athina984
Δημ.Φύσσας: Η αφορμή που έχουμε τον Τίτο Πατρίκιο σήμερα στο στούντιο του Αθήνα 9.84 και στην επομπή «Αθήνα το φελέκι σου» είναι η συγκεντρωτική έκδοση του πρώτου τόμου των ποιημάτων του από τις εκδόσεις ΚΙΧΛΗ,ενός τόμου που φτάνει μέχρι το 1959.
Τίτος Πατρίκιος: “ Αρχές Μαρτίου τυπώνεται και θα κυκλοφορήσει ο δεύτερος τόμος. Εκεί περιέχονται όλα τα ποιήματα, επιπλέον και τρία τελευταία,αδημοσίευτα. Εχουν μπει στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ, αλλά δεν είναι τυπωμένα. Ο δεύτερος τόμος θα φτάνει μέχρι το 2017.”
Δημ.Φύσσας: Πως μπήκατε στο παιχνίδι της ποίησης;
Τίτος Πατρίκιος: “Ξεκίνησα από πολύ μικρός, χωρίς να καταλαβαίνω ότι αυτό είναι ποίηση. Μου άρεσε να κάνω παιχνίδια με τις λέξεις. Αυτά τα παιχνίδια σιγά-σιγά έγιναν στιχάκια. Από πολύ μικρή ηλικία. Θυμάμαι όταν με είχαν βάλει σε ηλικία 6-7 ετών στις παιδικές εξοχές στο Ζηρίνειο στη Βούλα, όπου η διαβίωση ήταν αρκετά αυστηρή. Οι κανόνες ήταν να πηγαίνουμε παραταγμένοι για μπάνιο στη θάλασσα και τραγουδούσαμε τον ύμνο του Ζηρινείου. Εγώ τότε ως εκδήλωση ανεξαρτησίας, που άρεσε και στα άλλα τα παιδιά, έκανα μια παραλλαγή του ύμνου.
Ο ύμνος έλεγε: “Τι όμορφα περνούμε, και τι καλά που ζούμε μεσ’ στον Ζηρίνειο πόλο, παλάτι φωτοβόλο”. Και εγώ το έκανα: “Τι άσχημα περνούμε και τι κακά που ζούμε, μες’ στον Ζηρίνειο πόλο παλάτι αφωτοβόλο”. Το “πόλο” δεν το πείραξα, αλλά το “φωτοβόλο” το έκανα “αφωτοβόλο”. Μετά έγραφα στο σχολείο στιχάκια για συμμαθητές και καθηγητές. Υστερα είδα ότι αυτά είναι ποιήματα και πια ονειρευόμουν να γίνω ένας ποιητής σαν τον Παλαμά. Διότι μια αδελφή του πατέρα μου ήταν η ποιήτρια Λιλή Πατρικίου-Ιακωβίδη. Μαθήτρια του Παλαμά, αλλά δημιουργήθηκε και ένας μεγάλος έρωτας μεταξύ αυτής και του ποιητή. Και άφησε τα γράμματα του Παλαμά που εκδόθηκαν πέρυσι, τα οποία είναι φλογερά ερωτικά γράμματα. Ο Παλαμάς στο σπίτι ήταν μια εμβληματική εικόνα και θυμάμαι όταν ήμουν 7-8 ετών όταν έκανε η θεία μου μια διάλεξη στην αίθουσα του Παρνασσού για τον Παλαμά και η γιαγιά μου με πήρε να την ακούσω. Γεννήθηκα το 1928 και αυτό θα ήταν το 1935. Ο Παλαμάς καθόταν σε μια πολυθρόνα, αμίλητος και ακίνητος, ίδιος όπως το άγαλμά του στο πνευματικό κέντρο του Δήμου Αθηναίων. Οταν τελείωσε τη διάλεξη η γιαγιά μου λέε騔Πάμε τώρα να φιλήσει το χέρι του Παλαμά”. Εγώ δεν ήθελα, με πήρε με το ζόρι και το φίλησα. Το χέρι του ήταν κρύο. Μου φάνηκε ότι φίλαγα το χέρι ενός νεκρού και το βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Είχα εφιάλτη. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με τον Παλαμά. Μετά διάβασα πολύ τα ποιήματα του και πήγα στην κηδεία του το 1943.Ηταν μια αντιστασιακή εκδήλωση με το τρομερό ποίημα του Αγγελου Σικελιανού.
Έχω γράψει ποιήματα φοβερού σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Τα έχω φυλάξει, δεν τα έχω δημοσιεύσει. Μήπως τα βρούνε κάποτε, δεν ξέρω, για να γελάμε.”
Δημ. Φύσσας: Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε:
Τίτος Πατρίκιος: “Σε περιβάλλον καλλιτεχνικό. Και ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήταν ηθοποιοί του μουσικού θεάτρου. Μεγάλωσα μέσα στο θέατρο, μέσα στα παρασκήνια. Υπήρχαν βιβλία στο σπίτι. Είχα αυτό το μεγάλο πλεονέκτημα. Και για την ποίηση μου έδινε η θεία μου, βιβλία. Μου έδωσε τα Άπαντα του Καρυωτάκη και συγκλονίστηκα. Δεν της τα επέστρεψα. Μετά τα δάνεισα σε έναν φίλο μου , που ούτε εκείνος μου τα επέστρεψε, χάθηκαν. Σε κάποια τελευταία του μικρά, πεζά, αγγίζει τη μοντέρνα ποίηση ο Καρυωτάκης, σχεδόν τη σουρεαλιστική.
Στο χώρο της αριστεράς και όχι μόνο της αριστεράς και της καθιερωμένης δεξιάς αντίληψης ήταν απορριπτέος και αυτός και ο Καβάφης για δύο βασικούς λόγους και οι δύο: Γιατί ήταν απαισιόδοξοι. Ο δε Καρυωτάκης πεισιθανάτιος.”
Δημ Φύσσας: Αριστερός πώς γίνατε:
Τίτος Πατρίκιος: “ Ήθελα και εγώ να αγωνιστώ ενάντια στις δυνάμεις κατοχής,ενάντια στους Γερμανούς και στους Ιταλούς. Πήγαινα στο Βαρβάκειο. Ήταν ένα σχολείο που οι μαθητές του …έβραζαν από δραστηριότητες, καλλιτεχνικές και πολιτιστικές. Σκεφτείτε ότι μαθητές του Βαρβακείου ήταν ο Κώστας Αξελός, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ο Βαγγέλης Γκούφας. Ο Κώστας Αξελός ήταν 4 με 5 χρόνια μεγαλύτερός μου. Τον Βαγγέλη Γκούφα τον ήξερα ήδη από την Διάπλαση των Παίδων και τον θαύμαζα γιατί έγραφε ποιήματα που μου άρεσαν.”
Δημ Φύσσας: Ήσασταν και εσείς διαπλασόπουλο;
Τίτος Πατρίκιος: “Πολύ. Με το ψευδώνυμο «Άλμπατρος». Αλλά δεν το είχα πάρει από τον Σάρλ Μπωντλαίρ, δεν το ήξερα. Ήταν το ιπτάμενο πλοίο του κυβερνήτη του Ροβήρου. Ο Βαγγέλης Γκούφας μου είπε όταν ήμουν 14 χρονών «θέλεις να μπεις στο ΕΑΜ;» και του είπα «βεβαίως». Τότε μου λέει «θα γίνει μία διαδήλωση στις 28 Οκτωβρίου του 1942. να στεφανώσουμε τους ήρωες στο Πεδίον του Άρεως. Ήρθε εκείνη η ώρα. Είπε στα παιδιά της τάξης να έρθουν. Δύο είπαν ότι θα έρθουν. Μπήκαμε στο τραμ από την οδό Αθηναίας να πάμε στην Πατησίων. Στην επόμενη στάση όμως οι δύο κατέβηκαν. Και έμεινα εγώ με έναν μικρότερο. Και φοβόμουν πάρα πολύ. Και έλεγα να κατέβω κι εγώ, αλλά όταν έβλεπα ότι ο μικρότερος δεν κατέβαινε, ντρεπόμουν να κατέβω. Και έλεγα μέσα μου : «αφού αυτός που είναι πιο μικρός μένει, εγώ θα φύγω;». Και έμεινα. Και πήγαμε. Ήταν γύρω από το πάρκο αυτά τα τεθωρακισμένα, τα ιταλικά. Εμείς τα λέγαμε “τενεκέδες”. Βάλαμε τα στεφάνια στου ήρωες, μετά μας κυνήγησαν οι Ιταλοί και ήρθαν οι φοιτητές από τα Εξάρχεια. Κάποιος φοιτητής είπε ότι θα συγκεντρωθούμε όλοι στο Χημείο. Ετρεξα μέσα απ’ τα Εξάρχεια, ανέβηκα στην οδό Σόλωνος και Μαυρομιχάλη όπου είναι το Χημείο. Εκεί για πρώτη φορά , έφαγα την πρώτη κλωτσιά στη ζωή μου από έναν Ιταλό καραμπινιέρο. Κι επειδή φόραγα γυαλιά και τα είχα βάλει στην κωλοτσέπη για να μη μου τα σπάσουν με την κλωτσιά , μου τα έσπασε.
Δεν έγραψα ποίημα ανάλογο, αλλά η εμπειρία μου έμεινε.”
Δημ Φύσσας: Πότε γράψατε το πρώτο ποίημά σας;
Τίτος Πατρίκιος: “Είχα αρχίσει από 14 να γράφω. Αυτός που με επηρέασε πολύ ήταν ο Βαλαωρίτης. Και ήθελα να γράψω και εγώ πατριωτικά σε 15ασύλλαβο, σε στυλ δημοτικού τραγουδιού, αλλά σταμάτησα. Μετά με επηρέασε ο Παλαμάς, μετά διάβασα τυχαία και τρελάθηκα με τον Καρυωτάκη, αλλά με τα ποιήματα έπαθα την πρώτη μεγάλη στεναχώρια της ζωής μου. Γιατί στη Διάπλαση των Παίδων, το 1942, έκαναν έναν ποιητικό διαγωνισμό με θέμα “ Οι καρποί του καλοκαιριού”. Γράφω και εγώ ένα ποίημα με ρίμα και ομοιοκαταληξία, το στέλνω και περιμένω ότι θα πάρω βραβείο. Βγήκαν τα αποτελεσμάτα. Κοιτάω. Στο πρώτο βραβείο δεν ήμουν, ούτε στο δεύτερο και στο τρίτο ούτε και στους επαίνους. Δεν ήμουν πουθενά. Επαθα τη μεγαλύτερη στεναχώρια που μπορεί να φανταστεί κανείς. Το έχω κρατήσει αυτό το ποίημα. Ήταν ένα αδέξιο, παιδικό ποίημα. Αλλά έγραψα και άλλα ποιήματα και ένα από αυτά το έδωσα στο φίλο μου τον Βάσο Μαθιόπουλο, που έβγαζε το περιοδικό “Ξεκίνημα της Νιότης” όπου δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι του 1943. Εδώ θέλω να προσθέσω κάτι, γιατί πολλοί μου λένε, μα περιοδικό στην κατοχή;. Συνήθως μιλάμε για την κατοχή σαν μία περίοδο αγώνων, θυσιών, πείνας, θανάτου, καταστροφής και ελπίδας. Δεν λέμε ταυτοχρόνως, ειδικά στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, ότι υπήρχε μία τρομερή πολιτιστική κίνηση. Εβγαιναν βιβλία συνεχώς, κυκλοφορούσαν καινούργια περιοδικά, δινόντουσαν πάρτι, γινόντουσαν διαλέξεις, πηγαίναμε θέατρα. Η Αθήνα ήταν γεμάτη θέατρα. Υπήρχε όλη αυτή η πνευματική, πολιτιστική δραστηριότητα. Μέσα σε αυτήν και ο Μαθιόπουλος έβγαλε αυτό το περιοδικό. Ήταν η πρώτη δημοσίευση που έκανα, 15 χρονών. Το θυμάμαι απ’έξω. Αυτό είναι το καλό της ρίμας και του μέτρου:
«Αν ψάξεις, θα βρεις
τίποτα κρυμμένο δε μένει
κόψε σκληρά τους δεσμούς
που σφιχτά είναι δεμένοι.
Κι αν βρεις μηδέν
με το χρόνο ρουτίνα θα γίνει
να χάσεις πρέπει, αν θες
μια θύμηση παντοτινή να μείνει» Ετσι εμφανίστηκα στα γράμματα.”
Δημ Φύσσας: Πότε γράψατε για πρώτη φορά ελεύθερο στίχο;
Τίτος Πατρίκιος: “Αργότερα. Στην κατοχή γινόντουσαν συνέχεια πάρτι Έχω ένα ποίημα που το λέω «Πάρτι».
«Μουσικής ήχοι παράξενοι
τζαζ, έξαλλες κραυγές γεμίζουν την ατμόσφαιρα
άλλοτε ξέφρενες, άλλοτε αργές.
Ζευγάρια σε ένα αγκάλιασμα παθιάρικο, σφιχτό
Ξάφνου ρυθμούς αλλάζουνε, πηδούν, σηκώνουν κουρνιαχτό
Κάποιοι δανδήδες άγρια φλερτάρουν δυο μικρές.
Βερμούτ και σπανακόπιτες και του κρασιού οι γουλιές πικρές
Ανακατέματα σε δυο κάμαρες σε πολυκατοικία σκάρτη
μα το κοκτέιλ που θα βγει εμείς το λέμε πάρτι»
Τίποτα από αυτά δε δημοσιεύτηκε στον καιρό του.
Προς τα έξω δεν έγραφα καθόλου ποίηση γιατί από ένα σημείο και πέρα, όταν αφοσιώθηκα ολοκληρωτικά στην επαναστατική δράση, η ποίηση είναι μία έκφραση μικροαστικού συναισθηματισμού. Όχι μόνο δε χρησιμεύει σε τίποτα, αλλά σε παρεμποδίζει από τη δράση. Οπότε την απέρριψα την ποίηση.”
Δημ.Φύσσας: Την οποία διακονούσατε κατ’ ιδίαν…
Τίτος Πατρίκιος: “Κρυφά, κρυφά και από τον εαυτό μου. Μέχρι που πέρασαν τα χρόνια. Μετά από το στρατό πήγα στη Μακρόνησο, μετά στην απομόνωση της Μακρονήσου, από εκεί με έστειλαν ως πολίτη πια στον Άη Στράτη. Εκεί συνάντηση τον Γιάννη Ρίτσο. Εκείνος μου είπε ότι «αυτά που λες είναι σαχλαμάρες.Πρέπει να καταλάβεις ότι η μοίρα σου είναι η ποίηση. Μην ξανάρθεις από το καλύβι μου να με βρεις αν δε μου φέρεις ποιήματα». Και έτσι άρχισα να γράφω κανονικά ποιήματα και να τα δείχνω στον Ρίτσο. Εκείνος με ενθάρρυνε πάρα πολύ, με βοήθησε πνευματικά πάρα πολύ. Αυτήν την οφειλή ποτέ δεν την ξεχνάω αν και κατόπιν χώρισαν οι δρόμοι μας. Αυτά τα ποιήματα τελικά το 1954 βγήκαν σε βιβλίο, το πρώτο που έβγαλα και λεγόταν Χωματόδρομος.Ιδίοις αναλώμασιν. Και αυτό και το δεύτερο, ύστερα από 9 χρόνια, πάλι με έξοδα του συγγραφέα. Η μητέρα μου, μου έδωσε τα χρήματα.
Στον Άη Στράτη ήταν τα πρώτα βιώματα συγκρούσεων με την καθοδήγηση. Το πρώτο έγινε με τα… πούπουλα. Στον Άη Στράτη για να βελτιώσουμε το φαγητό το οποίο ήταν χάλια, κάθε σκηνή που ήταν μία μονάδα με 6,7,8 κρατουμένους, έφτιαξε ένα κοτέτσι. Οπότε έτσι είχαμε κοτόπουλα και φρέσκα αυγά να τρώμε. Ηταν μεγάλη υπόθεση. Μια μέρα στη βουλή ο Ηλίας Ηλιού είπε ότι «αφού δεν απολύετε τους εξόριστους, που πρέπει, τουλάχιστον να αυξήσετε το επίδομα που δίνετε γιατί πεθαίνουν της πείνας». Ο Ρέντης που ήταν τότε υπουργός Εσωτερικών τότε απάντησε: «Μα τι λέτε κύριε Ηλιού. Οι εξόριστοι περνούν θαυμάσια. Έχουν κοτέτσια και τρώνε φρέσκα αυγά, τρώνε κοτόπουλα.». Ύστερα από αυτό η καθοδήγηση στον Άη Στράτη και πήρε την απόφαση για να βουλώσουμε το στόμα της αντίδρασης να καταργηθούν τα κοτέτσια. Και σφάξαμε όλες τις κότες. Οπότε τα φάγαμε τα κοτόπουλα και τις κότες, αλλά από κει και πέρα δεν είχαμε ούτε κοτόπουλα, ούτε φρέσκα αυγά. Ο τόπος όμως, είχε γεμίσει πούπουλα. Μια μέρα λοιπόν , καθόμουν και διάβαζα την ιστορία του Κωνσταντίνου Παπαρηγόπουλου. Και έρχεται ένα εξαιρετικό παιδί ο Οδυσσέας Λαγουρός, θυμάμαι το όνομά του. Ήταν ο καθοδηγητής μου στη νεολαία και μου είπε: «Παράτα τα διαβάσματα. Έχουμε εξόρμηση. Η νεολαία να μαζέψουμε πούπουλα για να φτιάξουμε ένα πουπουλένιο στρώμα του σύντροφου Σουκαρά που ήρθε εξορία αφού βγήκε από τη φυλακή και έχει πολύ ταλαιπωρηθεί.
Είναι η πρώτη φορά όμως που έφερα αντίρρηση και είπα: «Εγώ δεν ήρθα στην εξορία για να φτιάχνω πουπουλένια στρώματα,δεν έρχομαι». Και αυτό βγήκε πολύ εις βάρος μου. Οι άλλοι πήγαν και έφτιαξαν τον πουπουλένιο στρώμα.
Η δεύτερη αντικομματική ενέργεια ήταν επειδή πια υπήρχαν μεγάλες διαφωνίες μέσα στους κρατούμενους, είχε πέσει και άλλο η κομματική εκτίμηση για εμένα. Όταν πήρα τη δεύτερη άδεια … Στην πρώτη, που κράτησε έναν μήνα ενάμιση… με ξαναπιάσανε, γνώρισα μία κοπέλα με την οποία αργότερα παντρευτήκαμε και μετά χωρίσαμε… Αλλά όταν γύρισα πίσω στην εξορία με τη νέα σύλληψη, έπαιρνα γράμματα από αυτήν την κοπέλα. Και μία μέρα ο υπέρτατος καθηγητής και καθοδηγητής της νεολαίας ο Μήτσος ο Μανούσος την ώρα που έπλενα σε μία γούρνα τα ρούχα μου, ήρθε και μου έπιασε την κουβέντα. Μου λέει «χαίρομαι πάρα πολύ τώρα που έχεις και κοπέλα, είναι μεγάλο στήριγμα». Και αντελήφθην ότι διάβαζαν τα γράμματα. Δηλαδή, εκτός από τη λογοκρισία της χωροφυλακής, υπήρχε και η εσωτερική λογοκρισία του κόμματος. Και είπα από μέσα μου “μπράβο καλά κάνουν. Δεν αγανάκτησα. Το θεώρησα θετικό, γιατί είπα “αν έχουν στείλε έναν χαφιέ για να δημιουργήσει προβλήματα, θα τον βρούμε με αυτόν τον έλεγχο” και έτσι ήμουν υπέρ. Αλλά όταν ξαναπήρα άδεια , τη δεύτερη φορά μου είπε η καθοδήγηση “Τίτο, τα ποιήματα σου να τα παραδόσεις στην καθοδήγηση. Μην στα βρει η χωροφυλακή την ώρα που θα φεύγεις και δημιουργηθούν προβλήματα σε βάρος του στρατοπέδου και η καθοδήγηση στα στείλει στην Αθήνα”. Και είναι η πρώτη φορά που είπα ψέμα στο κόμμα. Είπα «δεν έχω ποιήματα, τα έχω μάθει απ’ έξω, δεν έχω χειρόγραφα. Και τα έκρυψα στη βαλίτσα με έναν τρόπο που δεν τον είπα δεν κανέναν και τα έβγαλα κρυφά και από τη χωροφυλακή και από την καθοδήγηση. Διαφορετικά δεν θα είχε κυκλοφορήσει “ο Χωματόδρομος”.
Δημ Φύσσας: Τι απήχηση είχε αυτή η πρώτη συλλογή;
Τίτος Πατρίκιος: “Τα έχασα. Τέτοια ευνοϊκή υποδοχή δεν είχα ξαναδεί σε βιβλίο μου. Έγραψαν ακόμα και οι πιο αυστηροί κριτικοί. Ο πιο αυστηρός κριτικός της εποχής εκείνης που έγραφε στην Καθημερινή ήταν ο Κλέων Παράσχος και έγραψε ένα εξαιρετικά ευνοϊκό, σχεδόν υμνητικό κείμενο. Εγραψαν όμως όλοι. Παντού. Και επειδή το βιβλίο στάλθηκε παντού , έγραψαν σε επαρχιακές εφημερίδες, σε εφημερίδες της ομογένειας της Αιγύπτου, της Κύπρου. Τέτοιο πράγμα δεν μου ξανασυνέβη έκτοτε. Μετά έκανα 9 χρόνια να βγάλω βιβλίο για πολλούς λόγους. Το δεύτερο βγήκε το 1963.”
Δημ Φύσσας: Μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη;
Τίτος Πατρίκιος: “Μου συνέβη το εξής φοβερό: Ήμουν στο τυπογραφείο. Ο Κουλουφάκος είχε κάνει ένα τυπογραφείο τότε και τυπωνόταν εκεί όπου έκανε και τις διορθώσεις. Ξαφνικά ακούω «ήρθε η σορός του Λαμπράκη στο σταθμό Λαρίσης…παρατάω τις διορθώσεις και τρέχω στη διαδήλωση που έγινε και μετά … Το λέω τώρα… Ήμουν από τους ελάχιστους, οι παλαιότεροι δεν το λένε γιατί λόγω τέχνης δεν ήθελαν να … Οι νεότεροι εμείς, τα παιδιά της Επιθεώρησης Τέχνης,που βγάζαμε το περιοδικό, που πήγαμε στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης, στον άγιο Ελευθέριο, όπου είχε εναποτεθεί το φέρετρο του Λαμπράκη και κάναμε τιμητική φρουρά. Ετσι η έκδοση της ”Μαθητείας” συνδέεται άμεσα για εμένα και με τη δολοφονία του Λαμπράκη.»
Δημ Φύσσας: Αναφέρατε την Επιθεώρηση Τέχνης
Τίτος Πατρίκιος: “Είναι το περιοδικό της Αριστεράς το οποίον, εκ των υστέρων βλέπω ότι έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο σε θέματα πολιτισμού. Τότε ήταν τέτοιο το αστυνομικό κράτος που για να βγάλεις περιοδικό έπρεπε να έχεις άδεια από την αστυνομία, από το υπουργείο Εσωτερικών. Εμείς δεν μπορούσαμε να έχουμε τέτοια άδεια αφού είχαμε γυρίσει στην Αθήνα ως αδειούχοι εξόριστοι. Έμεινα από το ’54 μέχρι το ’59 αδειούχος εξόριστος,υπό αστυνομική επιτήρηση δηλαδή. Αλλά ένας συμμαθητής από το Βαρβάκειο, ο Νίκος Σιαπκίδης, αρχιτέκτονας, που δεν είχε φάκελο, είχε βγάλει άδεια περιοδικού. Και η παρέα αυτή του Νίκου Σιαπκίδη μαζί με τον ζωγράφο Γιάννη Χαΐνη και αυτός ήταν από το Βαρβάκειο, μία- δύο τάξεις πιο κάτω από εμάς, ήθελαν να βγάλουν ένα περιοδικό. Συναντηθήκαμε και τους έφερα σε επαφή με την παρέα του Άη Στράτη απ όπου είχαμε έρθει ως αδειούχοι εξόριστοι. Ήταν ο Δημήτρης Ραφτόπουλος και ο Κώστας Κουλουφάκος. Αυτές οι δύο μικροομάδες, εμείς του Άη Στράτη και οι άλλοι του Βαρβακείου συγκεντρωθήκαμε και βγάλαμε το περιοδικό. Με την άδεια του κόμματος και με αποστολή να μας ελέγχει, ένα παλιό αγωνιστή τον Πορφύρη Κονίδη, ο οποίος αντί να μας ελέγχει, ταυτίστηκε μαζί μας και ήταν ο πιο συμπαθής, ο πιο έντιμος, ο πιο ανοιχτόμυαλος άνθρωπος που είχα γνωρίσει ως τότε.”
Δημ Φύσσας: Υπήρξαν προβλήματα όμως με επεμβάσεις του κόμματος. Πως έγινε αυτό;
Τίτος Πατρίκιος: “Έγινε γιατί δεν υποχωρούσαμε στις πιέσεις και τα βγάζαμε πέρα. Οι πιέσεις ήταν να μη βάζουμε άρθρα, τίποτα το κριτικό για την επίσημη μαρξιστική αντίληψη όπως ερχόταν από την τότε Σοβιετική Ένωση. Αλλά έγινε μεγάλο το πρόβλημα με τη “Λέσχη” του Τσίρκα, την οποία καταδίκασε αυστηρά ο Μάρκος Αυγέρης, αλλά την υπερασπίστηκε ο Δημήτρης Ραυτόπουλος. Κάναμε τότε πράγματα που θεωρούνταν εντελώς απαράδεκτα. Προβάλαμε τον Καβάφη, την πρώτη δημοσίευση του Άξιον Εστί του Ελύτη την κάναμε στην Επιθεώρηση Τέχνης, ενώ ο ποιητής θεωρείτο αντιδραστικός από την επίσημη κομματική γραμμή. Δεν είχε μελοποιηθεί ακόμα.
Ένα απόγευμα στο περίφημο καφενείο του Λουμίδη ήμασταν τρεις νέοι ποιητές τότε, προς το τέλος του εμφυλίου.Ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Σπύρος Τσακνιάς κι εγώ. Πίναμε καφέ ακούγοντας με θαυμασμό μεγάλο τον Μάρκο Αυγέρη ο οποίος μας είπε το εξής: «Ο μεγαλύτερος σύγχρονος ποιητής είναι ο T.S. Elliot, αλλά εμείς πρέπει να λέμε ότι είναι πολύ κακός ποιητής γιατί είναι πολύ δεξιός.”
Δημ Φύσσας: Η εικόνα που έχω για τον Αυγέρη μέσα από τα γραπτά του είναι ενός πολύ σκληρού και δογματικού ανθρώπου.
Τίτος Πατρίκιος: “Ταυτοχρόνως καταλάβαινε πολύ περισσότερα πράγματα, αλλά ακολουθώντας την κομματική γραμμή πάντα, έλεγε τα αντίθετα. Ωσπου ήρθε η περίφημη υπόθεση με το διήγημα του Γκράνι. Ο Γκράνι ήταν ένας σοβιετικός συγγραφέα, ήρωας του πολέμου ο οποίος συν τοις άλλοις δημοσίευσε ένα διήγημα που λεγόταν “Η Σιωπή”.Αυτό το μετέφρασαν οι Ιταλοί και από το ιταλικό κομμουνιστικό περιοδικό “κοντεμποράνι”, νομίζω, το μετέφρασε ελληνικά ο Μανώλης Φουρτούνης. Αλλος εξαιρετικός ποιητής από την εξορία, που όταν ήρθε με άδεια από την εξορία ήρθε στην συντακτική επιτροπή της “Επιθεώρησης Τέχνης”.
Ο Πορφύρης λοιπόν,που καταλάβαινε πολύ, στη συνεδρίαση της συντακτικής επιτροπής (γιατί οτιδήποτε δημοσιεύαμε στην Επιθεώρηση Τέχνης το συζητούσε η συντακτική επιτροπή και έπρεπε να αποφασίσει τουλάχιστον κατά πλειοψηφίαν αν θα μπει ή όχι ) και είπε ο Πορφύρης: “Παιδιά να μην το δημοσιεύσουμε. Είναι πολύ τολμηρό διήγημα και θα βρούμε μπελάδες. Ξέρω πως σκέφτονται”. Αλλά η πλειοψηφία πήρε την απόφαση να το δημοσιεύσει και έτσι έγινε.
Αυτό το διήγημα περιέγραφε την πορεία ενός επιστημονικού στελέχους που ήταν σε ένα κέντρο ερευνών, αλλά όποια επιστημονική απόφαση και αν έπαιρναν, ερχόταν ο κομματικός κομισάριος και επέβαλε την κομματική. Ακόμη και σε επιστημονικά θέματα. Και λέει πως οι άνθρωποι που καταλάβαιναν σιωπούσαν, για να μην υποστούν διωγμούς. Αυτό θεωρήθηκε απαράδεκτο.
Κάλεσαν την συντακτική επιτροπή στα γραφεία της ΕΔΑ και έγινε μια συνεδρίαση που πολύ σωστά ό Δημήτρης Ραφτόπουλος την αποκάλεσε “κομματική δίκη” και μας καταδίκασαν. Δικαστήριο ήταν ο Μάρκος Αυγέρης, ο Θέμος Κορνάρος, ο Γιάννης Ρίτσος και ο Δημήτρης Φωτιάδης. Δηλαδή, όλοι οι καθιερωμένοι συγγραφείς της αριστεράς. Εμείς τότε είπαμε ότι αφού είναι ο Γιάννης Ρίτσος στην επιτροπή θα τους εξηγήσει ότι είναι λανθασμένη αυτή η στάση. Ο Ρίτσος όμως ήταν ο πιο απορριπτικός. Είχε πει ότι η δημοσίευση του διηγήματος ήταν απαράδεκτη ενέργεια γιατί ήταν πολύ καλό, πολύ ωραία γραμμένο και είχε επιτύχει τον αρνητικό του ρόλο πολύ αποτελεσματικότερα.
Αυτό έγινε το 1959. Η απόφαση ήταν “θα μείνετε στην συντακτική επιτροπή να κάνετε τη δουλειά, αλλά όπως σας λέμε εμείς. Εμείς κάναμε την δουλειά, χωρίς πληρωμή. Ετσι έστειλαν από το κόμμα τον Δεσποτίδη, που είχε -και αυτός- ανανεωτικές ιδέες, αλλά είχε την αντίληψη ότι θα τις περάσουμε, αλλά όχι με τοπική σύγκρουση.
Εκεί συγκρούστηκε τρομερά με τον Κουλουφάκο και αυτό είχε συνέπειες για μένα, γιατί ο Δεσποτίδης δεν μου συγχώρεσε ότι παρέμενα φίλος με τον Κουλουφάκο, ο οποίος δεν μου συγχώρεσε ποτέ ότι παρέμενα φίλος με το Δεσποτίδη. Μεταξύ τους είχαν μεγάλη σύγκρουση και μπορώ τώρα να πω ότι εκτός από τις ιδεολογικές διαφορές, βασική αιτία για την τόσο μεγάλη αντίθεση, που έφτασε σε μίσος, ήταν ένας έρωτας.Μια γυναίκα την οποία ήθελαν και οι δύο.»
Τίτος Πατρίκιος: “Tο ποίημα που λέγεται «O φίλος μου ο Τίτος» που γράφτηκε το καλοκαίρι του 1957, μου δημιούργησε πολλά προβλήματα θεωρήθηκε πολύ ηττοπαθές. Mέχρι η Μελίνα σε μια εκδήλωση είπε δεν θα συμφωνήσω με αυτό το ποίημα το οποίο το απέδωσε στον Μανώλη Αναγνωστάκη διότι τους δύο στίχους που δημιούργησαν το πρόβλημα από αυτό το ποίημα τους είχε εντάξει σε δικό του ποίημα ο Mανώλης Aναγνωστάκης . Όταν γράφτηκε αυτό το ποίημα, ήμουν 29 χρονών. Το 1959 έτυχε κάτι που έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ζωή μου. Όταν γύρισα από την εξορία ταυτοχρόνων είχα την ευθύνη για την έκδοση της «επιθεώρης τέχνης» που με απορροφούσε και σε χρόνο και σε ένταση πνευματική, κατόπιν μελετούσα για να πάρω το δίπλωμα της Νομικής, επίσης έπρεπε να εργάζομαι για να συμπληρώνω τα οικονομικά για το σπίτι, κυρίως έκανα μεταφράσεις και μαθήματα αγγλικής σε νεότερους, ένα διάστημα δούλεψα δημοσιογράφος αλλά πάντα είχα μια επαγγελματική απασχόληση παράλληλα.
Το 1958 πέρασα τις εξετάσεις του Αρείου Πάγου και έγινα δικηγόρος οπότε παρενέβη ο ΔΣΑ γιατί ασκούσα κάθε χρόνο έφεση για την απόφαση εκτόπισης η οποία ανανεωνόταν αλλά με παρέμβαση του ΔΣΑ στην τελευταία έφεση που έκανα απελύθην. Κι έτσι η πρώτη σύζυγός μου κατάφερε με τις γνωριμίες της να μου βγάλει διαβατήριο και στα τέλη του 1959 φύγαμε για το Παρίσι.
Εκεί αρχίζει άλλη ζωή για εμένα, αφού το Παρίσι έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή μου για την πνευματική μου εξέλιξη, όπως και την προσωπική ζωή. Στη γαλλική πρωτεύουσα χρωστάω ότι απέκτησα κόρη με την πρώτη μου σύζυγο,με την οποία όμως χωρίσαμε. Στο Παρίσι ανακάλυψα όλες τις ελευθερίες του κόσμου, αλλά αργότερα πάλι στο Παρίσι γνώρισα μια κοπέλα μεταπτυχιακή τότε φοιτήτρια με την οποία παντρευτήκαμε και μετά αυτή έγινε ιστορικός στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Σφράγισε την ζωή μου. Ήταν η Ρένα Σταυρίδη, Πατρικίου μετά, αλλά ενώ είχα την μεγάλη τύχη να την γνωρίσω, είχα την μεγάλη ατυχία να την χάσω πολύ νωρίς. Αποκτήσαμε μαζί δύο κόρες και τώρα έχω και εγγονές κι έχω έναν άλλο πλούτο.
Συνολικά έζησα στο εξωτερικό 15 χρόνια διότι την πρώτη φορά γύρισα και μετά έγινε η Χούντα, το βράδυ που έγιναν οι χιλιάδες συλλήψεις πήγαν να με πιάσουν αλλά λόγω του διαζυγίου μου δεν με βρήκαν γιατί είχα αλλάζει στοιχεία και ύστερα από 25 μέρες αποφάσισα να το ρισκάρω κι έτσι έφυγα, πήγα πρώτα στην Ρώμη κι εκεί αφοσιώθηκα στην αντιδιδακτορική δραστηριότητα.
Τον Οκτώβριο του 1967 οι εφημερίδες της χούντας έγραψαν ότι λόγω της συνεχούς αντιδικτατορικής μου δραστηριότητας , έπρεπε να καταδικαστώ ως αντεθνικώς δρών και να μου αφαιρεθεί η υπηκοότητα.
Παρενέβη η χούντα στον ΔΣΑ και με διέγραψαν από τον Σύλλογο στον οποία επανήλθα μετά την μεταπολίτευση. Ίσως το πιο σημαντικό που κατάφερα να κάνω κατά της χούντας ήταν ότι όταν μάθαμε ότι η χούντα είχε κάνει περίπτερο στην διεθνή έκθεση βιβλίου της Φρανκφούρτης και ότι είχαν μάλιστα το θράσος να βάλουν και βιβλία του Ρίτσου ο οποίος ήταν στην εξορία, πήγαμε με τον Δεσποτίδη στην Φρανκφούρτη και σε συνεννόηση με τους Γερμανούς νέους των αριστερών κινημάτων της εποχής μπήκαμε στην έκθεση και διαλύσαμε το περίπτερο της χούντας. Χάλασε ο κόσμος, ήρθαν δημοσιογράφοι… ήταν μια δραστηριότητα με ε τρομερή απήχηση σε όλη την Ευρώπη. Θέλω δε να διευκρινίσω ότι δεν ήταν βία απέναντι σε ανθρώπους, αλλά απέναντι σε ένα περίπτερο χουντικό. Μετά από αυτό όλοι μου τηλεφωνούσαν και μου λέγαν να επιστρέψω. Δεν το έκανα όμως, γιατί είχα ηθική υποχρέωση για μια δουλειά που είχα αναλάβει. Για να ζήσω – τότε-στο εξωτερικό έπρεπε να βρω μια δουλειά, επειδή ούτε λεφτά είχε η οικογένειά μου, ούτε κομματικό στέλεχος ήμουν. Με τις γνωριμίες μου εργαζόμουν και σε κέντρα ερευνών ως ερευνητής και στη συνέχεια με πήραν στην UNESCO ως συμβασιούχο και έγραψα δύο βιβλία κοινωνιολογίας τα οποία εξέδωσε η UNESCO κι άλλο ένα που εξέδωσε αργότερα ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, για την γεωργία. Γι αυτά τα τρία βιβλία πήρα μεγάλη αμοιβή αλλά είχαν πολύ δουλειά. Ο κόσμος νόμιζε ότι πλούτισα αλλά εγώ συνέχιζα να ζω «τσίμα – τσίμα».Παράλληλα, έγραφα ποίηση, όχι πολύ, αλλά μπόρεσα να συνδυάσω την επαγγελματική απασχόληση με το γράψιμο αλλά δεν έγραψα ευθέως αντιδικτατορικά ποιήματα, αλλά εμμέσως, γιατί δεν ήταν σωστό να γράφω ποιήματα κατά της χούντας ενώ ζούσα στο εξωτερικό κι ενώ οι άλλοι άνθρωποι κινδύνευαν και ήταν στην εξορία. Έτσι λοιπόν γύρισα πολύ αργότερα γιατί είχα την ηθική υποχρέωση να τελειώσω ένα βιβλίο που είχα υπογράψει συμβόλαιο, κι έλεγα δεν μπορώ τους ανθρώπους οι οποίοι με βοήθησαν να ζήσω στις δύσκολες ώρες, τώρα να τους πω έχουμε ελευθερία στην Ελλάδα και γυρνάω.
Επέστρεψα στα τέλη του 1975. Το 1977 δημοσίευσα ποιήματα παλαιότερα που δεν τα δημοσίευσα στην ώρα τους για πολλούς λόγους. Κυρίως, γιατί δεν ήθελα να γράψω ποιήματα που έκαναν κριτική στην κομματική πολιτική γιατί νόμιζα ότι μπορεί να βλάψουν, κι έτσι αυτολογοκρινόμουν. Όταν πέρασα στο ΚΚΕ Εσωτερικού ήταν αργά και τα δημοσίευσα αργότερα γιατί και τότε φοβόμουν μήπως αυτά τα ποιήματα χρησιμοποιηθούν εναντίον της αριστεράς, ενώ δεν ήταν κατά της αριστεράς, ήταν υπέρ της αριστεράς με κριτική στάση. Ταυτοχρόνως αυτολογοκρινόμουν για τα ερωτικά ποιήματα που είχα γράψει διότι επειδή ήμουν ακόμα παντρεμένος δεν μπορούσα να τα δημοσιεύσω. Τα βιβλία που έγραψα στο εξωτερικό ήταν ή στα Γαλλικά ή στα Αγγλικά. Ένας από τους λόγους που γύρισα ήταν ότι θα έχανα την γλώσσα μου ζώντας στο εξωτερικό και η γλώσσα είναι το εργαλείο της ποίησης. “
Σε άλλο σημείο ο Τίτος Πατρίκιος αναφέρει: “Θυμάμαι ότι ο Ρίτσος μου έλεγε πάντα, να διαβάζεις Σεφέρη είναι πολύ μεγάλος ποιητής, ήταν αντιφατικός ο Σεφέρης.”
Μιλώντας για την πολιτική , ο Τίτος Πατρίκιος σημείωσε ότι στα πρώτα νεανικά του χρόνια χλεύαζε την σοσιαλδημοκρατία.” Το ΚΚΕ Εσ. ήταν μια πολύ θετική ενέργεια που άφησε ίχνη αλλά ολοκλήρωσε τον προορισμό του και τελείωσε κι αυτό.“ Τόνισε ακόμη ότι “ τα προβλήματα είναι πολύ μπλεγμένα. Η ποίηση ενώνει τους ανθρώπους , η πολιτική τους χωρίζει, αλλά αν δεν υπήρχε η πολιτική δεν θα υπήρχε δημοκρατία. Αν συμφωνούσαμε όλοι μεταξύ μας θα γινόμασταν όπως η Βόρεια Κορέα. Το ότι διαφωνούμε πολιτικά είναι αναγκαίο για να υπάρχει δημοκρατία, με τον όρο η διαφωνία να μην οδηγεί στον αλληλοσπαραγμό αλλά να γίνεται στοιχείο δημιουργικών συνθέσεων “επισημαίνοντας ότι “αυτό δεν συμβαίνει σήμερα”.
Τίτος Πατρίκιος: “Όταν λέμε ότι κυβερνάει για πρώτη φορά η αριστερά είναι λίγο παράλογο,διότι δεν υπάρχει μία και μόνο αριστερά, ένας μόνον κομματικός μηχανισμός που την εκπροσωπεί . Στο Παρίσι το 1959, κατάλαβα ότι δεν υπάρχει μόνο μια αριστερά γιατί εκεί οι εφημερίδες έγραφαν «αριστερές». Τώρα υπάρχει μια αριστερά που κυβερνά με την συνεργασία της άκρας δεξιάς. Από εκεί κι έπειτα όταν χρειάστηκε να πω την γνώμη του την είπα στο δημοψήφισμα ήμουν υπέρ του «ναι» και ήμουν στην μειοψηφία. Αυτό που με ενδιαφέρει δεν είναι η πολιτική δράση, γιατί το θεωρώ κωμικό στην ηλικία μου να μετέχω στην πολιτική ζωή όταν δεν μπορώ να πάω στις διαδηλώσεις επειδή με πονάει το γόνατό μου και να λέω τι πρέπει να γίνει στις πορείες. Το ότι είναι αναγκαία η δημοκρατική λειτουργία και η δημοκρατική σύνθεση των αντιθέσεων για εμένα είναι σημαντικό. Προσπαθώ να υπηρετώ τις αξίες του διαφωτισμού, του ορθολογισμού, της Ευρώπης, όχι όμως γράφοντας στρατευμένη ποίηση.
Μέσα σε 19 χρόνια έγραψα περισσότερα ποιήματα απ’ ότι σε 60 χρόνια, κάτι που δείχνει ότι όσο μεγάλωνα και ωρίμαζα, τόσο πιο κριτικός γινόμουν απέναντι σε αυτά που γράφω και πιο επιλεκτικός. Άμα είναι νέος κανείς γράφει με μεγάλη άνεση. Οσο μεγαλώνει και βλέπει τα προβλήματα της κοινωνίας τόσο δυσκολότερα γράφει .”
Αναφερόμενος στην ποίηση, ο Τίτος Πατρίκιος λέει : “Το ποίημα πρέπει να λέει από μόνο του ό,τι έχει να πει. Δεν θέλω να σχολιάζω τα ποιήματά μου. Τον 17ο αιώνα τον θεωρώ σημαδιακό, γιατί έκαψαν τον Τζορντάνο Μπρούνο, που δεν εκπόρνευσε τιςπεποιθήσεις του.”
“Η ποίηση πάει καλά την Ελλάδα και υπάρχουν πολλοί ποιητές όπως ο Νάνος Βαλαωρίτης, η Κική Δημουλά, η Κατερίνα Αγγελάκη Ρούκ, μετά είναι οι ποιητές της γενιάς του ’70 όπως ο Γιάννης Κοντός, ο Γιάννης Βαρβέρης, ο Γιώργης Παυλόπουλος και φυσικά ο Τάσος Λειβαδίτης.
Σήμερα υπάρχουν σπουδαίοι ποιητές όπως ο Αντώνης Φοστιέρης, ο Χάρης Βλαβιανός, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ο Μανόλης Πρατικάκης, ο Γιώργος Βέης και νεότεροι ποιητές. Αυτό μου δίνει κουράγιο διότι μια τέχνη η οποία δεν συνεχίζεται με νεότερους λειτουργούς της, είναι καταδικασμένη να εκλείψει .Το ότι υπάρχουν καλοί ποιητές, αντί να με κάνει να αισθάνομαι ζηλότυπα όπως μερικοί πιο παλιοί, με κάνει να αισθάνομαι ευγνωμοσύνη διότι συντηρούν την τέχνη που ασκώ κι εγώ.“
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου