγώνας των Ελλήνων κατά τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου (1825-1826), ως την τελική έξοδο, από την οποία μόνο λίγοι επέζησαν.
Στα χαρτιά του ο Σολωμός άφησε τρία σχεδιάσματα του ποιήματος, καθένα από τα οποία αντιπροσωπεύει όχι μονάχα διαφορετικό στάδιο επεξεργασίας, αλλά και διαφορετική ποιητική αντίληψη, κανένα όμως δεν είναι ολοκληρωμένο. Ακολουθούν οι πρώτοι στίχοι του Β΄ σχεδιάσματος:
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε, στα μάτια η μάνα μνέει.
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω 'γω στο χέρι;
Οπού συ μούγινες βαρύ κι' ο Αγαρηνός το ξέρει.
Και όμως, παρά την απελπιστική κατάσταση που βρίσκονταν οι πολιορκημένοι Μεσολογγίτες, ούτε στιγμή δεν τους πέρασε από το μυαλό η σκέψη να έρθουν σε συνεννόηση με τους πολιορκητές.
Ο Μάρκος Αυγέρης, στο βιβλίο του 'Εισαγωγή στην ελληνική ποίηση', μεταξύ άλλων κάνει και τις ακόλουθες επισημάνσεις:
{…}Ο Σολωμός παρακολουθούσε με πάθος τον επαναστατικό αγώνα και βοηθούσε χρηματικά στις ανάγκες του. Η πολιορκία, το μαρτύριο και η ηρωική έξοδος του Μεσολογγίου φλόγισε το νου του και του έδωσε το θέμα για το αριστούργημά του, τους 'Ελεύθερους Πολιορκημένους' που είναι η υψηλότερη ποιητική σύλληψη για το νεότερο ελληνικό πνεύμα.
{…}Πατρίδα και γλώσσα ήταν στη συνείδησή του τα δυο βάθρα της εθνικής μας ζωής. Έξω από τον Κάλβο, όλοι οι άλλοι ποιητές στα Εφτάνησα ακολούθησαν το δρόμο του Σολωμού.
{…}Ακολουθώντας το παράδειγμα του Σολωμού οι ποιητές της σχολής αυτής κράτησαν ψηλά την αντίληψη της ποίησης, χρησιμοποιώντας πάντα τη δημοτική γλώσσα σ' όλο το διάστημα που στην ποίηση της άλλης Ελλάδας κυριαρχούσε ο αρχαϊσμός και ρομαντική ρητορεία. Οι περισσότεροι ποιητές της Επτανησιακής Σχολής έζησαν, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, στον κύκλο του Σολωμού».
Ο Κ. Θ. Δημαράς, στο βιβλίο του 'Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας', Ίκαρος 1968, μεταξύ άλλων έγραψε και τα ακόλουθα:
{…} «Τον Φεβρουάριο του 1857 ο Σολωμός βρήκε την ανάπαυσή του στους κόλπους του δημιουργού. Όπως ο καλός υπηρέτης, είχε δουλέψει το τάλαντό του και άφησε πολλαπλάσια απ' όσα είχε βρει: οι προσπάθειες των προγενεστέρων φαίνονται δοκιμές μπροστά στις επιτεύξεις του».
{…} «Κληροδότησε την ποίηση στην Ελλάδα, έδωσε στην πατρίδα του την φωνή που της άξιζε, και σύνθεσε για πρώτη φορά σε ενότητα την ελληνική ποιητική παράδοση».
{…} «Εκείνο που προέχει, είναι μια έμπνευση βγαλμένη σταθερά από την πείρα της ζωής: έξαρση αδιάκοπη, από την ωριμότητα και πέρα, αλλά πάντα στηριγμένη επάνω στην πραγματικότητα».
{…} «Όλη του η ζωή στάθηκε μια αδιάκοπη προσπάθεια για την τελείωση του έργου του, όπως μαρτυρούν οι αλλεπάλληλες επεξεργασίες που έκανε είτε σε μονωμένους στίχους, είτε σε πιο μεγάλες ενότητες, είτε σε ολόκληρες συνθέσεις».
Στις 3 Φεβρουαρίου του 1849 ο Σολωμός παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος, διότι 'με την ποίησή του διέγειρε τα αισθήματα του λαού στον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία'.
Το ποίημα του Σολωμού 'Ύμνος εις την Ελευθερίαν' αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές, και από αυτές οι 24 πρώτες καθιερώθηκαν ως Εθνικός Ύμνος το 1865, οι οποίες είχαν μελοποιηθεί από τον Κερκυραίο μουσικό Νικόλαο Μάντζαρο. Από αυτές οι ακόλουθες δύο στροφές είναι εκείνες που ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την υποστολή της σημαίας, και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές.
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.
Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Στο επίγραμμα 'Η καταστροφή των Ψαρών', το οποίο ο Σολωμός έγραψε το 1825 με αφορμή το ιστορικό γεγονός της καταστροφής των Ψαρών από τους Τούρκους, η μορφή της προσωποποιημένης Δόξας τιμά τους νεκρούς Έλληνες μέσα σε ένα τοπίο απόλυτης καταστροφής.
Στων ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλικάρια
και στεφάνι στην κόμη φορεί
γεναμένο από λίγα χορτάρια
που 'χαν μείνει στην έρημη γη.
Το έξοχο αυτό επίγραμμα ο Σολωμός το έγραψε το 1825, τον επόμενο χρόνο από την καταστροφή των Ψαρών από τους Τούρκους τον Ιούνιο του 1824. Θέμα του ποιήματος είναι η εξύμνηση των ηρώων που έπεσαν στα Ψαρά, και το περιεχόμενό του είναι υμνητικό και παράλληλα θρηνητικό.
Το μέτρο του επιγράμματος είναι αναπαιστικό, στο οποίο οι δύο πρώτες συλλαβές είναι άτονες και τονίζεται η τρίτη. Η επιλογή αυτού του μέτρου δεν είναι τυχαία, καθώς αναπαριστά τον βηματισμό της Δόξας, αργό και πένθιμο, ενώ ο λόγος είναι πυκνός νοημάτων, καθώς η κάθε λέξη έχει τη δική της βαρύτητα, όπως για παράδειγμα οι δύο λέξεις 'ολόμαυρη ράχη', που τόσο παραστατικά δείχνουν την έκταση της καταστροφής.
Ο Θεόδωρος Ξύδης, σε άρθρο του με τίτλο 'Ο κύκλος των στοχασμών του Σολωμού', στο περιοδικό Νέα Εστία, του οποίου η έκδοση του 1978 είναι αφιερωμένη στον Διονύσιο Σολωμό, γράφει μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
«Οι νεοέλληνες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, που μελέτησαν, μελετούν και θα μελετήσουν την ποίηση του Διονυσίου Σολωμού, θα καταλήγουν σε συμφωνία μεταξύ τους: Ο Σολωμός εκπροσωπεί ό,τι είναι στην πνευματική δημιουργία αξιωμένη σύνθεση, άνετη αναλογία και αρμονική συμφωνία».
Από τα παραπάνω σχόλια είμαι της γνώμης πως συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο Διονύσιος Σολωμός είναι μια κορυφαία μορφή των ελληνικών γραμμάτων, και η συμβολή του σε αυτά δεν περιορίζεται μόνο στο γεγονός ότι οι μελοποιημένες 24 πρώτες στροφές του ποιήματός του «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» αποτελούν τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδας, και οι δύο πρώτες στροφές ανακρούονται και ψάλλονται σε επίσημες τελετές και περιστάσεις.
Εθνικό είναι στην ολότητά του το έργο του Διονύσιου Σολωμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου