Κουμπιά έχει στα μάτια του , Τα χείλη του ραμμένα , Τα μπούτια του και ο πισινός Με βρύα γεμισμένα Με μια καρφίτσα στην καρδιά Πόζα χαριτωμένη Τέτοιο κακό πως προκαλεί Κανείς δεν περιμένει Μα αν καρφίτσα στην καρδιά Του μπήξουν με μανία Μπορεί να νιώσεις στη στιγμή Έντονη αρρυθμία Κάθε που πέφτει και χτυπά Εσύ θα υποφέρεις Αλλά κι εκείνο θα πονά Σ' το λέω να το ξέρεις Madame M ,Μικρά Ανατριχιαστικά Νανουρίσματα, εκδόσεις Οξύ
ekypros-news «Είμαι επαναστάτης, γιατί δεν υπάρχει αληθινός ποιητής που να μην είναι επαναστάτης», Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Τα ξημερώματα της 19ης Αυγούστου του 1936, ήρθε το τέλος για τον κορυφαίο ποιητή, ζωγράφο, δραματουργό και θεατρικό σκηνοθέτη, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Εκτελέστηκε στο Βίθναρ της Ισπανίας από φασίστες παραστρατιωτικούς οπαδούς του Φράνκο που έθαψαν τη σορό του, μαζί με άλλα τρία άτομα που εκτέλεσαν εκείνη την αυγή σε ομαδικό τάφο. Ο Λόρκα γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου του 1898 στην Ανδαλουσία.Σχετικά γρήγορα εγκατέλειψε τις σπουδές του στη νομική για να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, τη μουσική και τη ζωγραφική. Το 1919, εγκαταστάθηκε στη Φοιτητική Κατοικία του Πανεπιστημίου της Μαδρίτης, που τότε λειτουργούσε ως ανοιχτό πανεπιστήμιο, πολιτιστικό κέντρο. Εκεί συνάντησε τον Σαλβαδόρ Νταλί, τον σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ, τον ποιητή Ραφαέλ Αλμπέρτι και τον Χιμένεθ. Την ίδια περίοδο συνέθεσε τα πρώτα του ποιήματα που κυκλοφόρησαν το 1921, με τίτλο Βιβλίο Ποιημάτων. Λίγο νωρίτερα, το 1918, είχε δημοσιεύσει το έργο Εντυπώσεις & Τοπία περιδιαβαίνοντας την Καστίλη. Το 1922, συνεργάστηκε με τον συνθέτη Μανουέλ ντε Φάγια στο Φεστιβάλ Λαϊκής Μουσικής, στη Γρανάδα. Στις παραδόσεις της λαϊκής και τσιγγάνικης μουσικής, πίστευε πως βρίσκει τη βάση των ποιητικών και πνευματικών του ενορμήσεων. Δημιούργημα του, εκείνη την εποχή, ήταν το Ποίημα Του Κάντε Χόντο, λαϊκό τραγούδι της Ανδαλουσίας, που τραγουδιέται από τσιγγάνους με συνοδεία κιθάρας και λίγο αργότερα, το 1924, ξεκίνησε να γράφει το Ρομανθέρο Χιτάνο, έργο που ολοκλήρωσε τελικά το 1927, σύνθεση 18 ποιημάτων με σταθερή στιχουργική μορφή, έκφραση μιας από τις αρχαιότερες μορφές ισπανικής ποίησης. Την ίδια περίοδο συνέθεσε και την Ωδή Στον Σαλβαντόρ Νταλί ενώ παράλληλα έγραψε το θεατρικό έργο Μαριάνα Πινέδα, που πρωτοπαρουσιάστηκε στη Βαρκελώνη, την ίδια χρονιά, σε σκηνογραφία Νταλί, σημειώνοντας επιτυχία. Τα έτη 1929-1930, αναζήτησε νέες πηγές έμπνευσης και ταξίδεψε στις ΗΠΑ και στην Κούβα. Οι εμπειρίες του στις Ηνωμένες Πολιτείες αξιοποιήθηκαν στο ποίημα Ένας Ποιητής Στη Νέα Υόρκη. Επέστρεψε στην Ισπανία το 1931 και συνέθεσε το Ντιβάνι Της Ταμαρίτ, ενώ παράλληλα δούλεψε και πάνω σε έργα για το κουκλοθέατρο. Εκεί έδειξε ξεκάθαρα πως επέλεγε ως κύρια ενασχόλησή του, τη συγγραφή θεατρικών και τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ολοκλήρωσε τις κορυφαίες του δημιουργίες: Το Σπίτι Της Μπερνάρντα Άλμπα, Ματωμένος Γάμος, Γέρμα, Θρήνος Για Τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας, τραγωδίες με θέμα τη κοινωνική καταπίεση κι έκδηλο το ανθρώπινο στοιχείο. Με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, οργάνωσε μία θεατρική ομάδα υπό την ονομασία La Barroca, η οποία με τη βοήθεια του Υπουργείου Παιδείας, έδωσε παραστάσεις κλασσικών έργων σε χώρους εργατών κι αγροτικές περιοχές. Το 1936 υποδέχθηκε τον Αλμπέρτι, καθώς επέστρεψε από τη Μόσχα. Συνέταξε μια διακήρυξη συγγραφέων κατά του φασισμού κι ξεκίνησε να γράφει μια σειρά θεατρικών σκηνών με μορφή επιθεώρησης, ωστόσο τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, ξέσπασε ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος.
newsbomb.gr Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 2 Φεβρουαρίου 1853. Ο πατέρας του με καταγωγή από τα Κύθηρα ήταν έμπορος (η μητέρα του καταγόταν από τη Χίο) και τον προόριζε για κληρικό, αλλά για οικονομικούς λόγους αναγκάστηκε να τον στείλει υπάλληλο στο κατάστημα ενός Έλληνα σιτεμπόρου στο Ταϊγάνιο (Ταγκανρόγκ) της Ρωσίας. Ήταν πάντα αφηρημένος γιατί δεν του άρεσε το εμπόριο και γέμιζε τα κατάστιχα με στίχους που έγραφε κρυφά. Γύρισε στην Ελλάδα το 1879 και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για τα προς το ζην εργαζόταν ως γραφέας σ’ ένα συμβολαιογραφείο και παράλληλα έγραφε ποιήματα και συνεργαζόταν με σατιρικές εφημερίδες της εποχής: Ασμοδαίος του Εμμανουήλ Ροΐδη, Μη χάνεσαι! του Βλάσση Γαβριηλίδη και Ραμπαγάς του Κλεάνθη Τριανταφύλλου. Το 1881 νυμφεύτηκε τη χιώτισσα Μαρή Κωνσταντινίδου, με την οποία απέκτησε τέσσερεις κόρες κι ένα γιο, τον Κρίτωνα Σουρή, ανώτερο τραπεζικό υπάλληλο και ποιητή. Στις 2 Απριλίου 1883 εξέδωσε τον Ρωμηό, μια εβδομαδιαία έμμετρη τετρασέλιδη σατιρική εφημερίδα, την οποία έγραφε εξ’ ολοκλήρου. «Νονός» του τίτλου ήταν ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης. Ο Σουρής διέκοψε την έκδοση της εφημερίδας τον Αύγουστο, για να δώσει τις εξετάσεις του στο πανεπιστήμιο. Απορρίφθηκε, όμως, στη μετρική «μετά πολλών επαίνων», όπως έλεγε ο ίδιος, από τον καθηγητή Σεμιτέλο, τον οποίο έκανε αργότερα πασίγνωστο στο Πανελλήνιο με τους σατιρικούς του στίχους. Τον Ιούνιο του 1884 ξανάβγαλε τον Ρωμηό και τον συνέχισε χωρίς διακοπή έως το 1918. Ο ίδιος ανήγγειλε την αποτυχία του και την επανέκδοση του Ρωμηού ως εξής: Μετά μεγάλης μου χαράς, στους φίλους αναγγέλλω, πως εξετάσθην, των θυρών ερμητικώς κλεισμένων, στον πολυγένη Φιντικλή και τον σπανό Σεμτέλο και απερρίφθην μυστικά, μετά πολλών επαίνων! Λοιπόν και πάλιν, Έλληνες, αρχίζομε σαν πρώτα, πάλι «Ρωμηός» και ξάπλωμα, πάλι ζωή και κόττα!.. Ο Ρωμηός αγαπήθηκε πολύ από τον λαό και διαβαζόταν άπληστα από τον ελεύθερο και υπόδουλο ελληνισμό. Για 36 χρόνια και οκτώ μήνες κυκλοφορούσε τακτικά κάθε Σάββατο και έκανε δημοφιλή τον Σουρή. Ο Φασουλής και ο Περικλέτος («ο καθένας νέτος σκέτος»), οι δύο λαϊκοί τύποι που δημιούργησε, σχολίαζαν με εύθυμη διάθεση και πνευματώδη δηκτικότητα τα σπουδαιότερα γεγονότα της εβδομάδας. Οι δυο ήρωές του εκπροσωπούσαν την κοινή γνώμη και το αναγνωστικό κοινό του Ρωμηού χαιρόταν το κέφι, την εξυπνάδα και τον πατριωτισμό τους. Τα θέματα της σάτιρας του Σουρή ήταν κοινωνικά και πολιτικά. Εκτός από το Ρωμηό, ο Σουρής έγραψε κι άλλα ποιήματα, έμμετρες κωμωδίες και ημερολόγια. Μετέφρασε τις Νεφέλες του Αριστοφάνη, που παίχτηκαν με μεγάλη επιτυχία στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών το 1900. Έγραψε τόσους στίχους, που απορούσε και ο ίδιος για την ποιητική του γονιμότητα: Τους στίχους που τους έγραψα, φτου να μην τους βασκάνω και τώρα τους ξαναμετρώ μέσα στην τόση ζέστη, αν ημπορούσα δίλεπτα μονάχα να τους κάνω θάχα κι αμπέλια στην Βλαχιά, σπίτια στο Βουκουρέστι. Είχε εξαιρετική ευκολία στη στιχουργία, ιδιοφυΐα στην εύρεση του κωμικού, αδιάπτωτο κέφι και καλοπροαίρετη σατιρική διάθεση. Χτυπώντας τη φαυλότητα όπου την έβρισκε και στο λαό και στους άρχοντες νουθετούσε και δίδασκε, χωρίς να υβρίζει και να δημιουργεί εχθρούς. Να πώς σατιρίζει το ρωμηό σ' ένα ποίημά του: Στον καφενέ απέξω σα μπέης, ξαπλωμένος Του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ Και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος Κανένα δεν κοιτάζω, κανένα δεν ψηφώ. Σε μια καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω, Το άλλο σε μιάν άλλη, κι ολίγο παρεκεί, Αφήνω το καπέλο και αρχινώ με πόνο Τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική! Ψυχή μου! Τι λιακάδα! Τι Ουρανός! Τι φύσις! Αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές Κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις Και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές. Η καλόκαρδη σάτιρα του Σουρή στρέφεται συχνά και στον ίδιο τον εαυτό του. Να μερικά τετράστιχα από το ποίημα Η ζωγραφιά μου: Mπόι δυο πήχες, κόψη κακή, γένια με τρίχες εδώ κι εκεί. Kούτελο θείο, λίγο πλατύ, τρανό σημείο του ποιητή. Δυο μάτια μαύρα χωρίς κακία γεμάτα λαύρα μα και βλακεία. Mακρύ ρουθούνι πολύ σχιστό, κι ένα πηγούνι σαν το Xριστό. Πηγάδι στόμα, μαλλιά χυτά γεμίζεις στρώμα μόνο μ' αυτά. Mούρη αγρία και ζαρωμένη, χλωμή και κρύα σαν πεθαμένη. Kανένα χρώμα δεν της ταιριάζει και τώρ' ακόμα βαφές αλλάζει. Δόντια φαφούτη όλο σχισμάδες, ύφος τσιφούτη για μαστραπάδες. Ο θαυμασμός των συγχρόνων του προς τον Σουρή υπήρξε πολύ μεγάλος. Ο Κωστής Παλαμάς τον αποκαλούσε «γόητα ποιητήν». Θεωρήθηκε ως ο «Νέος Αριστοφάνης», εθνικός ποιητής, προτάθηκε μάλιστα το 1906 για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ως άνθρωπος, ο ποιητής που έκανε επί δύο γενεές του Έλληνες να ευθυμούν, «ήταν ολιγόλογος, σοβαρός και μελαγχολικός την όψιν, άκακος ως αρνίον και πρότυπον καλού χριστιανού και οικογενειάρχου». Η γυναίκα του επέμενε πως είχε έξι παιδιά, συμπεριλαμβάνοντας και τον σύζυγό της, που καθώς «ήταν αδέξιος και ανέμελος» είχε πραγματική ανάγκη μητρικής στοργής και φροντίδας. Ονομαστό ήταν το φιλολογικό του σαλόνι, στο οποίο σύχναζαν όλοι οι ποιητές και συγγραφείς της εποχής του. Ο Γεώργιος Σουρής πέθανε στο εξοχικό του στο Νέο Φάληρο στις 26 Αυγούστου 1919, σε ηλικία 66 ετών. Το πένθος για τον χαμό του ήταν πανελλήνιο και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού. Μεταθανάτια του απονεμήθηκε το παράσημο του Ανώτατου Ταξιάρχη του Σωτήρος για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα. Το 1932 στήθηκε η προτομή του στον κήπο του Ζαππείου. Πηγή: Sansimera.gr
Post tenebras lux. (μτφρ: μετά το σκοτάδι φως) Επιγραφή ρολογιού σε εκκλησία της Γενεύης και σύνθημα των Καλβινιστών και λοιπών Προτεσταντών gnomikologikon.gr
«Αν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε, δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω. Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου. Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές, νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου, νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο, ἡ ἔρημός μου λαό, τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια» «Η ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου (1912-1991) αποτελεί πράξη διαρκούς σύνθεσης και συμφιλίωσης, κοινωνικής αγωνίας, λυρικής πρόσληψης του κόσμου και μεταφυσικού καθαγιασμού της ζωής – με ενοποιητικό κέντρο την απεριόριστη αγάπη για τον άνθρωπο και για το σύνολο των όντων», έχει γράψει ο Π. Δ. Μαστροδημήτρης στην Καθημερινή. «Ο ποιητής της ελεύθερης φαντασίας», όπως έχει γράψει ο Μιχαὴλ Περάνθης γεμάτιος συναισθηματικό και λυρικό πλούτο έφυγε σαν σήμερα πριν από 27 χρόνια σε ηλικία 79 χρονών. Λίγα λόγια για τη ζωή του Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε το 1912 στις Κροκεές Λακωνίας. Είναι το δεύτερο, από τα έξι παιδιά, του Κωνσταντίνου Βρεττάκου και της Ευγενίας Παντελεάκη. Περνά τα νηπιακά του χρόνια στο πατρικό κτήμα στην περιοχή Πλούμιτσα, όπου υπάρχουν μόνον τα δύο μεγάλα σπίτια, του πατέρα και του θείου του και το οικογενειακό εκκλησάκι του Αη-Γιώργη. Ο τόπος αυτός του φυσικού κάλλους και της παιδικής αμεριμνησίας θα επιδράσει καταλυτικά στη ψυχοσύνθεση του Νικηφόρου και στη διαμόρφωση της ποιητικής του ιδιοσυγκρασίας. Το 1917 η οικογένεια μετακομίζει στις Κροκεές. Ο Νικηφόρος εγγράφεται μαθητής στο Δημοτικό σχολείο του χωριού. Το 1921 τελειώνει το Δημοτικό και συνεχίζει στο Ημιγυμνάσιο Κροκεών από το οποίο παρά τις οικονομικές δυσχέρειες και τη βαριά αρρώστια του πατέρα του, αποφοιτά το 1923. Στη συνέχεια εγγράφεται στο Γυμνασίο Γυθείου όπου φοιτά με πολλές δυσκολίες λόγω της οικονομικής δυσπραγίας της οικογένειάς του. Συγκατοικεί με τον φίλο του Θαλή Κουτούπη. Στο ίδιο σχολείο, την ίδια χρονική περίοδο, φοιτά και ο Γιάννης Ρίτσος. Το 1928 δίνει δύο διαλέξεις στην Εμπορική Λέσχη Γυθείου με θέματα από «τη Δικαιοσύνη και την Παιδεία ως τη διάσπαση του ατόμου». Μετά το γυμνάσιο φεύγει για την Αθήνα και σπάνια πλέον πηγαίνει στο χωριό, κι όταν πηγαίνει το κάνει για να δει τη μητέρα του την οποία υπεραγαπούσε. Ακολούθησαν χρόνια πικρά και δύσκολα. Ο πατέρας του πέθανε και η μητέρα του άφησε την Πλούμιτσα και εγκαταστάθηκε μόνιμα στις Κροκεές μαζί με τα αδέρφια του, Σοφία και Μιχάλη. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος παντρεύτηκε το 1934 την Πίτσα Αποστολίδου με την οποία είχαν δύο παιδιά, τον Κώστα και την Τζένη. Πολέμησε στην Αλβανία το 1940-41 και το 1942 έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Ο Λάκωνας ποιητής, κατά τη διάρκεια της χουντικής διδακτορίας, το 1967 αυτοεξορίστηκε. Όταν, με τη μεταπολίτευση, ξαναγύρισε από την ξενιτιά, θαρρείς και ανακάλυψε τη γενέθλια του γη, εγκαταστάθηκε σχεδόν μόνιμα στις Κροκεές. Στις αρχές του 1980 έφτιαξε ένα μικρό σπιτάκι δίπλα στα χαλάσματα της Πλούμιτσας όπου και έγραψε πολλά από τα έργα του αγναντεύοντας το φίλο του τον Ταΰγετο. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος τιμήθηκε με πολλά Ελληνικά και ξένα βραβεία, ενώ προτάθηκε ως υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ στην ποίηση. Την Κυριακή 4 του Αυγούστου 1991, το πρωί, ο ποιητής του Έθνους άφησε την τελευταία του πνοή στην αγαπημένη του Πλούμιτσα. Ποιητικές συλλογές Κάτω από σκιές και φώτα (1929) Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων (1933) Ο πόλεμος (1935) Οι γκριμάτσες του ανθρώπου (1935) Η επιστολή του Κύκνου (1937) Το ταξίδι του Αρχάγγελου (1938) Μαργαρίτα, εικόνες από το ηλιοβασίλεμα (1939) Το μεσουράνημα της φωτιάς (1940) Ηρωική Συμφωνία (1944) 33 Ημέρες (1945) Η παραμυθένια πολιτεία (1947) Το βιβλίο της Μαργαρίτας (1949) Ο Ταΰγετος και η σιωπή (1949) Τα θολά ποτάμια (1950) Πλούμιτσα (1951) Έξοδος με το άλογο (1952) Γράμμα στον Ρ. Οππενχάιμερ (1954) Τα ποιήματα 1929-1951 (1956) Ο χρόνος και το ποτάμι (1957) Η μητέρα μου στην εκκλησία (1957) Βασιλική Δρυς (1958) Το βάθος του κόσμου (1961) Αυτοβιογραφία (1961) Εκλογή (επιλογή από τις προηγούμενες συλλογές (1965) Οδοιπορία (συνολική έκδοση του ποιητικού του έργου σε 3 τόμους, 1972) Διαμαρτυρία (1974) Ωδή στον ήλιο (1974) Το ποτάμι Μπόες και τα εφτά ελεγεία (1975) Απογευματινό ηλιοτρόπιο (1976) Ανάριθμα (1979) Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη (1981) κ.ά. Τα μυστικά όνειρα του Φαμπιού (2009) Παράλληλα ασχολήθηκε με την πεζογραφία και την κριτική. Σε ξεχωριστούς τόμους εκδόθηκαν τα πεζά έργα του: Το γυμνό παιδί (1939) Το αγρίμι (αυτοβιογραφία, 1945) Δύο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου (1949) Ο ένας από τους δύο κόσμους (1958) Νίκος Καζαντζάκης, η αγωνία του και το έργο του (1959) Οδύνη (μυθιστόρημα στα αγγλικά, Νέα Υόρκη, 1969) Μπροστά στο ίδιο ποτάμι (1972) Μαρτυρίες μιας κρίσιμης εποχής (1979) κ.ά. Έγραψε επίσης μία τραγωδία με τον τίτλο Ο Προμηθέας (1978). Πηγές: Περιοδικό Αυγή, Εθνικό κέντρο Βιβλίου, Βικιπαιδεια
(Στο βίντεο ο Νικηφόρος Βρεττάκος διαβάζει ποιήματά του / 1982)
Ο Απεσταλμένος σου δεν θέλησε να κοιτάξει εκείνη την μοιχαλίδα γυναίκα , που την είχαν πιάσει και την κατηγορούσαν . Δεν την κοίταξε παρά όταν έμειναν μόνοι . Όσο κρατούσε η κατηγορία , εκείνος έσκυβε χάμω . Σιωπούσε και έγραφε . Με αυτή τη στάση έκλεισε το στόμα στους κατήγορους . Με αυτή τη στάση έκλεισε για πάντα, εις αιώνας αιώνων , το στόμα σε όλες τις κατηγορίες . Λεβ Ζιλέ , Αγάπη δίχως όρια , εκδόσεις Έλαφος
Ιδού η γη της οδύνης δίχως αύριο μήτε άνεμο φωτεινό ποια φωνή θα φτάσει ω αγαπημένοι μου στη γη της απουσίας ; Άδωνις,Άσματα του Μιχιάρ του Δαμασκηνού , εκδόσεις Άγρα
wussu.com Ο άνθρωπος γεννιέται απαλός και αδύναμος. Στο θάνατό του είναι σκληρός και άκαμπτος. Τα χλωρά φυτά είναι τρυφερά και γεμάτα με χυμό . Στο θάνατό τους είναι μαραμένα και στεγνά. Επομένως, ο άκαμπτος και αλύγιστος είναι ο ακόλουθος του θανάτου. Ο πράος και υποχωρητικός είναι ο μαθητής της ζωής. Έτσι ένας στρατός χωρίς ευελιξία δεν κερδίζει ποτέ μάχη. Ένα δέντρο που είναι αλύγιστο σπάει εύκολα . Ο σκληρός και δυνατός θα πέσει. Ο απαλός και αδύναμος θα υπερνικήσει. Λάο Τσε - Ταό Τε Τσινγκ
Choose carefully the soil you step on It is the only asset that you'll keep when La Calavera Catrina will ask you for a final- literally - dance Διάλεξε προσεκτικά το έδαφος που πατάς Είναι η μόνη περιουσία που θα σου μείνει όταν η Calavera Catrina θα σου ζητήσει έναν τελευταίο -κυριολεκτικά - χορό La Calavera Catrina=Προσωποποίηση του θανάτου στη μεξικάνικη κουλτούρα
stixoi.info Μια και πηγαίνει ο δρόμος μας προς το νεκροταφείο Δίχως αγάπη και κρασί ειν’ η ζωή φορτίο. Φιλόσοφε, πες μας λοιπόν, τι σκέπτεσαι για τούτα; Το κέρδος ποιο να ξέρουμε του κόσμου το βιβλίο; Ομάρ Καγιάμ
eros-erotas Που είσαι αγαπημένη; Μήπως σ’ εκείνο το μικρό παράδεισο, να ποτίζεις τα λουλούδια που σε κοιτάνε όπως τα βρέφη το στήθος της μάνας; Ή μήπως στο δωμάτιό σου, όπου ο βωμός της αρετής στήθηκε προς τιμή σου και που σ’ αυτόν προσφέρεις θυσία την ψυχή και την καρδιά μου; Ή ανάμεσα στα βιβλία, γυρεύοντας ανθρώπινη γνώση ενώ είσαι γεμάτη ουράνια σοφία; Ω συντρόφισσα της ψυχής μου, που είσαι; Προσεύχεσαι στο ναό; Ή καλείς τη Φύση στο λιβάδι, λιμάνι των ονείρων σου; Είσαι στις καλύβες των φτωχών, παρηγορώντας τους πονεμένους με τη γλύκα της ψυχής σου και γεμίζοντας τα χέρια τους με τη γενναιοδωρία σου; Είσαι το πνεύμα του Θεού παντού. Είσαι δυνατότερη απ’ τους αιώνες. Θυμάσαι τη μέρα που συναντηθήκαμε, όταν μας τύλιγε το φωτοστέφανο του πνεύματός σου; Και πλανούνταν γύρω μας οι άγγελοι του Έρωτα δοξολογώντας τις πράξεις της ψυχής; Θυμάσαι τα μονοπάτια και τα δάση που περπατούσαμε μ’ ενωμένα τα χέρια, σφιχταγκαλιασμένοι σα να κρυβόμαστε μέσα στους ίδιους μας τους εαυτούς; Θυμάσαι την ώρα που σ’ αποχαιρέτησα και το αγνό φιλί σου πάνω στα χείλη μου; Εκείνο το φιλί που με δίδαξε ότι η ένωση χειλιών ερωτευμένων φανερώνει ουράνια μυστικά ανέκφραστα απ’ τη γλώσσα. Ήταν η εισαγωγή σ’ ένα μακρόσυρτο στεναγμό σαν την ανάσα του Παντοδύναμου που έκανε άνθρωπο το χώμα. Εκείνος ο στεναγμός μ’ οδήγησε στον πνευματικό κόσμο δείχνοντάς μου τη δόξα της ψυχής μου. Κι αιώνια εκεί θα μείνει μέχρι πάλι να ενωθούμε. Θυμάμαι όταν με φίλαγες και με φίλαγες και δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά σου κι έλεγες: «Συχνά πρέπει να χωρίζονται τα γήινα σώματα για γήινους σκοπούς και χώρια να ζουν ο κόσμος τ’ αναγκάζει. Μα ο Έρωτας κρατάει στα χέρια του το πνεύμα ενωμένο μέχρι να φτάσει ο θάνατος, να πάρει ενωμένες ψυχές. Πήγαινε, αγαπημένε. Η Ζωή σε διάλεξε εκπρόσωπό της. Υπάκουσέ την, γιατί είναι η Ομορφιά που προσφέρει στον πιστό της την κούπα της γλύκας της ζωής. Όσο για τη δική μου αδειανή αγκαλιά, η αγάπη σου θα ’ναι η παρηγοριά μου. Κι η θύμησή σου Αιώνιος Γάμος.” Που είσαι τώρα, άλλε μου εαυτέ; Είσαι ξύπνια μέσα στη σιωπή της νύχτας; Ας σου φέρνει ο καθάριος άνεμος τους χτύπους της καρδιάς μου κι όλη μου την αγάπη. Χαϊδεύεις άραγε το πρόσωπό μου με τη θύμησή σου; Η εικόνα δεν είναι πια σωστή, γιατί η θλίψη έριξε τη σκιά της στην άλλοτε χαρούμενη έκφρασή μου. Τα δάκρυα μάραναν τα μάτια μου που καθρέφτιζαν την ομορφιά σου και ξέραναν τα χείλια που γλύκαινες με τα φιλιά σου. Που είσαι αγαπημένη; Ακούς το κλάμα μου πέρα απ’ τον ωκεανό; Καταλαβαίνεις την ανάγκη μου; Γνωρίζεις πόσο μεγάλη είναι η υπομονή μου; Υπάρχει στον άνεμο κάποιο πνεύμα για να σου φέρει την ανάσα της ετοιμοθάνατης νιότης μου; Υπάρχει μυστική επικοινωνία ανάμεσα στους αγγέλους για να σου φέρει το παράπονό μου; Που είσαι, όμορφο αστέρι μου; Το σκοτάδι της ζωής μ’ έριξε στην αγκαλιά του. Η θλίψη με νίκησε. Πάρε το χαμόγελό σου στον ουρανό. Θα ’ρθει και θα με ζωντανέψει! Ανάσανε την ευωδιά σου στον άνεμο! Θα με στηρίξει! Που είσαι, αγαπημένη; Ω, πόσο μεγάλη είναι η Αγάπη! Και πόσο μικρός εγώ! Χαλίλ Γκιμπράν
An honest mistake it was Swear to God I meant no harm But I never could tell the difference So when we were at the beach I told my wife "Honey , like a whale you swim!" The hit was hard , I could swear it was from the tail Of Moby Dick itself Before passing out, I managed to mumble "Like a dolphin I meant...!" Ένα λάθος ήταν, ειλικρινές Στο Θεό ορκίζομαι,δεν είχα κακό σκοπό Μα να τα ξεχωρίσω δε μπόρεσα ποτέ Έτσι καθώς στην παραλία ήμασταν είπα στη σύζυγό μου "Γλυκιά μου , σαν φάλαινα κολυμπάς !" Το χτύπημα ήταν ισχυρό Από την ουρά ,θα ορκιζόμουν, του ίδιου του Μόμπυ Ντικ Πριν λιποθυμήσω , να μουρμουρίσω πρόλαβα "Εννοούσα σαν δελφίνι ...!"
poetry-chaikhana Ύψιστε ένδοξε Θεέ, άσε το φως Σου να γεμίσει τις σκιές της καρδιάς μου και παραχώρησέ μου, Κύριε, αληθινή πίστη, βέβαιη ελπίδα, τέλεια αγάπη, συνειδητοποίηση και γνώση, για να μπορέσω να εκπληρώσω το άγιο Θέλημά Σου.
Μια μεγάπτερη φάλαινα τινάζεται στην επιφάνεια του Ειρηνικού Ωκεανού στο Εθνικό Φυσικό Πάρκο Uramba Bahia Malaga στην Κολομβία, στις 12 Αυγούστου 2018.
Οι καλοκαιρινές ημέρες έχουνε χαθεί . Γκρίζες ημέρες έρχονται που θα φέρουνε βροχή . Νεροποντές θα κατακλύσουνε τη γη . Λάδι και κρασί . Θ' ανθίσουν γρήγορα οι καρποί . Τα σύννεφα που στέλνουν τη βροχή θα κεντήσουν στη γη πράσινο χαλί . Γόνοι θα προβάλουν και βλαστοί και με κεραυνών φωνές θα κηρυχτεί : Εκείνοι που έσπειραν με δάκρυα , θα θερίσουν με τραγούδια χαράς Ανώνυμος , Εβραίοι ποιητές του Μεσαίωνα , εκδ. Νεφέλη
stepamag.com Καλά ποιήματα σημαίνει μετάφραση από τη μητρική γλώσσα στη μητρική σ’ εκείνο το βαθμό που θαρρείς κι ο δημιουργός είναι ενός έτους και ο λόγος είναι ανακατεμένος με σάλια και γάλα και αίμα (οι θηλές ράγισαν) και τη μυρωδιά της φλαμουριάς, στα οποία υπάρχει τόσο πολλή τρυφερή νοσταλγία που κλαίει ο κοσμοπολίτης συγγραφέας.
Αν οι επιθυμίες πετούν σαν σκιές, Αν οι όρκοι είναι κενά λόγια, Αξίζει να ζει κανείς σε αυτή την ομίχλη της αυταπάτης, αξίζει τον κόπο να ζει κανείς αν η αλήθεια είναι νεκρή; Χρειάζεται κάποιος αιωνιότητα για άχρηστο μόχθο, Χρειάζεται κάποιος αιωνιότητα για παραπλανητικά λόγια; Αυτό που αξίζει από τη ζωή ζει χωρίς αμφιβολία, Μια ανώτερη δύναμη δεν γνωρίζει δεσμούς. Γνωρίζοντας την ανώτερη δύναμη κάποιου, Γιατί να ασχοληθούμε με παιδιάστικα όνειρα; Η ζωή είναι απλώς μια εκμετάλλευση, και η ζωντανή αλήθεια Λάμπει όπως η αθανασία σε μουχλιασμένους τάφους. poetry-chaikhana