Ιώβ. 17,1 Ὀλέκομαι πνεύματι φερόμενος, δέομαι δὲ ταφῆς καὶ οὐ τυγχάνω.
Ιώβ. 17,2 λίσσομαι κάμνων, καὶ τί ποιήσας;
Ιώβ. 17,3 ἔκλεψαν δέ μου τὰ ὑπάρχοντα ἀλλότριοι. τίς ἐστιν οὗτος; τῇ χειρί μου συνδεθήτω.
Ιώβ. 17,4 ὅτι καρδίαν αὐτῶν ἔκρυψας ἀπὸ φρονήσεως, διὰ τοῦτο οὐ μὴ ὑψώσῃς αὐτούς.
Ιώβ. 17,5 τῇ μερίδι ἀναγγελεῖ κακίας, ὀφθαλμοὶ δὲ ἐφ᾿ υἱοῖς ἐτάκησαν.
Ιώβ. 17,6 ἔθου δέ με θρύλημα ἐν ἔθνεσι, γέλως δὲ αὐτοῖς ἀπέβην·
Ιώβ. 17,7 πεπώρωνται γὰρ ἀπὸ ὀργῆς οἱ ὀφθαλμοί μου, πεπολιόρκημαι μεγάλως ὑπὸ πάντων.
Ιώβ. 17,8 θαῦμα ἔσχεν ἀληθινοὺς ἐπὶ τούτῳ, δίκαιος δὲ ἐπὶ παρανόμῳ ἐπανασταίη·
Ιώβ. 17,9 σχοίη δὲ πιστὸς τὴν ἑαυτοῦ ὁδόν, καθαρὸς δὲ χεῖρας ἀναλάβοι θάρσος.
Ιώβ. 17,10 οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ πάντες ἐρείδετε, καὶ δεῦτε δή, οὐ γὰρ εὑρίσκω ἐν ὑμῖν ἀληθές.
Ιώβ. 17,11 αἱ ἡμέραι μου παρῆλθον ἐν βρόμῳ, ἐράγη δὲ τὰ ἄρθρα τῆς καρδίας μου.
Ιώβ. 17,12 νύκτα εἰς ἡμέραν ἔθηκα, φῶς ἐγγὺς ἀπὸ προσώπου σκότους·
Ιώβ. 17,13 ἐὰν γὰρ ὑπομείνω, ᾅδης μου ὁ οἶκος, ἐν δὲ γνόφῳ ἔστρωταί μου ἡ στρωμνή.
Ιώβ. 17,14 θάνατον ἐπεκαλεσάμην πατέρα μου εἶναι, μητέρα δέ μου καὶ ἀδελφὴν σαπρίαν.
Ιώβ. 17,15 ποῦ οὖν μου ἔτι ἐστὶν ἡ ἐλπίς; ἦ τὰ ἀγαθά μου ὄψομαι;
Ιώβ. 17,16 ἦ μετ᾿ ἐμοῦ εἰς ᾅδην καταβήσομαι, ἢ ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ χώματος καταβησόμεθα;
Ιώβ. 17,1 Χανομαι σαν το ελαφρόν αντικείμενον, που φέρεται από τον άνεμον. Θέλω να αποθάνω και να κατεβώ στον τάφον, αλλά δεν το επιτυγχάνω.
Ιώβ. 17,2 Βασανιζόμενος και ταλαιπωρούμενος θερμώς παρακαλώ να απαλλαγώ από τα δεινά μου. Τι κακόν έχω πράξει, ώστε να βασανίζωμαι, δεν γνωρίζω.
Ιώβ. 17,3 Με ελήστευσαν και έκλεψαν ξένοι τα υπάρχοντά μου. Ποιός είναι εκείνος, που θα με προστατευση; Ας απλώση λοιπόν χείρα βοηθείας εις εμέ, ας κρατήση εμέ τον εξησθενημένον και ταλαίπωρον.
Ιώβ. 17,4 Κυριε, από την καρδίαν των ασεβών ανθρώπων, που πολεμούν, απέκρυψες σύνεσιν και σοφίαν. Δια τούτο δε δεν θα τους υψώσης, αλλά θα τους καταισχύνης.
Ιώβ. 17,5 Ομοιαζουν προς εκείνον, ο οποίος καλεί άλλους εις διανομήν των κακών λαφύρων του, ενώ τα μάτια των παιδιών του έχουν λυώσει από την πείναν και την στέρησιν.
Ιώβ. 17,6 Μολόγησαν δια τας συμφοράς μου με κατέστησε μεταξύ των εθνών ο Θεός. Εγινα περίγελως και εμπαιγμός εις αυτά.
Ιώβ. 17,7 Εσκληρύνθησαν και επετρώθησαν από την αγανάκτησιν τα μάτια μου εξ αιτίας των αδίκων εμπαιγμών. Εχω στενώς και αγρίως πολιορκηθή και πολεμηθή από όλους.
Ιώβ. 17,8 Ηπόρησαν και κατεπλάγησαν οι ενάρετοι άνθρωποι βλέποντες το κατάντημά μου. Οι δε δίκαιοι δυσφορούν και εξεγείρονται, όταν βλέπουν τον παράνομον να ευημερή.
Ιώβ. 17,9 Ο πιστός όμως ασκάνδαλιστος θα βαδίζη, ήρεμος τον δρόμον του. Ο δε καθαρός εις τα έργα των χειρών του, και από αυτάς ακόμη τας περιπετείας θα λαμβάνη θάρρος.
Ιώβ. 17,10 Οχι μόνον αυτοί, αλλά και σεις επιμένετε εις τας ιδέας σας. Εμπρός, λοιπόν, εγώ δεν ευρίσκω αληθινάς τας σκέψεις σας.
Ιώβ. 17,11 Αι ημέραι μου έχουν περάσει με μεγάλην ταραχήν και θλίψιν. Εσπασαν αι αρθρώσεις της καρδίας μου, του σώματός μου.
Ιώβ. 17,12 Από τους πόνους δεν ημπορώ να κοιμηθώ και μετέβαλα την νύκτα εις ημέραν οδύνης. Και το φως της ημέρας μου φαίνεται, ότι ολίγον διαρκεί έως την αρχήν του σκότους.
Ιώβ. 17,13 Οσην υπομονήν και αν δείξω εις την ζωήν μου, ο άδης θα είναι κατοικία μου. Εις το σκοτάδι δε του άδου έχει στρωθή το στρώμα μου, δια να αναπαυθώ.
Ιώβ. 17,14 Τον θάνατον έχω επικαλεσθή ως πατέρα μου. Την αποσύνθεσιν δε και την σαπίλαν του τάφου επεκαλέσθην ως μητέρα μου και αδελφήν μου.
Ιώβ. 17,15 Που λοιπόν υπάρχει ακόμη η ελπίς της σωτηρίας μου, και που ημπορώ να την στηρίξω; Μηπως πρόκειται, τάχα, να ζήσω, δια να ίδω και πάλιν τα αγαθά μου;
Ιώβ. 17,16 Μηπως αυτά θα κατεβούν μαζή μου στον άδην η θα κατεβούμε μαζή στον τάφον εντός του χώματος; Μονος μου προχωρώ προς τον τάφον και τον άδην.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου