Στίχ. «Αἰνεῖτε αὐτόν ἐπί ταῖς δυναστείας αὐτοῦ· αἰνεῖτε αὐτόν κατά τό πλῆθος τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ».
Αἰνεῖτε αὐτόν γιά τά θαυμαστά ἔργα τῆς ἐξουσίας του· αἰνεῖτε αὐτόν σύμφωνα μέ τό ἄπειρο μεγαλεῖο του.
«Ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν ἁγίων σου πῶς εἰσελεύσομαι ὁ ἀνάξιος; ἐάν γάρ τολμήσω συνεισελθεῖν εἰς τόν νυμφῶνα, ὁ χιτών μέ ἐλέγχει, ὅτι οὐκ ἔστι τοῦ γάμου, καί δέσμιος ἐκβαλοῦμαι ὑπό τῶν Ἀγγέλων· καθάρισον, Κύριε, τόν ῥύπον τῆς ψυχῆς μου καί σῶσόν με ὡς φιλάνθρωπος».
Μέσα στίς λαμπρότητες τῶν ἁγίων σου, Κύριε, πῶς θά εἰσέλθω ἐγώ ὁ ἀνάξιος; Γιατί, ἄν τολμήσω νά εἰσέλθω μαζί τους στό νυμφώνα, τό ἔνδυμά μου μέ ἐλέγχει ὅτι εἶναι ἀκατάλληλο καί ἀνάξιο τῆς καθαρότητας τοῦ γάμου, καί οἱ Ἄγγελοι (οἱ ταξιθέτες τοῦ νυμφώνα), ἀφοῦ μέ δέσουν, θά μέ πετάξουν ἔξω. Κύριε, καθάρισε τίς κηλίδες τῆς ψυχῆς μου καί σῶσε με ὡς φιλάνθρωπος.
Ἡ περιπάθεια καί ἡ συγκίνηση τῆς ψυχῆς πρό τῆς λαμπρότητας τοῦ ἐπουράνιου νυμφώνα, συνεχίζεται. Σάν ἕνας πελώριος μαγνήτης ἡ ἑόρτια πανηγυρική χαρά τοῦ νυμφώνα τήν τραβᾶ ἀκατανίκητα πρός αὐτόν. Δέ θέλει νά ξεκολλήσει τό νοῦ της ἀπό τίς ἐράσμιες ἐκεῖνες χάρες καί χαρές. Ἀπό τήν ἄυλη μακαριότητα τῶν ἐκλεκτῶν στό σύλλογο τῶν σεσωσμένων. Διαισθάνεται πράγματα ἀνείπωτα καί ἀκαθόριστα. Φαντάζεται μυστικές γλυκύτητες καί ἐκστασιασμούς, γιορτινά ἐπιθαλάμια ἄσματα, τό τραγούδι τῶν Ἀγγέλων καί τό πανηγύρι τῶν δικαίων!
Ὁ πιστός καρφώνει ξαφνικά τό βλέμμα του στό βάθος τῆς ψυχῆς του καί ὠχριᾶ. Αὐτά τά πράγματα δέν εἶναι γιά μένα. Ἐγώ εἶμαι βρόμικος καί ἀκάθαρτος, μιά σκέτη παραφωνία στήν ἔκπαγλη ἁρμονία τοῦ οὐρανοῦ. Τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μου εἶναι λερωμένο καί σχισμένο. Μόνο μέ ἀνεύθυνη θρασύτητα μπορῶ νά δρασκελίσω τό κατώφλι τοῦ νυμφώνα καί νά βρεθῶ μαζί μέ τούς ἐκλεκτούς καί ἁγίους. Καί τί θά συμβεῖ, ἄν προβῶ στό ἀπονενοημένο τόλμημα; Θά γίνω στόχος ἐπικρίσεως καί περίγελος τῶν συνδαιτυμόνων. Οἱ Ἄγγελοι, οἱ ὑπηρέτες τοῦ συμποσίου τῆς θείας βασιλείας, τά καθαρά καί ἀστραφτερά πνεύματα τοῦ Θεοῦ, θά μέ πλησιάσουν: Φίλε, πῶς μπῆκες ἀπρόσκλητος, χωρίς νά ἔχεις κατάλληλο ἔνδυμα παραστάσεως; Πῶς τόλμησες νά καθίσεις μέ τούς καθαρούς, ἐσύ ὁ αἰσχρός καί ἀκάθαρτος; Καί ἀφοῦ τόν δέσουν, ὅπως δένουν τούς ἐγκληματίες οἱ ἄνθρωποι, θά τόν πετάξουν ἔξω, στό σκοτάδι τό πυκνό τοῦ πόνου καί τῆς δυστυχίας!
Νά μήν ὑπάρχει ἄραγε θεραπεία σ᾽ ἕνα τέτοιο τραγικό ἐνδεχόμενο; Ὑπάρχει βέβαια, ἀλλά μόνο ἀπό τή μεριά τοῦ πανάγαθου Θεοῦ. Μονάχα αὐτός μπορεῖ νά καθαρίσει τό ρυπωμένο χιτώνα τοῦ ἁμαρτωλοῦ μέ τήν καθαρτική χάρη του. Νά σώσει τήν ψυχή του ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά τόν ἐνσωματώσει στό σῶμα τῶν ἐκλεκτῶν καί ἁγίων του. Φτάνει νά μετανοήσει ὁ ἄνθρωπος γιά τά ἁμαρτωλά καί ἐπαίσχυντα ἔργα του. Ὁ Θεός προσφέρει τά πάντα, ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νά τοῦ ζητήσει, μέ συντετριμμένη καρδιά, τό ἔλεος καί τή φιλανθρωπία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου