Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη βραδιά,
εκείνο το τελευταίο ποτό.
Στο τραπέζι το ρεσώ αναμμένο
δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα ρομαντισμού.
Μα ήταν εντελώς κενή.
Τα λόγια μου σου φάνηκαν σκληρά
άλλαζαν τους κανόνες τους μέχρι τότε.
Μιλήσαμε κάμποσες ώρες μα δε μπορούσε
να αλλάξει κάτι.
Ίσως έπρεπε να τα είχα πει αυτά χρόνια πριν.
θα άλλαζαν πολλά για μένα.
Ας είναι. Αυτά που έγιναν, έγιναν, τώρα
δεν αλλάζουν. Ίσως να μην τα άλλαζα ακόμα κι αν
μπορούσα. Ξέρεις, πιθανότατα να μη θυμάσαι τίποτα
από αυτά που τώρα γράφω, μα φοβόμουν
πως τη μέρα που θα σε έβλεπα να φεύγεις για τα καλά
θα σταματούσαν να ανασαίνω. Πόσο μάλλον αν σου ζητούσα
εγώ να απομακρυνθείς.
Και, είναι κάπως αστείο αυτό, πραγματικά σταμάτησα
εκείνο το βράδυ για λίγο να αναπνέω καθώς έφευγες. Ούρλιαζαν
φωνές χιλιάδες μέσα μου, μια λεγεώνα ίσως, να τρέξω
πίσω σου και να σε σταματήσω.
Τα πόδια μου έμειναν καρφωμένα στο έδαφος. Πάντα σε αυτά
στηριζόμουν, ακόμα το κάνω.
Νόμιζα πως ο θάνατος σε λίγο θα με έπιανε με το παγωμένο
χέρι του, μα όχι! Αντί αυτού μια ζεστή ανακούφιση
πλημμύρισε τη καρδιά μου.
Καθώς έπαιρνα το δρόμο μου χώθηκα σε ένα δρομάκι
σκοτεινό, όμως ο δρόμος μου πλέον είχε δικό του φως.