Παρασκευή 31 Αυγούστου 2018

The sun sets-Ο ήλιος δύει hay(na)ku

Αποτέλεσμα εικόνας για gaze sun painting

Gaze
so blinding 
The sun sets 

Βλέμμα
τόσο εκτυφλωτικό
Ο ήλιος δύει

Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή(απόσπασμα)

georgakas.lit.

Γιούστος Γλυκός (ή Γλυκύς)

Ο θάνατος φθείρει το σώμα όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων, ενώ τα υλικά αγαθά αποδεικνύονται μάταια.

105

Δὲν εἶστε σεῖς πὀζήσετε μὲ δόξαν καὶ μὲ πλοῦτον,

καὶ πῶς τὸ καταδέχεσθε κ’ εἶστε εἰς τὸν τάφον τοῦτον;

Παιδιά, γονεῖς μου, ἀδέλφια μου, καὶ οὐδὲν σᾶς ἐγνωρίζω,

ἀπὸ τοὺς ἄλλους ποὺ εἶναι αὐτοῦ δὲν σᾶς ἀποχωρίζω!

Ἐβλέπω ’τι ὅλοι ὁμοιάζετε ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον

     





  

  

110

καὶ δὲν γνωρίζεται ὁ μικρὸς ποσῶς ὀκ τὸν μεγάλον,

καὶ οὐδὲν ἠξεύρω ποιούς νὰ βρῶ καὶ τίνες νὰ ρωτήσω,

τὸ ποιούς πρέπει ν’ ἀγκαλιαστῶ καὶ ποιούς νὰ χαιρετίσω,

ποιούς νὰ φιλήσω ὡς ἐδικοὺς καὶ ποιούς νὰ προσκυνήσω,

καθένα πρὸς τὴν τάξιν του καὶ ὡς πρέπει νὰ τιμήσω.



  

115

Πλούσιοι, κριτάδες καὶ ἄρχοντες καὶ στρατηγοὶ μεγάλοι,

ρηγάδες καὶ ἄλλους βασιλεῖς, τοὺς εἶχαν αὐτοῦ βάλει,

ποίοι εἶναι; Νὰ δείξωμεν ’ς αὐτοὺς τιμὴν καὶ δουλοσύνην,

καὶ πάλι εἰς τοὺς μικρότερους σπλάχνος καὶ καλωσύνην·

μήπως καί, οὐδὲν γνωρίζοντα, σφάλωμεν καὶ ἐντραποῦμεν,





     



120

’τι ἀφίνομε τοὺς βασιλεῖς καὶ τοὺς μικροὺς τιμοῦμεν.

Ἐδῶ σημάδια οὐδὲν βαστοῦν ὀχ τὰ βασιλικά τους,

γιὰ νὰ τοὺς ἐγνωρίσωμεν, μόνον τὰ φυσικά τους·

καὶ τὰ σημεῖα τὰ φυσικὰ εἰς ὅλους εἶναι ἐπίσης,

καί, ἂν ἔναι ὅτι ’ναι μιᾶς λογῆς, πῶς νὰ τοὺς ἐγνωρίσῃς;



125

Οἱ βασιλεῖς κ’ οἱ πένητες εἰς τὴν ζωὴν χωρίζουν,

καί, ὡσὰν φθαροῦσιν εἰς τὴν γῆν, βλέπω δὲν τοὺς γνωρίζουν·

ὅλα τὰ στιάτα μοιάζουσιν, ὁμοίως καὶ τὰ κεφάλια,

καὶ οὐδὲν γνωρίζει ἐδῶ τινὰς νὰ εἰπῇ ποιά ἦσαν τὰ κάλλια.

Καὶ ποῦ εἶναι τὰ παλάτια τους, ποῦ ἐχάθη ἡ βασιλειά τους,

  







  

130

ποῦ ἐσκόρπισαν οἱ ἀνθρῶποι τους, ποῦ ἐδιέβη ἡ φαμελιά τους;

Καὶ ποῦ εἶναι τὰ φουσσᾶτα τους, καὶ ποῦ εἶναι οἱ στρατιῶτες,

οἱ στρατηγοὶ κ’ ἡ δύναμις, ποὺ εἶχαν ’ς τὸν κόσμον τότες;

Ποῦ ἐφθάρησαν οἱ θησαυροί, τὰ πλούτη τὰ μεγάλα,

οἱ παρρησιὲς κ’ οἱ δόξες τους καὶ τὰ λαμπρὰ  τους τ’ ἄλλα;



135

Ποῦ εἶναι τὰ τόσα ἄρματα, τὰ πλήθη τῶν ἀλόγων,

δὲν εἶναι αὐτοὶ πὀτρόμασσαν τὸν κόσμον μ’ ἕνα λόγον;

Δὲν εἶναι αὐτοὶ ὁποὺ τὸ συχνὸ ’ς τοὺς κάμπους ἐτεντῶναν

καὶ μὲ γεράκια καὶ σκυλιὰ πάντοτ’ ἐξεφαντῶναν;

Καὶ τώρα πῶς ἐγίνησαν καὶ τοὺς καταφρονοῦσιν



  





  

140

καὶ ὡσὰν καὶ τοὺς ἐπίλοιπους πατοῦν τους καὶ περνοῦσιν!

Δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ μ’ ὁρισμὸν τὸν κόσμον ἐταράσσαν,

καὶ νέοι πῶς ἤλθασιν αὐτοῦ; Γιατί δὲν ἐγεράσαν

’ς τὴν δόξαν καὶ τὴν βασιλειὰν καὶ τὴν πολλὴν ἀξίαν,

ἀμμ’ ἤλθασιν καὶ κείτονται ’ς τὴν τόσην μοναξίαν;





  

145

Δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἐδόξαζαν νὰ ζοῦν περίσσους χρόνους

κ’ ἐκεῖ ’ς τὰ πέρατα τῆς γῆς νὰ στήσουν ἄλλους θρόνους;

Κ’ ἰδέτε τοὺς ταλαίπωρους πόσον καιρὸν ἐμεῖναν·

χρόνους πολλοὺς ἐδόξαζαν καὶ οὐδὲν ἐζῆσαν μῆναν,

ὅτι ἔφθασεν ἀπάνω τους τοῦ Χάρου τὸ δρεπάνι



  





  

150

καὶ τὸν καθένα ἐθέρισεν, καὶ οὐδὲ ἦτον οὐδ’ ἐφάνη.

Καὶ τὰ φουσσᾶτα τὰ πολλὰ κ’ ἡ δύναμις ἡ τόση

καὶ ὁ βιὸς δὲν ἐδυνήθηκεν γιὰ νὰ τοὺς ἐγλυτώσῃ·

καὶ τὰ πολλὰ πλευσίματα πὀγίνετον ὁ στόλος,

ποὺ ἀκούοντά τον ἔτρεμε κ’ ἔφευγε ὁ κόσμος ὅλος,

  

  



  

155

ποσῶς δὲν τοὺς ἐβόηθησαν νὰ μὲν ἐλθοῦν ’ς τὸν ᾍδη,

ἀμμ’ ἤλθασιν καὶ κείτονται μὲ τοὺς λοιποὺς ὁμάδι.

Ποῦ εἶναι οἱ πολέμοι πὄκαμαν κ’ οἱ νῖκες ποὺ νικῆσαν,

καὶ τώρα δὲν γνωρίζονται νὰ εἰπῇ τινὰς τὸ ποιοί ’σαν!

Δὲν εἶναι αὐτοὶ τοὺς ἔτρεμεν ὁ κόσμος κ’ ἡ οἰκουμένη,





  

  

160

καὶ πῶς ἐκαταστάθησαν γυμνοὶ καὶ ἀραχνιασμένοι;

Ποῦ ἐσβήσθησαν οἱ αὐθεντιές, ποῦ εἶναι τὰ μεγαλειά τους,

ποῦ ἐγίνησαν οἱ σάρκες τους, ποὺ ἐπέσαν τὰ μαλλιά τους;

Γυμνὰ κεφάλια ’πέμειναν καὶ κόκκαλα κομμάτια,

φόβος καὶ τρόμος φαίνονται τὸ στόμα καὶ τὰ μάτια!



  



  

165

Καὶ τ’ ἄλλα μέλη τοῦ κορμιοῦ ποιός νὰ τ’ ἀποχωρίσῃ,

τό ’να ’πὸ τ’ ἄλλο καθαρὰ νὰ ἰδῇ καὶ νὰ γνωρίσῃ;

Ποῦ εἶναι οἱ ἐλπίδες πὄλπιζαν, τὰ θάρρη πὀθαρροῦσαν,

τὰ βούλοντα νὰ κάμουσιν κ’ ἔλεγαν κ’ ἐμετροῦσαν;

πῶς ἦτον νὰ τ’ ἀφήσουσιν, πῶς δὲν τὰ κατωρθῶσαν,



  

170

σὰν δούλους πῶς τοὺς ἤφεραν ἐδῶ καὶ τοὺς ἐχῶσαν;

Θάνατε, πῶς τὸ ἐτόλμησες ; Χάρο, πῶς τὸ θυμήθης;

τὴν δύναμίν τους τὴν πολλὴν πῶς δὲν τὴν ἐφοβήθης;

Καὶ ἂν ἔναι ὅτι τοὺς βασιλεῖς δὲν βλέπεις νὰ προσέχῃς,

τοὺς ἄλλους τοὺς ἐπίλοιπους πῶς πρέπει νὰ τοὺς ἔχῃς;



  

175

Ἐπεὶ λοιπὸν ’ς τοὺς βασιλεῖς μὲ τέτοιαν τόλμην πάγεις,

ὅλους, ὡσὰν ἐβλέπομεν, βούλεσαι νὰ μᾶς φάγῃς!

Ὀϊμέ, καὶ πῶς νὰ κάμωμεν, πῶς νὰ σὲ λυτρωθοῦμεν,

τί γιατρικὸν νὰ εὑρίσκαμεν νὰ μὲν σὲ φοβηθοῦμεν;

Εἰς τὲς πληγές σου, ὡς λέγουσιν, δὲν βρίσκεται βοτάνι,





  

180

καὶ ὅποιον λαβώσῃς παρευθὺς χρειά ’ναι γιὰ ν’ ἀποθάνῃ.

Λοιπὸν ποῦ νὰ ’σφαλίστημαν νὰ μὲν παραδοθοῦμεν,

καὶ τὶ ἄρματα νὰ βρίσκαμεν γιὰ νὰ διαφεντευθοῦμεν;

Σὰν ποῦ νὰ καταφύγωμεν, μήπως καὶ οὐδὲν μᾶς εὕρῃς,

ἀλλὰ καὶ γῆν καὶ θάλασσαν ἐσὺ ὅλην τὴν ἠξεύρεις!



  

185

Κ’ ἐκεῖ ὅπου ψήνει τὸ ψωμὶν ὁ ἥλιος, σὰν τὸ λέγουν,

ὅσοι εἶν’ ἐκεῖ πάντ’ ἀπὸ σὲ νύκτα κ’ ἡμέραν κλαίγουν.

Δὲν ἔχει ὁ κόσμος ποὔπετε κανένα καταφύγι,

ποὺ νὰ πορέσῃ νὰ κρυφθῇ ἄνθρωπος, νὰ σοῦ φύγῃ,

οὐδὲ σκουτάρια ἢ ἄρματα ποὺ νὰ μᾶς διαφεντέψουν

  

  

  

  

190

καὶ τέχνη ὁποὺ σαγίττες σου ’ς ἐμᾶς νὰ μὲν κοντέψουν.

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018

lonesome song-μοναχικό τραγούδι hay(na)ku

Αποτέλεσμα εικόνας για cricket singing  painting

Cricket's
lonesome song
amid traffic noise 

Τριζονιού
μοναχικό τραγούδι 
σε βοή αυτοκινήτων 


Το Βουντουκουκλάκι

Αποτέλεσμα εικόνας για voodoo doll


Κουμπιά έχει στα μάτια του ,
Τα χείλη του ραμμένα ,
Τα μπούτια του και ο πισινός
Με βρύα γεμισμένα 

Με μια καρφίτσα στην καρδιά 
Πόζα χαριτωμένη 
Τέτοιο κακό πως προκαλεί 
Κανείς δεν περιμένει 

Μα αν καρφίτσα στην καρδιά 
Του μπήξουν με μανία 
Μπορεί να νιώσεις στη στιγμή 
Έντονη αρρυθμία 

Κάθε που πέφτει και χτυπά 
Εσύ θα υποφέρεις 
Αλλά κι εκείνο θα πονά 
Σ' το λέω να το ξέρεις

Madame M ,Μικρά Ανατριχιαστικά Νανουρίσματα, εκδόσεις Οξύ 

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

Grey sea - Γκρίζα θάλασσα hay(na)ku

Αποτέλεσμα εικόνας για grey sea painting

Sea
turned grey
End of summer 

Γκρίζα 
η θάλασσα
Τέλειωσε το καλοκαίρι 

Σ᾿ ΑΝΑΜΟΝΗ ΘΑΝΑΤΟΥ

Αποτέλεσμα εικόνας για death paintings

Δὲν εἶνε νὰ χαρῶ στὸν κόσμο ἄλλο
τίποτα πιά. Τὰ χέρια σου βαριὰ
γεμάτα καὶ μοῦ τἄδιασες Ζωή.
Τὰ δέχτηκα, δὲ διάλεξα μεγάλο,
μικρό, ἦταν χώρια, ἦταν μαζί.

Μὰ κάτι ποὺ κρυφά μου τὦχες τάξει
κάποτε σπλαχνική, πονετικιὰ
σὲ μένα, τὴ μία ὡραία καὶ χωριστή
στράτα γιὰ νὰ μὲ βρῆ ποὖχες χαράξει
σ᾿ αὐτὸ μόνο δὲ φάνηκες πιστή.

Ὢ δὲν μπορεῖ, κι᾿ αὐτὸ θὰ μοῦ τὸ δώσης
μον᾿ τὸ κρατᾶς ὡς ποὺ νὰ ξεγνοιαστῶ
καὶ νὰ μὲ βρῆ σὰν ἄξαφνη χαρά.
–Τη περηφάνειά μου μὴν ταπεινώσης
κύττα, μή μου λερώσης τὰ φτερά.

Μαρία Πολυδούρη

Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

Ποιητής =επαναστάτης

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: «Δεν υπάρχει αληθινός ποιητής που να μην είναι επαναστάτης»
ekypros-news

«Είμαι επαναστάτης, γιατί δεν υπάρχει αληθινός ποιητής που να μην είναι επαναστάτης», Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.

Τα ξημερώματα της 19ης Αυγούστου του 1936, ήρθε το τέλος για τον κορυφαίο ποιητή, ζωγράφο, δραματουργό και θεατρικό σκηνοθέτη, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Εκτελέστηκε στο Βίθναρ της Ισπανίας από φασίστες παραστρατιωτικούς οπαδούς του Φράνκο που έθαψαν τη σορό του, μαζί με άλλα τρία άτομα που εκτέλεσαν εκείνη την αυγή σε ομαδικό τάφο.

Ο Λόρκα γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου του 1898 στην Ανδαλουσία.Σχετικά γρήγορα εγκατέλειψε τις σπουδές του στη νομική για να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, τη μουσική και τη ζωγραφική. Το 1919, εγκαταστάθηκε στη Φοιτητική Κατοικία του Πανεπιστημίου της Μαδρίτης, που τότε λειτουργούσε ως ανοιχτό πανεπιστήμιο, πολιτιστικό κέντρο. Εκεί συνάντησε τον Σαλβαδόρ Νταλί, τον σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ, τον ποιητή Ραφαέλ Αλμπέρτι και τον Χιμένεθ. Την ίδια περίοδο συνέθεσε τα πρώτα του ποιήματα που κυκλοφόρησαν το 1921, με τίτλο Βιβλίο Ποιημάτων. Λίγο νωρίτερα, το 1918, είχε δημοσιεύσει το έργο Εντυπώσεις & Τοπία περιδιαβαίνοντας την Καστίλη.

Το 1922, συνεργάστηκε με τον συνθέτη Μανουέλ ντε Φάγια στο Φεστιβάλ Λαϊκής Μουσικής, στη Γρανάδα. Στις παραδόσεις της λαϊκής και τσιγγάνικης μουσικής, πίστευε πως βρίσκει τη βάση των ποιητικών και πνευματικών του ενορμήσεων. Δημιούργημα του, εκείνη την εποχή, ήταν το Ποίημα Του Κάντε Χόντο, λαϊκό τραγούδι της Ανδαλουσίας, που τραγουδιέται από τσιγγάνους με συνοδεία κιθάρας και λίγο αργότερα, το 1924, ξεκίνησε να γράφει το Ρομανθέρο Χιτάνο, έργο που ολοκλήρωσε τελικά το 1927, σύνθεση 18 ποιημάτων με σταθερή στιχουργική μορφή, έκφραση μιας από τις αρχαιότερες μορφές ισπανικής ποίησης. Την ίδια περίοδο συνέθεσε και την Ωδή Στον Σαλβαντόρ Νταλί ενώ παράλληλα έγραψε το θεατρικό έργο Μαριάνα Πινέδα, που πρωτοπαρουσιάστηκε στη Βαρκελώνη, την ίδια χρονιά, σε σκηνογραφία Νταλί, σημειώνοντας επιτυχία.

Τα έτη 1929-1930, αναζήτησε νέες πηγές έμπνευσης και ταξίδεψε στις ΗΠΑ και στην Κούβα. Οι εμπειρίες του στις Ηνωμένες Πολιτείες αξιοποιήθηκαν στο ποίημα Ένας Ποιητής Στη Νέα Υόρκη. Επέστρεψε στην Ισπανία το 1931 και συνέθεσε το Ντιβάνι Της Ταμαρίτ, ενώ παράλληλα δούλεψε και πάνω σε έργα για το κουκλοθέατρο. Εκεί έδειξε ξεκάθαρα πως επέλεγε ως κύρια ενασχόλησή του, τη συγγραφή θεατρικών και τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ολοκλήρωσε τις κορυφαίες του δημιουργίες: Το Σπίτι Της Μπερνάρντα Άλμπα, Ματωμένος Γάμος, Γέρμα, Θρήνος Για Τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας, τραγωδίες με θέμα τη κοινωνική καταπίεση κι έκδηλο το ανθρώπινο στοιχείο.

Με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, οργάνωσε μία θεατρική ομάδα υπό την ονομασία La Barroca, η οποία με τη βοήθεια του Υπουργείου Παιδείας, έδωσε παραστάσεις κλασσικών έργων σε χώρους εργατών κι αγροτικές περιοχές. Το 1936 υποδέχθηκε τον Αλμπέρτι, καθώς επέστρεψε από τη Μόσχα. Συνέταξε μια διακήρυξη συγγραφέων κατά του φασισμού κι ξεκίνησε να γράφει μια σειρά θεατρικών σκηνών με μορφή επιθεώρησης, ωστόσο τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, ξέσπασε ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος.

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2018

Ο «γόητας ποιητής»

Σαν σήμερα το 1919 πεθαίνει ο σατιρικός ποιητής Γεώργιος Σουρής

newsbomb.gr

Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 2 Φεβρουαρίου 1853. Ο πατέρας του με καταγωγή από τα Κύθηρα ήταν έμπορος (η μητέρα του καταγόταν από τη Χίο) και τον προόριζε για κληρικό, αλλά για οικονομικούς λόγους αναγκάστηκε να τον στείλει υπάλληλο στο κατάστημα ενός Έλληνα σιτεμπόρου στο Ταϊγάνιο (Ταγκανρόγκ) της Ρωσίας. Ήταν πάντα αφηρημένος γιατί δεν του άρεσε το εμπόριο και γέμιζε τα κατάστιχα με στίχους που έγραφε κρυφά.

Γύρισε στην Ελλάδα το 1879 και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για τα προς το ζην εργαζόταν ως γραφέας σ’ ένα συμβολαιογραφείο και παράλληλα έγραφε ποιήματα και συνεργαζόταν με σατιρικές εφημερίδες της εποχής: Ασμοδαίος του Εμμανουήλ Ροΐδη, Μη χάνεσαι! του Βλάσση Γαβριηλίδη και Ραμπαγάς του Κλεάνθη Τριανταφύλλου. Το 1881 νυμφεύτηκε τη χιώτισσα Μαρή Κωνσταντινίδου, με την οποία απέκτησε τέσσερεις κόρες κι ένα γιο, τον Κρίτωνα Σουρή, ανώτερο τραπεζικό υπάλληλο και ποιητή.

Στις 2 Απριλίου 1883 εξέδωσε τον Ρωμηό, μια εβδομαδιαία έμμετρη τετρασέλιδη σατιρική εφημερίδα, την οποία έγραφε εξ’ ολοκλήρου. «Νονός» του τίτλου ήταν ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης. Ο Σουρής διέκοψε την έκδοση της εφημερίδας τον Αύγουστο, για να δώσει τις εξετάσεις του στο πανεπιστήμιο. Απορρίφθηκε, όμως, στη μετρική «μετά πολλών επαίνων», όπως έλεγε ο ίδιος, από τον καθηγητή Σεμιτέλο, τον οποίο έκανε αργότερα πασίγνωστο στο Πανελλήνιο με τους σατιρικούς του στίχους.

Τον Ιούνιο του 1884 ξανάβγαλε τον Ρωμηό και τον συνέχισε χωρίς διακοπή έως το 1918. Ο ίδιος ανήγγειλε την αποτυχία του και την επανέκδοση του Ρωμηού ως εξής:

Μετά μεγάλης μου χαράς, στους φίλους αναγγέλλω,
πως εξετάσθην, των θυρών ερμητικώς κλεισμένων,
στον πολυγένη Φιντικλή και τον σπανό Σεμτέλο
και απερρίφθην μυστικά, μετά πολλών επαίνων!
Λοιπόν και πάλιν, Έλληνες, αρχίζομε σαν πρώτα,
πάλι «Ρωμηός» και ξάπλωμα, πάλι ζωή και κόττα!..

Ο Ρωμηός αγαπήθηκε πολύ από τον λαό και διαβαζόταν άπληστα από τον ελεύθερο και υπόδουλο ελληνισμό. Για 36 χρόνια και οκτώ μήνες κυκλοφορούσε τακτικά κάθε Σάββατο και έκανε δημοφιλή τον Σουρή. Ο Φασουλής και ο Περικλέτος («ο καθένας νέτος σκέτος»), οι δύο λαϊκοί τύποι που δημιούργησε, σχολίαζαν με εύθυμη διάθεση και πνευματώδη δηκτικότητα τα σπουδαιότερα γεγονότα της εβδομάδας. Οι δυο ήρωές του εκπροσωπούσαν την κοινή γνώμη και το αναγνωστικό κοινό του Ρωμηού χαιρόταν το κέφι, την εξυπνάδα και τον πατριωτισμό τους. Τα θέματα της σάτιρας του Σουρή ήταν κοινωνικά και πολιτικά.

Εκτός από το Ρωμηό, ο Σουρής έγραψε κι άλλα ποιήματα, έμμετρες κωμωδίες και ημερολόγια. Μετέφρασε τις Νεφέλες του Αριστοφάνη, που παίχτηκαν με μεγάλη επιτυχία στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών το 1900. Έγραψε τόσους στίχους, που απορούσε και ο ίδιος για την ποιητική του γονιμότητα:

Τους στίχους που τους έγραψα, φτου να μην τους βασκάνω
και τώρα τους ξαναμετρώ μέσα στην τόση ζέστη,
αν ημπορούσα δίλεπτα μονάχα να τους κάνω
θάχα κι αμπέλια στην Βλαχιά, σπίτια στο Βουκουρέστι.

Είχε εξαιρετική ευκολία στη στιχουργία, ιδιοφυΐα στην εύρεση του κωμικού, αδιάπτωτο κέφι και καλοπροαίρετη σατιρική διάθεση. Χτυπώντας τη φαυλότητα όπου την έβρισκε και στο λαό και στους άρχοντες νουθετούσε και δίδασκε, χωρίς να υβρίζει και να δημιουργεί εχθρούς.

Να πώς σατιρίζει το ρωμηό σ' ένα ποίημά του:

Στον καφενέ απέξω σα μπέης, ξαπλωμένος
Του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ
Και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος
Κανένα δεν κοιτάζω, κανένα δεν ψηφώ.

Σε μια καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω,
Το άλλο σε μιάν άλλη, κι ολίγο παρεκεί,
Αφήνω το καπέλο και αρχινώ με πόνο
Τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική!

Ψυχή μου! Τι λιακάδα! Τι Ουρανός! Τι φύσις!
Αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές
Κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις
Και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.

Η καλόκαρδη σάτιρα του Σουρή στρέφεται συχνά και στον ίδιο τον εαυτό του. Να μερικά τετράστιχα από το ποίημα Η ζωγραφιά μου:

Mπόι δυο πήχες,
κόψη κακή,
γένια με τρίχες
εδώ κι εκεί.

Kούτελο θείο,
λίγο πλατύ,
τρανό σημείο
του ποιητή.

Δυο μάτια μαύρα
χωρίς κακία
γεμάτα λαύρα
μα και βλακεία.

Mακρύ ρουθούνι
πολύ σχιστό,
κι ένα πηγούνι
σαν το Xριστό.

Πηγάδι στόμα,
μαλλιά χυτά
γεμίζεις στρώμα
μόνο μ' αυτά.

Mούρη αγρία
και ζαρωμένη,
χλωμή και κρύα
σαν πεθαμένη.

Kανένα χρώμα
δεν της ταιριάζει
και τώρ' ακόμα
βαφές αλλάζει.

Δόντια φαφούτη
όλο σχισμάδες,
ύφος τσιφούτη
για μαστραπάδες.

Ο θαυμασμός των συγχρόνων του προς τον Σουρή υπήρξε πολύ μεγάλος. Ο Κωστής Παλαμάς τον αποκαλούσε «γόητα ποιητήν». Θεωρήθηκε ως ο «Νέος Αριστοφάνης», εθνικός ποιητής, προτάθηκε μάλιστα το 1906 για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ως άνθρωπος, ο ποιητής που έκανε επί δύο γενεές του Έλληνες να ευθυμούν, «ήταν ολιγόλογος, σοβαρός και μελαγχολικός την όψιν, άκακος ως αρνίον και πρότυπον καλού χριστιανού και οικογενειάρχου». Η γυναίκα του επέμενε πως είχε έξι παιδιά, συμπεριλαμβάνοντας και τον σύζυγό της, που καθώς «ήταν αδέξιος και ανέμελος» είχε πραγματική ανάγκη μητρικής στοργής και φροντίδας. Ονομαστό ήταν το φιλολογικό του σαλόνι, στο οποίο σύχναζαν όλοι οι ποιητές και συγγραφείς της εποχής του.

Ο Γεώργιος Σουρής πέθανε στο εξοχικό του στο Νέο Φάληρο στις 26 Αυγούστου 1919, σε ηλικία 66 ετών. Το πένθος για τον χαμό του ήταν πανελλήνιο και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού. Μεταθανάτια του απονεμήθηκε το παράσημο του Ανώτατου Ταξιάρχη του Σωτήρος για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα. Το 1932 στήθηκε η προτομή του στον κήπο του Ζαππείου.

Πηγή: Sansimera.gr

Κυριακή 26 Αυγούστου 2018

a snake charmer - ένας γητευτής φιδιών hay(na)ku

Αποτέλεσμα εικόνας για snake charmer painting
Dancing 
with you ;
a snake charmer 

Χορεύω
μαζί σου ·
ένας γητευτής φιδιών 

Μετά

Αποτέλεσμα εικόνας για Post tenebras lux.

Post tenebras lux.
(μτφρ: μετά το σκοτάδι φως)

Επιγραφή ρολογιού σε εκκλησία της Γενεύης και σύνθημα των Καλβινιστών και λοιπών Προτεσταντών


gnomikologikon.gr

Νικηφόρος Βρεττάκος: «Ο ποιητής της ελεύθερης φαντασίας»


thetoc.gr

«Αν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,

δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.

Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.




Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,

νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,

νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,

ἡ ἔρημός μου λαό,

τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια»

«Η ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου (1912-1991) αποτελεί πράξη διαρκούς σύνθεσης και συμφιλίωσης, κοινωνικής αγωνίας, λυρικής πρόσληψης του κόσμου και μεταφυσικού καθαγιασμού της ζωής – με ενοποιητικό κέντρο την απεριόριστη αγάπη για τον άνθρωπο και για το σύνολο των όντων», έχει γράψει ο Π. Δ. Μαστροδημήτρης στην Καθημερινή.

«Ο ποιητής της ελεύθερης φαντασίας», όπως έχει γράψει ο Μιχαὴλ Περάνθης γεμάτιος συναισθηματικό και λυρικό πλούτο έφυγε σαν σήμερα πριν από 27 χρόνια σε ηλικία 79 χρονών.

Λίγα λόγια για τη ζωή του
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε το 1912 στις Κροκεές Λακωνίας. Είναι το δεύτερο, από τα έξι παιδιά, του Κωνσταντίνου Βρεττάκου και της Ευγενίας Παντελεάκη. Περνά τα νηπιακά του χρόνια στο πατρικό  κτήμα στην περιοχή  Πλούμιτσα,  όπου υπάρχουν μόνον τα δύο μεγάλα σπίτια, του πατέρα και του θείου του και το οικογενειακό εκκλησάκι του Αη-Γιώργη. Ο τόπος αυτός του φυσικού κάλλους και της παιδικής αμεριμνησίας θα επιδράσει καταλυτικά στη ψυχοσύνθεση του Νικηφόρου και στη διαμόρφωση της ποιητικής του ιδιοσυγκρασίας. Το 1917 η οικογένεια μετακομίζει στις Κροκεές. Ο Νικηφόρος εγγράφεται μαθητής στο Δημοτικό σχολείο του χωριού. Το 1921 τελειώνει το Δημοτικό και συνεχίζει στο Ημιγυμνάσιο Κροκεών από το οποίο παρά τις οικονομικές δυσχέρειες και τη βαριά αρρώστια του πατέρα του, αποφοιτά το 1923. Στη συνέχεια εγγράφεται στο Γυμνασίο Γυθείου όπου φοιτά με πολλές δυσκολίες λόγω της οικονομικής δυσπραγίας της οικογένειάς του. Συγκατοικεί με τον φίλο του Θαλή Κουτούπη. Στο ίδιο σχολείο, την ίδια χρονική περίοδο, φοιτά και ο Γιάννης Ρίτσος. Το 1928 δίνει δύο διαλέξεις στην Εμπορική Λέσχη Γυθείου με θέματα από «τη Δικαιοσύνη και την Παιδεία ως τη διάσπαση του ατόμου».

Μετά το γυμνάσιο φεύγει για την Αθήνα και σπάνια πλέον πηγαίνει στο χωριό, κι όταν πηγαίνει το κάνει για να δει τη μητέρα του την οποία υπεραγαπούσε. Ακολούθησαν χρόνια πικρά και δύσκολα. Ο πατέρας του πέθανε και η μητέρα του άφησε την Πλούμιτσα και εγκαταστάθηκε μόνιμα στις Κροκεές μαζί με τα αδέρφια του, Σοφία και Μιχάλη.

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος παντρεύτηκε το 1934  την Πίτσα Αποστολίδου με την οποία είχαν δύο παιδιά, τον Κώστα και την Τζένη. Πολέμησε στην Αλβανία το 1940-41 και το 1942 έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση.

Ο Λάκωνας ποιητής, κατά τη διάρκεια της χουντικής διδακτορίας, το 1967 αυτοεξορίστηκε. Όταν, με τη μεταπολίτευση, ξαναγύρισε από την ξενιτιά, θαρρείς και ανακάλυψε τη γενέθλια του γη, εγκαταστάθηκε σχεδόν μόνιμα στις Κροκεές. Στις αρχές του 1980 έφτιαξε ένα μικρό σπιτάκι δίπλα στα χαλάσματα της Πλούμιτσας όπου και έγραψε πολλά από τα έργα του αγναντεύοντας το φίλο του τον Ταΰγετο.

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος τιμήθηκε με πολλά Ελληνικά και ξένα βραβεία, ενώ προτάθηκε ως υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ στην ποίηση. Την Κυριακή 4 του Αυγούστου 1991, το πρωί, ο ποιητής του Έθνους άφησε την τελευταία του πνοή στην αγαπημένη του Πλούμιτσα.

Ποιητικές συλλογές
Κάτω από σκιές και φώτα (1929)

Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων (1933)

Ο πόλεμος (1935)

Οι γκριμάτσες του ανθρώπου (1935)

Η επιστολή του Κύκνου (1937)

Το ταξίδι του Αρχάγγελου (1938)

Μαργαρίτα, εικόνες από το ηλιοβασίλεμα (1939)

Το μεσουράνημα της φωτιάς (1940)

Ηρωική Συμφωνία (1944)

33 Ημέρες (1945)

Η παραμυθένια πολιτεία (1947)

Το βιβλίο της Μαργαρίτας (1949)

Ο Ταΰγετος και η σιωπή (1949)

Τα θολά ποτάμια (1950)

Πλούμιτσα (1951)

Έξοδος με το άλογο (1952)

Γράμμα στον Ρ. Οππενχάιμερ (1954)

Τα ποιήματα 1929-1951 (1956)

Ο χρόνος και το ποτάμι (1957)

Η μητέρα μου στην εκκλησία (1957)

Βασιλική Δρυς (1958)

Το βάθος του κόσμου (1961)

Αυτοβιογραφία (1961)

Εκλογή (επιλογή από τις προηγούμενες συλλογές (1965)

Οδοιπορία (συνολική έκδοση του ποιητικού του έργου σε 3 τόμους, 1972)

Διαμαρτυρία (1974)

Ωδή στον ήλιο (1974)

Το ποτάμι Μπόες και τα εφτά ελεγεία (1975)

Απογευματινό ηλιοτρόπιο (1976)

Ανάριθμα (1979)

Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη (1981) κ.ά.

Τα μυστικά όνειρα του Φαμπιού (2009)

Παράλληλα ασχολήθηκε με την πεζογραφία και την κριτική.

Σε ξεχωριστούς τόμους εκδόθηκαν τα πεζά έργα του:

Το γυμνό παιδί (1939)

Το αγρίμι (αυτοβιογραφία, 1945)

Δύο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου (1949)

Ο ένας από τους δύο κόσμους (1958)

Νίκος Καζαντζάκης, η αγωνία του και το έργο του (1959)

Οδύνη (μυθιστόρημα στα αγγλικά, Νέα Υόρκη, 1969)

Μπροστά στο ίδιο ποτάμι (1972)

Μαρτυρίες μιας κρίσιμης εποχής (1979) κ.ά.

Έγραψε επίσης μία τραγωδία με τον τίτλο Ο Προμηθέας (1978).

 Πηγές: Περιοδικό Αυγή, Εθνικό κέντρο Βιβλίου, Βικιπαιδεια



(Στο βίντεο ο Νικηφόρος Βρεττάκος διαβάζει ποιήματά του / 1982)

Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

Σιωπούσε και έγραφε

Αποτέλεσμα εικόνας για the first one to cast a stone

Ο Απεσταλμένος σου δεν θέλησε να κοιτάξει εκείνη την μοιχαλίδα γυναίκα , που την είχαν πιάσει και την κατηγορούσαν .  Δεν την κοίταξε παρά όταν έμειναν μόνοι . Όσο κρατούσε η κατηγορία , εκείνος έσκυβε χάμω . Σιωπούσε και έγραφε .

Με αυτή τη στάση έκλεισε το στόμα στους κατήγορους . Με αυτή τη στάση έκλεισε για πάντα, εις αιώνας αιώνων , το στόμα σε όλες τις κατηγορίες .

Λεβ Ζιλέ , Αγάπη δίχως όρια , εκδόσεις Έλαφος

Μοσχάτο

Αποτέλεσμα εικόνας για μοσχατο αμβουργου

Δυνατό κρασί 
στις κόρες ανάμεσα
λάμπει μοσχάτο 

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Τὸ παραπαῖον γῆρας

Αποτέλεσμα εικόνας για old man painting

~nektar

Τὰς τρίχας ἄσπρης κεφαλῆς
σκοπὸν τὰς ἔχουν προσβολῆς
κι εἰν᾿ ἐμπαιγμὸς τῆς μοίρας
τὸ παραπαῖον γῆρας.

Ὅπου τὸ πόδι μου σταθεῖ
καὶ ὅπου περπατήσω
σιγὰ-σιγὰ μ᾿ ἀκολουθεῖ
ὁ χάρος ἀπὸ πίσω.

Αὐτὸ τὸ ἔρημο κορμὶ
τὸ τριγυρίζουν σκύλοι
καὶ «χόρτασες κι ἐσὺ ψωμί»
μοῦ λὲν ἐχθροὶ καὶ φίλοι.

Ὡς φάσμα τρέχω τῆς νυκτὸς
μακράν του δρῶντος κόσμου
καὶ ὅπου τάφος ἀνοικτὸς
μοῦ φαίνεται δικός μου.



Γεώργιος Σουρῆς 

Η γη της απουσίας

Αποτέλεσμα εικόνας για wastelands painting

Ιδού η γη της οδύνης
δίχως αύριο μήτε άνεμο φωτεινό

ποια φωνή θα φτάσει 
ω αγαπημένοι μου στη γη της απουσίας ;

Άδωνις,Άσματα του Μιχιάρ του Δαμασκηνού , εκδόσεις Άγρα

Κορινθιακά άτια

Αγρια άλογα στην ορεινή Κορινθία

Αγρια άλογα σε λίμνη στην ορεινή Κορινθία-Φωτογραφία: Eurokinissi/Βασίλης Ρεμπάπης

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

Ο πράος και υποχωρητικός είναι ο μαθητής της ζωής.

Αποτέλεσμα εικόνας για lao tzu


wussu.com

Ο άνθρωπος γεννιέται απαλός και αδύναμος. 
Στο θάνατό του είναι σκληρός και άκαμπτος. 
Τα χλωρά φυτά είναι τρυφερά και γεμάτα με χυμό . 
Στο θάνατό τους είναι μαραμένα και στεγνά. 

Επομένως, ο άκαμπτος και αλύγιστος είναι ο ακόλουθος του θανάτου. 
Ο πράος και υποχωρητικός είναι ο μαθητής της ζωής. 

Έτσι ένας στρατός χωρίς ευελιξία δεν κερδίζει ποτέ μάχη. 
Ένα δέντρο που είναι αλύγιστο σπάει εύκολα . 

Ο σκληρός και δυνατός θα πέσει. 
Ο απαλός και αδύναμος θα υπερνικήσει.

Λάο Τσε - Ταό Τε Τσινγκ 

Κι ο Ιούδας ζει.


fractalart.gr

Κι ο Ιούδας ζει.
Από φιλί σε φιλί
της προδοσίας.

της Ελένης Μωυσιάδου Δοξαστάκη

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018

La Calavera Catrina

Αποτέλεσμα εικόνας για La Calavera Catrina

Choose carefully the soil you step on
It is  the only asset that you'll keep 
when La Calavera Catrina will
ask you for a final- literally - dance

Διάλεξε προσεκτικά το έδαφος που πατάς
Είναι η μόνη περιουσία που θα σου μείνει
όταν η Calavera Catrina θα σου 
ζητήσει έναν τελευταίο -κυριολεκτικά - χορό 


La Calavera Catrina=Προσωποποίηση του θανάτου στη μεξικάνικη κουλτούρα 

Τὸ σῶμα


agiazoni


Τοῦτο τὸ σῶμα ποὺ ἔλπιζε σὰν τὸ κλωνὶ ν᾿ ἀνθίσει

καὶ νὰ καρπίσει καὶ στὴν παγωνιὰ νὰ γίνει αὐλὸς

ἡ φαντασία τὸ βύθισε σ᾿ ἕνα βουερὸ μελίσσι

γιὰ νὰ περνᾶ καὶ νὰ τὸ βασανίζει ὁ μουσικὸς καιρός.


Σεφέρης Γιῶργος

Τρίτη 21 Αυγούστου 2018

Μια και πηγαίνει ο δρόμος μας προς το νεκροταφείο

Σχετική εικόνα

stixoi.info

Μια και πηγαίνει ο δρόμος μας προς το νεκροταφείο

Δίχως αγάπη και κρασί ειν’ η ζωή φορτίο.

Φιλόσοφε, πες μας λοιπόν, τι σκέπτεσαι για τούτα;

Το κέρδος ποιο να ξέρουμε του κόσμου το βιβλίο;


Ομάρ Καγιάμ

Ω, πόσο μεγάλη είναι η Αγάπη!

Αποτέλεσμα εικόνας για romantic paintings
eros-erotas

Που είσαι αγαπημένη;
Μήπως σ’ εκείνο το μικρό παράδεισο,
να ποτίζεις τα λουλούδια που σε κοιτάνε
όπως τα βρέφη το στήθος της μάνας;

Ή μήπως στο δωμάτιό σου,
όπου ο βωμός της αρετής στήθηκε προς τιμή σου
και που σ’ αυτόν προσφέρεις θυσία
την ψυχή και την καρδιά μου;

Ή ανάμεσα στα βιβλία,
γυρεύοντας ανθρώπινη γνώση
ενώ είσαι γεμάτη ουράνια σοφία;

Ω συντρόφισσα της ψυχής μου, που είσαι;
Προσεύχεσαι στο ναό; Ή καλείς τη Φύση στο λιβάδι,
λιμάνι των ονείρων σου;

Είσαι στις καλύβες των φτωχών,
παρηγορώντας τους πονεμένους με τη γλύκα της ψυχής σου
και γεμίζοντας τα χέρια τους με τη γενναιοδωρία σου;

Είσαι το πνεύμα του Θεού παντού. Είσαι δυνατότερη απ’ τους αιώνες.
Θυμάσαι τη μέρα που συναντηθήκαμε,
όταν μας τύλιγε το φωτοστέφανο του πνεύματός σου;
Και πλανούνταν γύρω μας οι άγγελοι του Έρωτα δοξολογώντας τις πράξεις της ψυχής;

Θυμάσαι τα μονοπάτια και τα δάση που περπατούσαμε μ’ ενωμένα τα χέρια,
σφιχταγκαλιασμένοι σα να κρυβόμαστε μέσα στους ίδιους μας τους εαυτούς;
Θυμάσαι την ώρα που σ’ αποχαιρέτησα και το αγνό φιλί σου πάνω στα χείλη μου;

Εκείνο το φιλί που με δίδαξε ότι η ένωση χειλιών ερωτευμένων
φανερώνει ουράνια μυστικά ανέκφραστα απ’ τη γλώσσα.
Ήταν η εισαγωγή σ’ ένα μακρόσυρτο στεναγμό
σαν την ανάσα του Παντοδύναμου που έκανε άνθρωπο το χώμα.

Εκείνος ο στεναγμός μ’ οδήγησε στον πνευματικό κόσμο
δείχνοντάς μου τη δόξα της ψυχής μου.
Κι αιώνια εκεί θα μείνει μέχρι πάλι να ενωθούμε.

Θυμάμαι όταν με φίλαγες και με φίλαγες
και δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά σου
κι έλεγες: «Συχνά πρέπει να χωρίζονται τα γήινα σώματα
για γήινους σκοπούς και χώρια να ζουν ο κόσμος τ’ αναγκάζει.

Μα ο Έρωτας κρατάει στα χέρια του το πνεύμα ενωμένο
μέχρι να φτάσει ο θάνατος, να πάρει ενωμένες ψυχές.
Πήγαινε, αγαπημένε. Η Ζωή σε διάλεξε εκπρόσωπό της.

Υπάκουσέ την,
γιατί είναι η Ομορφιά που προσφέρει
στον πιστό της την κούπα της γλύκας της ζωής.

Όσο για τη δική μου αδειανή αγκαλιά,
η αγάπη σου θα ’ναι η παρηγοριά μου.
Κι η θύμησή σου Αιώνιος Γάμος.”

Που είσαι τώρα, άλλε μου εαυτέ;
Είσαι ξύπνια μέσα στη σιωπή της νύχτας;
Ας σου φέρνει ο καθάριος άνεμος
τους χτύπους της καρδιάς μου κι όλη μου την αγάπη.

Χαϊδεύεις άραγε το πρόσωπό μου με τη θύμησή σου;
Η εικόνα δεν είναι πια σωστή,
γιατί η θλίψη έριξε τη σκιά της
στην άλλοτε χαρούμενη έκφρασή μου.

Τα δάκρυα μάραναν τα μάτια μου
που καθρέφτιζαν την ομορφιά σου
και ξέραναν τα χείλια που γλύκαινες με τα φιλιά σου.

Που είσαι αγαπημένη;
Ακούς το κλάμα μου πέρα απ’ τον ωκεανό;
Καταλαβαίνεις την ανάγκη μου;
Γνωρίζεις πόσο μεγάλη είναι η υπομονή μου;

Υπάρχει στον άνεμο κάποιο πνεύμα
για να σου φέρει την ανάσα της ετοιμοθάνατης νιότης μου;
Υπάρχει μυστική επικοινωνία ανάμεσα στους αγγέλους
για να σου φέρει το παράπονό μου;
Που είσαι, όμορφο αστέρι μου;

Το σκοτάδι της ζωής μ’ έριξε στην αγκαλιά του.
Η θλίψη με νίκησε.
Πάρε το χαμόγελό σου στον ουρανό.
Θα ’ρθει και θα με ζωντανέψει!
Ανάσανε την ευωδιά σου στον άνεμο!
Θα με στηρίξει!

Που είσαι, αγαπημένη;
Ω, πόσο μεγάλη είναι η Αγάπη!
Και πόσο μικρός εγώ!

Χαλίλ Γκιμπράν

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018

Captain Ahab-Καπετάν Αχαάβ

Αποτέλεσμα εικόνας για captain ahab

An honest mistake it was 
Swear to God I meant no harm 
But I never could tell the difference 
So when we were at the beach
I told my wife
"Honey , like a whale you swim!"
The hit was hard , 
I could swear it was from the  tail 
Of Moby Dick itself 
Before passing out, I managed to mumble
"Like a dolphin I meant...!"

Ένα λάθος ήταν, ειλικρινές 
Στο Θεό ορκίζομαι,δεν είχα κακό σκοπό 
Μα να τα ξεχωρίσω δε μπόρεσα ποτέ 
Έτσι καθώς στην παραλία ήμασταν
είπα στη σύζυγό μου
"Γλυκιά μου , σαν φάλαινα κολυμπάς !"
Το χτύπημα ήταν ισχυρό 
Από την ουρά ,θα ορκιζόμουν,
του ίδιου του Μόμπυ Ντικ
Πριν λιποθυμήσω , να μουρμουρίσω πρόλαβα
"Εννοούσα σαν δελφίνι ...!"

Φραγκίσκου της Ασίζης, προσευχή

Francis of Assisi, Francis of Assisi poetry, Christian, Christian poetry, Catholic poetry,  poetry,  poetry
poetry-chaikhana

Ύψιστε
ένδοξε Θεέ, 
άσε το φως Σου να γεμίσει τις σκιές της καρδιάς μου 
και παραχώρησέ μου, Κύριε, 
αληθινή πίστη, 
βέβαιη ελπίδα, 
τέλεια αγάπη, 
συνειδητοποίηση και γνώση, για 
να μπορέσω να εκπληρώσω το άγιο Θέλημά Σου.

Άλμα



This Week in Pictures: August 11-17sputniknews

Μια μεγάπτερη φάλαινα τινάζεται στην επιφάνεια του Ειρηνικού Ωκεανού στο Εθνικό Φυσικό Πάρκο Uramba Bahia Malaga στην Κολομβία, στις 12 Αυγούστου 2018.

Κυριακή 19 Αυγούστου 2018

Οι καλοκαιρινές ημέρες έχουνε χαθεί .

Αποτέλεσμα εικόνας για autumn painting

Οι καλοκαιρινές ημέρες έχουνε χαθεί .
Γκρίζες ημέρες έρχονται που θα φέρουνε βροχή .
Νεροποντές θα κατακλύσουνε τη γη . Λάδι και κρασί .
Θ' ανθίσουν γρήγορα οι καρποί .
Τα σύννεφα που στέλνουν τη βροχή 
θα κεντήσουν στη γη πράσινο χαλί .
Γόνοι θα προβάλουν και βλαστοί 
και με κεραυνών φωνές θα κηρυχτεί :
Εκείνοι που έσπειραν με δάκρυα , θα θερίσουν με τραγούδια 
χαράς

Ανώνυμος , Εβραίοι ποιητές του Μεσαίωνα , εκδ. Νεφέλη

Καλά ποιήματα σημαίνει μετάφραση

Αποτέλεσμα εικόνας για poems paintings

stepamag.com


Καλά ποιήματα σημαίνει μετάφραση

από τη μητρική γλώσσα στη μητρική

σ’ εκείνο το βαθμό που θαρρείς κι ο δημιουργός είναι ενός έτους

και ο λόγος είναι ανακατεμένος με σάλια

και γάλα και αίμα (οι θηλές ράγισαν) και τη μυρωδιά της φλαμουριάς,

στα οποία υπάρχει τόσο πολλή τρυφερή νοσταλγία

που κλαίει ο κοσμοπολίτης  συγγραφέας.




Βέρα Πάβλοβα 

Σάββατο 18 Αυγούστου 2018

Viper - Έχιδνα

Αποτέλεσμα εικόνας για viper painting

Like the venom of the viper is your love
but I adore the way it kills me slowly 

Σαν έχιδνας φαρμάκι , ο έρωτάς σου 
μα λατρεύω το πώς αργά με φονεύει 

Αν οι επιθυμίες πετούν σαν σκιές

Αποτέλεσμα εικόνας για graveyard painting


Vladimir Solovyov


Αν οι επιθυμίες πετούν σαν σκιές, 
Αν οι όρκοι είναι κενά λόγια, 
Αξίζει να ζει κανείς  σε αυτή την ομίχλη της αυταπάτης, 
αξίζει τον κόπο να ζει κανείς αν η αλήθεια είναι νεκρή; 

Χρειάζεται κάποιος αιωνιότητα για άχρηστο μόχθο, 
Χρειάζεται κάποιος αιωνιότητα για παραπλανητικά λόγια; 
Αυτό που αξίζει από τη ζωή ζει χωρίς αμφιβολία, 
Μια ανώτερη δύναμη δεν γνωρίζει δεσμούς. 

Γνωρίζοντας την ανώτερη δύναμη κάποιου, 
Γιατί να ασχοληθούμε με παιδιάστικα όνειρα; 
Η ζωή είναι απλώς μια εκμετάλλευση, και η ζωντανή αλήθεια 
Λάμπει όπως η αθανασία σε μουχλιασμένους τάφους.


poetry-chaikhana

Φωλιά

Δημιουργία του Ρώσου φωτογράφου Platon Yurich

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2018

Η Παναγία στη νεοελληνική ποίηση

Σχετική εικόνα
politischios

Ὅταν ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ Παναγία μας, ἐπισκέφτηκε τὴν Ἐλισσάβετ καὶ δέχθηκε ἀπὸ ἐκείνη τὸν θεόπνευστο μακαρισμὸ «Εὐλογημένη Σύ ἐν γυναιξί», ἀπήντησε προφητικά: «Ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί».

Ὁ Θεομητορικὸς αὐτὸς λόγος εὕρηκε τὴν ἐπιβεβαίωσή του μέσα στους αἰῶνες ἕως καὶ τὶς ἡμέρες μας.

Γράφει ο Μητροπολίτης Χίου Μάρκος

Ἱκανὸς ἀριθμὸς νεοελλήνων ποιητῶν ἐξεδίπλωσαν τὸ ἔσω εἰλητάριο τῆς καρδίας τους καὶ ἄφησαν τοὺς κονδυλοφόρους τους νά ἀναμέλψουν ὕμνο ἤ νά διατυπώσουν λυρικὸ λόγο για τὴν Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου.

Ὁ Γεώργιος Ἀθάνας ὑψώνει τὸ βλέμμα τῆς ψυχῆς του ἀπὸ τὸ ἀκροθαλάσσι τῆς Ναυπάκτου πρὸς τὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Ρούμελης καὶ στά «Τραγούδια τῶν βουνῶν» εὐγνωμονεῖ τὴν Παναγία πού βοήθησε νά ἐπιστρέψουν ζωντανοὶ ἀπὸ τὴν μάχη:

«Ἐσύ, ποὺ καλογύρισες, μὴ λησμονᾶς τὸ τάμα!

Κινᾶμε, πᾶμε στον Προυσό, μαζὶ μ’ἐμᾶς χιλιάδες…

Μεγαλομάτα Παναγιά, τὸ ζωντανό Σου θάμα

γονατιστὲς δοξάζουνε μές στή Σπηλιὰ οἱ Μανάδες».

Ἡ Ἔφη Ἀλιανοῦ στή «Θάλασσα τοῦ Ζόφου» θὰ ἁγιογραφήσει ἕνα θεομητορικὸ πίνακα μὲ πινελιὲς ἀπ’ τὶς εὐλογημένες στιγμὲς τῆς λαϊκῆς εὐσεβείας τῶν Ἑλλήνων, σὰν «πρᾶξιν ἐπίβασιν θεωρίας» νηπτικής, ἀπόσταγμα τοῦ πνεύματος τῶν κολλυβάδων που ἀναγεννᾶ τὴν νεοελληνικὴ πραγματικότητα.

«Για μένα εἶσαι πάντα ἡ Παναγία τοῦ ἐλέους καὶ τοῦ πόνου.

Ἔρχεσαι πάνω ἀπὸ τὰ πέλαγα καὶ τῆς πατρίδας τὰ βουνὰ

σιωπὴ γεμάτη κι ἐγκαρτέρηση

– μὲ τίς γυναῖκες τοῦ λαοῦ μου τὶς ἁπλές,

τὶς μάνες τίς χαροκαμένες –

καὶ μυρίζεις λιβάνι κι ἀγέρα θαλασσινό,

θυμάρι ἀπ’ τὰ βουνὰ μας.

Λάμπει τὸ μέτωπό Σου, κάτω ἀπὸ τή μαντήλα τή σεμνή,

ἄστρο παντοτινὸ στή νύχτα τῆς ζωῆς μου».

Πρόκειται για ἕνα ἀπόσπασμα γεμάτο θεωρία φωτός, ὀσμὴ εὐωδίας πνευματικῆς, ἄκουσμα χερουβικὸ καὶ σιωπὴ νηπτική.

Ὁ Κούλης Ἀλέπης στα «Ποιήματά» του θὰ ἐπιχειρήσει ἕναν αἰγαιϊκὸ διάπλου καὶ φτάνοντας ταξιδιώτης, ἐπισκέπτης, προσκυνητὴς στήν Ὑπέρμαχο Στρατηγό, τὴν Μεγαλόχαρη Κυρὰ τοῦ Αἰγαίου, τὴν τραυματισμένη Παναγία τῆς Τήνου, θὰ ἐγκωμιάσει μὲ μία ἁπλὴ μεγαλοπρέπεια τὸν ἀνεκτίμητο θησαυρὸ τοῦ Κυκλαδίτικου Ἱεροῦ Νησιού:

«Μὰ πάνω ἀπ’ ὅλα, ἀνέγγιχτη κι ἀτίμητη κορώνα,

μὲ τ’ ὅραμα τῆς Πελαγίας, παρθένας μοναχῆς,

τοῦ χάρισε τὴν πάνσεπτη τῆς Παναγίας εἰκόνα,

λιμάνι στην καταδρομὴ κάθε φτωχῆς ψυχῆς».

Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης στο γεμάτο ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τὰ μελτέμια τοῦ Αἰγαίου «Ἄξιον Ἐστί» θὰ προσκαλέσει τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Κυρίου, τὶς ὀμορφιὲς τοῦ Ἀρχιπελάγους μας, σὲ μία λατρευτικὴ σύναξη μὲ κέντρο τὴν Θεοτόκο, τὴν «Μακρινὴ Μητέρα, τὸ Ῥόδον τὸ Ἀμάραντο»:

«Οἱ σημάντορες ἄνεμοι που ἱερουργοῦνε

πού σηκώνουν τὸ πέλαγος σὰ Θεοτόκο

πού φυσοῦν καὶ ἀνάβουνε τὰ πορτοκάλια

πού σφυρίζουν στα ὄρη κι ἔρχονται…»

Ὁ Παῦλος Κριναῖος σὲ μία ἱερὴ θαλασσογραφία θὰ εὐφράνει τοὺς ἀναγνῶστες του ἀπὸ «Τὸ χρυσὸ δισκοπότηρο» μὲ τὸν προσευχητικὸ λυρισμὸ τῆς δέησης στην Παναγία γιά νά προστατεύσει τοὺς θαλασσινούς:

«Κυρὰ Ἐλεοῦσα Παναγία, κυρὰ Φανερωμένη

μέρεψε τ’ ἄγριο πέλαγο πού ἀφροκρεμάει τὸν θρῆνο

βύθισε τ’ ἄγριο σύννεφο μέσ’ στή σπηλιὰ τοῦ ἀνέμου,

ράντισε ἁγίασμα τὰ νερὰ καὶ κάμε τα πελάγη

ν’ ἀστράψει φῶς, τὸ ἄχραντο φῶς, πρωινὸ τῶν Εἰσοδίων».

Ἡ Παναγία εἶναι «τὸ μεθόριον κτιστοῦ καὶ ἄκτιστου», τὸ σύνορο μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἀνδρέας Μαρτζώκης θὰ τὴν ἐπιλέξει γιά νά μεταφέρει στήν Τρισήλιο Θεότητα τίς καθημερινὲς θλίψεις, πόνους καὶ ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων:

«Ἔχε κυρά, στή σκέπη Σου τὴν πικραμένη χήρα,

στόν πεινασμένο ἄνοιξε, σύ σπλαχνικὰ τή θύρᾳ,

δῶσε τοῦ σκλάβου, Δέσποινα, ἐλεύθερη πατρίδα,

τοῦ ναύτη τὴν ἐλπίδα που πλέει στην ξενιτειά.

Τή μάνα παρηγόρησε πὄχει παιδὶ στά ξένα

καὶ χύσε μίαν ἀκτῖνά Σου για τὸν τυφλό, Παρθένα.

Κράτα τὸ γάλα ἀμίαντο τοῦ βρέφους, ποὺ βυζαίνει,

στρέψε στην οἰκουμένη τὸ βλέμμα σπλαχνικό».

Ὁ Ματθαῖος Μουντὲς θὰ μας ἀφήσει «Παρακαταθήκη» τὸ φύτεμα σὲ Βρονταδούσικο κῆπο τῶν «Ἀνθῶν τοῦ Δεκαπενταύγουστου».

«Γλυκιά, γαλάζια φαντασία, χρόνων μακρινῶν,

ὦ γλυκασμὲ τῶν ἀγγέλων,

πού ἡ Γεσθημανῆ δέν ἦταν πέρα, στά βουνὰ τῶν Ἐλαιῶν,

στῆς βιβλικῆς τῆς Χαναὰν τὰ μάκρη,

μὰ ἦταν τοπίο νησιώτικο δικὸ μας, κοντινό,

μὲ τ’ ἀνθισμένα γιασεμιά, τὰ φούλια, τὸ βασιλικό,

στου γιαλοῦ μας κάποιαν ἄκρη».

Ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς θὰ τὴν ὑμνήσει στόν «Λυρικὸ Βίο» τοποθετώντας τὴν Ἑλλάδα να στέκει μπροστὰ Της καὶ νά Τὴν παρατηρεῖ:

«Καὶ Σὲ κοιτάει στά γόνατα καὶ Σὲ κοιτάει στά στήθια:

τὰ γόνατά Σου εἶναι σμιχτά, τῆς ἀρετῆς θρονὶ

κι ἀπὸ τὰ στήθια Σου ἄσωτος τρέχει κρουνοὺς ἡ ἀλήθεια,

ἡ ἀγάπη τρέχει ἀστέρευτη μὲ τὴν ὑπομονή!»

Τὴν πίστη του στά θαύματα τῆς Παναγίας θὰ διακηρύξει ὁ Γιάννης Ρίτσος:

«Ὅταν περνοῦσε ἡ Παναγία σιωπηλὴ κάτω ἀπὸ τὰ δέντρα

κανένας δέν τὴν ἄκουσε…

Ἀλήθεια ἕνας γέρος τυφλὸς βρῆκε τὸ φῶς του,

κι ἕνας παράλυτος περπάτησε,

καὶ τώρα μές στά μάτια τους πούχαν κλάψει πολὺ

κι εἶχαν κοιτάξει κατάματα τή νύχτα,

ἄνθισε μιά μικρούλα μυγδαλιά.

Καὶ τὸ ἴδιο βράδυ ὁ ὕπνος τους γίνηκε μιά φωλιὰ χελιδονιῶν χτισμένη στή μασκάλη τῆς παλιᾶς καμπάνας».

Ὁλοκληρώνουμε αὐτὴ τὴν συνοπτική, ἐνδεικτικὴ καταγραφή, αὐτὴ τὴν Αὐγουστιάτικη ποιητικὴ παράκληση, μὲ τὸν ἐπικὸ θρησκευτικὸ λόγο τοῦ Ἀριστοτέλη Βαλαωρίτη:

«Μὲ μιᾶς ἀστράφτ’ ἡ Ἐκκλησιά, κι αἰσθάνετ’ ἕνα χέρι

ὅπου τὸν ἀνεσήκωνε… Μοσχοβολάει τ’ ἀγέρι…

Τὰ μάτια του ἂνοιξ’ ὁ παπάς… Στο κάτασπρό του γένι

τὸ δάκρυ του ἔσταζε βροχή… Κοιτάζει… καθισμένη

στο θρόνο βλέπει τὴν Κυρά, ποὺ τοῦ χαμογελοῦσε,

καὶ τὸ παιδί πού ἐχαίρετο καί πού τὸν εὐλογοῦσε.

Σὲ ποιό καλύβι, ἀγνώριστο, σὲ ποιά καρδιά θλιμμένη

νά πέρασες τή νύχτα Σου, Κυρὰ Φανερωμένη;

Ποιό μαραμένο λούλουδο ἡ Χαρη Σου, Κυρούλα,

κρυφά, κρυφὰ ν’ ἀνάστησε, σὰν τ’ οὐρανοῦ δροσούλα;…».