Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

Αφιέρωμα στην αραμαϊκή ποίηση

Γράφει ο Στάθης Κομνηνός // *


Μια επιτομή των δύο πνευματικών παραδόσεων μέσα από την Ποίηση Εφραίμ του Σύρου.
Αφιερώνεται 
στον σύριο καθηγητή μου της αραμαϊκής/συριακής Θωμά Κασούκα
στον αέρα και την πέτρα τής μεσανατολικής διαθήκης
στη μητρική αγκαλιά ενός Σώματος που εξαχνώθηκε

 ar_1

ܡܪܝ ܐܦܪܝܡ ܣܘܪܝܝܐ  – Εφραίμ ο Σύρος


Ο Εφραίμ ο Σύρος ζει τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Με άλλα λόγια, στον χρυσό αιώνα των θεολογικών γραμμάτων και της επιχειρούμενης ελληνοχριστιανικής σύνθεσης. Γενέθλια πόλη του η Νίσιβις, πολιτικό και εμπορικό κέντρο της Βορειοανατολικής Μεσοποταμίας, όπου φιλοξενούνται αραμαίοι, άραβες, εβραίοι[1], πέρσες, έλληνες και όπου εξακολουθούν τον 4ο μ.Χ. αιώνα να λατρεύονται αραμαϊκές ζευγαρωτές θεότητες φοινικικής καταγωγής (οι βααλίμ των εβδομήκοντα, δηλαδή οι Κύριοι, οι Ιδιοκτήτες, οι Σύζυγοι, κατά ακριβέστερη μετάφραση) καθώς και βαβυλωνιακές θεότητες. Άνετα θα μπορούσε κανείς να κάνει λόγο για μια de facto δίγλωσση κοινωνία, ελληνόφωνη και αραμαιόφωνη, εντός της οποίας έδρασε ο Εφραίμ. Ο Εφραίμ ανήκει στην αραμαϊκή[2] κοινότητα της πόλης και γεννιέται στην πρώτη δεκαετία του 300 μ.Χ. (γύρω στο 306). Είναι ο αιώνας όπου η χριστιανική κοινότητα, μετά από ασυμβίβαστη και περιθωριακή πορεία τριών αιώνων, θα κουραστεί, θα υποκύψει και θα μπει στην αδιέξοδη και εκφυλιστική περιπέτεια να χαρακτηρισθεί επίσημη κρατική θρησκεία (!). Περιπέτεια απ’ την οποία δεν ανένηψε ποτέ. Ο αντιπαύλειος συσχηματισμός με «τας αρχάς και τας εξουσίας» είχε, πια, μπει σε κίνηση, με όλες τις δυνατές δικαιολογίες που θα μπορούσε κανείς να εφεύρει. Μάλιστα, διατρέχοντας με γρήγορη ματιά το πεδίο της ιστορικής πορείας της εκκλησίας, ο ιστορικός θα μπορούσε εύκολα να πει, πως η εκκλησία με την κίνησή της αυτή αντέστρεψε, ολωσδιόλου ακούσια (;…) και αναπάντεχα, τη φύση της περιθωριακότητάς της : κατέστη μονίμως περιθωριακή και μειοψηφική εκ των ένδον (Μεγ. Αθανάσιος, Μεγ. Βασίλειος, Ιω. Χρυσόστομος, Γρηγόριος Θεολόγος, Μάξιμος Ομολογητής, Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Γρηγόριος Παλαμάς κ.α.), αντί της περιθωριακότητας, έναντι των φορέων της έξωθεν και κρατικής εξουσίας, που βίωνε μέχρι τότε.

ar_2

Η αντίδραση μέρους του χριστεπώνυμου πληρώματος, στην εκκοσμικευμένη αυτή στάση τού κρατικοποιημένου και ως εκ τούτου, κατά φυσική συνέπεια, ιδεολογικοποιημένου χριστιανισμού, είναι η φυγή προς την έρημο και η ασυμβίβαστη – αρχικά – ασκητική εμβίωση του χριστιανικού μηνύματος. Ο Εφραίμ αναπτύσσεται στο ασκητικό περιβάλλον του επισκόπου Νισίβεως Ιάκωβου, χειροτονείται διάκονος και ζει μεταξύ Νισίβεως και Έδεσσας. Εγκολπώνεται ασκητικές και ερημιτικές πρακτικές, όμως δεν εγκαταλείπει τον κοινωνικό βίο εντός των πλαισίων της πόλης. Η εγκόλπωση αυτή ασκητικών ιδανικών είναι έκδηλη στα συγγράμματά του που έχουν διδακτικό, κηρυγματικό ή ερμηνευτικό περιεχόμενο. Το οικογενειακό του περιβάλλον μοιάζει να είναι θρησκευτικό, εξ όσων αφήνεται να διαφανούν μέσα από το υμνογραφικό του έργο, ενώ ορισμένοι υποστηρίζουν πως ο πατέρας του ήταν εθνικός (ειδωλολάτρης) ιερέας. Ο Ιάκωβος, που το όνομά του παρουσιάζεται μεταξύ όσων υπέγραψαν την πρώτη οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ.), τον κατέστησε διδάσκαλο της τοπικής χριστιανικής κοινότητας και ο Εφραίμ αποδύθηκε, έκτοτε, στο έργο οικοδομής των πιστών. Το όνομά του συνδέεται με τη σχολή της Νισίβεως, της οποίας θεωρείται ιδρυτής.
Το περιβάλλον της Νισίβεως φιλοξενεί, κατά βάση, την αραμαϊκή γλώσσα και διαλέκτους της. Ο Εφραίμ κινείται σ’ έναν χώρο, τον συριακό, όπου έχουν δράσει γνωστικοί χριστιανοί, όπως ο Βαρδεσάνης[3] κι ο Αρμόνιος (εξελληνισμένα κύρια ονόματα). Φυσικά, ο χώρος αυτός δεν αποφεύγει να δεχθεί την επιρροή των βαβυλωνιακών/μεσανατολικών δυαρχικών θεωριών του Μάνη κι ο Εφραίμ δεν διστάζει να ασκήσει πολεμική εναντίον των θέσεων του τελευταίου, ενώ, παράλληλα, δεν διστάζει να εκμεταλλευθεί την ποιητική παράδοση που είχαν κληροδοτήσει ο Βαρδεσάνης (κατά μετάφραση, γιός του Νταϊσάν. Δηλαδή, του παραπόταμου του Ευφράτη, Νταϊσάν, = Σκιρτού.) και ο (υποτιθέμενος;) γιός του Αρμόνιος, οι οποίοι είχαν γνωστικές αποκλίσεις. Σύμφωνα δε με μαρτυρία του Σωζομενού (Εκκλησ. Ιστ. Γ΄16), ο Αρμόνιος, έξοχος ποιητής που άσκησε επιρροή στα ποιητικά πράγματα της περιοχής, μυείται στην ποίηση στην Αθήνα σε βαθμό που να εισαγάγει τα ελληνικά ποιητικά μέτρα στην συριακή ποίηση και ο Εφραίμ χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό τα στιχουργικά του μέτρα. Άμεσος πνευματικός πρόγονος του Εφραίμ θεωρείται ο Αφρα’χάτ (εξελληνισμένο Αφραάτης), ο οποίος δέχθηκε, εν μέρει τουλάχιστον, γνωστικές επιρροές από τον γνωστικισμό του Ουαλεντίνου και ενσωμάτωσε ιουδαϊκές αντιλήψεις στο έργο του, αλλά θεμελίωσε δυναμικά τη συριακή γραμματεία, έτσι ώστε να μεγαλουργήσει στο έδαφός της, αργότερα, ο ποιητής Αγ. Εφραίμ. Δεν θα πρέπει όμως να παραγνωρίσουμε την βαθύτατη επιρροή των ελληνικών γραμμάτων, που κάποτε αποτελούν κυριολεκτικά το στήριγμα, για να βασίσει πάνω τους το έργο του ο Εφραίμ. Φερ’ ειπείν, βλέπουμε χρήση των εικόνων που μάς δίνουν οι Ωδές Σολομώντος να επιστρατεύονται στο έργο του Εφραίμ, ο οποίος θεωρείται από κάποιους πρώτος υπομνηματιστής τους και παράλληλα τη χρήση της ελληνικής «αρμονίας του μέλους», που είχε φέρει ο Βαρδεσάνης, για στη συγγραφή ύμνων ορθόδοξης διδασκαλίας εκ μέρους του Εφραίμ.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, δεν θα έβρισκε σημαντικά ερείσματα ο ερευνητής, ώστε να υποστηρίξει την καίρια θεολογική συμβολή του Εφραίμ του Σύρου, στις τεραστίων διαστάσεων θεολογικές περιπέτειες του 4ου αιώνα. Η συγγραφική παραγωγή τού Εφραίμ, εμφανίζει μια μάλλον έμμεση και περιφερειακή σχέση με το μακράς πνοής εγχείρημα των Καππαδοκών πατέρων, αλλά και την μείζονα αλεξανδρινή θεολογική συμβολή του Μεγ. Αθανασίου, που αποτελούν τη θεολογική πρωτοπορία τής εποχής.

 ar_3
Ο Εφραίμ, μετά την κατάληψη της Νισίβεως από τους Πέρσες, εγκαθίσταται στην Έδεσσα, διακονεί στην τοπική εκκλησία και συνεχίζει το διδασκαλικό του έργο στην κατηχητική σχολή της πόλεως, που πήρε το όνομα «Σχολή των Περσών». Μάλιστα, εκτός από την ίδρυση, εκ μέρους του, θεολογικής σχολής, οργανώνει και γυναικεία χορωδία που άδει τους ύμνους του. Η σημαντική παρατήρηση που θα πρέπει να κάνουμε εδώ είναι πως πάρα πολύ συχνά συναντούμε τη μαρτυρία, στο διάβα της εκκλησιαστικής ιστορίας, ότι μεγάλες ομάδες ανθρώπων κλίνουν προς το ένα ή το άλλο δόγμα επηρεαζόμενοι από την… Ομορφιά ! Η ποιητικήσύνθεση και η αρμονία του μέλους παίζουν τον καθοριστικό παράγοντα για να μορφωθεί ένα σύστημα αξιών ή μια ιδεολογία ή μια φιλοσοφική προτίμηση, τόσο στα υποκείμενα όσο και σε μεγάλες κοινότητες. Η ομορφιά ως ελκυστής και διαμορφωτής υπαρκτικών στάσεων ! Ο Εφραίμ λειτούργησε κατεξοχήν στο κλίμα αυτό (δες Θεοδωρήτου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 4,26). Η παράδοση θέλει να αρνείται την πρόταση ανάληψης της επισκοπικής διακονίας και να παραμένει διάκονος. Η κοίμησή του λαμβάνει χώρα στις 9 Ιουνίου του 373[4], σύμφωνα με τις περισσότερες και πλέον αποδεκτές μαρτυρίες, διακονώντας τους πληγέντες και τα θύματα τής πανώλης που είχε ξεσπάσει στο μεταξύ.


ܟܬܝܒܬܐ  – Συγγραφή


Η συγγραφική παραγωγή του Εφραίμ είναι ευρύτατη και σημαδεύει καίρια τη συριακή/αραμαϊκή λόγια παράδοση μέχρι και τον έβδομο αιώνα. Έκτοτε, η επιρροή της μειώνεται αισθητά μέχρι που σχεδόν εξαφανίζεται, με την δυναμική είσοδο των αράβων και της αραβικής γλώσσας, τόσο στον συριακό χώρο όσο και στο χώρο της μέσης ανατολής και ευρύτερα  – μια γλωσσική-πολιτισμική «αντεκδίκηση», θα χαριτολογούσε κανείς, για την αντίστοιχη αραμαϊκή σθεναρή επικράτηση, επί του κοινού σημιτικού στοιχείου, για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στον ελληνικό χώρο, αντίθετα με την κατάστασή που επικράτησε στην ίδια του την πατρίδα, το έργο του Εφραίμ αποτέλεσε σταθερή αξία και αναφορά, ειδικά στις μοναστικές κοινότητες και λιγότερο στον ευρύτερο εκκλησιαστικό χώρο.

 ar_4
Παρεκβατικά, ωστόσο, θέλω να παρατηρήσω πως αυτό δεν αρκεί για να αθωώσει, κατά τη γνώμη μου, την απαράδεκτη, αμαθή, απαξιωτική, αυτιστική και, ως εκ τούτου, επηρμένη και συμπλεγματική αδιαφορία και στάση της ελληνικής διανόησης για τέτοιου είδους κείμενα, αλλά και γενικότερα για την συγγραφική μαρτυρία τής πατερικής γραμματείας, τουλάχιστον από τον 16ο αιώνα και ύστερα και, ειδικότερα, την ολότελα επαρχιωτική, περιφερειακή και τεταρτοκοσμική στάση της κατά τους δύο τελευταίους αιώνες. Εννοώ, πως είναι αυτονόητο και φυσικό για τον ευρωπαίο λογοτέχνη, ακριβώς κατά την αντίστοιχη χρονική περίοδο στη Δύση, ξεκινώντας από τον Ραμπελέ και φτάνοντας μέχρι τον Έλιοτ, δηλαδή κατά τους 15ο-20οαιώνες, να διαλέγεται και να τελεί σε αναφορά με την πνευματική παράδοση του δυτικού χριστιανισμού, όπως, με μιαν ολωσδιόλου απλή και επιφανειακή ματιά, μπορεί να φανεί από την εμπλοκή του Αγ. Ιωάννη του Σταυρού ή της Αγ. Θηρεσίας της Άβιλα, για να περιορισθώ σε δύο χτυπητά παραδείγματα, στην δυτική λογοτεχνική και ποιητική παράδοση. Παράδοση την οποία κρίνει, σε κάποια στιγμή, πως οφείλει να γνωρίζει και να ενσωματώσει, ίσως ακόμη, στο έργο του, ο δυστυχής και θλιβερός μιμητής έλλην λογοτέχνης (δευτεροκλασάτος, πάντα, στη γόνιμη λογοτεχνική ενσωμάτωση των φυσικών παρακαταθηκών που διαθέτει ο δυτικοευρωπαίος ομόλογός του), αλλά που, από την άλλη μεριά, παρουσιάζει ενοχλητική, κάποτε, άγνοια και υπνώττουσα αδιαφορία ή περιγελαστικό μειδίαμα για εκείνα που ο Πίνδαρος χαρακτήριζε επιχώρια. Μαθημένος να αγοράζει γρήγορα, φτηνά και στο πεζοδρόμιο ό,τι κυκλοφορεί στην ευρωπαϊκή, κυριότατα, αγορά, δεν διανοείται καν πως έχει τη στοιχειώδη υποχρέωση να διεξέλθει, μέσες-άκρες έστω, σύνολη την πνευματική παρακαταθήκη της χώρας του, αλλά και της γειτονιάς του. Επιστρέφοντας στην αρχή αυτής της παρέκβασης, επισημαίνω πως, φυσικά, η ίδια μομφή, για να είμαστε δίκαιοι, θα μπορούσε με περισσή ευκολία να επιρριφθεί εξίσου και στην αντίθετη πλευρά, εκείνη του εκκλησιαστικού/θεολογικού χώρου, ο οποίος εμμένοντας αυτάρεσκα και αυτοϊκανοποιούμενος, κατά το βολικό κληροδότημα του Αυνάν της Γενέσεως[5], σε μιαν ιδιότυπη και μονόφθαλμη κατοχή της αλήθειας, αγνοεί επιδεικτικά, με άλλοθι και συγκάλυψη της στάσης του αναχωρητικές φανφάρες, την πνευματική λογοτεχνική και ποιητική παράδοση και τους έγκοπους άθλους που έχει επιτελέσει η…θύραθεν (!) κατ’ αυτόν «πνευματικότητα»[6].
Επανέρχομαι. Ο Αγ. Εφραίμ είναι κυρίως ερμηνευτής και εξηγητής. Ωστόσο, αυτή η δια του έργου του τυπολογική, πολύ λιγότερο αλληγορική, ή άλλοτε ιστορικοερμηνευτική του προσπάθεια, να κοινωνήσει τη μετοχή του στη Ζωή, διαπερνάται από τη συγκίνηση δια τής παντοκρατορίας τής Ποιήσεως. Έτσι, υπό την ιδιότητα αυτή μετοικεί (μιλώ συμβατικά) στο χώρο της Τέχνης. Αυτοδικαίως. Και αυτό μας ενδιαφέρει εδώ.
Το έργο του διαιρείται τυπικά σε δύο κατηγορίες. Από τη μιά, περιλαμβάνονται έργα υπό την κατηγορία των ύμνων (ܡܕܪܫܐ) (ας την ονομάσουμε άμεση Ποίηση), όπως «Εις την γέννησιν του Κυρίου», «Εις το Πάσχα», «Εις τον παράδεισον» κλπ, και από την άλλη, περιλαμβάνονται έργα υπό την κατηγορία των λόγων (ܡܐܡܪ̈ܐ), ας την ονομάσουμε έμμεση Ποίηση, όπως «Περί μετανοίας», «Περί πάθους», «Υπόμνημα εις την Γένεσιν και την Έξοδον» κλπ. Για το είδος αυτό της έμμεσης ποίησης, που καλύπτεται κάτω από τον όρο ομιλίες, λόγοι ή πεζός λόγος, ας φανταστούμε κάτι πολύ μακράν έως άσχετο με ό,τι αντιπροσωπεύει η πεζογραφία των Δημήτρη Χατζή ή Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, όπως εγώ, τουλάχιστον, αντιλαμβάνομαι την εγγενήποιητικότητα του γονιδιακού τους υλικού και το ιερώς ανατριχιαστικό δέος που προκαλεί, το οποίο, όμως, έχει ως κοινό στοιχείο με τον Εφραίμ, την ποιητική θέαση του κόσμου. Σημειώνω πως οι ύμνοι προορίζονται να τραγουδηθούν, έτσι ώστε η μουσική, η μελοποίησή τους, να δημιουργεί μια συμφυία με το καθαυτό ποιητικό κείμενο. Είναι κάτι που φέρνει στο νου την αρχαία ελληνική μελική ποίηση και όχι μόνον. Ωστόσο, το σημαντικό, που μας ενδιαφέρει εδώ, είναι πως και στις δύο κατηγορίες το περιεχόμενο προβάλλεται υπό αυστηρή ποιητική μορφή, η οποία στη μια περίπτωση προσαρτά, για να εκφραστεί, περισσότερα από πενήντα μετρικά σχήματα (!) (η σημιτική παράδοση έχει να επιδείξει πολύ περισσότερα καθώς και τεράστια ποικιλία αποχρώσεων) και αντλεί υλικό, χωρίς ίχνος δισταγμού, από τη φιλοσοφία, άλλες θρησκευτικές παραδόσεις και κυρίως τη λαϊκή παράδοση, ενώ στην άλλη υιοθετεί επτασύλλαβα στροφικά δίστιχα. Μάλιστα, στην ελληνική μεταφορά αυτών των δημιουργιών, γίνεται σαφώς αναφορά σε «Λόγο επτασύλλαβο» ή «Λόγο τετρασύλλαβο» (η έκδοση Assemani, Sancti Patris nostri Ephraem Syri Opera omnia quae exstant graece, latine, syriace, in sex tomos distribunta, Roma 1732-1743, παραθέτει χαρακτηριστικά αυτήν την ποιητική ορολογία). Ενημερωτικά, αλλά και αρκούντως ενδεικτικά, παραθέτω τις θεματικές κάποιων έργων του : «Κατά Ιουλιανού» (4 ύμνοι), «Ποιήματα της Νισίβεως» (μια ποιητική ιστοριογραφία 77 ύμνων, εκ των οποίων απωλέσθηκαν 8, που αντιστοιχία της θα μπορούσε, πρόχειρα, κανείς να εντοπίσει στο «Χρονικόν του Μωρέος»), «Κατά αιρέσεων» (56 ύμνοι), «Προς ερευνώντας» (ύμνοι 87, μια επίθεση στην ελληνική φιλοσοφία). Το αντιποιητικό του θέματος, όπως βλέπουμε, δεν εμποδίζει την Ποίηση να διεκδικήσει …Lebensraum (ζωτικό χώρο), δείχνει να μας επισημαίνει ο ποιητής Αγ. Εφραίμ.
Νομίζω πως αναδύεται αβίαστα η διαπίστωση : ο Εφραίμ ο Σύρος αποτελεί το μεγαλύτερο κεφάλαιο, τουλάχιστον στην εκκλησιαστική Ποίηση, πριν το μέγα ελληνικό θαύμα Ρωμανού του Μελωδού (που καταγόταν, σημειωτέον, από την Έμεσα της Συρίας).Στην εκκλησιαστική Ποίηση, που οφειλές τής αναγνωρίζει η «θύραθεν» Ποίηση  – αν μπορεί ποτέ να υπάρξει κάτι τέτοιο, που να δικαιολογεί αυτούς τους ακαλαίσθητους και μανιχαϊστικούς διαχωρισμούς. Ο δρόμος που πορεύεται ο Ρωμανός είναι εμφανώς άλλος, ακόμη και στα δομικά χαρακτηριστικά της ποιήσεώς του, από εκείνον του Εφραίμ. Ωστόσο, θα ήταν εύλογος ο συμπερασμός, πως ο Εφραίμ λειτούργησε ως σημαντικό προωθητικό εργαλείο για τα ριψοκίνδυνα ποιητικά στοιχήματα, που έθεσε εις εαυτόν ο Ρωμανός και για τη δόμηση του ποιητικού έργου των Κοντακίων του[7]. Οι θεματικές, ενίοτε, συγγένειες, ενισχύουν αυτή τη θέση. Και αρχίζει, μ’ αυτόν τον τρόπο, να αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον η θέαση αυτής της ποιητικής αλυσίδας, αν αναλογισθούμε πως η σύγχρονη ελληνική ποίηση, είναι υποχρεωμένη να αναγνωρίσει μεγάλες οφειλές στους…ελληνοσύρους θεράποντές της, καθώς είναι ευκόλως ορατές στο «Άξιον Εστί» του Ελύτη[8] οι άμεσες «λογοκλοπές» από το έργο του Ρωμανού και εν γένει την εκκλησιαστική υμνογραφία και ποίηση, με αναδημιουργικό, φυσικά, χαρακτήρα.
Οι μεταφράσεις που πρόλαβε να δεχθεί το έργο του, εκτείνονται σ’ έναν πολύ μεγάλο γεωγραφικό χώρο. Η τεράστια διάδοση του έργου του, φιλοξενεί μεταφράσεις κυρίως στην ελληνική, και λατινική, κοπτική, αραβική, γεωργιανή, αιθιοπική, σλαβική, αρμενική κ.α., και συμπληρωματικά αναφέρω πως το υμνογραφικό έργο του Αγ. Εφραίμ, καλύπτει πάνω από τετρακόσιους ύμνους, δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής του παραγωγής είναι χαμένο. Είναι, μάλιστα, ενδεικτικό πως ο Σωζομενός του αποδίδει τη συγγραφή τριών εκατομμυρίων στίχων !

 ar_5
Στο σημείο αυτό, αξίζει, νομίζω, η παρατήρηση ότι δια του έξαλλου παραδείγματος τού Εφραίμ να επιχειρήσει ποιητική επέλαση[9] επί κάθε μορφής λόγου και λογοτεχνικού είδους (ομιλίες, κηρύγματα, αντιρρητικά έργα κ.α.), κάτι ανεπανάληπτο, νομίζω, στην πατερική γραμματεία, και να τα προσαρτήσει στην επικράτεια της Ποίησης, έχουμε ένα φαινόμενο, που σίγουρα μπορεί να σχολιάσει τη σύγχρονη λογοτεχνική πραγματικότητα και να διαλεχθεί μαζί της, και εννοώ την κλίση τής λογοτεχνικής ζυγαριάς, τα τελευταία 30 χρόνια, υπέρ του μυθιστορήματος και κάθε είδους πεζού λόγου εις βάρος της Ποιήσεως, μέχρι του σημείου τής επιδεικτικής και αλαζονικής απαξίωσης τής Ποίησης και της περιθωριοποίησής της, με την υφέρπουσα και ανομολόγητη κατηγορία τής γραφικότητας ή, την άλλην εκφρασμένη, τού ονειροπολήματος. Θα χαρακτήριζα την πραγματικότητα αυτή, κατανοητή ανθρωπολογική μετατόπιση και, δυστυχώς, αντιρρεαλιστική, άκρως ουτοπική και βαθιά φαντασιώδη. Μια επικίνδυνη μείωση των αξιώσεων τής κοινωνίας από τον ίδιο τον εαυτό της., που είναι σαν να πετά θεμελιώδη εργαλεία Ζωής από το παράθυρο, αυταπατώμενη πως στις ανθρώπινες κατοικίες δεν χρειάζεται ο αέρας ως οργανικό στοιχείο του Οίκου (!) (έκτυπο παράδειγμα, η δόμηση και τα δομικά υλικά των πόλεων στις σύγχρονες κοινωνίες), παρά μόνο το γεώδες υλικό ως ο πλίνθος και το τούβλο και σμικρύνοντας, απελπιστικά, τον ορίζοντα θέασης και βίωσης του γεγονότος του Υπάρχειν εν κόσμω, στα όρια του βηματισμού και της μανιχαϊστικής έκφρασης εύληπτων νοημάτων. Λες και το απορείν παύει να υπάρχει μπροστά στο ίδιο, απλά, κρυπτικό φαινόμενο της θάλασσας. Ας μου επιτραπεί, ωστόσο, να κρίνω πως η Ποίηση εκδικείται. Και σε κοινωνίες εκφρασμένα αντιποιητικές, ο αυτοχειριασμός τους αποτελεί αναμενόμενη και λυπηρή κατάληξη. Εκείνη του φάλτσου ήχου επικοινωνίας, ομιλίας μεταξύ ανθρώπου και κόσμου…
Το σημαντικό λογοτεχνικά, αλλά θα τολμούσα να πω, ανθρωπολογικά και οντολογικά, είναι η εμμονή του Αγ. Εφραίμ να ενδύσει ό,τι θεωρεί ως θεολογική, ανθρωπολογική ή κοσμολογική αλήθεια, εποχούμενος στο όχημα αποκαλυπτικής φανέρωσης της ζωής που λέγεται Ποίηση. Η αλήθεια καταφεύγει στον Οίκο της Ποίησης, όπου βρίσκει πρόσφορη στέγη (και σπεύδω να επισημάνω πως όποια πολυσημία έχει για εμάς η έννοια Λόγος, ίδια πολυσημία έχει για τους σημιτικούς λαούς και τις σημιτικές γλώσσες, ακολούθως, η έννοια Οίκος). Αν το ζητούμενο είναι η επάνοδος «εις το αρχαίον κάλλος» και η υπαρκτική ολοκλήρωση του ανθρώπου, η πορεία – κατά τη θεολογία – από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωσιν, τότε υποδεικνύεται, σαφώς, με την φιλοποιητική αυτή «εμμονή» του Εφραίμ, πως η επάνοδος αυτή συστρατεύει οργανικά, στο ριψοκίνδυνο αυτό άθλημα, το ρυθμό, το μέτρο, τη ισοσυλλαβία, τη στροφή, για να οικοδομηθεί ό,τι θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει Εαυτός. Μάλιστα, δεν θα διστάσω να ισχυρισθώ πως αυτά δεν συνιστούν μέσα μόνο για την επίτευξη του όποιου σκοπού (θεολογικού, φιλοσοφικού, αισθητικού κλπ), δηλαδή δεν αποτελούν βοηθήματα μιας τελεολογίας, που σε κάποια χρονική στιγμή τα εγκαταλείπει αδιάφορα ή με ευγνωμοσύνη, όταν ο στόχος έχει επιτευχθεί, αλλά συνιστούν τρόπο υπάρξεως του ανθρώπου και προσλήψεως του Όντος ή μετοχής του σ’ Αυτό. Άλλωστε, δεν είναι νομίζω τυχαίο, πως η σοφία της σημιτικής ποιητικής παραδόσεως αποκαλεί τον στίχο ή την στροφή Οίκο ( بيت ܒܝܬܐ ).Υπερτερώντας, θεωρώ, εννοιολογικά, για να μην πω και…φιλοσοφικά, έναντι τής ελληνικής ποιητικής ονοματολογίας, η σημιτική ποιητική παράδοση, καταφανώς, δηλώνει πως κάτι κατοικεί στο πεδίο της Ποιήσεως και υπερακοντίζοντας, εδώ, τη γνωστότατη αλλά και βαθύτατης οντολογικής σημασίας απόφανση του Hölderlin, πως ο άνθρωπος οικεί ποιητικά τον κόσμο, θα έλεγα πως αυτό που δηλώνει είναι, ότι ο Θεός οικεί ποιητικά το είναι του και, συνεπαγωγικά, τη Δημιουργία. Άλλωστε, εδώ θα μπορούσε να εντοπισθεί μια λογική θεμελίωση, τόσο του λόγου υπάρξεως και λειτουργίας της Ποιήσεως όσο και του θεολογικού-φιλοσοφικού λόγου, περί αναγωγής από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση.
Υπ’ αυτή την έννοια, δεν διακρίνω διαφορές στον Εφραίμ, τουλάχιστον ειδολογικές ή στις προθέσεις, από τη στάση των Προσωκρατικών, φερ’ ειπείν, να εγκιβωτίσουν τη φιλοσοφική και οντολογική αλήθεια στην Κιβωτό της Ποίησης, ή, ακόμη, από την Ομηρική προσπάθεια να αρθρωθεί η θεολογική μα και ιστορική (ή υπεριστορική αν προτιμάται) αλήθεια, δια των οπλικών συστημάτων του Ποιητικού Λόγου. Και στα σημεία αυτά είναι που θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς ασυνείδητες ή υποσυνείδητες συγγένειες και θεάσεις.


ܙܡܪ – Άδειν


Το κυρίως σώμα του εφραιμικού έργου πολιτογραφείται στην επικράτεια της ποίησης. Είναι έργο που το αλώνει ο ρυθμός, η στροφή, το μέτρο. Μάλιστα, το αυστηρό μέτρο είναι ο παράγοντας που ορίζει μορφικά (και γιατί όχι, ακόμη και εσωτερικά, υπό τον ορίζοντα του περιεχομένου) ακόμη και εξηγητικές ομιλίες του προς οικοδομή της πιστεύουσας κοινότητας, όπως άλλωστε ανέφερα παραπάνω. Η ποιητική χροιά πεζών κειμένων και, κάποτε, ο ρόλος που διαδραματίζει το εφύμνιο, δεν είναι άγνωστα στην ελληνική πατερική γραμματεία (π.χ. στον Μελίτωνα Σάρδεων και κυρίως, κατ’ εμένα, στον επιστολικό λόγο (!) – υπογραμμίζω εδώ, κουραστικά και φορτικά ίσως, τον καθοριστικό ρόλο της Ποίησης και πάλι… – Ιγνατίου του Θεοφόρου, που θα τον συνέκρινα με ό,τι αισθητικότερο, ποιητικότερο και αγωνιστικότερο έχει να παρουσιάσει η στρατευμένη «αριστερή» ποίηση του 20ου αιώνα παγκοσμίως, και, όσον αφορά στα καθ’ ημάς, η λυρική πτυχή του έργου του Γ. Ρίτσου). Εν τούτοις στον Αγ. Εφραίμ, η διάταξη των στίχων σε στροφές, αλλά και η συνέλευση όλων των παραπάνω ποιητικών «όπλων» σε μια καθαρά ποιητική ενότητα, συνιστά όντως καινοτομία.

 ar_6
Κύριο χαρακτηριστικό είναι η ισοσυλλαβία, τόσο για τους Ύμνους (ܡܕܪܫܐ), όσο και για τους Λόγους (ܡܐܡܪ̈ܐ). Στους μεν ύμνους, η ισοσυλλαβία αυτή γίνεται στροφική, ενώ στους λόγους εγκαταλείπεται το μορφικό αυτό σχήμα. Θα έλεγα από εύστοχη ποιητική διάκριση. Οι ύμνοι αυτοί, απαρτίζουν διάφορες θεματικές ενότητες και ο εισαγωγικός στίχος κάθε ύμνου, παραπέμπει σε έναν παραδοσιακό σκοπό (ܩܠܐ), μια παραδοσιακή μελωδία, γνωστή στην πιστεύουσα κοινότητα που την έλεγε εμμελώς. Ό,τι αφορούσε σ’ αυτόν τον εισαγωγικό παραδοσιακό σκοπό είναι πια χαμένο. Ωστόσο, εδώ αξίζει να γίνει μια παρατήρηση. Ο βυζαντινός υμνογραφικός τύπος του κανόνα (που εκτόπισε τον τύπο του Κοντακίου, στη λατρεία και υμνογραφία, και ισχύει κραταιά έως σήμερα), βαίνει κατά ειρμούς, πάνω στους οποίους γράφεται και ψάλλεται οτιδήποτε. Δηλαδή, τα τροπάρια που ακολουθούν τον ειρμό, κινούνται στις προδιαγραφές που αυτός έχει αυστηρά θέσει, τρέπονται δηλαδή προς αυτόν. Έτσι, η εισαγωγική λειτουργία της ποιητικής σύνθεσης, φαίνεται να καλύπτει μια ανάγκη, τόσο βάσει μιας αισθητικής και ποιητικής θεώρησης, όσο και βάσει των απαιτήσεων μιας κοινότητας, που μετέχει στο ποιητικό αποτέλεσμα. Από την άλλη, θεωρώ πως αυτό το σχήμα συνιστά μια στενογραφική, μικροκοσμική, ποιητικά και με όρους Τέχνης, πρόγευση για ό,τι, μακροκοσμικά και ανεπτυγμένα θα ακολουθήσει στη συνέχεια. Αυτή, ακριβώς, – μια και μιλήσαμε για μελική ποίηση, αδόμενους στίχους και συμφυία μουσικής και ποίησης -, είναι και η λειτουργία του απηχήματος του ήχου[10] στην ελληνική/βυζαντινή μουσική, που συνιστά το αναγνωριστικό στοιχείο του ήχου και που, ποιητικά, θα χαρακτήριζα ως ένα χαϊκού που ανιχνεύει, υποδηλώνει και υπομνηματίζει, επαρκέστατα και σαφώς, αν όχι ένα Έπος, τουλάχιστον, ως επί το πλείστον, μια ραψωδία ! Πιστεύω πως είναι εμφανείς οι συγγένειες, καθώς και η κοινόςτόπος μιας πολύ ευρείας παραδόσεως, που σημαδεύει την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου και, οπωσδήποτε, συνομιλεί με την ελληνική παράδοση.
Κάθε ύμνος έχει συνήθως μια επωδό (ܥܘܢܝܬܐ ), που επαναλαμβάνεται μετά από κάθε στροφή. Μια πρακτική που, υπάρχει με τον τρόπο της, και στο έργο Ρωμανού του Μελωδού. Το όργανο που έπαιζε συνοδευτικό ρόλο στην ασματική απόδοση του ποιητικού κειμένου εκ μέρους του γυναικείο χορού είναι, κατά πάσα πιθανότητα, η λύρα. Ίσως να μην είναι τυχαίο πως στον Αγ. Εφραίμ απονέμεται ίσως, μεταξύ άλλων, και γι αυτόν επιπροσθέτως το λόγο, ο τίτλος «λύρα του πνεύματος» (ܟܢܪܐ ܕܪܘܚܐ ), αφού ο ίδιος ήταν και εξαίσιος μουσικός και εκτελεστής.

 ar_7
Η λειτουργία της τομής επιστρατεύεται και στο εφραιμικό ποιητικό έργο, τέμνοντας έτσι το στίχο σε δύο ισοσύλλαβα ημιστίχια. Συναντούμε συχνά μια ποικιλομορφία στιχικών διατάξεων (π.χ. 5+5, 7+7, 4+4 [η βασική ποιητική μονάδα στον Εφραίμ], 5+4, 5+2 κλπ, με σπανιότερες στιχικές μονάδες τα 9-,10-.), όμως ποτέ δεν παραβιάζεται η ισοσυλλαβία (ή τουλάχιστον, σπανιότατα). Αυτό το ποτέ, είναι, κατά τη γνώμη μου, η μεγάλη ειδοποιός διαφορά μεταξύ του Εφραίμ (και όχι μόνο) και της ελληνικής παραδόσεως, η οποία επιμένει να προβάλλει την ασυμμετρία ως δομικό στοιχείο του κάλλους. Παράδειγμα, η ανισοσυλλαβία τμήματος των στροφών, στην ελληνική Ποίηση Ρωμανού του Μελωδού, η μη ευθύγραμμη διάταξη της κιονοστοιχίας του Παρθενώνα, κατά ένα τρόπο και κατά μία ειδική πρόσληψη η εγκαυστική εικόνα του Χριστού στο Σινά, ή ακόμη τέλος, η μη χρήση ίδιων μέτρων, στο πινδαρικό ποιητικό υπόδειγμα, περισσότερο από μία φορά (!). Αυτό το άλμα της ασυμμετρίας, ως οντολογικής θεάσεως του κάλλους, δεν το αποτόλμησε ποτέ, κατά κανόνα, η σημιτική ποιητική ψυχοσύνθεση, για τους δικούς της εύλογους και ολότελα αποδεκτούς και κατανοητούς λόγους.
Τέλος, μία από τις αρετές του Αγ. Εφραίμ είναι πως δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει λαϊκά πολιτισμικά στοιχεία, αλλά και τη δημοτική γλώσσα, ώστε να κερδίζει σε αμεσότητα και ζωντάνια. Λησμονημένη και διαγραμμένη παρακαταθήκη, πια, κατά την τάξιν των πρεσβυγενών πατριαρχείων και της, σε απελπιστικά μεγάλο βαθμό, ξύλινης γλώσσας τους σήμερα.
Κλείνοντας αυτή τη σχηματικότατη μεν, αλλά θέλω να ελπίζω εισαγωγικά διαφωτιστική δε, αναφορά, θα ήθελα να κάνω μια μικρή γλωσσολογική ανάλυση. Να  εισέλθω δηλαδή επισήμως στο πεδίο της γλώσσας, που αφ’ εαυτού του θα αποκαλύψει μια από τις ιδιότητες του ίδιου του ποιητικού φαινομένου – και αυτό είναι το μείζον και το ποθούμενο -, αλλά που, στην προκειμένη περίπτωση, θα λειτουργήσει και ενισχυτικά, ώστε να δηλωθούν συγγένειες και κοινές θεάσεις, οι οποίες, ίσως, να θεσμοθετούν μια ενιαία και πολυχρωματική Παράδοση.
Στο σημιτικό παράδειγμα[11] (και τονίζω πως είναι ένα παράδειγμα που αφορά σε μια πολύ εκτεταμένη  γεωγραφική, γλωσσική και πολιτισμική περιοχή), ο ρόλος των συμφώνων έναντι των φωνηέντων είναι αυτοκρατορικός και απολυταρχικός. Μια σύνοδος συμφώνων, καθορίζει την κύρια σημασία κάθε λέξης. Τα σύμφωνα αυτά, κυρίως, είναι τρία στον αριθμό. Ο όρος ύμνος στα αραμαϊκά/συριακά, συγκροτείται από τρία σύμφωνα, όπως άλλωστε ορίζει η ίδια η φύση της σημιτικής γλωσσικής οικογένειας, που δηλώνουν την έννοιας της μάθησης, της διδαχής ενός πράγματος. Από την αρχική αυτή έννοια, κατά την ανάπτυξη της τριγράμματης ρίζας, προκύπτει η έννοια του ύμνου στα αραμαϊκά, που ενδομύχως δεν παύει να φιλοξενεί την τριγράμματη αρχική σημασία των τριων αυτών συμφώνων. Τα τρία σύμφωνα είναι, κατά το δάνειοαλφάβητο[12] που παρέλαβαν οι ευρωπαίοι από τους Χαλκιδείς[13], τα εξής : D R S, ή ܫ ܪ ܕ  (στα αραμαϊκά/συριακά), س  ر د (στα αραβικά), ή   ד ר ש (κατά μια τριτεύουσα σημασία της ρίζας στα εβραϊκα και με κυριότερη, εδώ, τη έννοια της αναζήτησης, της έρευνας, που δεν αφίσταται, συνεκδοχικά, από την έννοια της μάθησης…). Αν στρέψουμε πρώτα το βλέμμα στον Ησίοδο, ακόμη και ορολογικά, η συγγένεια μοιάζει προφανής : Διδακτική Ποίηση. Ο Όμηρος, πάλι, κυρίως με το ηρωικό έπος, στην Ιλιάδα, δεν μένει αμέτοχος μιας τέτοιας αντίληψης. Άλλωστε, η Ιλιάδα διδάσκει την αρετή του ηρωισμού, της ανδρείας. Αν πάλι, στραφούμε στο θηβαϊκό πινδαρικό υπόδειγμα, για να περιοριστώ μ’ αυτά τα τρία παραδείγματα σε κορυφώσεις του ελληνικού πνεύματος, εκεί, και κατά ιδιότυπο δωρικό τρόπο, η διδαχή παίζει πρωτεύοντα και πάλι ρόλο. Αν τώρα μ’ ένα άλμα, και χωρίς να υποβαθμίζουμε διόλου τα υπάρχοντα ενδιάμεσα, βρεθούμε στον 19ο αιώνα και βουτήξουμε στα ποιητικά νερά τριών χτυπητών δεκαετιών του, 1820-1850, θα αναδυθούμε με το κάλβειο εν στίχω διδακτικό υπόδειγμα από τη μιά, και το σολωμικό εν σημειώσει, πρωτίστως, διδακτικό/κοσμοθεωρητικό υπόδειγμα από την άλλη. Η συναγωγή συμπερασμάτων μένει ανοικτή…
Οι αμύητοι και προχειρολόγοι, μεταφράζουν αδόκιμα τον όρο διδαχή με εκείνον της ηθικολογίας. Όμως, όποιος διακόνησε στο ελάχιστο την ποιητική τέχνη – και εδώ επικεντρώνεται η σπουδαιότητα και ιερότητα τής ποιητικής διακονίας, ο θεμελιώδης ρόλος της στις ανθρώπινες κοινωνίες και η καίρια συμβολή της σε πολιτειακές θεσμοθετήσεις -, γνωρίζει καλά πως η δημιουργία και λειτουργία του ποιήματος, θέτει αυτομάτως και φυσικά τον προβληματισμό μιας οντολογικής / μεταφυσικής θεμελίωσης του ποιήματος από τη μια, και, ταυτόχρονα, κεντρίζει, μέσα στο καμίνι της δημιουργίας, την ανάδυση της αίσθησης τού ποιητή, τού διδάσκεσθαι την (τέχνη) της Ζωής εν τω γράφειν/δημιουργείν, από την άλλη. Ακριβώς, υπ’ αυτή την έννοια, το ποίημα σου μαθαίνει/διδάσκει το ζην, τη Ζωή[14], με την ελπίδα, πολύ αργότερα και με κόπους και θυσίες, να σε καταξιώσει να σου την ξεμάθει.


 ܒܝܬܐ ܕܠܫܢ̈ܐ  – Οίκος της Γλώσσας


Ο Εφραίμ γεννιέται κληρονόμος τής γλωσσικής παρακαταθήκης τής αραμαϊκής γλώσσας, η οποία, πριν αυτός δει το πρώτο φως, μετρά, περίπου, δύο χιλιετίες ηγεμονικής παρουσίας στο χώρο της εγγύς Ανατολής, στο χώρο της Μεσοποταμίας. Είναι η γραπτή γλώσσα διοίκησης αυτοκρατοριών[15] και ακόμη περισσότερο, η γλώσσα της θείας λατρείας. Είναι η γλώσσα που δανείζει το αλφάβητό της, – όπως οι φοίνικες στους έλληνες – σε κυριαρχικούς κλάδους της σημιτικής οικογένειας γλωσσών, όπως είναι η αραβική και η εβραϊκή. Επίσης, είναι η πρωτότυπη γλώσσα σημαντικού τμήματος βιβλίων, τα οποία συνιστούν τον κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης (Δανιήλ, Έσδρας), η κυρίαρχη γλώσσα του Ταλμούδ και η ομιλούμενη γλώσσα της εποχής του Χριστού, μέχρι περίπου την καταστροφή του Ναού από τους ρωμαίους. Είναι η γλώσσα που σημαδεύει ανεξίτηλα την περσική αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών και αργότερα των Σασσανιδών, που υιοθετεί, εκτός των πολυάριθμων αραμαϊκών λέξεων, και την αραμαϊκή γραφή. Ανήκει, φυσικά, στη σημιτική ομάδα γλωσσών, που φιλοξενεί κολοσσιαίας σπουδαιότητος γλώσσες όπως η αραβική, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, πρέπει να λειτούργησε αφανώς στη διαμόρφωση του σημιτικού εικονισμού του κόσμου δια της γλώσσας, καθώς το 3000 π.Χ. υπήρξε μετανάστευση πληθυσμών από την αραβική χερσόνησο προς τη Μεσοποταμία και εγκατάστασή τους στις σουμεριακές περιοχές, όπου, όπως υποστηρίζει μια θεωρία, ίδρυσαν αργότερα την ακκαδική αυτοκρατορία υπό τον Σαργών, γύρω στο 2300 π.Χ.

 ar_8
Η αραμαϊκή, όπως κάθε παλλόμενη, ζωντανή και παραγωγική γλώσσα – ας θυμηθούμε την ελληνική -, έχει διαλέκτους. Ένα ποτάμι με οργανικούς παραπόταμους. Στην εξέλιξη της αραμαϊκής γλώσσας μία από τις διαλέκτους αυτές είναι τα συριακά, τα οποία μπορούν να χαρακτηρισθούν, με καθοριστικό παράγοντα οριοθέτησης μεταξύ ανατολής και δύσης τον Ευφράτη και τις μετακινήσεις των γλωσσικών ομάδων ένθεν κακείθεν, ανατολικά αραμαϊκά, παρόλο που περιλαμβάνονται στον βορειοδυτικό κλάδο της σημιτικής οικογένειας γλωσσών. Τα συριακά υπήρχαν ως άγραφη γλώσσα, στα αρχαϊκά αραμαϊκά και συζούσαν με την πρωτογλώσσα, κατά τη γνώμη μου, του χώρου της Μεσοποταμίας με κυρίαρχο κέντρο της τη Βαβυλώνα, τα  ακκαδικά/βαβυλωνιακά, στη βόρεια Μεσοποταμία. Φυσικά, και ο πλέον επιπόλαιος σπουδαστής των μεσανατολικών γλωσσών δεν γίνεται να μην διακρίνει ευχερώς, την καταφανώς διατηρούμενη δομή της ασσυριακής/βαβυλωνιακής[16] πρωτογλώσσας επί των εκγόνων της σημιτικών γλωσσών και ως εκ τούτου την ολοζώντανη παρουσία της (σε όλα τα επίπεδα της γλώσσας και στο φθογγολογικό/φωνολογικό) σε κάθε γλωσσικό κλάδο της σημιτικής οικογένειας. Οι συντακτικές και γραμματικές δομές της βαβυλωνιακής παραμένουν ακέραιες και συνιστούν τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζονται οι έκγονες σημιτικές γλώσσες[17]. Επιπροσθέτως δε θα έλεγα πως, πέραν του γλωσσικού σκέλους της βαβυλωνιακής επιρροής επί των μεταγενέστερων σημιτικών γλωσσών, η βαθιά βαβυλωνιακή επίδραση επί των πνευματικών κληροδοτημάτωντης μέσης Ανατολής ψηλαφείται εύκολα και, μάλιστα, διαπερνά και μέρος της ελληνικής παράδοσης, κυρίως δια μέσου της θεολογίας της εκκλησίας. Όμως αυτό είναι ένα άλλο και πολύ μεγάλο θέμα.
Τα συριακά με τη σειρά τους, επηρέασαν, όπως είναι φυσικό να γίνεται, τα  αυτοκρατορικά αραμαϊκά γύρω στον 5ο αιώνα π.Χ. και άρχισαν να διεισδύουν δυναμικά διεκδικώντας, ολοένα και περισσότερο, σιγά-σιγά, το χρίσμα της λογοτεχνικής γλώσσας. Η ελληνική κατάκτηση του χώρου της μέσης Ανατολής από τον Μεγ. Αλέξανδρο, υπήρξε ο καταλύτης για να γίνουν τα συριακά γραπτή γλώσσα, -μια υγιής και φυσική αντίδραση στον κατακλυσμό της ελληνικής και του ελληνικού πολιτισμού, που γέμιζε, άφευκτα, όλους τους χώρους. Έτσι, στα χέρια του Αγ. Εφραίμ πέφτει ένα γλωσσικό όργανο που τον καλεί να δημιουργήσει και να εκφρασθεί μέσα σ’ αυτό, το οποίο είναι προϊόν μακροχρόνιας εξέλιξης και δοκιμασίας στον γραπτό λόγο, ως λογοτεχνική και λατρευτική γλώσσα μεγάλων πληθυσμιακών όγκων στην εγγύς Ανατολή. Σ’ αυτόν τον συγκεκριμένο τόπο της γλώσσας, σ’ αυτή τη κόγχη του οράν και εικονίζειν τον κόσμο – όπως είναι φυσικό να γίνεται με καθέναν που εγκλείεται αναπόφευκτα στα όρια της Γλώσσας και στα όρια της γλώσσας του. Ακόμη περισσότερο, που εγκλείεται στα όρια της χρήσης τής γλώσσας του από το ίδιο το υποκείμενό του -, ο Εφραίμ θα καταστήσει τα συριακά/αραμαϊκά πρώτης ποιότητας εκφραστικό όργανο, που θα καλύψουν με υψηλή επάρκεια τις λογοτεχνικές ανάγκες του συρόφωνου χώρου, μέχρι, επισήμως, την αραβική κατάκτηση.

 ar_9
Πολύ σχηματικά, η σημιτική θέαση του Κόσμου και των όντων, δια της γλώσσας, παρουσιάζει τις εξής ιδιομορφίες : η γλώσσα/θέαση θέλει το Χρόνο ασαφή, εν μέρει απροσδιόριστο, απείραχτο από ενδεχόμενη ανθρώπινη επιθυμία ακριβούς κατατμήσεώς του, ανενόχλητο μέσα σε πλατιά πλαίσια αοριστίας. Αοριστίας είπα ; Μα βέβαια και αταλάντευτα. Εύστοχη και ακριβής η λέξη. Καθόσον ο Αόριστος είναι ο παντοκρατορικός χρόνος που διέπει όλο το σημιτικό υπόδειγμα, ξεκινώντας από τα ακκαδικά/βαβυλωνιακά[18] και καταλήγοντας στα αραμαϊκά/ συριακά. Μα γιατί, θα μπορούσε να ρωτήσει ένας κάτοικος της γλώσσας από την εδώ πλευρά της, την Ινδοευρωπαϊκή δηλαδή. Μοιάζει να μας δείχνει η γλώσσα, το σημιτικό μάτι που θεωρεί τον κόσμο και τον άνθρωπο, θα απαντούσα μονομιάς. Μοιάζει να μας λέει πως όλα τα ορίζει το Εν, ένα αόριστο και διευθετικό Εν, όλα τα διέπει ένας μυστηριώδης (καθότι αόριστος και παρελθοντικός) μονισμός, μια αρχή που αποβαίνει ρυθμιστική για ό,τι παράγεται και απορρέει απ’ αυτήν. Άραγε, δεν αποτελεί αυτό ακριβώς μια βάση, που θα μπορούσαμε να προβάλουμε πάνω της όλη την σημιτική Ιστορία με το ατέλειωτο, μέχρι των ημερών μας (!), βασιλικό πολιτειακό σύστημα, τους αλλεπάλληλους και ιδιότυπους μονοθεϊσμούς (τόσο τον λεγόμενο αυστηρό της εβραϊκής θρησκείας των Ελοϊμ (θεών!), όσο και τον ελαστικότερο του χριστιανικού μονοθεϊστικά τριπλού (!) παραδείγματος) ή τις πυραμιδωτές (τύπου ζιγκουράτ) θεότητες της Μεσοποταμίας, που καταλήγουν, πανομοιότυπα με το ελληνικό παράδειγμα, στην απόλυτη Αρχή ενός Θεού «πατρός θεών τε και ανθρώπων» ;…
Παράλληλα, διαφαίνεται και κάτι άλλο σ’ αυτήν την πεισματική και ιδιότυπη σημιτική εμμονή στην αοριστία του Α-ορίστου και στην οικοδόμηση των πάντων από το παρελθόν.. Κάτι ίσως αναπάντεχα θαυμαστό. Που θα το εκφράσω δια της ελληνικής παραδόσεως (!), η οποία πιστεύω πως το φωτίζει κατά τον καλύτερο τρόπο. «…Απλούν γαρ, και μόνον, και έν, και ταυτόν, και αμερές, καί άτρεπτον και απαθές πράγμα η αλήθεια και αλάθητον, και παντελώς αδιάστατον» (οι υπογραμμίσεις δικές μου)[19]. Και ακόμη, «Η άληστος γνώσις, αόριστονφησί, έχουσαν την θείαν απειρίαν, …εικονίζει δια της αοριστίας την υπεράπειρον δόξαν της αληθείας»[20] (οι υπογραμμίσεις και πάλι δικές μου). Δεν σκοπεύω να σχολιάσω τίποτα παραπάνω και ούτε, φυσικά, θα αποπειραθώ εδώ να αποδυθώ σε μια κριτική, φιλοσοφικά, αποτίμηση και εξέταση αυτής της στάσης. Ο μόνος μου σκοπός εδώ είναι να δείξω, σχηματικά, σε ποιόν γλωσσικό Οίκο γεννιέται ο Εφραίμ και πώς έχει ρυθμισθεί η όρασή του, πριν δει το πρώτο φως του ήλιου στον κόσμο… Και νομίζω πως είναι υποχρέωση αυτής της σχηματικής εισαγωγής να έχει αυτή τη σκοποθεσία, διότι θεωρώ πως ό,τι μένει έξω από τη μετάφραση – και πιστέψτε με μένουν απελπιστικά πολλά -, κερδίζεται με τη θεωρητική και κάπως αναλυτικότερη γνώση, που παρέχεται στον αναγνώστη αυτής της Ποίησης, ο οποίος δεν έχει πρόσβαση στο πρωτότυπο.

 ar_10
Η σημιτική γλώσσα/θέαση κρύβει, ανομόλογητα ίσως βαθιά της, μια νομαδική, θα τη χαρακτήριζα, αίσθηση του χρόνου, καθώς, βάσει αυτής της αίσθησης, όλα μοιάζουν να κυλούν πάνω σε μιαν άμμο, που το μόνο που φιλοξενεί, στιγμιαία, είναι η αναφορική παρουσία μιας παρελθοντικής πράξης, που καθιστά, ίσως, τα πάντα μετά από αυτήν… Ενεστωτικά (Ίσως. Καθώς αυτό μοιάζει εξαιρετικά περίεργο, αν λάβει κανείς υπόψιν τον απόλυτα καθοριστικό παράγοντα του παρελθόντος/αορίστου στην παραγωγή του ρήματος και, εξ’ αυτού, όλων των άλλων σημασιών σε ποικίλα μέρη του λόγου.). Η σημιτική γλώσσα κατάγει επί του Χρόνου μια βαθεία και ολότελα εμφανή τομή και αφήνει σχεδόν όλα τα ενδιάμεσα τμήματα αυτής της τομής ανέγγιχτα. Στη σημιτική θέαση, ο Χρόνος, κατά βάση, χωρίζεται μεταξύ σαφούς απολυταρχικού και αυτοκρατορικού Αορίστου (που στην πορεία της γλώσσας καταδέχεται κάποιες χρονικές αποχρώσεις, παρατατικού κυρίως…) και, κατεξοχήν δευτερογενώς και κατ’ εξάρτηση, σαφούς ενεστώτα. Όλα μα όλα προέρχονται και απορρέουν από την πανσθενή «μονοθεϊα» του αορίστου. Η περιοχή του μέλλοντα, ουσιωδώς και θεμελιωδώς μονιστική ( να πω μονοθεϊστική ; ) κι αυτή, χωρίς δηλαδή τις δικές μας επιμέρους κατατμήσεις και διαφοροποιήσεις, κτίζεται, δίχως κανένα ενδιαφέρον δηλωτικών αποχρώσεων, με κάποια μόρια και εμφανίζει, γλωσσικά, έναν ρόλο υποδεέστερο και ουσιωδώς εξαρτώμενο από τον τρόπο σχηματισμού του ενεστώτα. Αλήθεια είναι πως, κάποτε, απογαλακτίζεται δυναμικά απ’ αυτόν και επιχειρεί, σθεναρά, να συστήσει ανεξάρτητο εαυτό, με ολότελα εμφανή διακριτικά γνωρίσματα, όπως συμβαίνει στη εβραϊκή γλώσσα. Σε μια εξειδικευμένη θέαση του σημιτικού παραδείγματος, αυτό το γνώρισμα της εβραϊκής φερ’ ειπείν, θα πρέπει να το λάβει κανείς πολύ σοβαρά υπόψη. Ωστόσο, σε μια γενική αποτίμηση του ήθους της σημιτικής θέασης και εικονισμού του κόσμου δια της γλώσσας, με κυριαρχεί η αντίληψη ότι σημιτικά ο Χρόνος είναι ουσιωδώς μονοδιάστατος και κατά σύμβαση τμάται, πρωτευόντως, στο σχήμα Πριντώρα. Με τραχύτητα. Βάσει μιας ανθρωπολογικής και κοσμολογικής θέασης, που χαρακτηρίζει το σημιτικό Οράν.
Στο φωνολογικό  σκέλος της γλώσσας – και πέρα από τις όποιες διαφορές υφίστανται μεταξύ της δυτικής και ανατολικής προφοράς της κλασικής συριακής, και έχοντας υπόψιν πως η συριακή/αραμαϊκή δεν ξεφεύγει από τα όρια που προσδιορίζουν τον βορειοδυτικό κλάδο της σημιτικής οικογένειας -, ο ήχος που κληρονομεί το στόμα του Εφραίμ είναι ένας ήχος προσωδιακός, ένας ήχος που πατά πλήκτρα στο φωνολογικό πιάνο των μακρών και βραχέων φωνηέντων, που λαμβάνει σοβαρότατα υπόψιν την αρχαιοαραμαϊκή συλλαβική ποσότητα και άλλοτε σκληραίνει και άλλοτε μαλακώνει τα εκφερόμενα σύμφωνα, εκφέρει βαθιούς λαρυγγικούς τόνους, παχιά συριστικά σύμφωνα και συμφωνικά.. (!) φωνήεντα όπως ουι και α, δημιουργεί εμφατικές ηχητικές αποχρώσεις ή άλλοτε απαλές πνοές συμφωνικών ήχων, παιχνιδίζει (συνήθεια όλων των σημιτικών γλωσσών) με τις φωνηεντικές μεταθέσεις, εναλλαγές και τροπές του ε  σε  α (κυρίαρχα) και ι, ή αντιστρόφως του α (στην αραμαϊκή των δυτικών περιοχών) σε ο, ή του ου  σε  ι  και  ο. Τα φωνήεντα ηχούν, αν και περιβεβλημένα με ένα είδος ομίχλης και σαφώς σε χαμηλότερη οκτάβα από εκείνα της ελληνικής, χορταστικά και επιδεικτικά, σαν να παίρνουν μια μικρή εκδίκηση για την παντοδυναμία των συμφώνων και με μια αδιόρατη, ωστόσο, ντροπή και αγοραφοβία γι αυτή τους την κλίση. Σ’ αυτήν τη γλώσσα γεννιέται ο Εφραίμ ο Σύρος.


Δεύτερη γέννηση / μετάφραση – ܬܘܪܔܡܐ / ܬܪܝܢܝܬܐ ܬܘܠܕܬܐ


Το έργο του Αγ. Εφραίμ μεταφράζεται από πολύ νωρίς. Ήδη από τον 4ο αιώνα. Χωρία έργων του ανιχνεύονται σε πατέρες του 6ου αιώνα και, επίσης, είναι σαφέστατη η ύπαρξη ενός εφραιμικού ασκητικού Corpus στη Μυριόβιβλο του Φωτίου (Μυριόβιβλος 196). Είναι τέτοια η έκταση των μεταφράσεων, ώστε να δημιουργείται ένα πάρα πολύ μεγάλο εφραιμικό Corpus στα ελληνικά, που αποτελούν και τη βάση για τη μετάφραση του έργου του σε άλλες γλώσσες, όπως η λατινική, γεωργιανή, αρμενική, κοπτική κ.α. Μάλιστα, ο όγκος αυτός έδωσε και την αφορμή να γίνεται λόγος για «έλληνα» Εφραίμ (Ephraem Graecus), υποδηλώνοντας με τον όρο αυτόν τον τεράστιο όγκο ψευδεπίγραφων έργων του Εφραίμ, που βρίσκονται σε αντίθεση με τα πρωτότυπα συριακά έργα του και τον ίδιο τον σύρο Εφραίμ. Η φιλολογική έρευνα κατέδειξε πως ένα τεράστιο μέρος αυτού του μεταφραστικού σώματος είναι νόθο. Από την άλλη, είναι αρκετά δύσκολο να διευκρινισθεί ποιό κείμενο των ελληνικών μεταφράσεων βασίζεται στο συριακό κείμενο και ποιο όχι. Το φιλολογικό πρόβλημα παραμένει ακόμη ανοικτό. Παράλληλα, υπάρχει σημαντικός βαθμός δυσκολίας ακόμη και για το συριακό/αραμαϊκό πρωτότυπο, δεδομένου πως διατυπώνονται βάσιμες αμφιβολίες αν όλα τα αποδιδόμενα σ’ αυτόν έργα του συριακού Corpus είναι όντως δικά του[21].
Εκδόσεις από το ελληνικό Corpus του Εφραίμ σε απλούστερη γλώσσα, μετά από ένα άλμα αρκετών αιώνων, μαρτυρούνται τον 18ο αιώνα (βλ. Λόγοι και παραινέσεις του οσίου πατρός ημών Εφραίμ του Σύρου. Εις απλήν φράσιν μεταγλωττισθέντες…, παρ’ Ιεροθέου ιερομονάχου Ιβηρίτου, Ενετίησι 1720) και κατά τον 20ο(βλ. Μ.Δ. Σακορράφου, Τα του οσίου πατρός ημών Εφραίμ του Σύρου ασκητικά, εις την καθομιλουμένην μετενεχθέντα νυν το δεύτερον, Αθήναι 1935). Επίσης, και πάλι από το ελληνικό σώμα του εφραιμικού έργου, εκδόθηκε, σε επτά τόμους, η φιλόπονη και αξιέπαινη μεταφραστική προσπάθεια του Κων. Φρατζολά, Οσίου Εφραίμ του Σύρου, Έργα, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1998. Όπως διαφαίνεται, λοιπόν, η άμεσημεταφραστική σχέση με το πρωτότυπο συριακό κείμενο έληξε πριν περίπου 1400-1600 χρόνια !… Άκρως ευχάριστη έκπληξη, που δημιουργεί μεγάλες προσδοκίες για το μέλλον, και εξαίρεση σ’ αυτόν τον υπερχιλιετή κανόνα διακοπής της αμεσότητας, είναι η μετάφραση από το συριακόπρωτότυπο του βίου του Αγ. Εφραίμ (Βλ. Ο βίος του Εφραίμ του Σύρου, μετάφραση Νέστωρ Καββαδάς, εκδ. Θεσβίτης, 2007), μολονότι οι δυσκολίες που παρουσιάζει ο βίος του, λόγω της τρίμορφης παράδοσής του σε μας (Βλ. Assemani, Bibl.Orientalis, I, σελ. 26-55, αλλά και το προαναφερθέν έργο του Ν. Καββαθά, όπου υπάρχει εκτενέστατη εισαγωγή και όπου ο μεταφραστής υποστηρίζει την άποψη περί δίμορφου βίου (βλ. σελ.7), και παράλληλα, δίδεται η πολύ ενδιαφέρουσα πληροφορία υπάρξεως αραβικής μετάφρασης του βίου του Αγ. Εφραίμ (ενθ.αν.σελ.9), που είναι αποθησαυρισμένη στο Σινά, και που δεσμεύομαι από εδώ να μεταφράσω, Θεού θέλοντος, στο μέλλον.), είναι αρκετά σοβαρές και, συνεπώς, τα βιογραφικά στοιχεία δεν παρουσιάζουν μια σταθερή και παγιωμένη μορφή, που θα μάς απάλλασσε από εικασίες ή αμφισβητήσεις.

 ar_11
Όσο κι αν ερεύνησα, δεν κατόρθωσα να εντοπίσω καμιάν ελληνική μετάφραση ποιητικού έργου του Εφραίμ, πέραν εκείνης της πρώτης πριν 1400-1600 χρόνια, η οποία ενσωματώθηκε στην έκδοση Assemani (Βλ. Ύμνος 4ος, Εις τους ομολογητάς και τους μάρτυρας, Ass.gr. I 47-48 ). Το ποιητικό έργο του Εφραίμ δεν έχει ανανεωθεί μεταφραστικά από τότε, ούτε και έχει αποτελέσει πεδίο συνάντησης του συριακού/αραμαϊκού και ελληνικού πολιτισμού, εδώ και 1500 χρόνια περίπου !… Είναι μια κατάσταση πικρή, ιδιαίτερα για όσους γνωρίζουν τις στενότατες επαφές που είχε η Ελλάδα με τους πολιτισμούς της σημιτικής οικογένειας επί χιλιετίες. Και αυτή η πίκρα προσβάλλει, επίσης, εκείνον που θα κινηθεί σε όλο το εύρος του σημιτικού πολιτισμικού υποδείγματος. Κάποια στιγμή, αναφορικά με τις σχέσεις αυτές και τη σπουδή του σημιτικού πολιτισμού, μια ρωγμή επήλθε με την ίδρυση έδρας αραβικής και εβραϊκής γλώσσας στην περιβόητη και πανάξια σεβασμού Ιόνιο Ακαδημία[22] στην Κέρκυρα (δυστυχώς, πολλά έχουν να ζηλέψουν από το πρώτο αυτό Πανεπιστήμιο, τα πανεπιστημιακά μας ιδρύματα…), της οποίας δεν ευτύχησε ο ελληνισμός να ζήσει την μακροημέρευση και μια δεύτερη, με τις δειλές απόπειρες του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου τα τελευταία χρόνια για ίδρυση έδρας αραβικών σπουδών, καθώς και με ατομικές και μεμονωμένες, εξαίρετες κάποτε, προσπάθειες μετάφρασης σημιτικής λογοτεχνίας (ποίηση[23], πεζογραφία). Ωστόσο, είμαστε απελπιστικά μακριά να πούμε πως υπάρχει, πια, παράδοση σημιτικών σπουδών στη χώρα μας, κατά το υψηλό πρότυπο παραδόσεως που συναντά κανείς στην Γερμανία, φερ’ ειπείν.
Έμελλε, η απόπειρα ανασυστάσεως διαλόγου με την ανατολή, αλλά και τη δική μας παράδοση σε σχέση μαζί της, να φιλοξενηθεί στις σελίδες ενός λογοτεχνικού περιοδικού, που φέρει την (ενδεικτικότατη) ονομασία «FRACTAL». Θα έλεγα πως εκπληρώνεται ένα χρέος – χρέος που ξεπληρώνει η ποίηση, με τη γνωστή της αφιλόκερδη προθυμία να αποσβεννύει χρέη – και επιδεικνύεται μετάνοια για την αδιάφορη και καταστροφική στάση μας να περιχαρακωνόμαστε σε σέκτες, ποδοπατώντας το Ενιαίον του ανθρώπου. Τι εννοώ ; Όταν ένα ποιητικό περιοδικό θα ενδιαφέρεται και θα αποζητεί φλογερά να συμπεριληφθεί στις σελίδες του μια προσωπικότητα άλλου (δήθεν) χώρου, του (συμβατικά) εκκλησιαστικού, και μια μονή θα παρακολουθεί εναγωνίως τα ποιητικά τεκταινόμενα μιας πόλεως, τότε ο άνθρωπος θα έχει συναντήσει τον εαυτό του, η ζωή θα κυκλοφορεί ασύδοτη χωρίς να περνά από τελωνεία, και οι αλήθειες θα έχουν, καίρια, δεχθεί στις φλέβες τους το φάρμακο που θα τις λυτρώνει από το, συνήθως χωρίς ίχνος φαντασίας και έκπληξης, μονομερές… απόλυτο.

Η γλώσσα σου κάλαμος, οξυγράφου αληθώς,
ως γραμματέως γέγονεν,
υφηγουμένη γνώσιν πανευσεβή,
πλαξίν εγχαράττουσα,
καρδιών Πάτερ νόμον τον του Πνεύματος[24].
Η μεταφραστική μου πρόθεση είναι απλή και, ως εκ τούτου, καθαρά ποιητική. Συνεπώς και αρμόζουσα άριστα σ’ ένα ποιητικό (πάλι συμβατικός λόγος) περιοδικό. Αν η ποιητική παρακαταθήκη (και μιλώ με καθαρά και αποκλειστικά ΠΟΙΗΤΙΚΟΥΣ όρους), που εισήχθη στο λατρευτικό χώρο του ναού, αυτών των στίχων Ρωμανού του Μελωδού

Η παρθένος σήμερον   τον υπερούσιον τίκτει,
και η γη το σπήλαιον   τω απροσίτω προσάγει΄
άγγελοι μετά ποιμένων  δοξολογούσι,
μάγοι δε μετά αστέρος   οδοιπορούσι΄
δι ημάς γαρ  εγεννήθη
|: παιδίον νέον, ο προ αιώνων θεός. : |[25]

παρουσιάζει και υπαινίσσεται ένα εξαίσιο ποιητικό (με όρους τέχνης) επίτευγμα, μα παράλληλα και κυρίως, ένα υπαρξιακό επίτευγμα (όταν, δηλαδή, η τέχνη αυτή θα έχει γίνει υπαρκτική κατάσταση), το οποίο παίρνει, από τη μια, τη μορφή σωτηριώδους οδοδείκτη (ας πούμε, πρόχειρα, για τους θεράποντες της ποιητικής τέχνης) που δεν γνωρίζει στεγανά, διχοτομήσεις και περιφραγμένους χώρους και, από την άλλη, ακριβώς για τους λόγους αυτούς, συναντά τις υπέροχες εκστατικές κραυγές παιδικότητας ενός Ρεμπώ που, διαστέλλοντας τις κόρες των ματιών του και υιοθετώντας στάση ακινησίας, επαναλαμβάνει σχεδόν πνιχτά από τη χαρά  Noel sur la terre[26], δείχνοντας να έχει υποψιασθεί βαθιά την απολλώνεια διονυσιακότητα του δωδεκαημέρου, αλλά και των προεόρτιων ημερών που διανύουμε (κατά τις οποίες, τύχη αγαθή, δημοσιεύεται το παρόν κείμενο στο ηλεκτρονικό περιοδικό FRACTAL κι αυτός είναι ο λόγος της μεταφραστικής επιλογής των συγκεκριμένων ύμνων), και τους τραγικούς (η σοφή εικονογραφία μας ιστορεί το θείο βρέφος μέσα σε φέρετρο-μνήμα…) τόνους μιας φωνής Τειρεσία, από τα πριν ηττημένης, υπόκωφης και στωικής μέσα από τα ερείπια της Ιστορίας, μυημένης στο ομηρικό βασίλειο των ίσκιων και υπομονετικής του γεγονότος του υπάρχειν εν κόσμω, που ακούει στο όνομα T.S.Eliot[27] και προφέρει ανθρώπινα Just the worst time of year for a journey  ή  this was all folly  ή  Birth or Death ?  ή  this Birth was hard and bitter agony for us, τότε είναι αυτονόητη ποιητική υποχρέωση να προσκληθούν στην κυψέλη κι άλλες φωνές, όσες πιο πολλές φωνές, όπως αυτή του Εφραίμ του Σύρου, ώστε το βούισμα να πυκνώνει, να γίνει ολοένα και πιο μεθυστικό, ολοένα και πιο αφόρητο, μέχρι ποιητικής λιποθυμίας.

Ήκουσε γλώτταν ψαλμικώς, ήν ουκ έγνω,
Εφραίμ, άνω καλούσαν, ο γλώσσαν Σύρος[28].

© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ[29]

* Ο Στάθης Κομνηνός σπούδασε κλασική φιλολογία και έχει εξειδίκευση στις σημιτικές γλώσσες (αραβικά, εβραϊκά, συριακά/αραμαϊκά). Παράλληλα, έκανε μουσικές σπουδές στη θεωρία, αρμονία και αντίστιξη, καθώς και στην ανατολική μουσική (ελληνική/βυζαντινή). Είναι ποιητής, μεταφραστής, αρθρογράφος, κριτικογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ερευνητής. Έχει συμμετοχή σε πολλά συνέδρια, κυρίως σε ό,τι αφορά τη διερεύνηση των σχέσεων θετικών και ανθρωπιστικών επιστημών.Μεταφράζει από και προς 12 γλώσσες και έχει συνεργαστεί με πλήθος εκδοτικούς οίκους και έντυπα ή ηλεκτρονικά περιοδικά (Παπαδήμας, Δόμος, Παρουσία, Ακρίτας, Λιβάνης κλπ κι επίσης ΝΕΜΕΣΙΣ, Κουκούτσι, Πρωτάτον, Τόλμη, Φρέαρ, Διάστιχο, Βακχικόν, Litteraterra, Ηνιοχείν, Fractal κλπ).

ar_12 
ΥΜΝΟΙ ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ*

1
Ένας μήνας
που η χαρά είναι ολόκληρη
γκαστρωμένος άπληκτη νίκη
για όλους  – Αυτός !
Βρέχει αγάπη
απ’ τον ουρανό της Θεότητας
Βηθλεέμ, ω Βηθλεέμ !
Πρίγκηπας σπαργανωμένος ράκη
σπαργανώνει τη δόξα μας
ανταλλάσει με αισχύνη τη λαμπρότητα
μεγαλόπρεπα Ταπεινός
ως Θεός   ως Θεός
Αυτός
μέσα στην τρέλα των Σοδόμων μας
Ω Πρωτότοκε !
θησαυροφυλάκια έκανες τις γιορτές
να μπει ο πάμφτωχος ξαναμμένος
να διαγουμίσει
να βιάσει λάφυρα ζωής !
Ντροπή σε όποιον δεν φανεί ληστής !
Ντροπή στα άδεια χέρια[30] !
Κεραυνοφωνές εξαπολύουν τα στόματα βρεφών
κι αγαλλιά ο Χρισμένος στη γιορτή Του
Ήλιος κατακτητής χαράζει σύμβολα
στα σκαλοπάτια της εγέρσεώς Του
Δωδεκάβαθμος  Δωδεκάμερος
και σήμερα δεκατριήμερος[31]
Τέλειο Σύμβολο
της Γέννησης του Γιού με τους δώδεκα φίλους.
Ιωσήφ πώς χαϊδεύεις το μωρό-Θεό σου ; Πώς ;
Με καταδίωξε ένα στέμμα και με φόρεσε ολόκληρο
κρατώντας το στην αγκαλιά μου !
Μαρία, ω Μαρία τραγούδησε,
της Θεότητας Σου είμαι η δούλα
και Μάνα της ανθρώπινής Σου φύσης
Γιε και Κύριε !
Ω, Εσύ υπερήλικο βρέφος μπροστά μου !
Πτυχωμένη σε κύματα η έκπληξη.
Μιλά η σιωπή Σου όπως Θεός !
Ποιός ξανάδε ποτέ βρέφος που θωρεί το παν ;
Ω, πανάρχαιε νιόκοπε !
Πώς ν’ ανοίξω του γάλακτος πηγή στην Πηγή την ίδια ; Πώς ;


2
Της άγνοιας στόμα
Χείλη που τρέμουν
Πώς, Γιέ του Ζώντος, πώς να σε πω[32] ;
Γιε του Ενός
και τώρα των πολλών Γιε
μυριάδες ονόματα
Άφωνε Κύριε πώς γίνεσαι του Λόγου Κύριος[33] ;
Εραστή    Εραστή,   ιδού καταδιώκομαι
λέει η Μαρία, εγώ που
την Καταφυγή γέννησα. Πού να προσφύγω, πού ;
Αστρόφως[34], του ήλιου μικρότερο
κι ωστόσο μεγαλύτερο
στο σύμβολό του Φως.
Φως μέγα, μόνο Φως
προσφορές ποιμενικές
Ζωή που λατρεύεται
γη που πρεσβεύει ουρανό
πνεύμα που δείχνει σώμα
Συμεών ω Συμεών σ’ αγκαλιάζει
σε παραδείσιο τόπο
Εκείνος που αγκάλιασες !
Κόλλησαν Πνεύμα τα χείλια της Άννας
ω Βασιλόπαιδο, ω Περιφρονημένε, Μισούμενε !
Σιωπάς κι ακούς, κρύβεσαι βλέπεις, καλυμμένος γνωρίζεις
Ευλογητέ !
Βρέφος, που γεμίζεις γη κι ουρανό
αναπαύεται το φως στο πρόσωπό Σου
κι η Κτίση στόμα γίνεται, ένα στόμα
που αδιάκοπα κραυγάζει  ιδού ιδού Εκείνος !
Σχισμένοι ουρανοί
νερά
που λαμπυρίζουν
φτερούγισμα περιστεριού
μια φωνή κεραυνός που λέει
ο Αγαπημένος Μου  -Αυτός!
Ωσαννά ωσαννά
που πάντα θα το λεν παιδιά.

3
Η πρώτη Σου μέρα ιδρύει γιορτές, Ευλογητέ
Κύριε μου
Σου μοιάζει η μέρα
αφού έρωτα ξημερώνει για όλους
Τελειώνει τη ζωή στο χάραμά της
βρεφοποιώντας τους υπέργηρους[35]

(επωδός)                       Απρόσκλητος μάς παραδόθηκες Κύριε, Κύριε

Την ξανανιώνει ο έρωτας που έχει,
ενδύει δύναμη τα γέρικα κορμιά μας
Περνά και παραμένει
φεύγει και στέκεται
αποχωρεί και επισκέπτεται
επιστρέφει αέναα ελεητική
προσκαλώντας, προσκαλώντας
Χθαμαλόν το ανθρώπινο

(επωδός)                       Απρόσκλητος μάς παραδόθηκες Κύριε, Κύριε

Την εκκόλαψη της μέρας Σου εκλιπαρεί η κτίση
διψά   διψά   διψάει[36]
Μια μέρα να γέρνει το χρόνο
να τον αλυσοδένει στη λευτεριά του
να μην του διαθέτει παράκαμψη
Η μέρα σου ίδια Εσύ
δυνατή του Δυνατού
διακλαδούμενη μονάδα
όπως Εσύ, μόνο Εσύ
Κύριε μου, Κύριε
κοντά μας η μέρα Σου,
τη Γέννησή Σου είδαμε
αυτήν την απόμακρη…
 4
Με μπόλιασε στον έρωτα να συμμετέχω
Αυτός Αυτός
εμένα τον περίκλειστο !
και στ’ άσματα λοιπόν ξεσπώ και στα τραγούδια τα ολόλευκα
γεμίζοντάς Τον αλληλούια
και μελωδίες εύστοχες,
– με τη δική Σου λύρα
ω Εσύ βρέφος-απολυτρωτή
να σε αινέσω
χαρίτωσέ με.

Μ’ ανύψωσες στο ύψος του ιλίγγου
στου κόσμου να σε δοξάζω το εύρος
που το γεμίζεις ένδοξα
κι ανίκανο είναι το εύρος Σου να συγκρατήσει
Ω Κύριε, το πώς και το γιατί μάθε μου
ανάλλαχτα συχνάζουν οι εκλάμψεις Σου
στη στένωση μιας Μήτρας,
σε κάθε τι παράδοξο,
σ’ ανύπαντρες μητέρες,
σε άσπορες Γεννήσεις
Θυγατέρα Δαβίδ
Θυγατέρα Δαβίδ
Μνηστή του Ιωσήφ

Της αμφιβολίας Ιωσήφ
και τώρα έμπιστε, ησύχιε, προστάτη…

Ελλιμενίστηκαν τα καλά νέα στον μυχό της δέησης
Η στέρφα κι παρθένα αγαλλιάσαν,
η μια γεννώντας τον εξ ύψους Λόγο
κι η άλλη, μια κατάμονη φωνή στην έρημο[37]
Ω καταλύτη της σύγχυσης
γέμισες μια μήτρα,
όπως ο σπόρος τον κήπο μας
όπως μια αχτίδα φωτός τα βλέφαρά μας
και σκίρτησε Δαβίδ και Αβραάμ
Ήρθε επιτέλους τέλος
τέλειωσε ο χρόνος[38]
έπαψε η αρίθμηση
συνέκλιναν οι γενεές στην αφετηρία
ακίνητες πια μέσα Σου
Γιε του Δαβίδ, Μόνε !

 ar_13
5
Ανακαινίζεις την ανθρωπότητα Νεογέννητε, δόξα Σοι
Καρπέ Εσύ, Ευλογητέ
κόβεσαι να κορέσεις την πείνα μας
Παραβιαστή του Σαββάτου που το σώζεις, αινώ Σε
Δόξα Σοι Σιωπηλέ που έστειλες τη φωνή Σου
Υπέρτατε που φανερώθηκες με τον Αστέρα Σου, δόξα Σοι
Κρυμμένε Δόξα Σοι που φανερώθηκες βρέφος
Εσύ Ζωντανέ που αναλαμβάνεις θνητότητα
Νήπιε Νήπιε
Ευλογητέ σταυρωτή της λευτεριάς ως το θελήσεις
Ευλογητέ που το ξύλο σε υπέμεινε ως το επέτρεψες
Κλεισμένε στο μνήμα Αυτονεκρούμενε Ευλογητέ
Αυτοσμικρούμενε
που το σώμα μας, Μακάριε, έπλασες σκήνωμα του κρυφτού Σου
που με τη γλώσσα μας ξεσκέπασες τα μυστικά Σου
Δόξα Σοι Δέσμιε της απελευθέρωσής μας
Γεννήτορα του Φωτός Σου στο σκότος
Αλυσοδεμένε που διασπάς τις αλυσίδες της αιχμαλωσίας μας

Αδύναμος ο νους μας
μικρή η καρδιά
για Σένα Αχώρητε
παράδοξα Μετρούμενε
Δόξα Σοι
Παντογνώστη που μαθητεύεις σ’ όσα ήδη γνωρίζεις
που αποκαλύπτεις θησαυρούς ρωτώντας
Σιωπηλέ Λοιδορούμενε δόξα Σοι
που τη ζωή αποκαθιστάς και με τα δυό,
πανίσχυρη η σιωπή Σου κι ελεγκτική, δόξα Σοι
Ευλογητέ που βαδίζεις στο δρόμο
και Είσαι ο Δρόμος για το δρόμο[39]
Αμπέλι που γίνεσαι κούπα σωστική
Θεραπευτικό Κλήμα ζωής
Γεωργέ που σπέρνεσαι
που θανατώνεις το θάνατο με τον θάνατο
δέξου αντίδωρο τραγούδι ευχαριστίας
φορτωμένο τις αδυναμίες μας
Θάλασσα Εσύ δόξας
Ω  Ανενδεή
μια σταγονίτσα δέξου ευχαριστίας
αφού με τα δώρα σου καθύγρανες τη γλώσσα μου για Αίνο.

 ar_14
6
Η Μαρία
Μια Βηθλεέμ
Εμμανουήλ ! Εμμανουήλ !
Καταγράφεσαι ο Καταγράφων τη θάλασσα !
Μετρητή της άμμου Γεννήθηκες.

Σ’ ένα χωριουδάκι η εκπλήρωση ενός τραγουδιού, Δαβίιιιδ !
Κατήλθε το κρυμμένο Φως
κι η μορφιά Του έλαμψε σε Σώμα
Βρέφος γεννιέται σήμερα με τ’ όνομά Του θάμβος
ένα μυστικό βρήκε τον εαυτό του στο φως της μέρας
Όλα ανοιχτά
Όλα ανοιχτά
Θάμαρ Θάμαρ κλέβε
κλέβε τα θαύματα !
Ραχάβ δες, δες Τον
εσύ που γεύτηκες στα σύμβολα Αλήθεια.

Φάρμακο ζωής
γλυκόπιοτο φάρμακο ζωής, Γιέ
Μαρτυρούν χαρά οι βλέποντες
Άγγελοι
Άγγελοι
επέδραμε ο Διεγείρων τους αποκοιμισμένους
Κανείς για ύπνο, κανείς
Νυχτέρια, μόνο νυχτέρια[40] ολοφώτεινα
ολόλαμπρη νύχτα
μαύρο χρώμα
εκτυφλωτική δύναμη
Εμπρός, εμπρός, οξεία η θωριά του ματιού
τ’ αυτί μουσικότατο
όσιος ο στοχασμός της καρδιάς
καθάριες οι λέξεις
Ω νύχτα συναρμογής[41], νύχτα σύνδεσης
δώρο που δεν ζητήθηκε προσφέρεται
αυτή τη μέρα, αυτή τη νύχτα
Τί δίνουμε ; Τί δίνουμε ; Τί ;
Μέσα στα όρια η θέληση, κατάφρακτη με σύνορα
κι ωστόσο παίρνει όλα τα μεγέθη
ας δώσουμε αχαλίνωτα

Σφραγίζεται ο Θεός τον άνθρωπο
κι η σφραγίδα Του λαμβάνει στόλισμα !
 ar_15

7
Αυτός ! Μια σταλιά βρέφος[42] που κρατώ
και με βαστάζει σύγκορμη, σύψυχη !
ψιθύριζε η Μαρία.
Προσγείωσε τα φτερά Του,
μ’ άρπαξε
και μ’ έταξε αγύριστα, πετώντας πάλι,
στο ύψος και στο βάθος !

(επωδός)                                Εραστή, Εραστή, Γιέ της Αγάπης δόξα Σοι

Μάτια αρχαγγέλου,
μάτια πρεσβύτη,
οι διεσταλμένες κόρες των Μάγων[43],
κοιτούν το Αόρατον !

(επωδός)                                          Εραστή, Εραστή, Γιέ της Αγάπης δόξα Σοι

Αίγυπτε, δέξου με φυγάδα
…κυνηγούν τον Κυνηγό
σμάρι άστοχοι…
Ω Εσύ που στ’ αγκάλιασμά Σου
πήζεις στην Ομορφιά τον κόσμο,
λάβε στόλισμα το Σώμα
στολίσου το Σώμα μας.
Γίνε ψωμί   Είσαι ψωμί
νυφικό δωμάτιο
Είσαι,
Εσύ  Εσύ το ρούχο της δόξα μας
με Σώμα
στο Σώμα.
Ω αρτιοποιέ
που αποκαθιστάς
κατάγματα και ρήγματα
τ’ ατέλειωτο καθημερινό μας σχίσιμο !

(επωδός)                                          Εραστή, Εραστή, Γιέ της Αγάπης δόξα Σοι

Μα ναί, πλησίασε   πλησίασε αδίστακτα
έλα λοιπόν
Τώρα, ασταμάτητα Τώρα
Αυτός
ένα μωρό ελεύθερο
αδέσμευτο
Άναρχος
υποδέχεται ζυγό σκλαβιάς
– ξέρεις, μικρή του λαού μου κόρη κι εσύ παλικαράκι μου[44],
το ζυγό της ασχήμιας μας.
Δοσίματα, δοσίματα
διπλά και τρίδιπλα,
αδούλωτοι οι δούλοι πια,
κυριευόμενοι τώρα οι κύριοι
βάρη ως ευλογίες !
Ανακούφιση κρυφής ελευθερίας.

(επωδός)                                          Εραστή, Εραστή, Γιέ της Αγάπης δόξα Σοι

Ανακαινίζεται ο ουρανός
ο ρυτιδιασμένος Αδάμ αναπλάθεται
σώμα και νους λαμβάνουν κάθετη διακόσμηση.
Απλήρωτο Φως
Αχρέωτο
αρπάξτε,
διαμοιράζεται !
Αισθητική μορφή η σκόνη μας !
Η πρώτη Αρχή μεταμορφώνει την επαγγελία σε Σώμα
αθόρυβα
αθόρυβα
ακούραστα,
ξένος εκείνος που τον βλέπει Ξένο
από Τον καταρράκτη της ζωής.

© Μετ. ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ

 ar_16
( Τα επισυναπτόμενα παραπάνω αποσπάσματα των πρωτοτύπων, ατάκτως εδώ ερριμμένα λόγω μέγαλου όγκου ύλης, για μιαν απλή δημοσίευση σ’ ένα ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό, μα και ως μια απλή οπτική εξοικείωση του αμύητου έλληνα αναγνώστη στις σημιτικές γραφές, προέρχονται από την έξοχη έκδοση του SEBASTIAN BROCK, απαράμιλλου ανατολιστή, που και μόνο που του έσφιξα κάποια στιγμή το χέρι και μου αφιέρωσε το βιβλίο του, γράφοντας την αφιέρωση στα αραμαϊκά, είναι για μένα τιμή που θα τροφοδοτεί γόνιμα τη ΜΝΗΜΗ εσαεί… )

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εντοπίζοντας την παντελή ανυπαρξία σχετικής μελέτης στον ελληνόφωνο κόσμο παγκοσμίως από την εποχή ακόμη του Εφραίμ του Σύρου, τον 4ο μ.Χ. αιώνα δηλαδή, η παρούσα επιτομή φιλοδοξεί να καλύψει αυτό το φιλολογικό και πολιτισμικό κενό, επιχειρώντας μια μέσω της Ποίησης και συνεπώς μέσω της Γλώσσας και της Φιλοσοφίας, παρουσίαση, σύγκριση, συσχέτιση και κατανόηση των δύο πολιτισμικών μεγεθών, τα οποία, κατά το μέτρο της δυναμικής εκάστου, επέδρασαν καταλυτικά στο χώρο της Μεσογείου αλλά και ευρύτερα. Η ολική ανυπαρξία ελληνικής συμβολής στη μελέτη των δύο πολιτισμικών παραδόσεων εδώ και 1600 χρόνια, καθιστούσε απαραίτητη την εκπόνηση μιας μελέτης μέσα από τα ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ αραμαϊκά κείμενα, ώστε να ανοίξει και πάλι ο προαιώνιος διάλογος που είχε η ελληνική με την μεσανατολική σημιτική πνευματική παράδοση κατά τρόπο άμεσο και αδιαμεσολάβητο. Η μελέτη, αφού διεξέλθει τις ανωτέρω πνευματικές παραδόσεις μέσα από την Ποιητική τους, κυρίως, παραγωγή, επιχειρεί μιαν σε παγκόσμια κλίμακα ανεύρετη – ακόμη και στις πλέον σημαντικές δυτικοευρωπαϊκές ακαδημαϊκές προσπάθειες παρουσίασης της συρόφωνης γραμματείας, όπως εκείνη του Sebastian Brock -, απόπειρα γόνιμου και ζωντανού διαλόγου με τη σύγχρονη ελληνική και δυτικοευρωπαϊκή Ποίηση και καλλιτεχνική δημιουργία εν γένει, δια της διακειμενικότητας, η οποία, υπό μορφή υποσημειώσεων, παρατίθεται στα 7 επιλεγμένα ποιήματα του Εφραίμ για την περίοδο των Χριστουγέννων, που μεταφράζονται από το αραμαϊκό πρωτότυπο στο τέλος της μελέτης εν είδει παραρτήματος και συνιστούν αναδημιουργική επικαιροποίηση, τρόπον τινα, του ποιητικού αρχαίου λόγου Εφραίμ του Σύρου.
© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
______________________________________

[1] Δυστυχώς η εποχή κατά την οποία γεννιέται ο Εφραίμ, είναι εποχή μεγάλης επιδείνωσης των σχέσεων χριστιανών και εβραίων στον ευρύτερο χώρο της Μεσοποταμίας και ειδικότερα στη Νίσιβη, και ο Εφραίμ δεν θα ξεφύγει την επιρροή του κακού αυτού κλίματος, φτάνοντας κάποτε στο ιδιαίτερα επικίνδυνο, διχαστικό και αντιθεολογικό σημείο, να εκφράσει μειωτικούς χαρακτηρισμούς για τον εβραϊκό λαό, όπως «δολοφόνοι», «σταυρωτές» κλπ, συνδαυλίζοντας έτσι πολωτικές συμπεριφορές, στάσεις και θεωρήσεις. Ενδεικτική η μελέτη για το κλίμα της εποχής στη Νίσιβη, το έργο του J. Neusner, Aphrahat and Judaism : The Christian-Jewish Argument in Fourth-Century Iran, Studia Post Biblica 19, Leiden 1971.
[2] Θέλω να επισημάνω πως εκείνη την εποχή της επικρατήσεως της χριστιανικής θρησκείας, ο Εφραίμ βρέθηκε να αντιμετωπίζει για το εθνωνύμιο αραμαίος, ακριβώς ό,τι αντιμετώπισε ο ελληνισμός κατά διπλό μάλιστα πλήγμα. Εννοώ τη μομφή, αρχικά, που δέχθηκε η λέξη έλλην = ειδωλολάτρης και αργότερα, τη μομφή που ξαναδέχθηκε με την επιβολή του όρου γραικός = δόλιος, απατεών, αναξιόπιστος, διεφθαρμένος, αποστάτης, σχισματικός κλπ κλπ (το σχόλιο στο Ετυμολογικό λεξικό του Γ.Μπαμπινιώτη, σελ.319-320, εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας 2010, μοιάζει να αγνοεί ή να παρασιωπά ηθελημένα και ανεξήγητα μια πολύ οδυνηρή και στρεβλωτική για τον ελληνισμό πραγματικότητα, υφιστάμενη εν μέρει και σήμερα. Υπενθυμίζω πως η ευρωπαϊκή λεξικογραφία, ακόμη και των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, συντηρεί αμείωτα κάθε μειωτική και απαξιωτική σημασία για το λήμμα grec!..). Παραπέμπω, σχετικά με τον όρο γραικός, στη μελέτη του Χρ.Γιανναρά Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, εκδ. Δόμος, 1992, και στις σελίδες 15 και 34, αλλά και σε άλλες μελέτες του ιδίου συγγραφέα με τελευταία την ακόλουθη, Χρ.Γιανναράς Εξι φιλοσοφικές ζωγραφιές, σελ.269, εκδ. Ικαρος, 2011, όπου επαναλαμβάνονται τα ίδια σχόλια για την ονομασία αυτή. Ο όρος γραικός, μάλιστα, έχει τόσο πολύ διεισδύσει στις συνειδήσεις των διανοητών του 19ου αιώνα και θεωρηθεί αυτονόητη και αποδεκτή ταυτότητα του ελληνισμού, ώστε συναντούμε τον Α. Κοραή να απευθύνεται στους έλληνες ως γραικούς, οι οποίοι συναπαρτίζουν, με μια ολότελα παιδιάστικη αφέλεια, ένα έθνος με τους ευρωπαίους γάλλους, που συντηρούν τις προαναφερθείσες σημασίες στα λεξικά τους ! (Δες το περιβόητο έργο του Κοραή, Άσμα πολεμιστήριον). Με τον ίδιο, ακριβώς, τρόπο μετά τον χωρισμό της αραμαϊκής κοινότητας σε σύρους ιακωβίτες και σύρους νεστοριανούς, λόγω δογματικών διενέξεων, στιγματίστηκε και απαξιώθηκε το εθνωνύμιο αραμαίος, διότι υποδήλωνε τον ειδωλολάτρη και… αντίμαχο της αληθούς πίστεως, με συνέπεια να διαγράφεται ή να αλλοιώνεται η φυλετική/εθνική του ταυτότητα !…
[3] Ο Βαρδεσάνης γεννιέται γύρω στο 154 μ.Χ. στην Έδεσσα. Διδάχθηκε την ελληνική ποίηση από ειδωλολάτρη ιερέα στην Ιεράπολη και είναι ο πρώτος σημαντικός ποιητής της συριακής/αραμαϊκής κοινότητας. Υπάρχει μάλιστα ο ισχυρισμός πως μαζί με το γιό του Αρμόνιο «έγραφον δίγλωσσα ποιήματα» (Βλ. Π. Χρήστου, Κοντάκιον, σελ.310). Περισσότερες πληροφορίες περί αυτού δες Βασιλείου Δ. Φανουργάκη, Αι Ωδαί Σολομώντος, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών,1979.
[4] Μαρτυρίες περί του βίου του Αγ.Εφραίμ του Σύρου έχουμε από πολύ νωρίς. Ήδη τον 4ο αιώνα ο Γρηγόριος Νύσσης γράφει εγκώμιο για τον Εφραίμ (δες PG 46, 820-849), ο Σωζομενός παρέχει πληροφορίες για την πολιτεία του Αγ. Εφραίμ (δες Εκκλησιαστική Ιστορία PG 67), ο Παλλάδιος (δες Λαυσαϊκή Ιστορία 40), ο Θεωδώρητος Κύρου (δες Εκκλησιαστική ιστορία, PG 82) και ο Ιερώνυμος (δες De vir. ill. PL 23).Υμνογραφικά, ασχολούνται μαζί του και συνεπώς παρέχουν πληροφορίες για το βίο του, ο Θεοφάνης ο Γραπτός, ο Θεόδωρος Στουδίτης, ο Συμεών ο Μεταφραστής αλλά και ο ίδιος ο Ρωμανός ο Μελωδός. Βλ. επίσης, Στυλιανού Παπαδόπουλου καθ. Παν., Πατρολογία Β΄ (σελ.327-345), Αθήνα 1990.
[5]  Δες, Γέν. 38, 8-10.
[6] Λες και ζει εκτός του Κοινού Τόπου της γήινης σφαίρας, ο θεολογικός αυτός «χώρος», παρουσιάζεται οδυνηρά επιλήσμων ακόμη και της ίδιας του της κληρονομίας – αν θεωρηθεί, έστω και συμβατικά, πως υπάρχουν επιμέρους κληροδοτήματα -, που προφητεύει και αποφαίνεται με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο : « Και έσται…και εκχεώ από του πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα, και προφητεύσουσιν οι υιοί υμών και αι θυγατέρες υμών,…και οι νεανίσκοι υμών οράσεις όψονται» Ιωήλ, 3:1. Επίσης, και Ησ.2:2, 59:21, Ιεζ. 36:24. Ο γενικός και χωρίς στεγανά χαρακτήρας της προφητείας του Ιωήλ, δεν βρίσκει ποτέ φιλόξενο έδαφος στην επίσημη ιδεολογία, που διακρινόμενη από αμβλυωπία και με το πρόσχημα της καταπολέμησης της εκκοσμίκευσης δια των μεθόδων ενός αναχωρητισμού εντός και εκτός πόλης, αρνείται το εκ φύσεως ολιστικό και κοινοτικό της Ανθρώπινης Προσπάθειας. Με απλά λόγια, ό,τι συμβαίνει στον στίχο αφορά στην σπηλιά τού νήφωντος και αντιστρόφως. Περαιτέρω, θέλω να υπενθυμίσω, αναφορικά με τα παραπάνω, την πρώιμη ανάγκη για άμεσο διάλογο των «δύο» χώρων, την οποία συναντούμε στο έργο της Petronia Betitia Proba, όπου με το επικό και πολύστιχο ποίημά της Cento (γύρω στο 360 μ.Χ.), επιχειρεί να εγκαινιάσει διάλογο μεταξύ Βιργιλίου και Αγ. Γραφής (είναι ενδεικτική η αποστροφή του Ιερωνύμου στην προσπάθειά της…), όπως επίσης και την εισαγωγή της «θύραθεν» ποίησης στο κολοσσιαίο έργο Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος θα λέγαμε, μεταξύ άλλων, είναι γεννημένος ποιητής.
[7] Για την επίδραση του Εφραίμ του Σύρου επί του Ρωμανού του Μελωδού, ενδεικτική η μελέτη του William L. Petersen : The Diatessaron and Ephrem Syrus as sources of Romanos the Melodist, Louvain 1986.
[8] Σ’ αυτό το έργο-σταθμό στην πορεία της νεοελληνικής Ποίησης, εντοπίζουμε, μεταξύ πλήθους άλλων δανείων και οφειλών του ποιητή στην εκκλησιαστική υμνογραφία,την δημιουργική αντιγραφή (τη θεωρώ ποιητική εργαλειακή παρακαταθήκη και συμβολή στον τρόπο του ποιητικώς ομιλείν-συνομιλείν και κοινωτικώς εν τέχνη εντάσσεσθαι, που έχει συμβατικά και χωρίς ελάχιστη φαντασία παραγνωρισθεί, υποτιμηθεί ή προχειρολογηθεί από την Κριτική…) π.χ. στίχων από τον Ρωμανό τον Μελωδό (δες, Sancti Romani Melodi, Cantica, ed. Paul Maas and C.A.Trypanis, Oxford 1963, 1, Της αγίας και πανσέπτου γεννήσεως του κυρίου ημών Ιησού Χριστού, σελ.5, ιδ΄ «μετά λύχνου του άστρου» [Το Άξιον Εστί, άσμα ε΄] ή την υμνογραφία του κανόνα του Ακαθίστου (λειτουργεί, καταλυτικά, ως μορφολογικό πρότυπο και εργαλείο για ολόκληρη τη σύνθεση του «Το Άξιον Εστί» !…), όπου συναντούμε στην Ωδή Α΄ τον Ειρμό «Ανοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος, και λόγον ερεύξομαι…» [Το Άξιον Εστί, άσμα ιβ΄] (η πλαγιογράφηση δική μου). Για περισσότερα, σχετικά με τις δανειοδοτήσεις της υμνογραφίας, και όχι μόνο, στον Ελύτη, δες την πολύμοχθη και άκρως κατατοπιστική μονογραφία/έργο αναφοράς του Τάσου Λιγνάδη «Το Άξιον Εστί του Ελύτη», Η΄ έκδοση, Αθήνα 1985
[9] Τη ροπή αυτή του Εφραίμ, την αισθάνομαι ως μια εύρυθμη και φυσική αναγκαιότητα, δίχως παράλληλα να παραθεωρώ και την τραγική, από μια μεριά, υφή της και μου φέρνει, κατά έναν τρόπο, στο νού τα λόγια του Στάϊνερ, που έχουν άριστη εφαρμογή στο τρόπο που επιπίπτει η Ποίηση στον άνθρωπο και την πραγματικότητα. George Steiner,“Δέκα (πιθανοί) λόγοι για τη μελαγχολία της σκέψης”, Εκδ. Scripta, μετ. Σεραφείμ Βελέντζας, 2007. «Οι άνεμοι της σκέψης – πανάρχαιη παρομοίωση -, που οι πηγές τους είναι απρόσιτες, μας διαπερνούν σαν να είμαστε αναρίθμητες ρωγμές. Ο Κάφκα άκουγε «μεγάλους υπόγειους ανέμους» (η πλαγιογράφηση δική μου). Την έννοια του ανέμου, τη χρησιμοποίησα στο στο τεύχος 2, σελ.83-93 Άνοιξη-Καλοκαίρι 2010 του περιοδικού περι -Ποίησης ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ, στο αφιέρωμα για την αραβική Ποίηση, καθώς και στην Επίκληση που προτάσσεται του κυρίου σώματος τής ποιητικής μου συλλογής «Τριάς Εξαπατήσεων», (Διαβάζεται ο αέρας / Καθηλώνουν ανέμους οι λέξεις / ) και θέλω εδώ να επισημάνω πως η έννοια του ανέμου συμπίπτει στις σημιτικές γλώσσες με εκείνη του πνεύματος. Μάλιστα, η προσωνυμία του Εφραίμ ως «λύρας του Πνεύματος», διασώζει αυτή την ταύτιση των δύο εννοιών. Ακόμη εντονότερη, αμεσότερη και προφανής είναι η ταύτιση των δύο εννοιών στο κείμενο του Κατά Ιωάννη Ευαγγελίου, όπου ο Ιησούς «παίζει» ευχαρώς με τις δύο έννοιες : «Πνεύμα» το οποίο όπου θέλει «πνει», Κατ. Ιωαν. 3,8., με τεράστιας οντολογικής σπουδαιότητας την παρατήρηση του Ιησού, που θα πρέπει να την λάβει σοβαρότατα υπόψιν της η Ποίηση και οι λειτουργοί της στη διακονία τους προς Αυτήν, για το «ουκ οίδας πόθεν έρχεται και πού υπάγει» (Κατ.Ιωαν.3,8). Δες και Στάθη Κομνηνού «Τριάς Εξαπατήσεων», εκδ. Δόμος 2009, «Ευτρέπισέ με ξεστράτισμα / Λοξοδρόμισμα δώρησε / Στο άγνωστο εκσφενδόνισέ με / …εύηχο κανονάκι ας ηχήσω την άγνοια / …Δίχως μνήμη καμιά /». Επισημαίνω, σχετικά με την παραπάνω παρατήρηση, πως δυστυχώς ή ευτυχώς, στην εν λόγω ποιητική συλλογή παρεισέφρησαν ακάλεστοι από το δημιουργό τους, πρωτότυποι αραμαϊκοί/συριακοί στίχοι, στις σελίδες 12 και 50 (τρίστιχο), που ο ίδιος τους δημιούργησε χωρίς να έχει καμιά πρόθεση να καταφύγει στη γλώσσα αυτή…
[10] Στο θεμελιώδους βαρύτητας και σπουδαιότητας για την ελληνική αυτοσυνειδησία, μουσική και μουσικολογία, αλλά και φιλοσοφία κατ’ επέκταση, έργο του χαλκέντερου μουσικολόγου και πυλώνα της ελληνικής παράδοσης Σίμωνα Καρά, «Μέθοδος της ελληνικής μουσικής, ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΝ, τομ. Α΄», εκδ. Σύλλογος προς διάδοσιν της εθνικής μουσικής, Αθήναι 1982, αναφέρεται (σελ.229) : «Ενώ η βάσις, τα διαστήματα, οι δεσπόζοντες φθόγγοι μετά των μελωδικών έλξεων κι’ αι καταλήξεις, αποτελούσι των ήχων  τ α  σ υ σ τ α τ ι κ ά, η  μ α ρ τ υ ρ ί α εκάστου ήχου και το  α π ή χ η μ α  αυτού αποτελούσι τα  γ ν ω ρ ι σ τ ι κ ά  του’ τα στοιχεία δήλον ότι δια των οποίων αντιλαμβάνονταιεν συντομία και εξ υπαρχής, της τονικότητος αυτού οι μουσικοί εκτελεσταί» (Οι αραιογραφήσεις του συγγραφέως. Οι  πλαγιογραφήσεις δικές μου.) Επίσης στην σελ. 230, «Δεύτερον των κατ’ ήχων γνωρισμάτων – δια της ακοής τούτο – είναι το  α π ή χ η μ α  ή  ε ν ή χ η μ α  αυτού΄ σύντομος μελική γραμμή αποδίδουσα ακουστικώς, κατά το δυνατόν, τα κύρια αυτού συστατικά : βάσιν, διαστήματα, δεσπόζοντας φθόγγους, μελωδικάς έλξεις και καταλήξεις, και  α π η χ ο ύ σ α  ούτω την «ιδέαν» – το άκουσμα – αυτού» (Οι αραιογραφήσεις του συγγραφέως. Οι  πλαγιογραφήσεις δικές μου.).
[11] Για μια, μέσω της Γλώσσας, διερεύνηση των αντιλήψεων, κοσμοθεάσεων και σχέσεων μεταξύ του ελληνικού και σημιτικού υποδείγματος, με εργαλείο ερεύνης τη φιλοσοφία και τρόπο τον ποιητικό υπαινιγμό και το πολιτισμικό υπονοούμενο, μπορεί να καταφύγει ο φιλόπονος και ενεργητικός/συμμετοχικός αναγνώστης, στο τεύχος 2, σελ.83-93 Άνοιξη-Καλοκαίρι 2010 του περιοδικού περι -Ποίησης ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ. Το ατύχημα, λόγω τυπογραφικής αβλεψίας ή και θεμιτά συγγνωστής άγνοιας, του αναποδογυρίσματος των σημιτικών γραμματοσειρών, ελπίζω να το συγχωρήσει ο αναγνώστης και εύχομαι να αποκατασταθεί η ορθότητα σε μια επανέκδοση, κάποτε, του ίδιου τεύχους. Μπορεί ακόμη να καταφύγει συμβουλευτικά, στο τεύχος του περιοδικού litteraterra, σελ.89-106, 2010 και στο τεύχος του περιοδικού Ηνιοχείν, σελ. 68-78, Νοέμβριος 2010.
[12] Λόγω των ημερών, συγχωρείστε μου την αδυναμία να μπω στον πειρασμό και ευθυμολογώντας να διακηρύξω στεντόρεια, τη μη βιώσιμη, τρισχιλιετή σχεδόν (!), υπερχρέωση της Δύσης, από τις αδιάλειπτες και ακούραστες πολιτισμικές ελληνικές «χρηματοδοτήσεις», που τροφοδότησαν διασωστικά τις τεταρτοκοσμικές ευρωπαϊκές κοινωνίες.
[13] Δες Γ. Μπαμπινιώτη, Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, σελ.81, Αθήνα 1986
[14] Στάθη Κομνηνού, Χάσμα εν λόγω και ρυθμώ, [80] 267 «Το ποίημα σε διδάσκει…», [135] [151] 265 «Αχ, πάντως το ποίημα ΑΝΑΔΥΕΤΑΙ», [70] [241] 266 «Το ποίημα λειτουργεί πρωτίστως ως Μνήμη. Έτσι και μόνον εκδιπλώνεται η φωτιστική φύση του».
[15] Θα πρέπει να φανταστούμε πως ο Εφραίμ ήταν ο κληρονόμος ενός γλωσσικού οργάνου, που αντιμετώπιζε την ίδια μεγαλοσύνη και τις ίδιες δυσκολίες με ό,τι διαμείβεται μεταξύ Σεφέρη-Έλιοτ για το εύρος και τη φθορά της αγγλικής, έστω κι αν η αραμαϊκή είχε παύσει να διαδραματίζει το ρόλο μιας lingua franca της ανατολικής Μεσογείου, κατά την εποχή του Εφραίμ. Παραθέτω:  Σεφέρης – «Δυστυχώς η γλώσσα χαλνά». Έλιοτ – «Ναι, και σ’ εμάς΄ είναι από την αμερικάνικη επιρροή΄ η γλώσσα που φτιάνεται από τους μετανάστες που έχουν άλλη μητρική επηρεάζει τ’ αγγλικά». (Δες, Θ.Σ.ΕΛΙΟΤ, Η ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ, μετ. Γ.Σεφέρη, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ, 1979 σελ.77). Κρίνω, πως οι συσσωρεύσεις παραφθορών ή σολοικισμών στην αραμαϊκή δεν έχουν διόλου παύσει την εποχή του 4ου αιώνα και αυτό λαμπρύνει ακόμη περισσότερο τον ποιητικό και γλωσσικό άθλο του Εφραίμ.
[16] Διαφωνώ με τον C.Brockelmann, Semitische Sprachwissenschaft, Göschen Verlag, Leipzig 1906, όταν μιλά για νεκρές γλώσσες, δείχνοντας τη συριακή, την οποία χαρακτηρίζει «ausgestorben» (σελ.38), νεκρή δηλαδή μετά την αραβική κατάκτηση. Δεν υπάρχουν νεκρές γλώσσες. Υπάρχουν μεταλλαγές και επιβιώσεις της γλώσσας υπό άλλες μορφές, ίσως, από εκείνη της αρχικής. Κατά τούτο δεν είναι νεκρές γλώσσες ούτε τα αρχαία ελληνικά (άλλωστε, μοιάζει γελοίος ένας τέτοιος ισχυρισμός), ούτε τα λατινικά.
[17] Σχετικά με τα ακκαδικά/βαβυλωνιακά και την ζωντανή-οργανική σχέση τους με τις υπόλοιπες σημιτικές γλώσσες, παραπέμπω ενδεικτικά στο έργο του Arthur Ungad, με πλήρη εκ νέου επεξεργασία από τον Lubor Matous, Grammatik des Akkadischen, Verlag C.H.Beck, München 1979 και πρόχειρα στις σελίδες 31 (για τις προσωπικές αντωνυμίες), 33 (για τις αντωνυμιακές παραγωγικές καταλήξεις), 37 (για τις ερωτηματικές αντωνυμίες), 47 (για τους αριθμούς των ουσιαστικών), 61 (για τις ρίζες του ρήματος), 62 (για την κλίση του ρήματος) κ.α.
[18] Θα διαφωνήσω και πάλι με τον C. Brockelmann, Semitische Sprachwissenschaft, σελ.123 Göschen Verlag, Leipzig 1906, όταν σύμφωνα με μια διχοτομική του θέαση, αναφορικά με το πρωτογλωσσικό βαβυλωνιακό υπόδειγμα, διακρίνει σε δύο τμήματα τον σημιτικό χρόνο, τέμνοντάς τον σε δυο ισότιμα μέρη. Ο ενεστώτας ή ο μέλλοντας, στην κατανοητή υπό μία έννοια διχοτόμηση αυτή, τελούν υπό εξάρτηση από τον Αόριστο, ο οποίος συνιστά και την πυρηνική μονάδα, τη μήτρα, το πρωτογενές και πρωταρχικό υλικό όλου του γλωσσικού οικοδομήματος. Η σημιτική γλώσσα, δια του ρήματος, συνουσιάζεται πρώτα με τη συμφωνική, τριγράμματη ρίζα της στον Αόριστο και έπειτα επιχειρεί ελεύθερο έρωτα με τα υπόλοιπα μέρη του λόγου, μη λησμονώντας ποτέ την πρώτη ερωτική της επαφή. Ωστόσο, είναι πολύ προσφυής ο όρος που χρησιμοποιεί ο C. Brockelmann  (ενθ.αν.), περί ολοκληρωμένης και μη ολοκληρωμένης («vollendete», «unvollendete») μορφής της ουσίας του ρήματος, καθώς απεικονίζει, σε ρεαλιστική βάση, μια γλωσσική θέαση και πραγματικότητα, που αντιπροσωπεύει άμεσα, εκτός από το σημιτικό γλωσσικό κλάδο, και τις σλαβικές γλώσσες και φτάνει έως τις μέρες μας, με το ηγεμονικό ρωσικό γλωσσικό άρμα (π.χ. читать-прочитать = διαβάζω, όπου έχουμε δύο απαρέμφατα τετελεσμένης και μη τετελεσμένης μορφής).
[19]  Μαξίμου Ομολογητή, PG 91, 673C-D. Δες μετάφραση στη Νέα Ελληνική, Ιγνάτιος Σακαλής,  Μυσταγωγία του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή, εκδ. Αποστολική Διακονία.
[20] Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον PG 90, 508B.
[21] Δες την πολύ μεγάλη ερευνητική προσπάθεια που έχει κάνει για το θέμα αυτό η Δημοκρατία Hemmerdinger-Ηλιάδου, Commentarii BrevioresLes doublets de l’ edition de l’ Ephrem grec parAssemani, Orientalia Christiana Periodica, Vol. XXIV (1958), τεύχ. 3-4, σελ. 371-382. Και της ιδίας, Ephrem, (LES VERSIONS) στο Dictionnaire de Spiritualite, tome IV, partie premiere, Paris 1960.
[22] Δες, Γεώργιος Τυπάλδος – Ιακωβάτος, Ιστορία της Ιόνιας Ακαδημίας, εκδ. Ερμής 1982, όπου αναφέρεται στην σελίδα 37 «…δύο ύστεροι προφέσορες…και ο Βέλφωρ…γλώσσα εβραίικη κι αράπικη». Είναι περιττό να παραθέσω κάποια ονόματα από το καθηγητικό δυναμικό εκείνου του ιδρύματος. Στέκομαι σ’ ένα μόνο : Ανδρέας Κάλβος (Βλ. ενθ.αν. σελ. 57 «…Ανδρέας Κάλβος, Ζακυθηνοκορφιάτης, εδιορίσθηκε στην καθέδρα της ιταλικιάς φιλολογίας..». Με βάση αυτά, ας μου επιτραπεί εδώ ένα μικρό καυστικό σχόλιο. Το (!) ΠΟΙΗΤΙΚΟ περιοδικό FRACTALμε την υπόδειξη και παρότρυνσή μου, αναλαμβάνει, με ό,τι υποδηλώνει ο όρος, δονκιχωτικά την ευθύνη να συνομιλήσει με τον Εφραίμ και να τον εισηγηθεί, 1600 χρόνια μετά, με ακαδημαϊκές ευελπιστώ προδιαγραφές, στο ποιητικό δυναμικό της χώρας, στο αραμαϊκό πρωτότυπο και σε γλώσσα σπαρταριστά σύγχρονη΄ η υπερήλικη πια θεολογική σχολή, πότε θα αναλάβει την αυτονόητη υποχρέωσή της να έχει τμήμα συριακών (και όχι μόνον αλλά και  π.χ. αρμενικών, κοπτικών, αραβικών) χριστιανικών σπουδών ; Η ελληνική υστέρηση προσβάλλει…
[23] Δες π.χ. την εξαίρετη μεταφραστική (από τα αραβικά) εργασία της Αγγελικής Σιγούρου, Μαχμούντ Νταρουίς, Κατάσταση Πολιορκίας, δίγλωσση έκδοση, εκδ. Μαϊστρος 2010. Επίσης, τις εργώδεις και με απαρασάλευτη συνέπεια καμωμένες μεταφράσεις (εξίσου από τα αραβικά) της Ελένης Καπετανάκη: Γκαμάλ Γιτάνι ΠΥΡΑΜΙΔΕΣ, εκδ. Καστανιώτη 2006, Γκαμάλ Γιτάνι Μπαρακάτ, ο δίκαιος  εκδ. Καστανιώτη 2009, Σάχαρ Χαλίφα ΠΥΡΙΝΗ ΑΝΟΙΞΗ, εκδ. Καστανιώτη 2009, Ναγκίμπ Μαχφούζ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΟΥΡΟΥΠΟΥ, εκδ. Καστανιώτη 2011,  Γιάχια Χάκι Το καντήλι της Ούμ Χάσιμ εκδ. Μαϊστρος 2015,  Μπαχά αλ Ντιν Ιμπν Σαντάντ ΣΑΛΑΝΤΙΝ: ΕΝΑΣ ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΟΣ ΗΓΕΤΗΣ, εκδ. Λιβάνη 2016, Γκαμάλ Γιτάνι  ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΧΦΟΥΖ, εκδ. Καστανιώτη (υπό έκδοση), Ιμπραχίμ αλ Κούνι ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ, εκδ. Καστανιώτη (υπό έκδοση). Να επισημάνω με έμφαση πως τα έργα ΠΥΡΑΜΙΔΕΣ, ΠΥΡΙΝΗ ΑΝΟΙΞΗ,ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΟΥΡΟΥΠΟΥ, ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΧΦΟΥΖ, είναι προϊόν συνεργασίας της Ελ. Καπετανάκη με την προαναφερθείσα μεταφράστρια Αγγελική Σιγούρου.  Είναι ενδεικτικό, επίσης, το αυξανόμενο ενδιαφέρον για το τι λογοτεχνικά συμβαίνει στους προαιώνιους γείτονές μας, όπως μαρτυρεί και η από άλλη ακόμη γλώσσα (όχι του πρωτοτύπου δηλαδή) προσέγγισή τους, δες Mahmound Darwish, Κατάσταση Πολιορκίας, μετ. Γ. Μπλάνας (από τα αγγλικά), εκδ. Κοινωνία των (δε)κάτων, 2011.
[24] Τροπάριο από την έκτη ωδή του ασματικού κανόνος του Αγίου Εφραίμ.
[25] Sancti Romani Melodi, Cantica, ed. Paul Maas and C.A.Trypanis, Oxford 1963, 1, Της αγίας και πανσέπτου γεννήσεως του κυρίου ημών Ιησού Χριστού, σελ.1.
[26] Δες Α. Ρεμπώ Une saison en enfer, (Matin σελ.115), Oeuvres Completes, ed. par Antoine Adam, Gallimard 1972. Υπάρχει πλήθος ελληνικών μεταφράσεων του έργου μέχρι και πολύ πρόσφατα και εναπόκειται στον αναγνώστη ποιά μεταφραστική εκδοχή θα προτιμήσει.
[27] Δες T.S.Eliot, Ariel Poems, Journey of the Magi (σελ.103), The Complete Poems and Plays, faber and faber, 1985. Παραπλεύρως, βλ. επίσης, Ζωής Καρέλλη, Τα ποιήματα, Το Ταξίδι των μάγων, τομ. β΄(σελ.36), εκδ. Οι εκδόσεις των φίλων, 2000.
[28] Στίχοι από το συναξάριον του αγίου Εφραίμ, της ΚΗ΄του μηνός Ιανουαρίου.
[29] Αποφασίζοντας να γράψω πρωτοτύπως στα αραμαϊκά/συριακά τις επικεφαλίδες των τμημάτων αυτής της μελέτης (και αυτό εκφράζει μια σκοπιμότητα, όπως συμβαίνει επίσης και στο σημείο όπου προτάσσεται η ελληνική επικεφαλίδα και ακολουθεί η αραμαϊκή/συριακή μετάφρασή της), χρησιμοποίησα τη μορφή γραφής που είναι γνωστή υπό την επιστημονική ονομασία ܐܣܛܪܢܓܠܐ‎
[estrangela] (…από το ελληνικό στρογγύλη) και όχι την έτερη μορφή γραφής (στην οποία παραθέτω, παρακάτω, το πρωτότυπο αραμαϊκό κείμενο της ελληνικής μετάφρασης των Ύμνων), υπό την ονομασία ܣܶܪܛܳܐ  [serto] (που είναι γνωστή, επίσης, υπό την ονομασία νεστοριανική). Άλλωστε, οι διαφορετικοί τρόποι γραφής είναι κάτι απόλυτα σύνηθες στις σημιτικές γλώσσες, και όχι μόνον φυσικά. Ωστόσο, κατέφυγα σ’ ένα μικρό κόλπο. Η ελληνική γραμματοσειρά, που χρησιμοποίησα για την απόδοση των Ύμνων του Εφραίμ, φέρει την ονομασία Estrangelo Εdessa. Κάτι διασώζεται.., μια ελάχιστη ψευδαίσθηση υποκατάστατου, άμεσης πρόσβασης του αναγνώστη στο πρωτότυπο, μια φευγαλέα λογοτεχνική χειραψία, έστω παιγνιωδώς κι απόμακρα… Όσο για τη μετάφραση που ακολουθεί, επέλεξα να της προσφέρω τη χαρά ενός ενδιαφέροντος παιχνιδιού, υπό τη μορφή της διακειμενικότητας, η οποία είναι, εν τούτοις, μόνο ενδεικτική και χωρίς καμία πρόθεση να παρουσιάσω κάτι εξαντλητικά. Και θέλω να πιστεύω, όχι εις βάρος της απολαυστικής και αυτόνομης ανάγνωσης του ποιητικού κειμένου, που πάντα προέχει. Μάλιστα, η διακειμενικότητα αυτή, συνιστά από μόνη της ολόκληρο πεδίο έρευνας και νέων, απρόβλεπτα ενδιαφερόντων, μελετών. Το παιχνίδι αυτό προσφέρει, προθετικά, τα εξής : α) Θεάσεις μέσα στη θέαση και ποιήματα μέσα στο ποίημα, β) αυτονομία, γ) αντίθεση ή ταυτόσημη παραλλαγή, δ) σύνδεση, συνομιλία, ε) αθλητική άμιλλα, μα πάνω και πέρα απ’ όλα στ) έναν οντολογικό κοινό Τόπο, ένα Γεγονός σύγκλισης ταξιδιών, μια ανθρωπολογική coincidentia oppositorum, μια ηρακλείτεια ταύτιση δρόμων, όπου οι πεζοδρομιακές, πάντα, διχοστασίες του ανθρωπίνου γένους μοιάζουν ιλαροτραγικές και ανίσχυρες, εσχατολογικά, καρικατούρες.
* Θεωρώ απαραίτητες ορισμένες διευκρινίσεις. Οι ύμνοι στη Γέννηση του Χριστού του Αγ. Εφραίμ του Σύρου είναι, κατά βάση, πολύστιχοι. Κυμαίνονται από περίπου 50 έως και παραπάνω από 400 στίχους. Η αιτία γι αυτό, θεωρώ, είναι πως, πέρα από την υιοθέτηση μιας ποιητικής φόρμας υπό της επιταγές μιας συγκεκριμένης αισθητικής ή με βάση τα κύματα της έμπνευσης για τη συγκεκριμένη θεματική, οι στίχοι αυτοί προορίζονται να ακουστούν ή να τραγουδηθούν εντός του λατρειακού χώρου. Ας θυμηθούμε, στη συνάφεια αυτή, το πολύστιχο κάθε ομηρικής ραψωδίας και το γεγονός πως ο ραψωδός θεωρείτο ιερό πρόσωπο (Βλ. ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ, περιοδικό περι -Ποίησης, τεύχος 2, σελ.85, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2010.), που απαγγέλει Ποίηση δημοσίως και εν κοινότητι προσώπων, όπως επίσης και τους πινδαρικούς στίχους που ακούγονται δημοσίως και υμνούν τους άθλους των νικητών αθλητών, ή τους πολιτειολογικούς (με φανερή σκοποθεσία) στίχους του Σόλωνα, ή ακόμη τους σωματοποιημένους (=θεατρικούς) στίχους εν μέση οδώ, δηλαδή στο κατάμεστο θέατρο του Διονύσου, της Αρχαίας Ελληνικής Τραγωδίας.        Η ελληνική αντίληψη και, μιμητικά, η αραμαϊκή/συριακή συγγενής της, καθώς φαίνεται, δηλώνει σαφέστατα το κοινοτικόν της Ποιήσεως, τον ακραιφνώς κοινωνικό χαρακτήρα και λειτουργία της, την επαγγελία της προς σύσταση ήθους (ο όρος και με την ηρακλείτεια έννοια). Η Ποίηση δεν αφορά στο ιδιάζειν (ας θυμηθούμε εδώ τις ηρακλείτειες μομφές γι αυτήν τη στάση..), ούτε στο ιδιάζειν εντός κλειστού κύκλου μυημένων, ούτε στο ιδιάζειν σε μιαν ασαφή, ίσως αυτάρεσκη ή και αυτοϊκανοποιούμενη,… φυγόκοσμη «πνευματικότητα», ούτε στο αβάσιμο, ανεξέλεγκτο και αυθαίρετο μεταρσιωμένων φαντασιοκοπημάτων, που έχουν ως βάση τους συναισθηματισμούς, προτιμήσεις και φυγόκεντρες, συμπλεγματικές και αγοραφοβικές εξαϋλώσεις του υλώδους πραγματικού Κόσμου. Η Ποίηση αφορά στο Πραγματικόν του Κόσμου και στην υλώδη απόσπαση στοιχείων του, προς μετοχή της κοινότητας. Η Ποίηση δοκιμάζεται (εξετάζεται και κρίνεται, αν προτιμάτε, αλλά και καθίσταται ακολούθως δόκιμη, εγκεκριμένη, καθιερωμένη. Ας μην χάσουμε από τα μάτια μας το πλάτος της έννοιας δοκιμάζω και τη σημαντική, κοινωνικά, σημασία της.) δημοσίως. Όπως κάθε άλλο, ελπίζω, προϊόν – ναι ΠΡΟΪΟΝ χωρίς ίχνος υποτίμησης και απαξιωτικής σημασιοδότησης του όρου -, του Χειρωνακτικού, Γεωργικού, Οικιστικού Μόχθου (μια διαγώνια, ανορθόδοξη μαρξιστική θέση και θέαση,…που αφορά στο καταγωγικό Κοινόν της ποιητικής Πράξης με τα παραπάνω ;…) του ανθρώπου. Κατοικοεδρεύει παραπλησίως της Αγοράς του Δήμου ή και εντός της ακόμη. Την κρηπιδώνει, μάλιστα, ώστε να την διασώζει παραπέμποντάς την στο Αλλού, από τον προφανή τόπο της. Την απαλλάσει λυτρωτικά από τον αυτοεγκλεισμό, την αυτονοηματοδότηση και την αυτοδέσμευσή της.Και για να επανέλθω, αυτό είναι το πρωτεύον στην ποιητική στάση του Εφραίμ και αυτό ενδέχεται να αφορά στις σύγχρονες ανάγκες μας. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε, λοιπόν, πως η ποίηση του Εφραίμ είναι λατρευτική. Έχει σκοπό της να θωπεύσει δια της Ποιήσεως κάτι που είναι ταυτόχρονα και η Ιδρυτική πράξη του ποιητικώς ζην, αλλά και που υπερβαίνει απόλυτα την Ποίηση. Ως εκ τούτου η σκοποθεσία, εδώ, είναι να εμπλακεί το μόνο πρόσφορο μέγεθος, η μοναδική δυνατότητα τελεστικής επάρκειας, η μοναδική ελπίδα μανικής αυτοεξαντλήσεως του προσώπου, το εξοχότατο Μουσικό ενδιαίτημα : το ΣΩΜΑ. Το πολύστιχο της ποιητικής φόρμας στερεώνει, εμπηγνύει, εγκαθιστά το Σώμα στην λατρευτική του λειτουργία και προοπτική. Ο στίχος, συνεπώς, στοχεύει στο Σώμα, το οποίο «δένει», δια της Τέχνης, στην κατεύθυνση, προοπτική και κατάσταση του εμμένειν και διάκεισθαι ερωτικώς εν στάση αεικίνητη. Γι αυτό και δια του πολύστιχου, επιδιώκεται η διάρκεια, η οποία αναπτύσσει το στιγμιαίο της ποιητικής έμπνευσης. Η επιθυμία αυτή δεν πέθανε. Καθώς οι αρχαίοι και, θα έλεγα, κοινωνικά θεσμοθετημένοι χώροι δημοσιοποιήσεως της ποιητικής δημιουργίας, εξέλειπαν πια, υποκαταστάθηκε η ανάγκη να Σωματοποιηθεί η Ποίηση, να ορισθεί ο (ποιητικός) Λόγος στα όρια του Σώματος, στην απαγγελία ποίησης σε λογοτεχνικά περιβάλλοντα και χώρους, όπου η φωνή, το άκουσμα, η σύναξη και σωματική συνάθροιση των ανθρώπων, διασώζει κάτι από τα αρχαία ποιητικά ήθη και όπου με τη συνήθη κλήτευση ηθοποιών για την απαγγελία ποίησης, υποδηλώνεται η άμεση συζυγία Ποίησης και Σώματος (καθότι ηθοποιός και θέατρο σημαίνουν, πρωταρχικά, εκφράζεσθαι εν Σώματι και δια του Σώματος), με τη συστράτευση, πλειστάκις, της μουσικής υπόκρουσης (συνήθως πιάνου ή, κάποτε, κάποιων εγχόρδων συνοδεία μερικών κρουστών), να συμπληρώνει τη μίμηση της αρχαίας πρακτικής. Με άλλα λόγια, η Ποίηση δεν εξαντλείται στην ποιητική συλλογή, που περνώντας από χέρι σε χέρι, αναγινώσκεται σε κλειστά δωμάτια, βουβά και συνηθέστατα κατά μόνας. Ούτε και αφορά στην αποκλειστικά έντυπη μορφή και διακίνησή της. Κοντολογίς, δηλώνεται πως το προτεσταντικό σύνθημα sola scriptura (ως Ποίηση δωματίου και αυτοφωτισμού και ως απόλυτου χαρακτήρα πρακτική..), αφορά σε μια μόνον πτυχή από την πολύπτυχη λειτουργία της Ποίησης και θα ήταν καίριο πλήγμα στο Σώμα Της, αν υποβιβάζαμε τις ενέργειές Της σ’ ένα τόσο περιορισμένο χώρο δράσης. Κατά συνέπεια, δεν θα πρέπει να μας παραξενεύει η παλαιά αυτή εμμονή των αρχαίων μας ή του Εφραίμ, να εντάσσεται σε ευρύτερα πολιτισμικά και υπαρξιακά περιβάλλοντα η Ποίηση. Κρίνω πως η πιστή, αλλά και πλήρης μετάφραση των επιλεγμένων ύμνων, θα ανήκε σε άλλον χώρο από εκείνον ενός ποιητικού περιοδικού και επιφυλάσσομαι να τους αποδώσω εκ νέου, κάποια άλλη στιγμή, με προορισμό τους τον λατρειακό χώρο και με ανάλογη, φυσικά, μετάφραση. Ακόμη και η μεταφραστική ένταξή τους σε άλλους γνωστικούς χώρους, όπως φερ’ ειπείν ο θεολογικός ή και ο φιλολογικός, αμιγώς, χώρος, και σε άλλα συμφραζόμενα (π.χ. άλλου είδους έντυπα), θα απαιτούσε διαφορετική, ριζικά, αναθεώρηση της απόδοσης των ύμνων του Εφραίμ στη γλώσσα μας. Προέκρινα, λοιπόν, να επιλέξω στίχους από κάθε ύμνο και να τους αποδώσω μετριοπαθώς ελεύθερα, καθώς πιστεύω, πως με καθαρά ποιητικούς όρους, αλλά και λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη το πρόβλημα του χώρου, λόγω της προαναφερθείσας εκτάσεως κάθε εφραιμείου ύμνου, και της υφής του ανά χείρας περιοδικού, αυτό και ενδείκνυται, και μπορεί να μιλήσει με περισσότερο συγχρονική ποιητική γλώσσα (υπό τη λογική της άπιστης και όμορφης ερωμένης και όχι της πιστής και άσχημης συζύγου), και μπορεί να φέρει χρήσιμα και ευχάριστα αποτελέσματα που να πληρούν αρμονικά τις παραπάνω διαπιστώσεις κοινοτικής μετοχής, και να κινητοποιήσει τους θεράποντες της ποιητικής τέχνης για μια δροσερή γνωριμία με την παράδοση, έξω από τα συμβατικά ποιητικά πεδία. Αυτή η μεταφραστική πολιτική έχει κι έναν άλλο στόχο : να διαφυλάξει την ακεραιότητα εκάστου χώρου, όπου φυσικά υπάρχει πάντοτε μια σχετική αυτοδυναμία και εγγενής εκφραστική, και εννοώ τους χώρους της (συμβατικά λεγομένης) «θύραθεν» παιδείας και των (άλλη μια σύμβαση) «ιερών γραμμάτων», στους οποίους αναφερθήκαμε στην εισαγωγή. Όμως παράλληλα, με μόνη την ένταξη των ύμνων του Εφραίμ στην ύλη ενός καθαρά ποιητικού περιοδικού, που κάνει τα πρώτα του βήματα και ανασαίνει στα χρόνια του ποιητικού μεταμοντερνισμού και της ανυπαρξίας κυριαρχικού ποιητικού ρεύματος ή σχολής (με ευτυχή, έγκοπη και ενίοτε δυστυχή συνέπεια να είναι όλα τα σχήματα ανοικτά), να καταδείξει και την ουσιαστική και ριζική ενότητά των χώρων αυτών, η οποία έχει υποστεί πολλά δεινά, όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή, από μονόπλευρες και μονοδιάστατες θεωρήσεις της «πνευματικότητας», του ωραίου και της τέχνης. Ελπίζω να εγκαινιαστούν οι αντιδόσεις με ρυθμό καταιγιστικό και να θρυμματισθούν τα αυτασφαλισμένα στεγανά.
Από την άλλη πλευρά, θεωρώ, πως η μεταφραστική μου πολιτική κρύβει μια παραδοσιακότητα, που λανθάνει του αναγνώστη ίσως. Η μετάφραση ακολουθεί, κατά έναν πιστότατο τρόπο, την πρακτική του Αγ. Ιωάννη του Δαμασκηνού, ο οποίος ερανίζεται και ανακατατάσσει στίχους από τον εγγενώς ποιητικό λόγο (…) του Γρηγορίου του Θεολόγου εις το Πάσχα (Βλ. PG 35, PG 36), για να συνθέσει ένα νέο ποίημα μέσα από το λόγο-ποίημα. Ο αναστάσιμος κανόνας του Πάσχα, του Ιωάννη Δαμασκηνού, είναι μια ανασύνθεση του (ποιητικού) λόγου του Γρηγορίου του Θεολόγου. Υπ’ αυτή την έννοια, η μετάφραση των ύμνων του Εφραίμ θα μπορούσε να λάβει τον χαρακτηρισμό : ανασυνθετική ή ανασυνθετικά αντιγραφική. Θα ίσχυε, ακόμη, κι ο όρος ποιητική μεταγραφή (με την προτροπή να μην φορτισθεί καθόλου σεφερικά ο όρος), αφού, καθώς η ποίηση του Εφραίμ είναι διάσπαρτη μεταγραμμένες ελληνικές λέξεις, η μετάφραση αυτή είναι μια απόπειρα να ξαναγραφεί ο Εφραίμ σε οικεία προς αυτόν γλώσσα, με εκφραστική και σχήματα που θα υιοθετούσε, πιθανώς, αν ζούσε τώρα και έγραφε ελληνικά. Με τον τρόπο αυτό, πιστεύω, η μετάφραση επιζητεί να λειτουργήσει σε δύο επίπεδα : του σύγχρονου ποιητή (με ενδεχόμενη θεματική του και τη θεολογία) και του εκκλησιαστικού ποιητή (με ενδεχόμενη πρόσληψη και χρήση, εκ μέρους του, «θύραθεν» ποιητικών σχημάτων και τρόπων, ολότελα γι αυτόν θεμιτών, επιθυμητών και αρεστών για τους σκοπούς του), ο οποίος οφείλει να γνωρίζει πως ζωή σημαίνει άνοιγμα και άνοιγμα σημαίνει μεταμόρφωση, ecclesia semper reformanda. Θέλω να ελπίζω πως η μετάφραση είναι πιστή στο πνεύμα του πρωτοτύπου και γόνιμα άπιστη στο γράμμα του. Επιπλέον, δεν με έχει εγκαταλείψει η αρχική σκέψη μου να ενοποιήσω τμήματα στίχων ή στίχους από διαφορετικούς (με την ίδια θεματική ;…) ύμνους, δομώντας έναν ύμνο που να ανήκει στον Εφραίμ κι εντούτοις να του είναι ξένος. Η αυθαιρεσία να υπάρξει ποίημα από διάσπαρτους στίχους του εφραιμείου έργου και μάλιστα, είτε πιστά είτε άπιστα, ελευθεριάζοντες, είναι τόσο ελκυστική και προκλητική, που επιφυλάσσομαι να της δοθώ ανεπιφύλακτα στο μέλλον.
[30] Βλ. C. Baudelaire, Les Fleurs du mal, CXXII L’Horloge, (τέταρτη στροφή), Oeuvres completes I, par Claude Pichois, bibliotheque de la pleiade 1976. Βλ.επίσης, την άρτια, άκρως εμπεριστατωμένη, αισθητικά άψογη και πληρέστατη ελληνική έκδοση του κυρίως σώματος του μπωντλερικού έργου, Σαρλ Μπωντλαίρ, Τα άνθη του κακού, δίγλωσση έκδοση (σελ.208), μετ. Δ. Καρούσου, εκδ. ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ,1990.
[31] Στην αρχαία εκκλησία τα Χριστούγεννα εορτάζονταν πάντα μαζί με τα Θεοφάνεια. Η παράδοση αυτή έχει από μακρού χρόνου εγκαταλειφθεί.
[32] Βλ. Τ. Βαρβιτσιώτη, Τα δώρα των μάγων, Ανερμήνευτε Λόγε, σελ. 501, Ποιήματα 1941-2002, εκδ. Καστανιώτη 2003.
[33] ενθ.αν.
[34] Βλ. Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα Α΄, Χριστούγεννα του σταλαγμίτη, σελ.90, εκδ. Ίκαρος 1993.
[35] Βλ. T.S.Eliot, Poems 1920, Gerontion (σελ.37), The Complete Poems and Plays, faber and faber, 1985
[36] ενθ.αν.
[37] Βλ. Ζωής Καρέλλη, Τα ποιήματα, Ιωάννου του Βαπτιστού, τομ. α΄(σελ.315), εκδ. Οι εκδόσεις των φίλων, 2000. Επίσης, ενθ.αν., τα ποιήματα των σελίδων 46, 47, 165.
[38] Βλ. (κατά ένα τρόπο), Fr. Hölderlin, Gedichte, Die Zeitgeist, (σελ. 228), Sämtliche Werke und Briefe, Band I, Carl Hanser Verlag 1992. Κυκλοφορούν και ελληνικές μεταφράσεις του ποιήματος. Επίσης βλ. W.Blake, Auguries of Innocence (αρχική στροφή). Μεταφράσεις του W.Blake έχουν γίνει από τους Ζ.Λορεντζάτο, Γ.Μπλάνα και Χ.Βλαβιανό, στις οποίες μπορεί να προστρέξει ο αναγνώστης.
[39] Βλ. (κατά έναν τρόπο και μια συνομιλούσα, αντιστικτική ανάγνωση), Antonio Machado : “He andado muchos caminos” (μεταφράζω : βάδισα πολλούς δρόμους), και το περίφημο “caminante, no hay camino, / se hace camino al andar” (μεταφράζω : οδευτή δεν έχει δρόμο / γίνεται ο δρόμος προχωρώντας).
[40] Βλ. Α. Ρεμπώ, Illuminations, Veillees, Soir Historique, Nocturne vulgaire (σελ.121-154), Oeuvres Completes, ed. par Antoine Adam, Gallimard 1972. Υπάρχει πλήθος ελληνικών μεταφράσεων.
[41] Βλ. San Juan de la Cruz, Noche Oscura, Poesias Completas (σελ.3), Edicion de Raquel Asun, ed. PLANETA, 1989. Δες και ελληνική έκδοση : Πέντε διάσημα μεσαιωνικά και αναγεννησιακά ποιήματα, μετ. Ρήγας Καππάτος, εκδ.ΕΚΑΤΗ 2005. Επίσης, Сергей Есенин, Стихотворения (σελ. 401), какая ночъ, минск харвест 2003, απ’ όπου μεταφράζω, κάπως ελεύθερα, την α΄ στροφή : Τι νύχτα ! Τα γόνατά μου λύνονται. / Μη με μεθάς, μη. Τι σεληνόφως, όμοιο της. / Ως να ’ταν στην όχθη της ψυχής / εωθινή Νεότητα. Δες ακόμη, Στάθη Κομνηνού «Τριάς Εξαπατήσεων», КАКАЯ НОЧЬ ! ТАКАЯ ЛУННОСТЬ (σελ.79), εκδ. Δόμος 2009.
[42] Βλ.W.H.Auden, Mundus et Infans, Selected Poems (σελ.123),ed. Faber and faber, 1979.  Επίσης ενθ. αν., Horae Canonicae I Prime, σελ.216.
[43] Βλ. Τ.Κ.Παπατσώνη, Εκλογή Α΄ Ursa minor, Εκλογή Β΄, εκδ. Ίκαρος 1988, και συγκεκριμένα τα ποιήματα των σελίδων 88, 89, 105, 179 (το ωραιότερο εξ αυτών, κατά τη γνώμη μου), 295, 338.
[44] Βλ. Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, Ο αδελφός Ιησούς, σελ. 164 Η γέννηση, τομ. γ΄, εκδ. Κέδρος1988. Επίσης, ένθ.αν. Συνομιλίες, και ειδικότερα, ίσως, το ποίημα 3, σελ.149.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου