Γιώργος Τρίγκας
Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά την κυκλοφορία του ποιήματος «Το Κοράκι» (1845) του Edgar Allan Poe, η Emily Dickinson (1830-1886), θέτει ξανά στο μικροσκόπιο των λογοτεχνικών ερευνών το διάσημο καταραμένο αυτό πτηνό. Σε μια από τις πιο δημοφιλείς ωδές της, ένα κοράκι φαίνεται να πρωταγωνιστεί στο ποίημα της υπό τον αριθμό 1659/1702, εξετάζοντας πάλι την ανθρώπινη ψυχή, κάνοντας τους μελετητές των αμερικάνικων γραμμάτων να αναρωτιούνται αν η πάντα αινιγματική αυτή γυναίκα δηλώνει με τον αυτόν τον λυρικό τρόπο την αγάπη της προς το γνωστό εμβληματικό ποίημα που συντάραξε πνευματικά εντέλει ολόκληρο τον δυτικό κόσμο.
Από τον T.S. Eliot μέχρι τον Harold Bloom, η λογοτεχνική κοινότητα της ποίησης θεωρεί την επιρροή του Poe να περιορίζεται αποκλειστικά στον Walt Whitman (1819 – 1892). Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο στην περίπτωση της Dickinson αποτελεί το γεγονός ότι το όνομα του Poe δεν αναφέρθηκε ποτέ στις επιστολές της προς τον μέντορά της Thomas Wentworth Higginson (1823-1911), ούτε προς κάποιον άλλο, όπως δεν εντοπίστηκε κάποιο βιβλίο του στην οικογενειακή βιβλιοθήκη των 2.500 τίτλων. Όμως, η ανιψιά της και πρώτη της βιογράφος, Martha Dickinson Bianchi (1866-1943), είναι κατηγορηματική: το όνομα του Poe ήταν γνωστό στην οικογένεια και μνημονευόταν συχνά στο σπίτι τους[1].
Φαγητό άστατο είν’ η Φήμη
Σε πιάτο που διαρκώς αλλάζει
Στον Καλεσμένο το τραπέζι
Στρώνει μια φορά
Ποτέ δεύτερη ξανά
Τα ψίχουλα της το κοράκι εξετάζει
Και με κράξιμο ειρωνικό
Τα προσπερνά καθώς πετά
Προς το Χωράφι με τα Σιτηρά –
Οι άνθρωποι τη γεύονται και σβήνουν.
[μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός]
H Emily Dickinson έμεινε στην ιστορία της λογοτεχνίας ως μια από τις σπαραχτικότερες γυναικείες φωνές. Ο μυστηριώδης εσωτερικός της κόσμος μπορούσε εύκολα να παρατηρηθεί ως αντανάκλαση της εξωτερικής της εμφάνισης. Αν δούμε προσεκτικά την πιο γνωστή της φωτογραφία στην ηλικία των 17 ετών, αποκαλύπτεται εύκολα η εύθραυστη και γαλήνια προσωπικότητά της κι ας προσπαθεί να δείχνει χαμογελαστή, προβάλλοντας όμως παράλληλα μια συγκρατημένη αυτοκυριαρχία. Αυτός ο εσωστρεφής άνθρωπος έζησε σ’ ένα περιβάλλον γεμάτο βιβλία, έχοντας πρώτα λάβει -για τα δεδομένα της εποχής- μια πολύ καλή εκπαίδευση, αρχικά από την Amherst Academy και έπειτα στο οικοτροφείο Mount Holyoke Female Seminary της πρωτοποριακής εκπαιδευτικού Mary Lyon. Το 1858 όμως απομονώθηκε με δική της βούληση στο δωμάτιό της για ν’ αφοσιωθεί στην ποίηση, και μέχρι το 1886, τη χρονιά που απεβίωσε, έβγαινε ελάχιστα έξω από αυτό.
Τέσσερις φορές επισκέφτηκε ο ξακουστός ποιητής και δοκιμιογράφος Ralf Waldo Emerson (1803 – 1882) τον αδερφό της, William Austin Dickinson (1829 – 1895), στο Amherst, αλλά ποτέ δεν συνάντησε την Emily. Επίσης, δεν είναι γνωστός ο λόγος που δεν επιδίωξε η Emily ποτέ μια συνάντηση μαζί του ή έστω τη συμβολή του, όπως έκανε ο Whitman, ενώ αντάλλαζε γράμματα με τον λιγότερο γνωστό στα πνευματικά δρώμενα Higginson. Μπορεί η ίδια να γνώριζε ήδη ότι ο Emerson ήταν αρκετά επιφυλακτικός απέναντι στο ευρωπαϊκό ρομαντικό κίνημα ή στην καλλιτεχνική συνείδηση του Poe, έναν λογοτέχνη του οποίου οι μεταφυσικές αναφορές ήταν δεκάδες στο έργο του, όπως συνέβαινε παρόμοια και στο δικό της. Επίσης, ως αυτονόητο οφείλουμε να λάβουμε το γεγονός ότι δεν θα επικοινωνούσε ποτέ με τον Whitman, τον πιο δημοφιλή ποιητή εκείνης της περιόδου, όχι μόνο λόγω της σφοδρής πολεμικής που δεχόταν για τις προσωπικές του αξίες. Οι στίχοι της πρώτης του ποιητικής συλλογής «Φύλλα Χλόης» (1855) αναφέρονταν στην ελευθερία του ανθρώπου και στην ομορφιά της άγριας φύσης, ερχόμενοι σε αντίθεση με τα δικά της θέματα που αφορούσαν κυρίως το αίνιγμα της θνητότητας και της μεταθανάτιας ζωής.
Αν ο στοχαστικός της λόγος αφορούσε τον θάνατο, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός που τα μισά της ποιήματα γράφτηκαν στη σκιά του αμερικάνικου εμφυλίου πολέμου (1860-1864). Η απομόνωση στην ηρεμία της Νέας Αγγλίας δεν την εμπόδισε να αφουγκράζεται το νοσηρό κλίμα της εποχής και να ανταποκρίνεται ποιητικά γράφοντας αινιγματικούς συλλογισμούς ή μονολόγους με τον εαυτό της. Ίσως, ήταν η στιγμή που βρήκε ποιες λέξεις θα χρησιμοποιήσει για να προσδώσει καινούργια νοήματα στον καημό, τον πόνο και την αγάπη. Η αφομοίωση της πλούσιας αγγλοσαξονικής λογοτεχνικής παράδοσης και των επιρροών από τον γύρω κόσμο μάλλον τότε ολοκληρώθηκε, γεμίζοντας έτσι τα χάσματα μοναξιάς που ένιωθε μέσα της. Η σιωπή έσπασε, χρωμάτισε τις ρίμες μ’ έναν τρόπο διαφορετικό από εκείνο που χρησιμοποιούσαν συνήθως οι άνδρες ποιητές, δημιουργώντας έτσι μια φωνή πρωτάκουστη στην υψηλότερη δυνατή ένταση.
Τα γεγονότα τραγικά. Άλλωστε, ο εμφύλιος πόλεμος είναι η χειρότερη μορφή μιας βίαιης αντιπαράθεσης, διότι μειώνει τη ζωή όχι μόνο ανθρώπων, αλλά και ενός λαού. Λόγω αυτών των σκοτεινών καιρών που ακολούθησαν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το Κοράκι (όχι σαν Raven αλλά σαν ενοχλητικό Crow) κάνει πάλι την εμφάνισή του, σαν αγγελιοφόρος κακών μαντάτων, μελαγχολικό όπως και την πρώτη φορά, στη συγκεκριμένη ωδή της Dickinson. Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό των λυρικών στίχων ήταν η ένταξη της φύσης στην αλληγορία. Η επιλογή της συγκεκριμένης μεθόδου προσφέρει στην ποιήτρια έναν μηχανισμό για την καλύτερη εξερεύνηση του ψυχισμού του ανθρωπίνου όντος. Κι άλλες φορές στο παρελθόν είχε χρησιμοποιήσει ζώα, φυτά, ακόμη και μετεωρολογικά φαινόμενα, αλλά ποτέ με αυτό τον τρόπο. Σύμβολα συνήθως ταυτισμένα με την ομορφιά, πλαστήκανε τώρα ως μεταφυσικά σημεία ενός εχθρικού προς την ανθρώπινη κατάσταση κόσμου ή για την ανακατασκευή ενός παρακμιακού γεγονότος. Αυτή την τεχνική οικειοποιήθηκε σε σημαντικό βαθμό μετέπειτα από τους μοντερνιστές ποιητές.
Δεν γνωρίζουμε ακόμη αν η συγκεκριμένη ωδή της Dickinson είναι επηρεασμένη από το Κοράκι του παρελθόντος. Όμως, η εντυπωσιακή περιγραφική δύναμη του Poe θα μπορούσε να έχει αποτελέσει μέρος μιας επιρροής για τη δημιουργία ένα πρωτότυπου ποιητικού ύφος, καλά επεξεργασμένου, γραμμένο σε μια γλώσσα ζωντανή που δεν ακούστηκε έτσι ποτέ ξανά στο παρελθόν. Η ιδιαιτερότητα της Dickinson δεν αφορά μόνο την πυκνότητα του λόγου σε συνδυασμό με την εμμονή στις λέξεις (η χρήση των κεφαλαίων γραμμάτων και οι περίφημες παύλες διαδραματίζουν τον ρόλο τους μέσα στα ποιήματά της). Απάντησε τέλος στο ερώτημα αν η ποίηση έχει τη δύναμη να στοχάζεται πάνω στα ήθη της εποχής της ή να εξετάζει κριτικά τον μεταφυσικό κόσμο.
Κι όλα αυτά από μια γυναίκα που η τοπική κοινωνία νόμιζε ότι ήταν κλεισμένη στον εαυτό της μαραζώνοντας. Τα προσωπικά σκοτάδια τής είχαν διδάξει ν’ αφουγκράζεται μ’ έναν πρωτότυπο τρόπο τους καιρούς που αλλάζουν, να ερμηνεύει προσεκτικά τον πιο προσωπικό μυχό της ανθρώπινης ύπαρξης και να ονειρεύεται ελεύθερα, ακόμη και μέσα από τους τοίχους του δωματίου της.
Βιβλιογραφία:
Έμιλυ Ντίκινσον – Αυτό είναι το γράμμα μου στην Οικουμένη: 160 ποιήματα, Εισαγωγή – μετάφραση – σημειώσεις: Χάρης Βλαβιανός, εκδόσεις Πατάκη, 2021.
Emily Dickinson – Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά: Ποιήματα και Επιστολές, Εισαγωγική Μελέτη και Επιμέλεια: Λιάνα Σακελλίου, Μετάφραση: Λ. Σακελλίου, Α. Γρίβα, Φ. Μαντά, Εκδόσεις Gutenberg, 2013.
Έντγκαρ Άλλαν Ποε – Ποιήματα: Τα ανάλεκτα, Προλεγόμενα & μετάφραση: Γιώργος Βαρθαλίτης, Εκδόσεις Gutenberg, 2015.
[1] Έμιλυ Ντίκινσον – Αυτό είναι το γράμμα μου στην Οικουμένη: 160 ποιήματα, Εισαγωγή – μετάφραση – σημειώσεις: Χάρης Βλαβιανός, εκδόσεις Πατάκη, 2021 σελ. 121-122
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου