monks.org Thomas Merton, γνωστό στο μοναστήρι ως π. Louis, γεννήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1915 στη Prades της νότιας Γαλλίας. Ο νεαρός Merton παρακολούθησε σχολεία στη Γαλλία, την Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια στη Νέα Υόρκη, βρέθηκε υπό την επιρροή ορισμένων αξιόλογων καθηγητών της λογοτεχνίας, όπως ο Mark Van Doren, ο Daniel C. Walsh και ο Joseph Wood Krutch. Ο Μέρτον εισήλθε στην Καθολική Εκκλησία το 1938 μετά από μια μάλλον δραματική εμπειρία μεταστροφής . Λίγο αργότερα, ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή, "για τη Φύση και την Τέχνη στον William Blake". Μετά από κάποια διδασκαλία στο Columbia University Extension και στο κολλέγιο St. Bonaventure's College, Olean, Νέα Υόρκη, ο Merton εισήλθε στη μοναστική κοινότητα της Μονής Getssemani στο Trappist του Κεντάκυ στις 10 Δεκεμβρίου 1941. Τον υποδέχτηκε ο ηγούμενος Frederic Dunne ο οποίος ενθάρρυνε τον νεαρό π.Louis να μεταφράσει έργα από την Κιστερκιανή παράδοση και να γράψει ιστορικές βιογραφίες για να καταστήσει το Τάγμα πιο γνωστό. Ο ηγούμενος παρότρυνε επίσης τον νεαρό μοναχό να γράψει την αυτοβιογραφία του, η οποία δημοσιεύτηκε με τον τίτλο The Seven Storey Mountain (1948) και έγινε ευπώλητο και κλασικό. Κατά τη διάρκεια των επόμενων 20 ετών, ο Merton έγραψε παραγωγικά για μια ευρεία σειρά θεμάτων, συμπεριλαμβανομένης της στοχαστικής ζωής, της προσευχής και των θρησκευτικών βιογραφιών. Τα κείμενά του αργότερα ασχολήθηκαν με αμφιλεγόμενα ζητήματα (π.χ. κοινωνικά προβλήματα και χριστιανική ευθύνη: φυλετικές σχέσεις, βία, πυρηνικός πόλεμος και οικονομική αδικία) και μια αναπτυσσόμενη οικουμενική ανησυχία. Ήταν ένας από τους πρώτους καθολικούς που επαινούσαν τις μεγάλες θρησκείες της Ανατολής στους Ρωμαιοκαθολικούς χριστιανούς στη Δύση. Ο Merton πέθανε από ατύχημα με ηλεκτροπληξία στην Μπανγκόκ, στη Ταϊλάνδη, ενώ παρακολούθησε μια συνάντηση θρησκευτικών ηγετών στις 10 Δεκεμβρίου 1968, μόλις 27 χρόνια μετά την είσοδό του στο Αββαείο του Gethsemani. Πολλοί εκτίμησαν τον Thomas Merton ως πνευματικό δάσκαλο, λαμπρό συγγραφέα, και άνθρωπο που ενσωμάτωσε την αναζήτηση του Θεού και την ανθρώπινη αλληλεγγύη. Από τον θάνατό του έχουν δημοσιευθεί πολλοί τόμοι από αυτόν, συμπεριλαμβανομένων πέντε τόμων των επιστολών του και επτά από το προσωπικό του ημερολόγιο. Σύμφωνα με τον σημερινό αριθμό, περισσότεροι από 60 τίτλοι των γραπτών του Merton εκτυπώνονται στα αγγλικά, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι πολυάριθμες διδακτορικές διατριβές και τα βιβλία για τον άνθρωπο, τη ζωή του και τα κείμενα του. Ο αδερφός Patrick Hart, OCSO
Το 2016 και το 2017, κυκλοφόρησαν από τον Καστανιώτη δύο καλαίσθητες δίγλωσσες εκδόσεις: η πρώτη με τίτλο «Ρωσικός Παρνασσός, Ανθολογία Ρωσικής Ποίησης»περιλαμβάνει 109 ποιήματα και βιογραφικά 39 Ρώσων ποιητών και η δεύτερη το επικό ποίημα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι «Λένιν», με επιμέλεια και μετάφραση του Αλέξη Πάρνη.
Ποιητής ο ίδιος, με ξεχωριστή αγάπη για τους Ρώσους κλασικούς, αλλά και τους σύγχρονούς του, αυτούς που γνώρισε προσωπικά στη Μόσχα κι αυτούς που μελέτησε από τα βιβλία τους, ασχολήθηκε από την περίοδο των σπουδών του στο Λογοτεχνικό Πανεπιστήμιο «Μαξίμ Γκόρκι» με την απόδοση στα ελληνικά των έργων τους, έχοντας από πρώτο χέρι αντίληψη του ρώσικου «εδάφους», της κουλτούρας και της ιστορίας της αχανούς αυτής επικράτειας.
Στα μυθιστορήματά του, γράφοντας ελεύθερα, ο Πάρνης ανασυγκροτεί την ιστορία με τον δικό του τρόπο καθώς την αφηγείται. Στις μεταφράσεις των ποιημάτων, όμως, στην προσπάθεια του να αποδώσει όσο πιο πιστά γίνεται τα νοήματα, να πιάσει αυτό που θέλει να εκφράσει ο ποιητής, αλλά και να διατηρήσει τα νευραλγικά δομικά στοιχεία της ρωσικής ποίησης, θέτει ή υποτάσσει τον αναπλαστικό του ρόλο μέσα στους αυστηρούς κανόνες του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας.
Στις συζητήσεις μας, ο Αλέξης Πάρνης είναι σαφής και κατηγορηματικός. Η ρώσικη ποίηση δεν νοείται χωρίς ομοιοκαταληξία. Και κάθε μετάφραση που δεν έχει ομοιοκαταληξία είναι ελλειμματική και αντίθετη στο θεμελιώδες συστατικό της ρώσικης ποίησης. Οι Ρώσοι ποιητές γράφουν με ρίμα συνειδητά, από τους κλασικούς μέχρι τους νεότερους, από τον Πούσκιν μέχρι τον Γιεφτουσένκο. Οι Έλληνες μεταφραστές δεν λαμβάνουν υπόψη τους αυτό το στοιχείο. Είτε γιατί το θεωρούν δευτερεύον ή ξεπερασμένο είτε γιατί το θυσιάζουν για να αποδώσουν πιο εύκολα και με μεγαλύτερη λεκτική ακρίβεια τα νοήματα των ποιημάτων, αλλά με αυτή την υπέρβαση ή «παράκαμψη» αλλοιώνεται ο ποιητικός χαρακτήρας του ρώσικου στίχου. Με τον ελεύθερο στίχο κατά κάποιον τρόπο το ποίημα γίνεται, εξομοιώνεται ή προσεγγίζει περισσότερο τον πεζό λόγο. Η μεταβολή αφοπλίζει την ποίηση απ’ αυτό ακριβώς που την διαφοροποιεί. Κι όταν οι μεταφράσεις γίνονται από την αγγλική, τη γαλλική ή άλλη γλώσσα, επειδή οι μεταφραστές δεν γνωρίζουν τη ρωσική, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο μεγαλώνει η απόσταση από το πρωτότυπο, τόσο στη δομή όσο και στο νόημα. Ο Πάρνης λέει ότι η διαφορά ανάμεσα στον ομοιοκατάληκτο και τον ελεύθερο στίχο δεν είναι απλά ένα θέμα τεχνικής. Η ρίμα ή το ελεύθερο δεν είναι μια απλή μέθοδος χωρίς προηγούμενα, παρεπόμενα, προεκτάσεις και επακόλουθα. Είναι φορέας μιας αντίληψης, ένας διαφορετικός τρόπος δόμησης της σκέψης και της έκφρασης, συστατικό μιας άλλης κουλτούρας. Ακόμα κι αν το «περιεχόμενο» παραμένει το ίδιο, το ποίημα που έχει ρίμα αλλά μεταφράζεται ελεύθερα έχει αυτομάτως χάσει σε μεγάλο βαθμό την πλήρη του σύνθεση, που είναι ένα μείγμα εννοιών, νοημάτων, γλώσσας, ύφους και στυλ, πειθαρχίας και μέτρου, όλα μαζί εξ αδιαιρέτου, αδιαχώριστα. Η ποίηση δεν είναι μόνο τι λες, αλλά και πώς το λες κι αυτό οφείλει ο μεταφραστής –κατά το μέτρο του δυνατού και του ταλέντου του- να το σεβαστεί. Ο κώδικας εμπεριέχει στις φλέβες του γένος, έθνος, παράδοση, χρόνο, συγγένειες, προσανατολισμό, αποστολείς και παραλήπτες. Δεν είναι στεγνή, άχρωμη και αθώα φόρμα.
Ψηλότερος από φουγάρα και καμπαναριά, της φωτιάς και του καπνού βαφτιστήρι. Αρχάγγελε, με την πατούσα τη βαριά- γεια σου, μες τους αιώνες, Βλαντίμιρ!
(Η πρώτη στροφή από το ποίημα της Τσβετάεβα «Στον Μαγιακόφσκι» (1921), σε απόδοση του Αλέξη Πάρνη)
Η μετάφραση θέλει γνώση
Ο Αλέξης Πάρνης λέει: «Οι μεταφράσεις πρέπει να γίνονται από άνθρωπο που ξέρει τη ρώσικη ποίηση, γιατί εκεί είναι το πρόβλημα. Η ρίμα, ο ρυθμός του ποιήματος πρέπει να αποδοθεί με τρόπο που και το νόημα να πιάσεις, όσο βέβαια επιτρέπει η άλλη γλώσσα, γιατί έχεις περιορισμούς. Όμως, εάν δεν σεβαστούμε το ρυθμό, χάνουμε το μέτρο του κόσμου. Ο καθένας έχει ένα ρυθμό. Δεν μέμφομαι όσους γράφουν με ελεύθερο στίχο. Κι εγώ γράφω. Δεν απορρίπτω, αλλά πιστεύω ότι δεν επιτρέπεται να μεταφράζεις τη ρίμα με ελεύθερο στίχο. Έτερον εκάτερον.»
Εάν απλώς μεταφράσεις τις λέξεις –στην κυριολεξία- μπορεί κάποιος να καταλάβει το «στόρι» του ποιήματος, αλλά αυτή η μετάφραση δεν είναι πια το συγκεκριμένο ποίημα γιατί έχει αλλοιωθεί εκ θεμελίων. Έχει χάσει την ακεραιότητα και την ταυτότητα του. Εκλείπουν στοιχεία της κουλτούρας, της εποχής, του περιβάλλοντος, της παράδοσης, του ιστορικού και πολιτισμικού χώρου που εμπεριέχονται στη σύσταση του ποιήματος. Παίρνεις ένα δημιούργημα λογοτεχνικό που προέρχεται από τη Ρωσία και ο τρόπος με τον οποίο το αποδίδεις, ο τρόπος που μεταφέρεις το νόημα, η μορφή που του δίνεις, το ύφος και το μέτρο που χρησιμοποιείς, ανήκουν σε μια άλλη κουλτούρα! Δηλαδή κάνεις «κονβέρτ» και μπολιάζεις με ξένα στοιχεία ή μετατρέπεις ένα ρώσικο ποίημα σε αμερικάνικο, αγγλικό, γερμανικό κ.λπ.
Το ερώτημα, βέβαια, είναι κατά πόσο σε αναγκάζει η ρίμα να κάνεις συμβιβασμούς στα νοήματα από τη δυσκολία να βρεις τις κατάλληλες λέξεις, τις ομόηχες, τα συνώνυμα κ.λπ., για να κάνεις ομοιοκαταληξία σε μια άλλη γλώσσα.
«Βεβαίως, κάνεις συμβιβασμούς, γι’ αυτό και δεν μπορεί να πεις ότι αποδίδω 100%. Θα πεις ότι αυτό το τετράστιχο το απέδωσα στο 80%, μπορεί να φτάσεις και στο 60%! Αλλά πρέπει να διατηρήσεις το μουσικό πνεύμα του ποιητή, τις συλλαβές, τις καταλήξεις… Δηλαδή, ταρατατάμ τατάμ τατάμ ταρατατάμ. Ένα ποίημα του Γιεσένιν που μεταφράζω, λέει γιαρ μπουρ γιαρ μπουρ… Γιαρ είναι ρεματιά, πώς θα βρω εγώ τώρα το γιαρ που είναι ένας φθόγγος, πώς θα βρω λέξη ελληνική για να αποδώσω τη ρεματιά; Χαράδρα; Όταν έχεις τη λέξη σιδηρόδρομος, στα ρώσικα είναι «πόεζντ» με δύο μόνο συλλαβές, καταλαβαίνεις τη δυσκολία. Σκέψου τι τεράστια προβλήματα δημιουργεί η απόδοση από τη μία γλώσσα στην άλλη, και μάλιστα με μέτρο και ομοιοκαταληξία. Αλλά αλλιώτικα δεν γίνεται. Πρέπει, λοιπόν, όσο γίνεται να πλησιάσεις το πνεύμα, την ουσία, τη σοφία όσο γίνεται, γιατί πάντα τα πλησιάζεις, δεν μπορείς να φτάσεις στην τέλεια απόδοση λόγω της διαφοράς των γλωσσών. Γι’ αυτό οι δικοί μας, οι εξυπνάκηδες, το κάναν στον ελεύθερο στίχο, αλλά στην ελεύθερο στίχο δεν αποδίδεις τη ρώσικη ποίηση. Ούτε τον Πάστερνακ που γράφει «ζιλ-βιλ» και «ουσπιέχ-ου βσιεχ» ούτε την Αχμάτοβα που γράφει «τσασάχ-λιεσάχ» και «κουκούγιου-τακούγιου». Μεταφράσανε Μαγιακόφσκι, όχι μόνο ο Ρίτσος, σε ελεύθερο στίχο. Αυτό είναι σαν να του ρίχνεις πισώπλατη μαχαιριά.»
Ας αναλογιστούμε και το αντίθετο. Να μεταφράζεται ο ελεύθερος στίχος με ρίμα! Για τον Πάρνη, καθένας και κάθε τι έχει το δικό του «ρυθμό» που πρέπει να γίνεται σεβαστός.
Έναν εργάτη γνώρισα. Αγράμματος ως εκεί που δεν παίρνει. Δεν είδε μήτε της αλφαβήτας το φως, όμως άκουσε πώς μιλούσε ο Λένιν κι όλα τα κατάλαβε αυτός. Άκουσα χωριάτη Σιβηριανού την αφήγηση. Ξεσηκώθηκαν, αρπάξανε τη γη σαν εξουσιαστές. Τον Λένιν δεν τον ξέρανε ούτε σαν είδηση, όμως ήταν κι εκείνοι λενινιστές. Είδα βουνά δίχως βλάστηση καμιά. Η καταχνιά μοναχά στα βράχια ξαπλωμένη. Κι ο μόνος που ζούσε σ’ εκείνη την ερημιά είχε στα ράκη του
(από το ποίημα του Μαγιακόφσκι «Λένιν» (1923-4), σε απόδοση του Αλέξη Πάρνη)
Όλα έχουν ρυθμό
«Στη μετάφραση πρέπει να αποδοθεί βασικά ο ρυθμός, η αρμονία του στίχου, γιατί παίζει τεράστιο ρόλο ο ρυθμός. Ο τελευταίος τόμος του μυθιστορήματος μου έχει τίτλο «Ο ρυθμός του κόσμου». Όλα έχουν ένα ρυθμό. Και η ποίηση την οποία δυστυχώς εγκαταλείψαμε είχε το δικό της ρυθμό. Ήταν έγκλημα ότι αφαιρέσαμε από το λαό την έμμετρη ποίηση που τη διάβαζε και του άρεσε… Υπάρχει τώρα εργαζόμενος άνθρωπος που διαβάζει ποίηση; Τότε διάβαζαν και οι εργαζόμενοι. Στη Ρωσία, όμως, βλέπεις στο μετρό πολλούς ανθρώπους που πάνε στη δουλειά τους να διαβάζουν ποίηση. Επειδή οι Ρώσοι διατηρήσανε τη ρίμα, η οποία δίνει στον άνθρωπο την αίσθηση της αρμονίας.»
Το πρόβλημα που επισημαίνει ο Αλέξης Πάρνης δεν είναι καινούργιο, αλλά παραμένει σοβαρό. Θέτει κι ένα «εξωποιητικό» αλλά συναρτώμενο ζήτημα. Η ρίμα βοηθάει το λαό, τον απλό πολίτη, να έχει άμεση και καθημερινή επαφή με την ποίηση, να την αποστηθίζει ευκολότερα και πιο ευχάριστα και να την απαγγέλει άνετα με κάθε ευκαιρία. Όπως το τραγούδι, είτε της Ανατολής είτε της Δύσης, που στηρίζεται στον ομοιοκατάληκτο στίχο και αυτός ο παράγοντας είναι καταλυτικός όχι μόνο ως προς τη μελοποίηση, αλλά και ως προς την αποδοχή, τη λειτουργικότητα και τη διάδοση του.
«Είναι σωστή η συσχέτιση με το τραγούδι. Ο κόσμος τρέχει στο τραγούδι γιατί έχει την ανάγκη να θραφεί με το ρυθμό. Κι ενώ με την ποίηση μπορείς να μεταδώσεις σοφία και εμπειρίες στο λαό, καταργήσανε τη ρίμα που διευκολύνει αυτή τη διεργασία. Πιστεύω ότι άμα ξαναγυρίσει η ρίμα στην ελληνική ποίηση, θα κάνει μεγάλο καλό στο λαό πρώτα απ’ όλα. Εμείς είμαστε υποτίθεται αγωνιστές λαϊκοί. Δεν μπορείς να αφαιρείς την ποίηση από τον ελληνικό λαό. Χρειάζεται κι ο ελεύθερος στίχος, κατά περίπτωση. Έχω ένα κεφάλαιο ολόκληρο στον τόμο που θα βγει, περιγράφοντας το Βίτσι, την Πρέσπα, τον αγώνα που ηγείτο ο Δημοκρατικός Στρατός∙ εκεί πάει ο ελεύθερος στίχος, γιατί υπηρετεί την επική αφήγηση. Με ελεύθερο στίχο γράφω κι εγώ, μ’ αρέσει πολύ, αλλά η βάση της ποίησης κάθε έθνους πρέπει να είναι η λυρική ποίηση με τη ρίμα και το ρυθμό. Αυτό δίνει στον άνθρωπο την αίσθηση του ρυθμού του κόσμου όλου…»
Εν τέλει, ο πολίτης είναι μόνο αποδέκτης της ποίησης;
«Εγώ θα συμβούλευα τους ανθρώπους, όταν έχουν καιρό, να προσπαθούν να μεταφράσουν ένα τετράστιχο, από τη γλώσσα που ξέρουνε. Ή, αν μπορούν και οι ίδιοι, να γράψουν κάτι δικό τους. Έχει τεράστια σημασία για τον εγκέφαλο και γενικά για τη λειτουργία μας. Όπως λένε κι οι αρχαίοι μας, ο Πυθαγόρας, παν σώμα κινούμενον και κραδαινόμενον, έχει το δικό του ρυθμό και τον δικό του όγκο.»
Μετά τον «Ευγένιο Ονέγκιν» του Πούσκιν που ολοκληρώθηκε, ο Αλέξης Πάρνης δουλεύει πάνω στα ποιήματα του Γιεσένιν, αλλά -ο ρυθμός του να τον έχει καλά, ευελπιστεί να μας δώσει κι άλλα διαμάντια από τη Ρωσία που αγάπησε…
«Ο Γιεσένιν θα μου φάει δυο-τρεις μήνες ακόμα. Μετά, έχω τον Πάστερνακ. Έχω την Τσβετάεβα. Έχω την Αχμάτοβα….»
Στέλιος Ελληνιάδης
(με υλικό από την εκπομπή της 26ης Αυγ. 2018, «Στο Κόκκινο»)
ΕΝΑ «ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ» ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΕΞΗ ΠΑΡΝΗ ΣΤΟ «ΣΩΤΗΡΙΑ»
Σάββατο, μετά τα μεσάνυχτα, κατακαλόκαιρο, η δυσφορία του είχε ενταθεί. Τελικά το κρύωμα όχι μόνο δεν περνούσε, αλλά χειροτέρευε. Ο βήχας και η δύσπνοια δεν τον άφηναν να κοιμηθεί. Αποφάσισε να πάει σε νοσοκομείο. Είχε από νωρίτερα ενημερωθεί ότι διανυκτέρευε το «Σωτηρία», με ειδίκευση στις πνευμονικές παθήσεις. Ντύθηκε και μέσα στη μαύρη νύχτα, βγήκε από τη μικρή αγροτική του μονοκατοικία και πήρε σιγά σιγά τον δρόμο από την κορυφή του οικισμού στην πλαγιά του Υμηττού προς την λεωφόρο Λαυρίου. Κάπου στη μέση της διαδρομής βρήκε αναπάντεχα ένα περιπολικό της αστυνομίας σε στάση αναμονής. Πλησίασε και ζήτησε ευγενικά από τον αστυνομικό που είχε το παράθυρο του ανοιχτό, μήπως και μπορεί να του καλέσει ένα ταξί λόγω της κατάστασης της υγείας του, αλλά πήρε αρνητική απάντηση. Μάλλον κάποιο σπίτι παρακολουθούσαν στην ερημιά, υπέθεσε. Ευτυχώς, πέρασε γρήγορα ένα άδειο ταξί και βρέθηκε μετά από λίγα λεπτά στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου, στη Μεσογείων. Όπως έχει μάθει να κάνει στον μακρύ περιπετειώδη βίο του, στηρίχτηκε για άλλη μια φορά στις δυνάμεις του. Δεν ειδοποίησε ούτε την κόρη του, ούτε τον ανιψιό του, ούτε τον κοινό μας φίλο τον Κώστα, ούτε κανέναν άλλον για να μην μας ξεβολέψει.
Κουρνιασμένος σε μια γωνία, σε ένα θάλαμο με έξι κρεβάτια, με ορούς, οξυγόνο και αντιβίωση, περίμενε ψύχραιμα την έκβαση κι άλλου ένα αγώνα επιβίωσης. Χωρίς να του πω τίποτα, αναζήτησα τη διευθύντρια της κλινικής, την κ. Μερόπη Μανταίου, για να μάθω σε τι κατάσταση βρίσκεται ο ασθενής. Ο κ. Λεωνιδάκης που νοσηλεύεται στο θάλαμο 161 είναι ο σπουδαίος λογοτέχνης Αλέξης Πάρνης, της είπα. Δεν θέλει προνομιακή φροντίδα, αλλά καλό είναι να γνωρίζετε ότι φιλοξενείτε ένα σημαντικό δημιουργό. Μια νεαρή γιατρίνα, η κ. Μερόπη Παναγιωταράκου, που ήταν παρούσα στη συζήτηση, μπήκε με συγκρατημένο ενθουσιασμό στην κουβέντα. Κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει μ’ αυτό τον άνθρωπο όταν του πρωτομίλησα. Η φυσιογνωμία του, ο τρόπος που εκφραζόταν, η σεμνότητά του. Κι όταν έψαξα στο διαδίκτυο το όνομα Σωτήρης Λεωνιδάκης με το οποίο έγινε η εισαγωγή, μου το έβγαζε μαζί με το όνομα «Αλέξης Πάρνης». Τον ξέρω σαν λογοτέχνη και αγωνιστή, γιατί κι ο παππούς μου ήταν αντάρτης στην Πελοπόννησο, από τη Δημητσάνα. Αλλά πάλι, ήταν πολύ φτωχικά ντυμένος, αξύριστος, δεν ζητούσε τίποτα και οι συνάδελφοι νόμιζαν ότι θα είναι κάποιος ταλαιπωρημένος άστεγος. Πήρα το θάρρος και τον ρώτησα. Μήπως είστε ο κ. Πάρνης; Όχι, μου απάντησε με μια ταυτόχρονη κίνηση του κεφαλιού και δεν έδωσα συνέχεια για να μην τον φέρω σε δύσκολη θέση. Αλλά μου έμεινε. Γιατί, όμως, το έκανε αυτό;
Γιατί το έκανες αυτό, Αλέξη; ρώτησα. Μα δεν ήθελα ιδιαίτερη μεταχείριση. Ένας κοινός πολίτης είμαι. Εντάξει, αλλά γιατί δεν κάλεσες το 166 να σε μεταφέρει το ασθενοφόρο; Μια άλλη φορά που το χρειάστηκα, έκανε δύο ώρες να έρθει κι εγώ εκείνη την ώρα που αισθανόμουν να πνίγομαι από το βήχα και να χάνω την αναπνοή μου προτίμησα να κατέβω στα γρήγορα για ταξί αφού οι δρόμοι ήταν εντελώς άδειοι. Νυχτιάτικα, στην απόλυτη απουσία άλλων ανθρώπων, με υγρασία, σκοτεινά, ασθμαίνοντας, να διανύσεις κοντά μισό χιλιόμετρο σε κατηφόρα μέχρι να φτάσεις στη λεωφόρο, κι αν βρεις ταξί τέτοια ώρα, μου φαίνεται ακραίο, παρατραβηγμένο. Μην το βλέπεις έτσι. Είμαστε άλλη πάστα εμείς, ζήσαμε τόσα χρόνια πολεμώντας στα βουνά, κυνηγημένοι, σε σπηλιές και σε χαράδρες, χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς κρεβάτια, χωρίς αναισθητικό, μόνο με τα ρούχα μας και το όπλο που είχαμε πάντα στο χέρι. Αυτά είναι ψιλοπράματα. Μην τα μεγαλοποιούμε τώρα. Εξάλλου, έζησα πολλά χρόνια, έζησα καλά και ενδιαφέροντα χρόνια, αφήνω έργο, τελείωσα και τον τρίτο τόμο της τριλογίας, τι άλλο να θέλω από τη ζωή; Επί πλέον, από εδώ είναι ωραίο μέρος για να «φύγεις», ιστορικό. Απ’ αυτό το νοσοκομείο είχαν δραπετεύσει οι κομμουνιστές, οι Ακροναυπλιώτες, οι φθισικοί, το 1942, για να διαφύγουν στο βουνό απ’ όπου άρχισε η ένοπλη αντίσταση στους Γερμανούς ναζί και τους Ιταλούς φασίστες κατακτητές.
Αλέξη, οι φίλοι σου έχουν σοβαρές αντιρρήσεις. Δεν σου δίνουμε ακόμα την άδεια να «φύγεις». Έχεις να ολοκληρώσεις και τη μετάφραση των ποιημάτων του Γιεσένιν!
Τελικά, μέσα σε ένα δεκαήμερο, ο Αλέξης ξεπέρασε τον κίνδυνο και γύρισε στο «αμπρί» του, ορεξάτος και παραγωγικός, στη φύση του Υμηττού. Ικανοποιημένος από τη φροντίδα των γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού, αλλά απορημένος για την κατάσταση που επικρατούσε στα επείγοντα. Πώς άφησαν έναν άνθρωπο 94 ετών με έντονο βήχα και δύσπνοια να περιμένει δυο ώρες σε μια καρέκλα μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων; Μόνος του πήγαινε με βαρύ βηματισμό για τις ακτινογραφίες και ούτε ένα φορείο δεν του διέθεσαν για να ξαπλώσει έτσι όπως ήταν εξαντλημένος. Αυτό τον ξένισε. Δεν μέμφθηκε κανένα, απλά έκφραζε την απορία του, γι’ αυτή την έλλειψη όχι απλά στοιχειώδους ιατρικής μέριμνας, αλλά ανθρωπιστικού ενδιαφέροντος. Κανένας δεν συγκινήθηκε από έναν ηλικιωμένο «άστεγο», που περίμενε αβοήθητος σε μια αίθουσα αναμονής, εκείνη την ώρα, στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, που δεν υπήρχαν καν άλλα «περιστατικά»;
Περασμένα-ξεχασμένα. Μόλις συνήλθε εντελώς, κατέβηκε ευχαριστημένος στο κέντρο, στη δική μας γειτονιά, να μας δείξει τη φρέσκια μετάφραση του Ευγένιου Ονέγκιν του Πούσκιν…
georgianjournal.ge Υπάρχει μεγάλη ποικιλία του γεωργιανών χορών. Αυτός που μελετούμε σήμερα είναι ένας χορός που εκτελείται από ομάδα χορευτών. Αυτός ο χορός είναι λίγο πιο αργός σε σύγκριση με άλλους, και είναι πιο σοβαρός. Στη μέση ο χορός της ομάδας τελειώνει και συνεχίζει με σόλο. Δύο χορεύουν με μια γυναίκα. Αυτό το σόλο είναι παρόμοιο με τον γεωργιανό χορό, όπου ένας άνδρας και μια γυναίκα εκτελούν ολόκληρο χορό.
poemhunter.com «Ήταν ελεημοσύνη που με έφεραν από την παγανιστική γη μου, Δίδαξαν την αδαή ψυχή μου για να καταλάβει ότι υπάρχει ένας Θεός, ότι υπάρχει και ένας Σωτήρας: Κάποτε λύτρωση ούτε ζητούσα ούτε ήξερα. Κάποιοι βλέπουν την μαύρη μας φυλή με περιφρονητικό βλέμμα, "Το χρώμα τους είναι διαβολική σφραγίδα ". Θυμηθείτε, οι χριστιανοί, οι Νέγροι, μαύροι όπως ο Κάιν, μπορούν να εξευγενιστούν και να ενταχθούν στην αγγελική κουστωδία.
kainourgiarxi.blogspot Ο Ουίλλιαμ Μπλέηκ (William Blake) γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1757 και πέθανε το 1827.Ανήκε σε οικογένεια της μεσαίας τάξης. Από μικρός άρχισε να γράφει ποιήματα και να μαθαίνει χαρακτική.Το 1788 ο Μπλέηκ άρχισε να πειραματίζεται πάνω στη μέθοδο που θα χρησιμοποιούσε για να δημοσιεύσει τα ποιήματα του, όντας δύσπιστος απέναντι στους εκδότες της εποχής. Τελικά υιοθέτησε μια πρωτότυπη τεχνική εκτύπωσης συνδυάζοντας την ιδιότητα του χαράκτη και ζωγράφου με αυτή του ποιητή. Την περίοδο 1809 εως 1815 ολοκλήρωσε το τελευταίο και μακροσκελές προφητικό του βιβλίο, την Ιερουσαλήμ, ενώ αργότερα δημιούργησε και μια σειρά εικονογραφήσεων για το Βιβλίο του Ιώβ (Book of Job), που θεωρούνται ως η σημαντικότερη καλλιτεχνική παραγωγή του Μπλέηκ. Αργότερα ασχολήθηκε μόνο με χαρακτική, με εξαίρεση το Αιώνιο Ευαγγέλιο (The Everlasting Gospel) που ολοκληρώθηκε το 1818. Η στάση των κριτικών απέναντι στον Ουίλλιαμ Μπλέηκ, την εποχή που έζησε, κυμάνθηκε από την καχυποψία και την επιφύλαξη ως την απόλυτη εχθρότητα. Ακόμα, οι οραματισμοί του Μπλέηκ εκλαμβάνονταν από την πλειοψηφία ως δείγμα παραφροσύνης του ποιητή. Ο Μπλέηκ συχνά απογοητευόταν καθώς έβλεπε πως η δουλειά του αντιμετωπιζόταν με χλεύη. Το 1809 διοργάνωσε μια ιδιωτική έκθεση των πινάκων του με σκοπό να δημοσιοποιήσει το έργο του αλλά και να το υπερασπιστεί. Σήμερα αναγνωρίζεται ως ο αυθεντικότερος και πιο εκλεκτός από τους ρομαντικούς ποιητές και θεωρείται μια από τις σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Είναι γνωστός επίσης και για τα διάφορα αποφθέγματα που περιέχει το έργο του. Μερικά από αυτά: 1)Όταν λέω την αλήθεια, δεν το κάνω για να πείσω εκείνους που δεν την γνωρίζουν, αλλά για να υπερασπιστώ αυτούς που την γνωρίζουν. 2)Μια αλήθεια που λες με κακή πρόθεση, επηρεάζει πιο πολύ απ’ όλα τα ψέματα που μπορείς να επινοήσεις. 3)Οι τίγρεις της οργής είναι σοφότερες από τα άλογα της μόρφωσης 4)Αν οι πόρτες της αντίληψης καθαρίζονταν, το καθετί θα παρουσιαζόταν στον άνθρωπο όπως πραγματικά είναι: άπειρο. 5)Στον καιρό της σποράς μάθε, στο θέρος δίδαξε, το χειμώνα απόλαυσε. 6)Ο αδύνατος στο θάρρος είναι δυνατός στην πονηριά. 7)Να δεις τον Κόσμο σε έναν κόκκο άμμου, και τον Ουρανό σ’ ένα αγριολούλουδο, να κρατήσεις το Άπειρο στην παλάμη σου και την Αιωνιότητα σε μια ώρα. 8) Η σπουδαιότερη πράξη είναι να προγραμματίσεις μια καινούργια. 9) Ο κουτός δεν βλέπει το ίδιο δέντρο που βλέπει ο σοφός. 10)Αυτός που το πρόσωπό του δεν εκπέμπει φως, ποτέ άστρο δεν θα γίνει. 11)Η εργατική μέλισσα δεν έχει καιρό για θλίψη. 12)Είναι πιο εύκολο να συγχωρήσεις ένα εχθρό, παρά ένα φίλο.
-Πώς λέγεται το βασίλειό σας;-ρώτησα εγώ. Εσείς το ονομάζετε βασίλειο των νεκρών ή παρελθόν,αλλά σε μας ονομάζεται βασίλειο των ζώντων ή παρόν.Το βασίλειο σας για μας είναι βασίλειο του παρελθόντος,επειδή εμείς ήμασταν ότι είστε εσείς.Εσείς μας αναζητάτε πίσω σας,ενώ εμείς πηγαίνουμε μπροστά σας.Εσείς στέλνετε σε μας πότε ανάθεμα,πότε ευλογία,όμως και το ένα και το άλλο δεν πέφτει πάνω μας,επειδή τα πετάτε πίσω σας. Το βασίλειό σας και το βασίλειό μας είναι ένα βασίλειο, ομοούσιο και αχώριστο. Λόγοι Πάνω Από Μία Μυρμηγκοφωλιά,εκδ.Χρόες
Ο Νεφταλί Ρικάρδο Ρέγιες Μπασοάλτο, γεννήθηκε στην πόλη Παράλ της Χιλής το 1904 και είναι αναμφίβολα ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του περασμένου αιώνα. Και αν το όνομά του, δικαίως, «δεν σας λέει τίποτα», είναι γιατί με ψευδώνυμο έγραψε τους υπέροχους στίχους του. Στην αρχή θέλοντας να μην τον πάρει είδηση ο πατέρας του- σιδηροδρομικός υπάλληλος στο επάγγελμα- που δεν έβλεπε με καλό μάτι την ενασχόληση του γιου του με την ποίηση και στην συνέχεια , γιατί με αυτό το ψευδώνυμο (δηλαδή με το Πάμπλο Νερούδα), είχε γίνει παγκοσμίως γνωστός. Το Νερούδα το δανείστηκε, από τον Τσέχο ποιητή Γιαν Νερούντα και το Πάμπλο, ήταν η ισπανόφωνη εκδοχή του Πωλ, μικρού ονόματος του Γάλλου ποιητή Βερλαίν. Κατά μία περίεργη σύμπτωση, η ζωή του Νερούδα έχει κάποια κοινά σημεία με την ζωή του δικού μας μεγάλου ποιητή Γιώργου Σεφέρη. Κι εκείνος μπήκε στο Διπλωματικό Σώμα, γεγονός που του έδωσε την ευκαιρία να ταξιδέψει πολύ, κι εκείνος βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας (το 1971), ενώ όταν πέθανε, δύο χρόνια αργότερα, στις 23/9/1973, η κηδεία του έγινε αφορμή για να διαδηλώσει ο λαός της Χιλής ενάντια σ’ ένα δικτατορικό καθεστώς. Στην περίπτωση του Σεφέρη, η διαμαρτυρία ήταν τον Σεπτέμβρη του 1971 στην Αθήνα, απέναντι στην χούντα των συνταγματαρχών, στην περίπτωση του Νερούδα, η διαμαρτυρία ήταν τον Σεπτέμβρη του 1973 στο Σαντιάγο, απέναντι στην χούντα του Πινοσέτ. Και μάλιστα πολλοί Χιλιανοί συνελήφθησαν μετά την κηδεία για να προστεθούν στον μακρύ κατάλογο των «αγνοούμενων». Όσο για τα έργα του ποιητή στην χώρα του, ήταν απαγορευμένα, μέχρι το 1990. Άλλωστε ο Πινοσέτ, δεν ήταν ο μόνος που τον κυνήγησε. Είχε προηγηθεί το 1948, ο Γκονσάλες Βιντέλα, ο πρόεδρος (και μετέπειτα δικτάτορας) που έθεσε εκτός νόμου το κομμουνιστικό κόμμα της Χιλής. Τότε ο ποιητής, μέλος του κόμματος, για να γλιτώσει αναγκάστηκε να διασχίσει τις Άνδεις, περνώντας μέσα από φαράγγια και λίμνες. Ένας από τους τόπους της αυτοεξορίας του, ήταν και το Κάπρι της Ιταλίας, όπου και έχει γυριστεί η ταινία του Μάικλ Ράντφορντ «Il Postino» («Ο Ταχυδρόμος»). Μια ταινία που διηγείται την φιλία ενός ταχυδρόμου με τον μεγάλο ποιητή και τις πολύτιμες συμβουλές που δίνει ο δεύτερος στον πρώτο, προκειμένου να τον μάθει πώς να φλερτάρει. Ο Νερούδα, ήταν εξαιρετικός και σε αυτόν τον τομέα. Γοήτευε τις γυναίκες, ακριβώς γιατί κι ο ίδιος επέτρεπε στον εαυτό του να γοητευτεί από αυτές. Παντρεύτηκε τρεις φορές και αγαπήθηκε πολλές περισσότερες. Αλήθεια ποια γυναίκα, δεν θα αγαπούσε κάποιον που θα της έγραφε στίχους σαν κι αυτούς: «Ωστόσο δεν αγαπώ τα πόδια σου, παρά μόνο γιατί περπάτησαν πάνω στην γη και πάνω στον άνεμο και πάνω στο νερό, μέχρι να με συναντήσουν». «Κοιμήθηκα μαζί σου και μόλις ξύπνησα το στόμα σου, βγαλμένο από το όνειρό σου μου έδωσε την γεύση της γης, του θαλασσινού νερού, των φυκιών, του βυθού της ζωής σου, και δέχτηκα το φιλί σου μουσκεμένο από την αυγή, σα να μου ερχόταν από την θάλασσα που μας κυκλώνει». Η ποίηση του Πάμπλο Νερούδα πάντως, εκτός από βαθιά ερωτική, είναι ταυτόχρονα, βαθιά πολιτική. Το γνωστό σε εμάς από την μελοποίηση του Μίκυ Θεοδωράκη «Canto General», το επικό ποίημα με τους περισσότερους από 15.000 στίχους, αποτελεί έναν διαχρονικό ύμνο στην ελευθερία των λαών και στην ειρήνη. Πάντως το πιο υπέροχο με την ποίηση του Νερούδα είναι ο τρόπος που ο ίδιος την προσέγγιζε: «Όσον αφορά την ποίηση, στην πραγματικότητα καταλαβαίνω πολύ λίγα πράγματα. Η ποίηση διδάσκεται βήμα- βήμα ανάμεσα στα πράγματα και στις υπάρξεις, χωρίς να τα χωρίσουμε, αλλά ενώνοντάς τα με την ανιδιοτελή απλωσιά της αγάπης».
Χρήστες του Facebook ανέφεραν ότι βάνδαλοι έχουν καταστρέψει το μνημείο του ποιητή και στοχαστή Nizami Ganjavi του Αζερμπαϊτζάν, εγκατεστημένου σε πάρκο της πόλης Derbent. Νωρίτερα, το μνημείο δέχθηκε επανειλημμένα επιθέσεις από βανδάλους.
Ο "κόμβος του Καυκάσου" ανέφερε ότι τον Νοέμβριο του 2017, βάνδαλοι έβλαψαν το μνημείο και έβγαλαν τα έλατα που φυτεύτηκαν στο πάρκο, που πήρε το όνομά του από τον Νιζάμι. Τη νύχτα στις 9 Ιανουαρίου 2015, άγνωστοι βάνδαλοι έβαλαν φωτιά στο μνημείο. Και στις δύο περιπτώσεις, κανείς δεν συνελήφθη .
"Όλα τα δάχτυλα του δεξιού χεριού του ποιητή είναι σπασμένα", λέει η σελίδα Facebook της κοινότητας "Pearl of the South".
Το μνημείο ανεγέρθηκε το 1992 και για πρώτη φορά δέχθηκε επίθεση από βανδάλους 20 χρόνια αργότερα το 2012.
Οι ενέργειες των βανδάλων είναι μια πρόκληση, πιστεύει ο συγγραφέας του ιστολογίου "Ο άνεμος του Apsheron" .
Ο blogger σημειώνει ότι μνημεία του Nizami Ganjavi βρίσκονται σε πολλές πόλεις, όπως η Μόσχα, το Cheboksary, η Τασκένδη, το Πεκίνο, η Ganja και το Μπακού, αλλά «βανδαλισμός εμφανίζεται μόνο στο Derbent».
"Υπάρχει κάθε λόγο να κατηγορούμε την ηγεσία της πόλης για αδράνεια, ακόμη και για σύμπραξη με την υποκίνηση μιας νέας εθνοτικής σύγκρουσης στη Ρωσία", έγραψε.
Σύμφωνα με στατιστικές, περίπου το ένα τρίτο (32,3%) του πληθυσμού της πόλης είναι Αζέροι.
poetry-chaikhana Ακούστε αν που και που ακούτε τους νεκρούς να μουρμουρίζουν σαν στάχτες που τρίζουν σαν άδειες άδειες κουνιστές πολυθρόνες στις βεράντες
να σας ενημερώνουν να σας ενημερώνουν
σαν άνεμοι σε κενά κλαδιά σαν αστέρι σε χειμωνιάτικα δέντρα ως εδώ καλά
anastasiosk Δεν έχω θυμό μέσα μου! Δεν έχω έχθρα για κανέναν! Όμως μέσα μου κοιμάται μια λύπη! Πρόσεχε μην μου την ξυπνάς! Κι η λύπη όταν την ξυπνάς γίνεται θάνατος! Μην μου ξυπνάς την λύπη μέσα μου. Άστη να κοιμηθεί, να γαληνέψει και να ξεχαστεί. Θα θελα να μπορούσα να θυμώσω και να φωνάξω. Να ξεσπάσω, να κλάψω, να εκδικηθώ. Μόνο που τίποτα από αυτά δεν θέλω να κάνω. Το μόνο που θέλω είναι να κοιμίσω την λύπη μου. Να την κοιμίσω και να την ξεχάσω. Όπως κάνω ότι ξεχνώ τόσα πράγματα. Κι ας μην τα ξεχνώ. Θέλω να περπατήσω και να μυρίσω νυχτολούλουδο. Να περιπλανηθώ σε δρομάκια άγνωστα. Θέλω να μετακομίσω σε καινούρια γειτονιά. Να περπατήσω τους δρόμους της και να ανακαλύψω καινούρια μυστικά. Τόσα θέλω, μόνο που δεν ξέρω τι μπορώ. Ή μήπως μπορώ ότι θέλω; Σε θυμάμαι να μου λες, πως πρέπει στον εχθρό να χαμογελώ, γιατί έτσι τον πανικοβάλλω. Σου χαμογελώ και σε κοιτώ στα μάτια. Τώρα πια, ξέρω τα ψέματα πίσω από τις καλά κρυμμένες αλήθειες σου. Είναι όλα τόσο ξεκάθαρα πια. Χάθηκε η ομίχλη, διαλύθηκαν τα σύννεφα κι η ομορφιά και η ασχήμια μας κοιτούν κατάματα. Μην μου ξυπνάς αυτά που αφήνω να κοιμούνται. Ουίλιαμ Σαίξπηρ
Ο Γιώργος Σεφέρης -Σεφεριάδης ήταν το πραγματικό του επίθετο – γεννιέται στις 29/2 του 1900 στα Βουρλά της Σμύρνης. Και είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος συνήθιζε να αστειεύεται με την ημερομηνία γέννησής του που όπως έλεγε τον ανάγκαζε να μετράει τον χρόνο αλλιώς: Αν έχεις γενέθλια κάθε τέσσερα χρόνια, αυτό σημαίνει ότι όταν οι άλλοι έχουν φορτωθεί στην πλάτη τους 4 έτη, εσύ έχεις φορτωθεί μόλις ένα! Το βέβαιο είναι ότι παρόλο που ο στίχος «Λυπούμαι που άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι ανάμεσα από τα δάχτυλα μου, χωρίς να πιω μια στάλα», είναι δικός του, εκείνος δεν άφησε τον χρόνο να του διαφύγει. «Σκαρφαλώνοντας λέξεις, όπως μιαν ανεμόσκαλα», έκανε τον χρόνο συλλογική μνήμη, αυτήν που «όπου και να την αγγίξεις πονάει».
Με σπουδές λογοτεχνίας, πτυχίο Νομικής και ξένες γλώσσες, ο Σεφέρης, δεν δυσκολεύτηκε να διοριστεί στη διπλωματική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών ως ακόλουθος πρεσβείας. Ως ακόλουθος και ως πρέσβης αργότερα, πήγε σε πολλές χώρες.
Η φήμη του ωστόσο ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο το 1963, όταν η Σουηδική Ακαδημία του απένειμε για την ποίησή του το βραβείο Νόμπελ. Στίχοι του όπως
«Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα από λιμάνι σε λιμάνι», «Τίποτε στην Τροία- ένα είδωλο… κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια… για ένα αδειανό πουκάμισο για μια Ελένη», «τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, είμαστε εμείς», ή «όμως τη σκέψη του πρόσφυγα, τη σκέψη του αιχμαλώτου, τη σκέψη του ανθρώπου που κατάντησε κι αυτός πραμάτεια δοκίμασε να την αλλάξεις δεν μπορείς» δίνουν το στίγμα της ιστορίας της νεώτερης Ελλάδας, κάτω από ένα πρίσμα για άλλους απαισιόδοξο, για άλλους μελαγχολικό, για άλλους υπαινικτικό, για άλλους συμβολικό, για όλους πάντως, βαθιά ποιητικό. Όσο για την ομιλία του κατά την απονομή, αρκεί ένα απόσπασμά της για να συνειδητοποιήσουμε για μια ακόμη φορά, γιατί οι μεγάλοι ποιητές παραμένουν τραγικά διαχρονικοί:
«Σε αυτόν τον κόσμο που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται.»
Στις 29 Μαρτίου του 1969, ο Σεφέρης προβαίνει σε μια δημόσια τοποθέτηση για το καθεστώς των Συνταγματαρχών κάνοντας λόγο για μία κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικὲς αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά. Ολοκληρώνει την δήλωσή του με τις παρακάτω φράσεις : Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ τον Θεὸ να μη με φέρει άλλη φορὰ σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.» Ωστόσο «ξαναμίλησε» και μάλιστα λίγο αφότου σώπασε οριστικά, στις 20 Σεπτέμβρη του 1971, όταν και άφησε την τελευταία του πνοή. Δύο μέρες μετά, στις 22/9, όταν κηδεύεται ο Γιώργος Σεφέρης, η νεκρώσιμη ακολουθία μετατρέπεται σε διαδήλωση κατά της χούντας, αφού το τραγούδι «στο περιγιάλι ο κρυφό» σε στίχους του νομπελίστα ποιητή και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, αν και απαγορευμένο, τραγουδιέται από χιλιάδες κόσμου μπροστά στην Πύλη του Αδριανού. Ο τίτλος του συγκεκριμένου ποιήματος , καθόλου τυχαία, είναι «Η άρνηση». ‘Ένας τίτλος για να μας θυμίζει ότι σε κάθε εποχή, χρωστάμε μία άρνηση.
Και βέβαια ο Σεφέρης συνεχίζει να μιλάει:
«Να μιλήσω για ήρωες: Ο Μιχάλης που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία, ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας. "Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…" Οι ήρωες, προχωρούν στα σκοτεινά».
gnomikologikon.gr Η ποίηση δεν αφορά κανέναν άλλον εκτός από τον ίδιο τον ποιητή και όλοι οι άλλοι μπορούν να πάνε να γαμηθούν. Philip Larkin, 1922-1985, Βρετανός ποιητής
fosonline.gr Ο γνωστός μας Τουργκένιεφ στο πλαίσιο μιας διάλεξής του το 1860, υποστήριξε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι οι ανθρώπινοι χαρακτήρες κινούνται ανάμεσα στον Δον Κιχώτη και τον Άμλετ. Αν αποδεχτεί κανείς το αξίωμα αυτό, θα πρέπει ταυτόχρονα να αποφασίσει τι από τα δύο είναι ο ίδιος. Παρορμητικός και ονειροπόλος, ρομαντικός και αφελής όπως ο δον Κιχώτης ή ευφυής, καταρτισμένος, ρεαλιστής αλλά και αθεράπευτα σκεπτικιστής σαν τον σαιξπηρικό Άμλετ. Η διάκριση δεν είναι άνευ σημασίας, αφού ο ίδιος άνθρωπος παλινωδεί συχνά μεταξύ της διαρκούς καχυποψίας και της καλοπροαίρετης προσφοράς. Όσο εύκολο είναι να ζήσει κανείς ονειροπολώντας μέσα στην ελαφρότητα και στην καλοπιστία, όσο εύκολο είναι να οικοδομήσει αυθαίρετα όνειρα και ιδανικά, βλέποντάς τα συχνά να καταρρέουν σαν χάρτινοι πύργοι, τόσο δύσκολο είναι να εμπιστευτεί την εποπτική διάνοια του Άμλετ, να αρχίσει να αμφιβάλει για όλα ώσπου να φτάσει να αμφιβάλει για τον ίδιο του τον εαυτό. Η καχυποψία και η επιφυλακτικότητα μας προφυλάσσουν από κακοτοπιές ωστόσο είναι δύσκολο να ζει κανείς στον αιώνιο δισταγμό και στην άρνηση της δράσης. Από την άλλη ο υπερφίαλος αλτρουισμός και η αφελής εκδοχή του κόσμου σε βάζει σε μπελάδες. Το δίλημμα Δον Κιχώτης ή Άμλετ είναι περίπου το ίδιο με το «Να ζει κανείς ή να μην ζει».
Δείγματα περί του ενιαίου και αδιαιρέτου της ελληνικής φυλής μέσα από τη δημοτική μας ποίηση δίνει ο ερευνητής (συνταξιούχος εκπαιδευτικός) Διαμαντής Λαζαρίδης μέσα από τη σελίδα του στο facebook.
«Το ελάφι και ο Ήλιος»
Τρέχουν τ' αλάφια στα βουνά, τρέχουν τ’ αλαφομόσχια. Μια αλαφίνα ταπεινή δεν πάγει με τα άλλα... Ο Ήλιος την απάντησε, στέκει και την ρωτάει: – Τι έχεις αλαφίνα μου; δεν πας και συ με τ’ άλλα; – Ήλιε μου, σαν μ’ ερώτησες, να σου ομολογήσω. Δώδεκα χρόνους έκαμα, στείρα δίχως μοσχάρι, Κι από τους δώδεκα κι εμπρός απόχτησα μοσχάρι. Το έθρεψα, τ’ ανάθρεψα, το ’καμα δύο χρόνων, και κυνηγός τ’ απάντησε, ρίχνει και το σκοτώνει... (έπονται κατάρες)
«Τ’ αγρέλαφον»
Έναν ελάφ’ αγρέλαφον κι αγρελαφούλας μάνα ουδέ βοσκήν πα βόσκεται ουδέ νόσον άρ’ παίρει. – Κι άρ’ ντ’ έπαθες αγρέλαφον κι αγρελαφούλας μάνα, κι ουδέ βοσκήν πα βόσκεσαι, ουδέ νόσον πα παίρεις; – Δώδεκα χρόνων εγένουμνε κ’ έναν μουσκάρ' εποίκα, εκλίστα κ’ εβόσκουμνε κ’ εκλέφτεν το μουσκάρι μ'. – Σον Θ’ό σ’, σον Θ’ό σ’, νε κυνηγέ, πουδέν μουσκάρι μ' είδες; – Εκείνο κι άλλα δώδεκα σ’ έναν μαχαίρ’ εσύρθαν, σ’ έναν χαλκόν εψέθανε σ’ έναν τραπέζ’ εβάλθαν... (έπονται κατάρες)
Το πρώτο ποίημα είναι από τη συλλογή του Γάλλου ιστορικού-φιλολόγου και φιλέλληνα Κλαύδιου Φοριέλ (1772-1844).Το τραγούδι αυτό «συνετέθη εις την μεσημβρινήν Ακαρνανίαν, όπου είναι ήδη από πολλών ετών διαδεδομένον μεταξύ του λαού», όπως μας πληροφορεί ο Φοριέλ.
Το δεύτερο ποίημα (στην ποντιακή εκδοχή του) είναι από τη συλλογή του Πόντιου διανοουμένου Παντελή Μελανοφρύδη (1885-1967). Το άκουσα να το τραγουδάει ο αείμνηστος Χρύσανθος.
poemhunter Γυρεύω τα χείλη χιλιάδες χείλη που πλήγωσα Χιλιάδες χέρια έχω τώρα να σε τυλίξουν φύλλα φθινοπωρινά θαρρείς φθίνουν στην μεγάλη αγκαλιά Σου Θυσία ανέκφραστη κατάθεση ωριμότητας που σεπεριβάλλει Σιγά - σιγά τα βλέπω .. πεθαίνουν Κύκλος ερώτων.. Γυρεύω την ανάσα Σου που διέκοψα από άγνοια για ό, τι νοιάστηκες στα αλήθεια Ποιος να το πίστευε; Επαψε η καρδιά να χτυπά; Νομίζω στην θέση της θα φυτρώσουν εκατομμύρια άλλες κόκκινες καρδιές για μένα για σένα για όλους ανθισμένες.. μανόλιες και ακριβά ανθοϊάματα! Οι ανθρώπινες καρδιές σε πλήρη λειτουργίαχτυπούν.. τικ τακ.. αδιάκοπα έντονα δυνατά εκκωφαντικά τύμπανο πολέμου που σημαίνει μάχη και ορμάει κατά πάνω μας Χείμαρρος συναισθημάτων καρδιές ικεσίες που φιλί γίνονται Τάμα Προσευχή θαύμα Σώματα χιλιάδες σώματα πουβρίσκουν λίγο φως κι ύστερα για λίγο σκοτάδι πηχτό! Και φάρος φωτεινός πάλι ξεφυτρώνει από το πουθενά άγγιγμα εφήμερο του πάθους, Εσύ... ΖΩΗ. Να λαμπαδιάζεται το πριν το τώρα το ύστερα.. Μια ζωή ξεριζώνεται δύο ζωές Φυτρώνουν χιλιάδες... εκατομμύρια ζωές ξαναγεννιούνται Κοίτα! Γεμάτος φως Εσύ εγώ όλοι αδιάφοροι για την κριτική μέσα στο πάθος βουτηγμένοι δύο τρεις δεκάδες χιλιάδες πυρετός τριγμός στα έγκατα της γης εγκατελειμμένοι Πλήρεις ευτυχισμένοι Στην άγνοιά τους σύννεφο βαρύ της ελευθερίας μας το σύμβολο αλλαλάζον κύμβαλο ερωτικής αρμονίας αγριεμένο κύμα στις θάλασσεςτου ονείρου.... σίγουρα σταθερά αργά βρίσκει σημάδι άλικο από Ήλιους παράφορους γεύση πύρινη στα χείλη Τα χείλη Σου Ένα δύο Χιλιάδες χείλη που σε περιβάλλουν ξανά και ξανά Σαν φύλλα φθινοπωρινά αιώνια.. να σε αγκαλιάζουν και να! Σε ασπάζονται! .. Μαίρη Σκαρπαθιωτάκη