Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

Κοντάκιον εις την πόρνην

Βαγγέλης Σταυρόπουλος
Ο συναξαριστής της εσπερινής ακολουθίας της Μεγάλης Τρίτης σημειώνει :
 « Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Τετάρτῃ τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρῳ πόρνης γυναικὸς μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι πατέρες ἐθέσπισαν, ὅτι πρὸ τοῦ σωτηρίου πάθους μικρὸν τοῦτο γέγονεν ». 
Με την έκφραση μνείαν ποιεσθαι ο θειότατοι πατέρες θέσπισαν, ο συναξαριστής παρεμβάλει στην αφήγηση τον λειτουργικό χρόνο της παραδόσεως που στην περίπτωσή μας ενεργείται ταυτοχρονικά με το ιδρυτικό γεγονός της ανάμνησης, καθώς απαιτεί την συγχρονική εμβίωσή του : Κάθε Μεγάλη Τετάρτη είναι η ίδια Μεγάλη Τετάρτη. Η θέσπιση (ἐθέσπισαν) της αναμνήσεως ανάγεται σε ένα συλλογικό ιστορικό βάθος που δεν μας είναι και τόσο άγνωστο. Καταρχήν γιατί έχουμε ένα γεγονός καταγεγραμμένο που η κοινότητα αποφασίζει να επικαιροποιεί διαχρονικά, αφού προηγουμένως το έχει εντάξει στην κανονική γραφική της παράδοση. Σε πρακτικό επίπεδο γνωρίζουμε από το Pelegrinatio ad loca sancta της Egeria ή Etheria (± αρχές 5ου αι.) πως στο μαρτύριο του ναού της Αναστάσεως των Ιεροσολύμων την Μεγάλη Τετάρτη διαβαζόταν ένα απόσπασμα από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο που κατέληγε ως εξής : « Illum locum ubi Iudas Scariothes ivit ad Iudaeos et definivit quid ei darent, ut traderent Dominum ». 
Το παραπάνω απόσπασμα παραπέμπει στο Μτθ. 26, 6-16 : 
« Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γενομένου ἐν Βηθανίᾳ ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, προσῆλθεν αὐτῷ γυνὴ ἀλάβαστρον μύρου ἔχουσα βαρυτίμου, καὶ κατέχεεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀνακειμένου. ἰδόντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠγανάκτησαν λέγοντες· Εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη; ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον πραθῆναι πολλοῦ καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς. γνοὺς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Τί κόπους παρέχετε τῇ γυναικί; ἔργον γὰρ καλὸν εἰργάσατο εἰς ἐμέ. τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ' ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. βαλοῦσα γὰρ αὕτη τὸ μύρον τοῦτο ἐπὶ τοῦ σώματός μου, πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι με ἐποίησεν. ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, λαληθήσεται καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη εἰς μνημόσυνον αὐτῆς. Τότε πορευθεὶς εἷς τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Ἰούδας Ἰσκαριώτης, πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς εἶπε· Τί θέλετέ μοι δοῦναι, καὶ ἐγὼ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν; οἱ δὲ ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια. καὶ ἀπὸ τότε ἐζήτει εὐκαιρίαν ἵνα αὐτὸν παραδῷ ». 
Την διαχρονικότητα της λειτουργικής παραδόσεως, που μαρτυρά ήδη από τις αρχές του 5ου αιώνα η Egeria, την συναντάμε ανέπαφη στο σύγχρονο λειτουργικό τυπικό. Έτσι διαβάζουμε πως κατά την τέλεση του εσπερινού των προηγιασμένων Τιμίων Δώρων της Μεγάλης Τετάρτης το αναγιγνωσκόμενο ευαγγελικό απόσπασμα είναι το Μτθ. 26, 6-16. Αυτό έχει να μας πει πως στην λειτουργική συνείδηση η αφήγηση του περιστατικού της Βηθανίας, δηλαδή το μύρωμα των ποδιών του Χριστού από μία πόρνη γυναίκα στο σπίτι του λεπρού Σίμωνα και, η προδοσία του – ή μάλλον η μηχάνευσή της – απ΄ τον Ιούδα υπήρξαν γεγονότα που η Εκκλησία μνημονεύει την ίδια μέρα. Με απλά λόγια, η σύγχρονη τυπική διάταξη αποτελεί αρχαία εκκλησιαστική παράδοση.
Το περιστατικό όμως της Βηθανίας δημιούργησε πολλά προβλήματα στα οποία ούτε οι λίγες γνώσεις μου, ούτε κι ο χώρος επιτρέπει να αναφερθώ. Παρόλα αυτά τα προβλήματα επισημάνθηκαν από τους υπομνηματιστές και τους συναξαριστές επικεντρωμένα στο πρόσωπο αυτής της γυναίκας. Την σύγχυση δημιούργησε μία άλλη περικοπή, η Λκ. 7, 36-50, σύμφωνα με την οποία ο Χριστός δέχτηκε το μύρωμα των ποδιών του με τα δάκρυα και τα αρώματα μίας πόρνης γυναίκας, που εισέβαλε βίαια στο σπίτι ενός άλλου Σίμωνα, που ανήκε στην τάξη των Φαρισαίων. Οι ομοιότητες ευνόητα δημιούργησαν ερμηνευτικά και εξηγητικά ζητήματα. 
Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης στον συναξαριστή του υποστήριξε πως ήταν δύο διαφορετικές οι γυναίκες των ευαγγελικών αφηγήσεων και καταπώς φαίνεται έχει δίκιο. Στην ποιητική όμως παράδοση οι υμνογράφοι επέλεξαν να συνθέσουν τις δύο αφηγήσεις για λόγους διδακτικούς – χωρίς βεβαίως αυτό να αποκλείει την εγγενή τους ορμή που αναζητούσε παράταση της συγκίνησης, εμβάθυνση της λογικής διαδικασίας. Φέρνω στο τραπέζι το παράδειγμα Ρωμανού του Μελωδού˙ συγκεκριμένα μία ποιητική σύνθεση επιγραφόμενη : « Τῇ μεγάλῃ τετράδι, κοντάκιον εἰς τὴν πόρνην, ἰδιόμελον, φέρον ἀκροστιχίδα τήνδε˙ τοῦ ταπεινοῦ Ῥωμανοῦ, ἦχος πλ. δ´ ». 
Θα επισημάνει κανείς πως στο χρησιμοποιούμενο λειτουργικό τυπικό σώζεται ένα Κοντάκιο και ένας Οίκος που διαβάζονται το απόγευμα της Μεγάλης Τρίτης. Έχουν ως εξής :
- « Ὑπὲρ τὴν Πόρνην Ἀγαθὲ ἀνομήσας, δακρύων ὄμβρους οὐδαμῶς σοι προσῆξα, ἀλλὰ σιγῇ δεόμενος προσπίπτω σοι, πόθῳ ἀσπαζόμενος, τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ὅπως μοι τὴν ἄφεσιν, ὡς Δεσπότης παράσχῃς, τῶν ὀφλημάτων κράζοντι Σωτήρ. Ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ῥῦσαί με ». 
- « Ἡ πρῴην ἄσωτος Γυνή, ἐξαίφνης σώφρων ὤφθη, μισήσασα τὰ ἔργα, τῆς αἰσχρᾶς ἁμαρτίας, καὶ ἡδονὰς τοῦ σώματος, διενθυμουμένη τὴν αἰσχύνην τὴν πολλήν, καὶ κρίσιν τῆς κολάσεως, ἣν ὑποστῶσι πόρνοι καὶ ἄσωτοι, ὧν περ πρῶτος πέλω, καὶ πτοοῦμαι, ἀλλ' ἐμμένω τῇ φαύλῃ συνηθείᾳ ὁ ἄφρων, ἡ Πόρνη δὲ γυνή, καὶ πτοηθεῖσα, καὶ σπουδάσασα ταχύ, ἦλθε βοῶσα πρὸς τὸν Λυτρωτήν· Φιλάνθρωπε καὶ οἰκτίρμον, ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ῥῦσαί με ». 
Τα δύο παραπάνω ποιήματα δεν ανήκουν στον Ρωμανό. Ο συγγραφέας τους είναι άγνωστος αν και φαινομενικά παραπέμπει στον Ρωμανό. Το μόνο που ανήκει στον Ρωμανό είναι η καταληκτική επωδός « ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ῥῦσαί με », την οποία βεβαίως συναντάμε συνεχώς επαναλαμβανόμενη στο δικό του έργο. Η διάσωση του σπαράγματος αυτού οφείλεται στην επίδραση που η ποιητική του Ρωμανού ασκούσε στους ομοτέχνους του. Κατά τα άλλα, το ιδιόμελο κοντάκιό του αποτελείται από δύο Προοίμια και δεκαοκτώ στροφές, καθεμία εκ των οποίων διαρθρώνεται σε έντεκα στίχους – με αυστηρότητα ανάλογη της ρυθμολογίας. 
Ο Ρωμανός προφανώς και συνάντησε το εξηγητικό πρόβλημα της ταυτότητας της πόρνης γυναίκας. Σε επίπεδο ποιητικής το επέλυσε χωρίζοντας το στιχούργημα του σε δύο κειμενικά επίπεδα : Τον μεν πρώτο καταλαμβάνει τις στροφές 1η έως και 11η, ενώ το δεύτερο τις στροφές 12η έως και 18η. Στο πρώτο μέρος ο Χριστός μιλά με την πόρνη, όλα στρέφονται γύρω από την μετάνοια, τις πράξεις της, την προσφορά της. Το περιεχόμενο της κουβέντας τους δεν επιτρέπει να διαγραφεί η ταυτότητά της˙ δεν γνωρίζουμε δηλαδή αν πρόκειται για την γυναίκα της περικοπής του Ματθαίου ή του Λουκά : Προέχει η προβολή και η εμβάθυνση στο γεγονός της μετανοίας – η συντριβή και η δόξα. Στην 12η όμως στροφή ο Ρωμανός τσακίζει στα δύο την αφήγηση, παρουσιάζει τον Χριστό να μιλά με τον Σίμωνα, που η εσωτερική μαρτυρία υπογραμμίζει πως είναι ο Φαρισαίος, δηλαδή αυτός του Λκ. 7, 36-50. Συνεπώς και η πόρνη γυναίκα είναι αυτή του ίδιου ευαγγελικού αποσπάσματος; Η απάντηση είναι αρνητική˙ το ζήτημα της πόρνης είναι ζήτημα καταστασιακό. Η ιστορικότητα υποχωρεί στην προέλαση της μετάνοιας. Η γυναίκα αυτή είναι η μετάνοιά της – το πρόσωπό της σώζεται ως μετάνοια. Ο Σίμων ο Φαρισαίος έχει κι αυτός τον δομικό του λόγο που θα επιχειρήσω να δείξω, καθώς σε αυτόν διακλαδώνεται η λογική της ποιητικής του Ρωμανού. Ακόμη περισσότερο, η λογική της ακολουθίας της Μεγάλης Τρίτης. 
Το κοντάκιο του Ρωμανού συμπυκνώνει την διάθεση ενός ακραίου ρεαλισμού. Μάλλον γιατί η διάθεση του κορμιού μαρτυρά την ορμή του πάθους για το άλλο κορμί˙ κι αυτό είναι ένα αίσθημα γνωστό και κατά την εμβίωση και κατά την εκδήλωσή του. Και για να μην παρεξηγηθώ, ο Ρωμανός βάζει στα χείλη της πόρνης την εξής κλήση προς τον Χριστό : « Πῶς σοι ἀτενίσω τοῖς ὄμμασιν* ἡ πάντας ἀπατῶσα τοῖς νεύμασιν; » (= Προοίμιον ΙΙ). Είναι προφανής ο σωζόμενος κώδικας επικοινωνίας. Ο Ρωμανός όμως δεν ήταν άνθρωπος ανειλικρίνειας κι έχει το θάρρος να μιλήσει για τον εαυτό του πρώτα κι ύστερα για την πόρνη γυναίκα. Μάλλον δε, βλέπει την πόρνη ως το εμπύρευμα της δικής του αμετανοησίας, της βιωτής του δηλαδή. Ετούτο εκφράζεται αμέσως στις δύο πρώτες στροφές, που ουσιαστικά συνιστούν προσωπική εξομολόγηση. Θα πρέπει να πω, πως οι εκφράσεις του δεν αποτελούν υπερβολές, μήτε λυρισμούς : Στην μοναχική τάξη, σε κάθε υπερβολή έκφρασης υποκρύπτεται ο δαίμονας της υποκρισίας˙ δεν υπάρχουν περιθώρια υπερβολών στα πνευματικά αθλήματα. Η αλήθεια σώζει, κι αυτή είναι η προσωπική αλήθεια του ποιητή : « (…) πολλὴ γὰρ θλῖψις γίνεται τότε τοῖς πόρνοις ἐκεῖ,* ὦν εἶς εἶμι, καὶ ἕτοιμος πέλω εἰς μάστιγας* ἂς πτοηθεῖσα ἡ πόρνη οὐκέτι ἔμεινε πόρνη,* ἐγὼ δὲ καὶ πτοούμενος ἐπιμένω* τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου » (= α΄). Η δεύτερη στροφή που ακολουθεί είναι κι αυτή συστατική της κατάστασιακής του συνθήκης, προβάλει όμως και την ποιητική του πρόθεση, καθώς δείχνει πως συνειδητά χωρίζει το ποίημα του σε δύο διακριτούς κειμενικούς – διδακτικούς άξονες, οπότε και αναφέρεται στον Σίμωνα τον Φαρισαίο. Οι στίχοι του όμως καλλιεργούν αμέσως την υποψία, πως ο Ρωμανός κάτι άλλο θέλει να πει που διαγράφεται στον ορίζοντα με τρόπο αμετάκλητο : « (…) δι´ἐμὲ καὶ Φαρισαίῳ συναριστᾷ ὁ τρέφων πάντας˙* καὶ δείκνυσι τὴν τράπεζαν θυσιαστήριον,* ἐν ταύτῃ ἀνακείμενος καὶ χαριζόμενος* τὴν ὀφειλὴν τοῖς χρεώσταις, ἴνα θαρρῶν πᾶς χρεώστης* προσέλθῃ λέγων˙ « Κύριε, λύτρωσαί με* τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ». (= β´).
Πριν περάσουμε στην ανάπτυξη των δύο θεματικών μερών πρέπει να επισημάνουμε : α. Την κοινή καταληκτική επωδό « Κύριε, λύτρωσαί με* τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου » που αρμόζει στην παράκληση τόσο της πόρνης γυναικάς, όσο και Σίμωνος του Φαρισαίου – κυρίως δε στα χείλη του ποιητή και β. Την εισαγωγή της διαλεκτικής του χρέους προς τον Θεό με εκφραστική οικονομικών όρων. 
Στην πρώτη θεματική ενότητα κυριαρχεί η φυσιογνωμία της πόρνης, κυρίως ο χαρακτήρας της προσεγγίσεως του Χριστού. Ο Ρωμανός εισάγει σε αυτή την συνάντηση με τρόπο σκληρό : Η τσίκνα του τραπεζιού που ο Χριστός είχε παραθέσει ερέθισε την οσμής της πόρνης, που ήταν πρώτα άσωτη μα τώρα καρτερική˙ μία πραγματική σκύλα – αυτή είναι η λέξη που δίνει ο Ρωμανός – τώρα όμως αμνάδα. Έφτανε το αντάμωμα για να χορτάσει την πείνα της άδειας της ψυχής, κι ούτε κραυγή, ούτε φωνή χρειαζόταν για να σωθεί παρά μία βαθιά σιωπή κι ο λόγος « Κύριε, λύτρωσαί με* τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου » :
« Ὑπέκνισεν ἡ ὀσμὴ τῆς τραπέζης τοῦ Χριστοῦ* τὴν πρώην μὲν ἄσωτον, νυνὶ δὲ καρτερικήν,* τὴν ἐν ἀρχῇ κύνα καὶ ἐν τῷ τέλει ἀμνάδα,* τὴν δούλην καὶ θυγατέρα, τὴν πόρνην καὶ σώφρονα.* Διὰ τοῦτο λίχνῳ δρόμῳ φθάνει αὐτήν,* καὶ λιποῦσα τὰ ψιχία τὰ ὑπ´αὐτήν, τὸν ἄρτον ἦρε* τῆς πάλαι Χανανίτιδος πλὲον πεινάσασα,* ψυχὴν κενὴν ἐχόρτασεν, οὔτω πιστεύσασα,* ἀλλ´οὐ κραυγῇ ἐλυτρώθη, σιγῇ δὲ μᾶ´όν ἐσώθη˙ κλαυθμῷ γὰρ εἶπε˙ « Κύριε, λύτρωσαί με* τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου » (= γ´).
Η ανάπτυξη των αντιθέσεων μέσα στους στενούς ποιητικούς περιορισμούς που επιβάλει η φόρμα σκοπεύει στην υπογράμμιση της διαφοράς της ζωής και της διάθεσης της πόρνης πριν και μετά την συνάντησή της με τον Χριστό. Δεν επικρατεί όμως το σημείο της ενοχής ούτε η επίμονη στην περιγραφή του άστατου βίου της. Με έναν τρόπο παράδοξο, η πόρνη σαν από πάντοτε παρουσιάζεται ως ένας εξαίρετα όμορφος άνθρωπος. Παρά την παραδοχή του πρότερου βίου ή την ανάγκη της βυθομέτρησης το βορβόρου τν ργων η στάση της την αναδεικνύει περήφανη. Αυτή ακριβώς η περηφάνεια προκύπτει από τον πόθο της για τον Χριστό, από την εμβίωση του θείου Έρωτα ως όρου απόταξης της συνθήκης που συσκοτίζει τον ρυθμό συνάντησής της με τον Ποθούμενο. Η στάση αυτή προϋποθέτει μία απόφαση κι ο Ρωμανός την κοινοποιεί : « (…) ἐξεγείρομαι ἐκ τῆς ὕλης* τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου » (= ζ´).  
Το λεξιλόγιο του θείου Έρωτα δεν έχει συναισθηματικό περιορισμό, καθώς εκφράζει την προσφορά της ζωής της πόρνης όχι ως μία υπαρκτική μεταστροφή, αλλ´ως  μία μετά βαθυτάτου πόθου μεταστροφή. Όμως αυτή η « ερωτικότητα » δεν αποτελεί κατάσταση αφηρημένη αλλά αναζητά να ειπωθεί μέσα από λόγους πόθου, μέσα από σχήματα που αίφνης λέγονται ωσάν ποτέ να μην έχουν ειπωθεί. Ύπάρχει καταρχήν ο ποθούμενος Χριστός, που είναι « ὁ ὡραιότατος καὶ τῶν ὡραῖων ὁ κτίστης ». Ο Ρωμανός λέει πως η πόρνη πόθησε την μορφή του πριν καν την δει : « τὴν ἰδέαν πρὶν ἴδῃ ἡ πόρνη έπόθησεν (…) ὠθήσασα τὴν ἔννοιαν πρὸς τὴν μετάνοιαν » (= δ´). Το ίδιο ακριβώς θα επαναλάβει και στην ια´στροφή : « Υἱός ἐστι τοῦ Δαυίδ, δι´αὐτὸ καὶ εὔοπτος˙* υἱὸς Θεοῦ καὶ Θεός, δι´αὐτὸ σφόδρα τερπνός˙* ὄν οὐχ ἐώρακα, ἀλλ´ἤκουσα, καὶ ἐτρώθην* πρὸς τὴν ἰδέαν τοῦ ἔχοντος φύσιν ἀνείδεον ». 
Βέβαια, τα λόγια αυτά της πόρνης δεν απευθύνονται στον ακροατή ή τον αναγνώστη, δεν αποτελούν μία προσωπική εξομολόγηση. Είναι τα λόγια που απευθύνει η ίδια προς την ψυχή της, ο εσωτερικός της μονόλογος που αντηχεί στην ποιητική του Ρωμανού. Στην στροφή δ´ η προτροπή : « Ἄγε, φησίν, ὦ ψυχή μου ». Στην επόμενη στροφή, η απόφαση της συνάντησης, δηλαδή το ξεκίνημα της πορείας προς το σπίτι του Σίμωνα, συνοδεύεται με την υπόσχεση του θείου Έρωτα, που βιώνεται ως προσφορά, υποταγή του ιδίου θελήματος και κυρίως ως χαρά. Αυτή η στροφή ανακεφαλαιώνει την διάθεση της πόρνης μέσα από τις γραφικές δυνατότητες του Ρωμανού : « Ἀπέρχομαι πρὸς αὐτόν, δι´ἐμέ γὰρ ἤλυθεν˙* ἀφίημι τοὺς ποτε, τὸν γὰρ νῦν πάνυ ποθῶ,* καὶ ὡς φιλοῦντα με μυρίζω καὶ κολακεύω˙* κλαίω, στενάζω καὶ πείθω δικαίως πουῆσαί με˙* ἀλλοιοῦμαι πρὸς τὸν πόθον τοῦ ποθητοῦ,* καὶ ὡς θέλει φιληθῆναι, οὔτω φιλῶ τὸν ἐραστήν μου˙* πενθῶ καὶ κατακάμπτομαι, τοῦτο γὰρ βούλεται˙* σιγῶ καὶ περιστέλλομαι, τούτοις γὰρ τέρπεται˙* ἀναχωρῶ τῶν ἀρχαίων ἴνα ἀρέσω τῷ νέῳ* συντόμως ἀποτάσσομαι ἐμφυσῶσα τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου ».
Η κλήση της όμως δεν είναι χωρίς ανταπόκριση. Ακόμη κι η λογική της πτώσης της γνωρίζει την ελπίδα της Γραφής : « Προσέλθω (…) πρὸς αὐτόν, φωτισθῶ, ὡς γέγραπται˙ ἐγγίσω νῦν τῷ Χριστῷ, καὶ οὐ μὴ καταισχυνθῶ » (= ς΄). Βεβαίως, ο Ρωμανός μέσα από τα χείλη της πόρνης επαναλαμβάνει εδώ το ψαλμικό λόγιο : « Προσέλθετε πρὸς αὐτὸν καὶ φωτίσθητε,* καὶ τὰ πρόσωπα ὑμῶν οὐ μὴ καταισχυνθῇ » (= Ψλμ. 33,5). Συνεπώς και μετά παρρησίας διεκδικεί τον πόθο γνωρίζοντας πως η στάση του Χριστού θα εκφραστεί ως αγάπη κι όχι ως τιμωρία : « Οὐκ ὀνειδίζει με, οὐ λέγει μοι˙ Ἕως ἄρτι* ἦς ἐν τῷ σκότει, καὶ ἦλθες ἰδεῖν με τὸν ἥλιον ». Η επιλογή αυτής της εκφράσεως δεν μου μοιάζει τυχαία˙ μάλλον δε, παραπέμπει στην καθιερωμένη λειτουργική τάξη να αναγιγνώσκεται το απόγευμα της Μεγάλης Τρίτης το Κατά Ιωάννη 12, 34-50, όπου και ο Χριστός αναπτύσσει το γεγονός της Ενσαρκώσεως ως ζήτημα και θεωρίας φωτός. 
Πράγματι, η πορεία της ποιητικής του Ρωμανού διέρχεται από την λειτουργική πράξη καθώς αμέσως αποκαλεί το σπίτι του Φαρισαίου Σίμωνα ως φωτιστήριο. Αυτό σημαίνει πως η πρόθεση της πόρνης ήταν να καταστήσει το μύρωμα του Χριστού και τα δάκρυα της μετανοίας της βάπτισμά της : « Θα πάρω μύρο και θα πάω, να κάνω το σπίτι του Φαρισαίου φωτιστήριο˙ εκεί θα ξεπλυθώ από τις αμαρτίες μου˙ εκεί θα καθαριστώ από τις ανομίες μου˙ με αναφιλητά, λάδι και μύρο θα γεμίσω την κολυμβήθρα μου και θα λουστώ και θα μετανοήσω και θα φύγω από τον βόρβορο των έργων μου » (= ς΄). Αυτήν την αποστροφή θα ήταν φρόνιμο να μην την θεωρήσουμε τυχαία. Ο όρος φωτιστήριο είναι ταυτόσημος του βαπτιστηρίου. Ο Ρωμανός δηλαδή παραπέμπει σε ένα αρχιτεκτονικό σκέλος του εκκλησιαστικού χώρου. Χρονικά, η αναφορά αυτή συμπίπτει στην τελευταία εβδομάδα προετοιμασίας των Κατηχουμένων, των προς το άγιο φώτισμα. Η βάπτισή τους θα τελεστή την Διακαινήσιμο, η εισδοχή τους στην εκκλησιαστική αγάπη, η προσωπική τους Ανάσταση συμπίπτει με την κοινοτική ανάμνηση. Στην ουσία λοιπόν εκείνο που ο Ρωμανός εδώ αναδεικνύει είναι η πριν το βάπτισμα ζωή˙ μία ζωή που παραπέμπει στον βόρβορο, ως παραδοχή συνθήκης κι όχι ως ενοχή. Πρακτικά και ουσιαστικά, η ένταξη των πιστών στο Κυριακό Σώμα. 
Τέλος πάντων, η πόρνη αντιλαμβάνεται πως πιθανότατα ο Σίμων την θεωρούσε μεθυσμένη με τα αλλοπρόσαλλά της καμώματα (= η΄). Μα εκείνη όμως δεν πτοείται και είναι έτοιμη να προσφέρει τα πάντα στον Χριστό « τοῦ δικαίως φιλουμένου καὶ καθαρῶς,* τοῦ πυρώσαντός μου πάντα καὶ τοῦς νεφροὺς καὶ τὴν καρδίαν (…)* Κἄν δέοι, μέχρι δέρματος καὶ τῶν ὀστέων μου* ἐτοίμως ἔχω τοῦ δούναι (…) » (= θ΄).
Ο Ρωμανός σημειώνει πως τον ψυχικό ειρμό της πόρνης διέκοψε η σιωπή, οπότε και ορίζει ένα σημείο καταπαύσεως έως την συνάντησή της με τον Χριστό, που περιγράφεται ηχητικά από το ποδοβολητό της (ες τν θάλαμον ερέθη το Φαρισαίου τρέχουσα). Αυτή η συνάντηση λαμβάνει χώρα όπως είδαμε στο σπίτι Σίμωνα του Φαρισαίου και στο εξής βρισκόμαστε στην δεύτερη θεματική ενότητα. Πράγματι, η εναλλαγή, περισσότερο η θεατρικότητα της σιωπής μετά τον δραματικό μονόλογο (ῥημάτων τν ερμν σιωπ διέτεμε) σκιάζεται από την ακαταληψία του Φαρισαίου : Βλέποντας ο Σίμων την γυναίκα αναρωτιέται αν πράγματι η ίδια γνωρίζει πως αυτός που προσκυνά είναι ο Χριστός, αλλά κι αν ο Χριστός με την σειρά του ξέρει πως εκείνη που προσπίπτει στα πόδια του είναι μία πόρνη. Μα πιο πολύ – σημειώνει ο Ρωμανός – τον ξενίζει εκείνη η παράκληση : « Ἐξελοῦ με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ». Στο εξής ο ποιητής αναθέτει στον Χριστό την ανάπτυξη του λόγου, που άλλωστε είναι το θεματικό και ουσιακό κέντρο. Η μορφή του Χριστού, κυρίως ο χαρακτήρας των λόγων του έχουν αυτή την τυπική αυστηρότητα της ποιητικής του Ρωμανού : Ο Χριστός της παράδοσης των Κοντακίων του Ρωμανού αποδίδεται μέσα σε μία ακραία και ρεαλιστική δικαιοκρισία που αποκλείει κάθε περιθώριο παρανόησης. Η μορφική του στατικότητα παραπέμπει στην βίαιη εσωτερική κίνηση της θεότητάς του, που εκφράζεται κυρίως μέσα από την απόδοση του δικαίου και την ανάδειξη και εκτίμηση του « μικρού » και περιφρονημένου. 
Στο εξής η συζήτησή του με τον Σίμωνα λαμβάνει νομικό χαρακτήρα αντλώντας από την ευαγγελική παραβολή που του Λκ. 7,41-50 που παραπάνω παρέπεμψα. Η κουβέντα με τον Φαρισαίο εύλογα κινείται σε νομικό επίπεδο καθώς η τάξη του απαρτιζόταν από νομομαθείς. Στην ις´ στροφή όμως ο Χριστός αναλαμβάνει να κάνει την ερώτηση στον Σίμωνα : Ποιος είναι ο δανειστής; Ποιος είναι εκείνος που στην παραβολή δάνεισε τους δύο χρεοφειλέτες από πεντακόσια και πενήντα δηνάρια; Ποια είναι η διδαχή της παραβολής; Που βρίσκει μέσα σε αυτήν τον εαυτό του Σίμων ο Φαρισαίος και που η ανώνυμη πόρνη; Ο Χριστός κατά τον Ρωμανό υποδεικνύει ως δανειστή τον εαυτό του. Σε αυτή την παραδοχή αναπτύσσεται η διαλεκτική του χρέους του ανθρώπου προς τον Θεό, αλλά και της δυνατότητας διά της ένσαρκης Οικονομίας άρσης του : « Τὶς ἐστιν ὁ δανειστής (;) (…)* δανειστὴς δὲ ἀμφοτέρων πέλω ἐγώ,* καὶ οὐ μὸνον ἀμφοτέρων, ἀλλά καὶ τῶν ἀνθρώπων πάντων* ἐγώ γὰρ πᾶσιν ἔχρησα ταῦτα ἅ ἔχουσιν* πνοήν, ψυχὴν καὶ αἴσθησιν, σῶμα καὶ κίνησιν˙* τὸν δανειστὴν οὖν τοῦ κόσμου, ἐν ὄσῳ ἔχεις, ὧ Σίμων,* ἰκέτευσον καὶ βόησον˙ Λύτρωσαί με* τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου » (= ις´). 
Προφανώς, όπως δηλώνουν οι δύο επόμενες στροφές, ο Σίμων δεν είχε τίποτα να αντιτάξει στους λόγους του Χριστού. Στην οικία του Φαρισαίου επικρατεί σιωπή κι ως μόνο κέντρο ευρίσκεται η δικαιοκρισία του Χριστού. Ο Ρωμανός θα σημειώσει πως οι λόγοι του Σίμωνα εξουθένωσαν την πόρνη κι ήταν άδικοι, καθώς ενώπιον του Χριστού κι οι δυο τους ήταν χρεοφειλέτες, στον βαθμό που μόνο ο Χριστός μπορούσε να άρει τον ζυγό του χρέους. Υπάρχει στην σκηνή της ιζ´ στροφής η προοπτική της Εσχάτης Κρίσεως καθώς η ζωή ναι μεν θεωρείται νόμιμο αγαθό, όχι όμως και ανέξοδο. Ακόμη κι η χάρη του Θεού απευθύνεται στην προφορά της καθαρής συνειδήσεως που ασκείται ακόμη και μες την Βασιλεία του : « Οὐ δύνασαι δοῦναι μοι ἄπερ ἐποφείλεις μοι », λέει ο Χριστός στον Σίμωνα, « κἄν σίγησον, ἴνα σοι χαρισθῇ ἡ ὀφειλή˙ μὴ καταδίκαζε τὴν καταδεδικασμένην,* μὴ εὐτελίςῃς τὴν εὐτελισμένην, ἡσύχασον˙* (…) χρεωλύτης ἀμφοτέρων ἐγὼ εἰμί, μᾶλλον δέ πάντων˙* νομίμως, Σίμων, ἔζησας, ἀλλ´ἐχρεώστησας˙ ἐλθὲ οὖν πρὸς τὴν χάριν ἴν´ἀποδώσης μοι ». 
Το Κοντάκιο του Ρωμανού καταλήγει με την άφεση του Χριστού και την απόσβεση του χρέους τόσο της πόρνης όσο και του Σίμωνα συγκρατώντας την αποστροφή του 22ου Οίκου του Ακαθίστου Ύμνου : Χάριν δοῦναι θελήσας, ὀφλημάτων ἀρχαίων, ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων, ἐπεδήμησε δι' ἑαυτοῦ, πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ χάριτος, καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον, ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως, Ἀλληλούϊα ». Στην περίπτωση του Κοντακίου της Μεγάλης Τετάρτης η ιδέα και το λεξιλόγιο του Ακαθίστου επαναλαμβάνονται verbatim : « Ὑπάγεται, τὸ λοιπόν τῶν χρεῶν ἐλύθητε˙* πορεύθητε, ἐνοχῆς παρεκτὸς πάσης ἐστέ˙* ἡλευθερώθητε, μὴ πάλιν ὑποταγῆτε˙* τοῦ χειρογράφου σχισθέντος, μὴ ἄλλο ποιήσητε ». 
Είναι αλήθεια πως αυτή η κατάληξη όπως και η ανάπτυξη της διαλεκτικής του χρέους μοιάζει παράδοξη. Φαίνεται πως το επεισόδιο με την πόρνη υποβαθμίζεται ή μοιάζει σαν ο Χριστός να είχε κάτι άλλο στο νου του, που το καταθέτει με την ευκαιρία του επεισοδίου στο σπίτι του Φαρισαίου. Οι λυρισμοί εκπίπτουν κι ως πρώτο τίθεται το αλισβερίσι χρεωμένων και χρεωλύτη. Σε αυτά δεν θα πρέπει να αφήνουμε να παρεισφρήσουν οι αντιλήψεις τις λατινικής θεολογικής παραδόσεως, κυρίως γιατί απευθύνονται σε άλλου τύπου προσλαμβάνουσες. Εκείνο που ο άνθρωπος του ελληνορωμαϊκού κόσμου αντιλαμβανόταν ως χρέος ήταν ή η εθνική σκλαβιά – αν η πατρίδα του ήταν φόρου υποτελής – ή η προσωπική ανελευθερία αφού το έντοκο χρέος οδηγούσε στο κοινωνικό πέρασμα από την τάξη των ελευθέρων σε αυτή των ανελεύθερων. Συνεπώς και το λεξιλόγιο του χρέους διατυπώνεται ως παράγοντας μίας ρεαλιστικής έκφρασης, που απέχει από οποιουδήποτε τύπου νεωτερικές αφαιρέσεις, ακροβασίες ή και ενοχές και σημαίνει το βάρος της εξαρτήσεως από άλλον, την ανικανότητα μίας αυτάρκους διαγωγής. 
Ας μη γελιόμαστε όμως : Ο ευαγγελικός χρόνος διαμόρφωσε τον λειτουργικό χρόνο και την παράδοσή του. Εκείνο που εδώ βιάζεται είναι ο ορίζοντας της προδοσίας του Χριστού από τον Ιούδα, η επίσπευση του Πάθους, η απαρχή της Σωτηρίας. Το χάρισμα των χρεών παρέπεμπε στην φιλαργυρία του μαθητή, γι´αυτό και στον Μτθ. 26, 6-16 ο Ιούδας τρέχει να προδώσει τον Χριστό στους αρχιερείς αμέσως μετά την νίψη των ποδιών του Χριστού από την πόρνη. Από τότε λέει ο Ματθαίος έψαχνε ευκαιρία για να τους τον παραδώσει, ωσάν να αγανάκτησε με αυτή την αγάπη της γυναίκας. Κι ο Νικηφόρος Βλεμμύδης στον Συναξαριστή του υποσημειώνει : « ἥν (εννοεί την πόρνη) οἱ Μαθηταὶ ἐπετήμησαν, καὶ μᾶλλον ὁ Ἰούδας ». Ομοίως ο συνθέτης των Αίνων της Μεγάλης Τρίτης θέλει τον Ιούδα πνιγμένο από τον θυμό : « Οὖτος τῷ θυμῷ ἐδεσμεῖτο,* φέρων ἀντὶ μύρου τὴν δυσώδη κακίαν ». Η λογική της ανάμνησης δικαιολογείται στο « ὅτι πρὸ τοῦ σωτηρίου πάθους μικρὸν τοῦτο γέγονεν ». 
Στην σωζόμενη λειτουργική παράδοση η λογική αυτής της ποιητικής και θεολογικής  διατάξεως του Κοντάκιου του Ρωμανού, στην ουσία ο δεδομένος αναμνηστικός πυρήνας του εκκλησιακού σώματος, σώζεται στον τριώδιο κανόνα της Μεγάλης Τρίτης. Και οι μεν Γ´ και Θ´ Ωδές αναφέρονται πράγματι στην προδοσία του Ιούδα, η δε Η´ Ωδή στην μετάνοια της πόρνης. Αναλόγως στο πρώτο κάθισμα - « Πόρνη προσῆλθε σοι » - ο υμνογράφος φέρνει την πόρνη άμεσα απέναντι στον Ιούδα κι αυτό διαλεκτικά το συναντάμε και στο δεύτερο κάθισμα - « Ἰούδας ὁ δόλιος » - και στο τρίτο « Ἡ πόρνη ἐν κλαυθμῷ ». Ομοίως και στα ιδιόμελα των αποστίχων. Ο απόηχος της εικόνας του χρεωλύτη Θεού μπορεί να ζητηθεί στο πρώτο στιχηρό ιδιόμελο των αίνων της ίδιας ακολουθίας : « Σὲ τὸν τῆς Παρθένου Υἱόν, Πόρνη ἐπιγνοῦσα Θεὸν ἔλεγεν, ἐν κλαυθμῷ δυσωποῦσα, ὡς δακρύων ἄξια πράξασα. Διάλυσον τὸ χρέος, ὡς κᾀγὼ τοὺς πλοκάμους, ἀγάπησον φιλοῦσαν, τὴν δικαίως μισουμένην, καὶ πλησίον τελωνῶν σε κηρύξω, Εὐεργέτα φιλάνθρωπε ». 
Πρέπει πάραυτα να γυρίσουμε και να ζητήσουμε τον Ρωμανό εκεί που τον αφήσαμε για να σχηματίσουμε πλήρη τον ορίζοντα της ποιητικής του, ίσως και της δικής του μορφής. Στις δύο πρώτες στροφές έδωσε τον εαυτό του και πόρνο και χρεωμένο. Στην τελευταία στροφή ζητά από τον Χριστό – με την οικεία προσφώνηση Ἰησο μου – να τον συγχωρήσει κι αυτόν και να τον στείλει στο καλό με την ευχή του, όπως την πόρνη και τον Φαρισαίο : « Τὸ αὐτο οὖν, Ἰησοῦ μου, λέξον κἀμοί,* ἐπειδή σοι ἀποδούναι ἂ χρεωστῶ οὐκ ἐξισχύω˙*σὺν τόκῳ γὰρ ἀνήλωσα καὶ τῷ κεφάλαιον˙* διὸ μὴ ἀμαιτήσῃς με ὄσον παρέσχες μοι,* τοῦ τῆς ψυχῆς κεφαλαίου καὶ τῆς σαρκός μου τὸν τόκον˙* κουφίσας με ὡς εὔσπλαχνος, ἄνες, ἄφες* τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ».  
Τῶν ἔργων˙ τοῦ ταπεινοῦ Ῥωμανοῦ. 
1.  Ἠρώτα δέ τις αὐτὸν τῶν Φαρισαίων ἵνα φάγῃ μετ' αὐτοῦ· καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου ἀνεκλίθη. καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ. ἰδὼν δὲ ὁ Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτὸν εἶπεν ἐν ἑαυτῷ λέγων· Οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· Σίμων, ἔχω σοί τι εἰπεῖν. ὁ δέ φησί· Διδάσκαλε, εἰπέ. δύο χρεοφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι· ὁ εἷς ὤφειλε δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα. μὴ ἐχόντων δὲ αὐτῶν ἀποδοῦναι, ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο. τίς οὖν αὐτῶν, εἰπέ, πλεῖον ἀγαπήσει αὐτόν; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπεν· Ὑπολαμβάνω ὅτι ᾧ τὸ πλεῖον ἐχαρίσατο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Ὀρθῶς ἔκρινας. καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν γυναῖκα τῷ Σίμωνι ἔφη· Βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα; εἰσῆλθόν σου εἰς τὴν οἰκίαν, ὕδωρ ἐπὶ τοὺς πόδας μου οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέ μου τοὺς πόδας καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμαξε. φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ ἀφ' ἧς εἰσῆλθεν οὐ διέλιπε καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας. ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας· αὕτη δὲ μύρῳ ἤλειψέ μου τοὺς πόδας. οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ· ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ. εἶπε δὲ αὐτῇ· Ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι. καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείμενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς· Τίς οὗτός ἐστιν ὃς καὶ ἁμαρτίας ἀφίησιν; εἶπε δὲ πρὸς τὴν γυναῖκα· Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.
πηγή: Aντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου