Janggeom, που σημαίνει κυριολεκτικά μακρύ σπαθί,είναι ένας χορός που εκτελείται με ένα μακρύ σπαθί..Η χορεύτρια φοράει ένα καπέλο καιμία στολή τα οποία ονομάζονται jeollip και jeonbok. Στην πραγματικότητα,ήταν ένας λαϊκός χορός μεταμφιεσμένων στις παλιότερες εποχές,αλλά έγινε χορός της βασιλικής αυλής κατά τη βασιλεία του Βασιλιά Sunjo την περίοδο της δυναστείας Joseon . Ο χορός είναι πολύ σοβαρός με τις κινήσεις με το μκρύ σπαθί και δείχνει μια εκλεπτυσμένη ομορφιά.
gefyrismoi.blogspot.gr Είχα ανεβεί πια στο καράβι κι όλη μου η έγνοια ήταν να φύγω όταν ακούστηκε απ' την όχθη το τραγούδι σου - απρόσμενα - που τραγουδούσες χτυπώντας ρυθμικά το ποδαράκι σου. Χίλια πόδια είναι βαθιά η Λίμνη του Λουλουδιού της Αχλαδιάς αλλά τόσο βαθιά δεν είναι, όσο η αγάπη μέσα στο αντίο σου. του Λι Πο μτφρ: Α. Αγγελάκης Ο Κινέζος ποιητής Λι Πο, γνωστός και ως Λι Μπάι, Λι Πάι και Λι Μπο, γεννήθηκε το 701. Σύμφωνα με την παράδοση, οι πρόγονοί του είχαν εξοριστεί στις αρχές του 7ου αιώνα, πιθανόν λόγω κάποιου εγκλήματος, στην απομακρυσμένη περιοχή της βορειοδυτικής Κίνας, τη σημερινή Ξιν Γιάνγκ όπου κατοικούσαν Ουιγούροι σε καθεστώς αυτόνομης περιφέρειας. Ο λαός αυτός είναι τουρκογενής και παραμένει μέχρι σήμερα στην ίδια περιοχή. Ο πατέρας του ήταν μικροεπιχειρηματίας και η μητέρα του έπλενε ρούχα συμπληρώνοντας το οικογενειακό εισόδημα. Όταν ο Λι Πο έγινε πέντε ετών ο πατέρας του υπέβαλε αίτηση για την άρση του εκτοπισμού η οποία έγινε δεκτή από τις αρχές. Έτσι μετακόμισαν στην επαρχία Σετσουάν που θεωρείτο περισσότερο πολιτισμένη από τα χρόνια εκείνα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής των προγόνων του στη βορειοδυτική Κίνα, η οικογένεια αναμίχθηκε με ντόπιους κι έτσι εξηγούνται τα φαινοτυπικά χαρακτηριστικά του ποιητή. Σύμφωνα με περιγραφές ήταν ψηλότερος από το μέσο Κινέζο, με ευρύ στόμα και διογκωμένα μάτια. Πολύ νωρίς επικεντρώθηκε στη μελέτη λογοτεχνικών και θρησκευτικών κειμένων αναζητώντας τον εσωτερικό κόσμο, αντίθετα από την κομφουκιανή εκπαίδευση της εποχής με την οποία ωστόσο, θεωρείται βέβαιο ότι ήταν αρκετά εξοικειωμένος. Έτσι, αφοσιώθηκε στον Ταοϊσμό που τον προσέλκυσε έναντι του Κομφουκισμού, λόγω του ρομαντικού μυστικισμού. Μελετώντας σε βάθος τη θρησκεία αυτή, σε σχετικά πολύ μικρό χρονικό διάστημα ο Ταοϊστής Κάο Τιεν Σιχ του απένειμε και δίπλωμα. Εν τω μεταξύ είχε ξεκινήσει να γράφει ποίηση. Μάλιστα, από το 720 ο κυβερνήτης της επαρχίας είχε προβλέψει ότι ο νεαρός Ταοϊστής θα γινόταν ένας σπουδαίος ποιητής ενώ θεωρώντας τον ιδιοφυΐα τού πρότεινε να παραμείνει κοντά του ως κρατικός υπάλληλος, πράγμα το οποίο ο ανήσυχος Λι Πο δεν δέχθηκε. Μετά από μια ταραγμένη εφηβεία, περίοδο κατά την οποία ασχολήθηκε και με την πολεμική τέχνη, άρχισε να στρέφεται στο στοχασμό με αποτέλεσμα στα 20 χρόνια του να εγκατασταθεί στα βουνά βόρεια της Σετσουάν ζώντας ως ερημίτης μαζί με έναν συμμαθητή του από τη σχολή Ταό και κατοικίδια πουλιά. Από τότε ο Λι Πο άρχισε να αποκτά φήμη για τη σοφία και το ποιητικό του ταλέντο. Μετά από τέσσερα χρόνια απομόνωσης, αισθανόμενος πλέον συναισθηματικά και πνευματικά ώριμος αποφάσισε να διευρύνει τους ορίζοντές του, και να γνωρίσει τον κόσμο έξω από τα όρια της Σετσουάν. Ταξιδεύοντας βόρεια, πέρασε τον ποταμό Γιάνγκτσε και φτάνοντας στην επαρχία Χουμπέι εγκαταστάθηκε κοντά στη λίμνη Τάνγκ-τινγκ. Εκεί γνωρίστηκε με την Χσου Χσιν Σιχ, εγγονή του πρώην έπαρχου και παντρεύτηκαν το 727. Αν και απέκτησαν μαζί δέκα παιδιά το σαράκι της περιπλάνησης εξακολουθούσε να τρώει τον Λι Πο. Έτσι, εξακολουθούσε να ταξιδεύει στη χώρα, πότε μαζί και πότε χώρια από τη γυναίκα του, επισκεπτόμενος άλλους ποιητές και διανοούμενους. Ορισμένοι μελετητές αναφέρουν ότι κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του σύναψε ακόμη δύο γάμους. Όπως και να ΄χει, με τα ταξίδια του όχι μόνο αυξανόταν το ποιητικό έργο του Λι Πο, αλλά και η φήμη του που έφθανε σιγά σιγά σε επίπεδο θρύλου. Ωστόσο, ένα περιστατικό τον έκανε να αναρριχηθεί και ταξικά, αποκτώντας την εύνοια των κυβερνώντων. Το 735 κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην επαρχία Σανσί ήρθε αντιμέτωπος με εχθροπραξίες στην περιοχή Αν Σι. Τότε έσωσε τη ζωή του στρατιωτικού Κούο Τζούι που αργότερα όταν έγινε ένας από τους κορυφαίους στρατηγούς των Τανγκ του ανταπέδωσε το καλό, ανάλογα. Πέντε χρόνια αργότερα, 740, ο Λι Πο πέρασε μια περίοδο συντροφιά με πέντε ακόμη λογοτέχνες. Οι «Έξι τεμπέληδες στο ποταμάκι των μπαμπού», όπως έγιναν γνωστοί, αποτελούσαν μια άτυπη ομάδα αφιερωμένη στην ποίηση και στο κρασί. Έμειναν μαζί στη βορειοανατολική επαρχία Σαντόγκ, επί έναν περίπου χρόνο και απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο πέρασαν μέρες «ποίησης μετά οινοποσίας». Το 742, επισκεπτόμενος την πρωτεύουσα Τσανγκ έγινε θερμά δεκτός τόσο ο ίδιος όσο και η ποίηση και οι γνώσεις του από την αυτοκρατορική αυλή. Το γεγονός ενόχλησε κάποιους οι οποίοι φρόντισαν να «αποδείξουν» ότι ένα ποίημά του αποτελούσε μια κακόβουλη σάτιρα κατά του καθεστώτος. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι η αιτία της απομάκρυνσής του από το παλάτι ήταν ότι ο Λι Πο τριγυρνούσε μεθυσμένος δημιουργώντας επεισόδια, όπως το να απαιτεί από τον υπασπιστή του αυτοκράτορα να του βγάλει τις λασπωμένες μπότες μπροστά από το θρόνο στον οποίο τύχαινε εκείνη τη στιγμή να κάθεται ο … ίδιος ο αυτοκράτορας! Έτσι, ο Λι Πο ξεκίνησε πάλι τις περιπλανήσεις στα βουνά και στις πόλεις της Κίνας. Περιπλανήσεις που κράτησαν μια δεκαετία και διακόπηκαν απότομα όταν ενεπλάκη σε μια εξέγερση. Τότε δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο, ωστόσο η ποινή του μετατράπηκε σε εξορία στα νοτιοδυτικά της αυτοκρατορίας μετά την παρέμβαση του Στρατηγού Κούο Τζούι που δεν ξέχασε ποτέ ότι τον γλίτωσε από το θάνατο και πρότεινε την ανταλλαγή της θέσης του με τη ζωή του ποιητή. Η ανάμειξη του Λι Πο στις εξεγέρσεις του 756 αφορούσαν στο ρόλο του Συμβούλου που του έδωσε ένας εκ των αντιπάλων του Αυτοκράτορα. Κατά τη διαδρομή προς τη σημερινή Γιουνάν, την πλέον απομακρυσμένη νοτιοδυτική περιοχή της αυτοκρατορίας, ο Λι Πο δεν έδειξε να βιάζεται. Αντίθετα μάλιστα σταματούσε για κοινωνικές επισκέψεις, για να γράψει αλλά και περιγράψει όσα έβλεπε αφήνοντας σημαντικά ιστορικά στοιχεία στις επόμενες γενιές. Όταν κόντευε πια να φτάσει στον τόπο εξορίας έλαβε το μήνυμα της αυτοκρατορικής χάρης και αμέσως ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής περνώντας και από άλλες περιοχές όπου απόλαυσε στο μέγιστο, φαγητό και κρασί με καλή παρέα, ενώ δεν σταμάτησε να γράφει ποίηση. Από τότε και μέχρι το 762 περιορίστηκε σε μικρά ταξίδια. Τότε, 762, ο φίλος του Λι Λι Γιανγκμπί διορίστηκε δικαστής σε Επαρχία και ο Λι Πο τον ακολούθησε αλλά σύντομα πέθανε. Έτσι, δεν πρόλαβε να πληροφορηθεί ότι ο αυτοκράτορας είχε αλλάξει και ο ίδιος είχε διοριστεί Γραμματέας του νέου. Για το θάνατό του πλέχτηκαν θρύλοι. Σύμφωνα με τον πιο διαδομένο ο Λι Πο πνίγηκε πέφτοντας από τη βάρκα του, σε μια προσπάθεια ν΄ αγκαλιάσει την αντανάκλαση του φεγγαριού στον ποταμό Γιανγκτσέ (μακρύ ποτάμι). Ωστόσο, η πραγματική αιτία φαίνεται να ήταν ο σκληρός και περιπετειώδης τρόπος ζωής του. Όμως, ο μύθος αποτελεί μέχρι σήμερα μέρος της κινεζικής παράδοσης. Παρ΄ όλο που η ποίηση του Λι Πο είναι εμφανώς επηρεασμένη από τον ταοϊστικό μυστικισμό, δεν μπορεί να κρύψει την αγάπη του για το κρασί, τον έρωτα και τις χαρές της ζωής ενώ παραμένει ένας περιπλανώμενος στα μονοπάτια της εμπειρίας και της φιλίας. Με τους στίχους που απευθύνει τόσο στον στενό φίλο του και σπουδαίο ποιητή Ντου Φου όσο και σε άλλους, ακόμη και διαφορετικού φιλοσοφικού ρεύματος, αντανακλάται η τάση του Λι Πο να ζήσει τα πάντα κοντά στη φύση και τους ανθρώπους. Οι δυτικοί μελετητές αν και εκτιμούν ότι η ποίησή του δεν έχει να παρουσιάσει κάτι καινοτόμο παραδέχονται τη στιχουργική δεξιοτεχνία του πράγμα που σε συνδυασμό με την άποψη ότι «φώτισε τα παλιά» τον καθιστά ως έναν από τους σπουδαιότερους ποιητές της χρυσής κινεζικής εποχής. Επιπλέον, η ποίηση του Λι Πο φαίνεται να επηρέασε όχι μόνο τον ίδιο τον Μάο Τσε Τουνγκ αλλά και ολόκληρη την αμερικανική νεωτεριστική ποίηση του 20ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του σε μια αχανή χώρα, με τους απλούς στίχους του χάρισε στις επόμενες γενιές τη γεύση του πολιτισμού της εποχής του. Μέσα από τις συνταγές της ψυχής του που συνοδεύονταν πάντα από ένα ποτήρι καλό κρασί, αναδείχθηκε όχι σε έναν απλό εγκωμιαστή του οίνου, αλλά και στον πολιούχο του. Με τον ίδιο όμως απλό τρόπο εγκωμίασε και τον έρωτα. Ένα ταξίδι είναι κι αυτός, πάνω σε ένα καράβι με το φεγγάρι απατηλό οδηγό. Εκείνο το ίδιο φεγγάρι που εξαπάτησε τον Λι Πο αντανακλώντας το φως του επάνω στο «Μακρύ Ποτάμι». You ask why I make my home in the mountain forest, and I smile, and am silent, and even my soul remains quiet: it lives in the other world which no one owns. The peach trees blossom, The water flows.
poeticanet.gr H Σάρα Κόπια Σούλαμ (1592-1641) είναι μια από τις πιο ιδιαίτερες περιπτώσεις των ιταλικών γραμμάτων, μια Εβραία από το γκέτο της Βενετίας που κατάφερε με τη δύναμη του πνεύματός της και την περιπετειώδη ζωή της να περάσει στην ιστορία της νεότερης ιταλικής λογοτεχνίας. Ανήκε σε μία από τις πιο επιφανείς οικογένειες της εβραϊκής κοινότητας της Βενετίας, με ιδιαίτερη παιδεία στα εβραϊκά, τα κλασικά ελληνικά, τα λατινικά και τα ιταλικά κείμενα. Παντρεύτηκε τον Ιακώβ Sullam, γνωστό τοπικό αξιωματούχο και επιχειρηματία. Τον Μάιο του 1618, όταν διάβασε το δράμα Εσθήρ του Γενοβέζου συγγραφέα και μοναχού Ansaldo Cebà (1565–1623), η Sara αποφασίζει να του γράψει για να του εκφράσει τον βαθύ πνευματικό θαυμασμό της, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως έχει πάντα το βιβλίο του κάτω από το μαξιλάρι της. Εκείνος της απαντά πως επιθυμεί να συνεχιστεί η αλληλογραφία τους και της δηλώνει την ελπίδα του να την προσηλυτίσει στον χριστιανισμό. Η αλληλογραφία τους συνεχίζεται τακτικά, ανταλλάσσουν εικόνες, σονέτα και δώρα, χωρίς όμως ποτέ να επιδιώξουν μια μεταξύ τους συνάντηση. Η Sara συγκέντρωνε συχνά στο σαλόνι της ανθρώπους των γραμμάτων. Οι περισσότεροι ήταν μέλη της περίφημης Accademia degli Incogniti (Ακαδημία των Αγνώστων), μιας βενετικής λογοτεχνικής ομάδας, στη συγκρότηση της οποίας η ίδια είχε παίξει καθοριστικό ρόλο. Ο Cebà, αν και Γενοβέζος φαίνεται να είχε επαφές με αυτόν τον κύκλο διανοουμένων, όπου σύχναζαν επίσης ο συγγραφέας-ποιητής Numidio Paluzzi, ο ζωγράφος- ποιητής Alessandro Berardelli, ο ποιητής-νομικός και ιερέας Baldassare Bonifacio, ο Giovanni Francesco Corniani και ο Leon Modena, ραβίνος, συγγραφέας και λόγιος, ο οποίος διατηρούσε στενές επαφές με την οικογένεια. Σε αυτές τις συναντήσεις, η οικοδέσποινα απολάμβανε τον θαυμασμό των φίλων της, γνώριζε όμως ότι πολλοί μέσα στον ίδιο αυτόν κύκλο την υποτιμούσαν, όπως συχνά συνέβαινε στις γυναίκες οι οποίες συνδέονταν με αυτούς τους αντρικούς κατά κύριο λόγο λογοτεχνικούς χώρους. Στα 1619 ο ραβίνος Leon Modena έγραψε επίσης ένα θεατρικό έργο με θέμα την Εσθήρ και το αφιέρωσε στη Σάρα. Δύο χρόνια αργότερα, ο ιερέας Bonifacio, μετά από συζητήσεις με τη Σάρα μέσα από συνεχή αλληλογραφία, δημοσίευσε το κείμενο Immortalità dell’anima (Αθανασία της ψυχής), στο οποίο υποστήριζε ότι η Copia Sullam δεν πίστευε στην αθανασία της ψυχής. Εκείνη, διαβάζοντας το ενώ ανάρρωνε από σοβαρή ασθένεια, απάντησε μέσα σε δύο μέρες με ένα κείμενο που η ίδια τιτλοφόρησε Manifesto. Στο έργο αυτό, που δημοσιεύτηκε σε τέσσερις διαφορετικές εκδόσεις μέσα στον ίδιο χρόνο, η συγγραφέας παρουσίαζε τις απόψεις της, κάνοντας συγχρόνως σφοδρή επίθεση στις εναντίον της κατηγορίες του Bonifacio. Στο Manifesto η Σάρα εκδηλώνει το χιούμορ της, αξιοποιεί την κλασική και εβραϊκή της παιδεία με αναφορές στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη, τον Αριστοτέλη και τον Δάντη, παρεμβάλλει τέσσερα σονέτα. Οι κινήσεις του Bonifacio όμως είχαν δημιουργήσει πλέον για εκείνη τον κίνδυνο να περάσει από την Ιερά Εξέταση με κατηγορίες την βλασφημία και την αίρεση. Αυτό δεν έγινε, αλλά ο Bonifacio συνέχισε να προσβάλλει τη Σάρα γράφοντας πως ο πραγματικός συγγραφέας του Μανιφέστου είναι ένας ραβίνος, τον οποίο δεν κατονόμαζε. Η Σάρα στέλνει τότε το Μανιφέστο στον Cebà. Εκείνος δεν απαντά για εφτά μήνες και όταν της απαντά δεν έχει καμιά διάθεση να της προσφέρει πραγματική βοήθεια, επιμένει μόνο στην προσπάθεια του να τη μεταστρέψει στον χριστιανισμό. Στα επόμενα χρόνια και μέχρι τον θάνατο του Cebà ανταλλάσσουν μόνο κάποιες επιστολές, ποτέ πια ποιήματα. Και οι δύσκολες στιγμές συνεχίζονται. Ο Paluzzi με τον Berardelli επινοούν την ύπαρξη ενός Γάλλου θαυμαστή της Σάρας και αρχίζουν να τις γράφουν γράμματα υποτίθεται από εκείνον, ενώ τις απαντήσεις της όπως και τα συχνά ακριβά δώρα που έστελνε στον θαυμαστή της, τα λάμβανε ο Paluzzi. Σύντομα η Σάρα ανακάλυψε την αλήθεια και κατήγγειλε τον Paluzzi στις δημόσιες αρχές, δυστυχώς όμως τα αρχεία αυτής της υπόθεσης δεν έχουν βρεθεί. Στην συνέχεια ο Paluzzi με τον Berardelli την κατηγόρησαν για λογοκλοπή γραπτών του Paluzzi, κατηγορίες που έγιναν εύκολα δεκτές και από άλλους, με αποτέλεσμα να καταλήξει το θέμα στο δικαστήριο. Η Sara Copia Sullam πέθανε ύστερα από τρίμηνη ασθένεια τον Φλεβάρη του 1641, σε ηλικία 49 ετών.. Δύο σονέτα της Sara Copia Sullam ΙΙΙ Αν μια λύρα σπουδαία μπορούσε να κάνει την Στύγα, τον Άδη να στραφούν προς το έλεος, Κύριε, η δική σας, που τρανότερη δόξα στοχεύει απ’ τα ύψιστα ουράνια μπορεί τις ψυχές να τραβήξει. 4 Βλέπω πως παύουν όλες οι σφαίρες την αιώνια κίνηση για να θαυμάσουν φωνές όλο χάρη του θρήνου σου για τον νεκρό αδερφό σου. Κι εκείνος στενάζει, γιατί τον τρομάζει να γυρίσει στο βάσανο του χειμώνα, της ζέστης. 8 Φοβάται ότι η μοίρα το τραγούδι σου ακούγοντας που είναι όλο πόνο, θα βάλει το πνεύμα του σε σάρκα θνητή και πως θ’ αναβάλει την ευλογημένη ζωή του. 11 Ω, σταμάτα τον θρήνο, το πένθος που απλώνεται εντός σου, άκου να λέει πώς με το κλάμα σου, ενώ ευτυχεί, μπορεί τη χαρά να στερείται. 14
Σχόλιο: Το ποίημα απευθύνεται στον Cebà προσπαθώντας να τον παρηγορήσει για τον θάνατο του αδελφού του Λανφράνκο. Στους στίχους του φαίνονται οι απόψεις της ποιήτριας για τη μεταθανάτια ύπαρξη. Η λύρα που προσπαθεί να ελκύσει τους νεκρούς από τον Άδη είναι ίσως μια έμμεση αναφορά στον Ορφέα. Ο Cebà επίσης με τη λύρα της ποίησής του προσπαθεί να τραβήξει από τον ουρανό την ψυχή του νεκρού αδελφού του (στιχ.1-4). Φαίνεται πως το τραγούδι του Cebà μπορεί να ανατρέψει τους αιώνιους νόμους. Η Σάρα όμως παρουσιάζει τον νεκρό αδελφό του, Λανφράνκο, να μην επιθυμεί να επιστρέψει στα βάσανα της επίγειας ζωής (στιχ.10-11). Η Σάρα παροτρύνει τον Cebà να νιώσει ευτυχής για την ευτυχία που έχει βρει η ψυχή του αδελφού του στον ουρανό (στιχ.12-14).
VIII Ω μορφή θεϊκή της θνητής ζωής και ύψιστο τέλος στου Θεού τα έργα, σε σένα αυτός αποκαλύπτεται, τη δύναμή του δείχνει, για να σε κάνει Αρχόντισσα των όσων δημιούργησε. 4 Νου, τον άνθρωπο διαπλάθεις, να συνορεύει μέσα του το αθάνατο με το θνητό, κι ανάμεσα στα πρώτα όντα εδρεύεις στο φτερούγισμα από τα πιο βαθιά τα μέρη μέχρι εκεί που ο Ουρανός σε σένα υποκλίνεται: 8 Ανόητε λογισμέ, εσύ που τώρα παραιτείσαι απ’ το να ερευνάς τον εαυτό σου και ζεις μέσα σε πράγματα σαθρά, μονάχα αποκαλύπτεσαι όταν σιμώνεις τον Θεό, 11 και για να είναι εδώ γαλήνια τ’ ανθρώπινα τα στήθη, αρκεί να ξέρεις ότι οι Άγγελοι είναι αυτοί που εκλέχθηκαν να είναι υπηρέτες σου μαζί και φύλακές σου. 14
Σχόλιο: Μέσα στο θνητό σώμα υπάρχει το ένθεο στοιχείο, που είναι η ψυχή. Η τελείωση του έργου του θεού έρχεται όταν μέσα στο σώμα εμφυσηθεί η αθάνατη ψυχή (στιχ.1-2). Ο Νους, το Πνεύμα μεσολαβεί ανάμεσα στην ψυχή, που είναι το θείο στοιχείο στον άνθρωπο, και στο φθαρτό κομμάτι του που είναι το σώμα (στιχ.5 ) Με τη βοήθεια του Νου ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει από τα βάθη της άγνοιας μέχρι τον ουρανό της γνώσης, μέχρι την επαφή με το θείο. Στο σημείο αυτό φαίνεται η επιρροή από την πλατωνική φιλοσοφία, η οποία εξαπλώθηκε στην Ιταλία με την συμβολή του Marsilio Ficino και άλλων λογίων (στιχ.7-8) Η ποιήτρια κάνει ένα διαχωρισμό ανάμεσα στον Νου που έχει βρει την σωστή του κατεύθυνση με την έρευνα των αιώνιων Ιδεών και σε ένα πνεύμα που χάνεται μακριά από την αναζήτηση της ουσίας (στιχ.9-11). Άννα Γρίβα [ Εισαγωγή – Μετάφραση – Σχόλια ]
poetseers.org 1. Ω ζωντανή φλόγα της αγάπης που τραυματίζεις τρυφερά την ψυχή μου στο βαθύτερο κέντρο της! Από τώρα δεν είσαι καταπιεστική, τώρα ολοκληρώσου! αν είναι η θέλησή σου: σχίσε το πέπλο αυτής της γλυκιάς συνάντησης! 2. Ω γλυκιέ καυτηριασμέ, Ω ευχάριστη πληγή! Ω απαλό χέρι! Ω λεπτό άγγιγμα που έχεις γεύση αιώνιας ζωής και ξεπληρώνεις κάθε χρέος! Στον θάνατο, άλλαξες τον θάνατο σε ζωή. 3. Ω δάδες φωτιάς! που στο μεγαλείο τους τα βαθιά σπήλαια των αισθημάτων, κάποτε δυσδιάκριτα και τυφλά, δίνουν τώρα, τόσο σπάνια, τόσο εξαιρετικά, και ζεστασιά και φως στον Αγαπημένο τους. 4. Πόσο ευγενικά και στοργικά ξυπνάς στην καρδιά μου, όπου μυστικά μένεις μόνη και με τη γλυκιά σου αναπνοή, γεμάτη με καλό και δόξα, πόσο γλυκά γεμίζεις την καρδιά μου με αγάπη.
poemhunter.com Ενώ η δυστυχία των σκέψεων αιμορραγεί μέσα μου κοιμάμαι όλη τη νύχτα, Με μάτια ανήσυχα μένεις μαζί μου άγρυπνος. Όταν μένω μόνος μου και κατεστραμμένος μεσοστρατίς δίπλα μου, ξαπλώνεις. όταν κάνω λάθος Βρίσκεσαι ακόμα στο τραγούδι μου Όταν έχω δίκιο Είσαι περισσότερο στη σκέψη μου. Όταν είμαι ζωντανός είσαι τα τινάγματα στις φλέβες μου Ποτέ δεν είσαι μακριά είτε στην ευχαρίστηση είτε στον πόνο. Δεν είσαι το σώμα μου, είσαι η σκιά της ψυχής μου, φίλε μου;
Κέντρο του αμαρτωλού πηλού μου εσύ, φτωχή ψυχή, Κατάστικτη απ’ τις άγριες δυνάμεις που σε ντύνουν, Γιατί κλεισμένη εδώ υποφέρεις και λιμοκτονείς, Ενώ έξω ζωγραφιές λαμπρές τα τείχη σου φαιδρύνουν; Αφού έχεις διορία μικρή, γιατί τόση χλιδή Γι' αυτή τη φθίνουσα έπαυλη που κατοικείς ξοδεύεις; Σκουλήκια θα κληρονομήσουν τέτοια υπερβολή; Αυτά θα φάν’ τα πλούτη σου; Εκεί το σώμα οδεύει; Άσε το δούλο να χαθεί ψυχή μου για ν' ακμάσεις· Φτιάξε απ' την πείνα σου σοδειά: Τις ώρες αν πωλήσεις Τις μάταιες, ουράνια συμβόλαια θ' αγοράσεις· Έτσι εσύ μέσα θα τραφείς κι ο πλούτος έξω ας σβήσει. Μάρανε εσύ το Θάνατο που τους θνητούς μαραίνει, Κι έτσι αν πεθάνει ο Θάνατος, κανείς δεν θα πεθαίνει.
aljazeera.com Ο Mirza Ghalib, γεννημένος στις 27 Δεκεμβρίου 1797, στην Agra, ήταν ένας πολύ γνωστός ποιητής στις γλώσσες της Περσίας και την Ουρντού. Σήμερα παραμένει ένας από τους πιο δημοφιλείς και σημαντικούς δασκάλους της γλώσσας Ουρντού. Είναι γνωστός απλά ως Ghalib. Παραμένει δημοφιλής όχι μόνο στην Ινδία και το Πακιστάν αλλά και μεταξύ της διασποράς. Προς τιμή του, η Google ανεβάζει ένα doodle που τον απεικονίζει. Αυτή είναι η ιστορία του: Πέρσης ποιητής Ένας θαυμαστός ποιητής. Ο Mirza Ghalib άρχισε να γράφει ποίηση σε ηλικία 11 ετών. Ο στίχος του χαρακτηρίζεται από τη θλίψη, το αποτέλεσμα μιας συχνά τραγικής ζωής. Ήταν ορφανός σε νεαρή ηλικία και έχασε και τα επτά από τα παιδιά του στη νηπιακή τους ηλικία. Ο κατακτητής. Γεννημένος στην Agra ως Mirza Asadullah Baig Khan, ο οποίος αργότερα χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο "Ghalib" (ο κατακτητής), μετανάστευσε στο Νέο Δελχί όπου έζησε για το υπόλοιπο της ζωής του. Δυσκολεύτηκε οικονομικά, δεν είχε κανονική δουλειά και εξαρτιόταν από την προστασία των βασιλέων. Ο ποιητής είχε ένα γάμο από προξενιό στην ηλικία των 13 ετών, αλλά κανένα από τα επτά του παιδιά δεν επιβίωσε πέρα από τη βρεφική ηλικία, τραγωδίες που αντικατοπτρίζονται στο έργο του. Η ποίηση του Γκάλιμπ. Μετά το γάμο, εγκαταστάθηκε στο Νέο Δελχί. Σε μία από τις επιστολές του, περιγράφει τον γάμο του ως δεύτερη φυλάκιση μετά τον αρχικό περιορισμό της ίδιας της ζωής. Η ιδέα ότι η ζωή είναι ένας συνεχής αγώνας ήταν ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στην ποίησή του. Τρεις μορφές ποίησης. Τα καλύτερα ποιήματα του Ghalib γράφτηκαν σε τρεις μορφές: γκάζαλ (λυρικό), μασναβί (ηθική ή μυστικιστική παραβολή) και qasidah (πανηγυρικό). Ο Ghalib πήρε την έννοια των γκαζάλ και τους άλλαξε από μια έκφραση αγωνίας ερωτευμένων σε φιλοσοφίες της ζωής. Οι επικριτές του τον κατηγόρησαν ότι έγραψε σε ένα περίτεχνο στυλ της περσικής που ήταν ακατανόητο για τις μάζες. Αλλά η κληρονομιά του αναγνωρίζεται πια ευρέως, ιδιαίτερα η δεξιοτεχνία του στα γκαζάλ της Ουρντού . Προικισμένος συγγραφέας επιστολών. Ο Mirza Ghalib ήταν επίσης ένας ταλαντούχος συγγραφέας επιστολών. Τα γράμματα του άνοιξαν το δρόμο για μια απλούστερη χρήση της Ουρντού. Πριν από αυτόν, η επιστολή που γραφόταν στην Ουρντού ήταν εξαιρετικά περίτεχνη, οι επιστολές του χρησιμοποιούσαν κοινά λόγια για να εκφράζουν ιδέες. Αναγνώριση. Του απονεμήθηκε ο τίτλος Dabir-ul-Mulk από τον αυτοκράτορα Bahadur Shah Zafar II το 1850, μαζί με τον τίτλο του Najm ud-Daulah. Πέθανε στο Νέο Δελχί στις 15 Φεβρουαρίου 1869. Το σπίτι στο οποίο έζησε έχει μετατραπεί σε μνημείο και φιλοξενεί μόνιμη έκθεση Ghalib. Ιδέες Αναζητώντας τον Θεό. Ο Ghalib έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στην αναζήτηση του Θεού παρά στην τελετουργική θρησκευτική πρακτική.
Σε ένα από τα ποιήματά του, έγραψε: "Το αντικείμενο της λατρείας μου βρίσκεται πέρα από τα όρια της αντίληψης: Για τους ανθρώπους που βλέπουν, η Καάμπα είναι πυξίδα, τίποτα περισσότερο", σύμφωνα με τον William Dalrymple, στο βιβλίο του The Last Mughal: Η Πτώση μιας Δυναστείας, Δελχί 1857. "Η φυλακή της ζωής". Η ιδέα ότι η ζωή είναι ένας αγώνας που μπορεί να τελειώσει όταν τελειώνει η ίδια η ζωή είναι επαναλαμβανόμενη στην ποίησή του. «Η φυλακή της ζωής και η δουλεία της θλίψης είναι ένα και το αυτό. Πριν από την έναρξη του θανάτου, γιατί ο άνθρωπος αναμένει να είναι ελεύθερος από θλίψη»; έγραψε. Η ζωή είναι μια παιδική χαρά. Κατά την άποψη του Γκάλιμπ, η ζωή είναι παρόμοια με μια παιδική χαρά, όπου οι άνθρωποι είναι απασχολημένοι σε κοσμική δραστηριότητα αλλά δεν επιδιώκουν κάποιο σημαντικό στόχο. «Ακριβώς όπως η παιδική χαρά , αυτός ο κόσμος μου φαίνεται.Κάθε βράδυ και μέρα, αυτό το θέαμα βλέπω», έγραψε. Τελικός στόχος. Ο τελικός στόχος του με τη γραφή του; "Θέλω να γράψω στίχους που κάνουν όποιον τις διαβάζει, χαρούμενο".
rethemnosnews.gr Διάσπαρτα σε όλη την πόλη του Leiden, στην Ολλανδία, υπάρχουν πάνω από εκατό ποιήματα προσεκτικά ζωγραφισμένα με το χέρι στους εξωτερικούς τοίχους των κτηρίων. Αυτά περιλαμβάνουν έργα του Rimbaud, του Shakespeare, του W. B. Yeats, του Dylan Thomas, του Derek Walcott καθώς και πολλών ντόπιων συγγραφέων. Τα περισσότερα από αυτά είναι στα Ολλανδικά και στα Αγγλικά, ενώ λίγα είναι και σε άλλες γλώσσες. Η ιδέα ξεκίνησε το 1992 και χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από το ιδιωτικό ίδρυμα Tegen-Beeld των Ben Walenkamp και Jan-Willem Bruins, με πρόσθετη χρηματοδότηση από πολλές εταιρείες της πόλης. Από τότε ποιήματα προστίθενται διαρκώς… Η πόλη του Leiden έχει μια ιδιαίτερη σχέση με την ποίηση. Ιστορικά, το Leiden έχει φιλοξενήσει έναν αξιόλογο αριθμό συγγραφέων, μεταξύ αυτών ο Piet Paaltjens, ο J.C. Bloem, ο Maarten Biesheuvel, ο Jan Wolkers και ο Maarten ‘t Hart που έζησαν ή μελέτησαν εδώ. Το διάσημο πανεπιστήμιο του Leiden έχει παραδοσιακά προσελκύσει πολλούς μελετητές και επιστήμονες από όλο τον κόσμο. Πολλές σημαντικές ανακαλύψεις στον τομέα της φυσικής έχουν γίνει στο Πανεπιστήμιο του Leiden όπως ο νόμος Snells από τον Willebrord Snellius και το βάζο Leyden που εφευρέθηκε από τον Pieter van Musschenbroek. Ο Albert Einstein πέρασε επίσης κάποιο διάστημα στο πανεπιστήμιο του Leiden κατά τα πρώτα του χρόνια, ενώ γενικά η πόλη μπορεί να υπερηφανεύεται για δεκατρείς νικητές του Βραβείου Νόμπελ. Πρόσφατα, μάλιστα, ξεκίνησαν να ζωγραφίζουν και εξισώσεις μαθηματικών και φυσικής στους τοίχους, κάτι που συνεχίζεται παράλληλα με τα ποιήματα.
mathima.gr Νύχτωσε κι απλώθηκε, μαύρο το σκοτάδι η ζωή, βουβάθηκε, δεν ακούς λαλιά τα νερά παγώσανε, στάθηκε το χιόνι τα πουλάκια τρέμουνε μέσα στη φωλιά. Ξάφνου στα μεσούρανα έλαμψε εν’ αστέρι γελαστό και πρόσχαρο σαν αυγερινός οι βοσκοί ξαφνιάστηκαν, τα κλαδιά λυγίζουν κι άνοιξε ολόλαμπρος, πάλι ο ουρανός.
Μπροστά σε μια Φάτνη κοντοστάθηκε όλη η οικογένεια, με όση απέμεινε αγάπη Κι Εσύ πρόσφυγας έγινες από μωρό Ποιος να μας καταλάβει εκτός από Σένα; In front of a Nativity scene the whole family stood, with all the remnants of their love You too were a refugee since You were only a baby Who will understand us if not You?
Κουρασμένος κάθεται σε κάθισμα άβολο Θυμάται,θυμάται το παρελθόν ένδοξο και νοσηρό Πόσες μάχες έδωσε -οι περισσότερες χαμένες- και πότε μια νίκη θα πετύχει για να διηγείται σε απόγονους αόρατους He is sitting on an uncomfortable seat He remembers,remembers of the past so glorious and morbid How many battles he fought -most of them lost- and when will he achieve a victory to talk about with invisible descendants
Μάτια Ανατολής με δάκρυα ποτισμένα που έφερε στη Δύση με ένα καραβάνι ματωμένων ψυχών Μουσική της ο λυγμός χωρίς τέλος όνειρό της μια ζωή χωρίς σκιές και θάνατο.
Eyes of the East watered with tears she brought to the West on a caravan of bleeding souls Her music is a never ending sob her dream is a life without shades and death
antonispetrides.wordpress.com ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ, Έπρεπε νάμαστε τρεις. Αν δεν ήταν τόσο σκοτάδι, θα καταλάβαινα ίσως, γιατί έχω μείνει τόσο μονάχος. Πόσο έχω ξεχάσει. Πρέπει απ’ αρχής πάλι το ταξίδι ν’ αρχίσει. Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οι τρεις; Ή μήπως, κάποτε, είχαμε ανταμώσει… Μαζύ πορευτήκαμε ένα διάστημα, όσο μας οδηγούσε άστρο λαμπρό. Αυτό άλλαξε την οδό ή εγώ τίποτα πια να δω δεν μπορώ; Πού βρίσκομαι τώρα, σε τέτοιον καιρό, σκληρό, ανένδοτο, δύσκολο, εγώ, ανήσυχος, βιαστικός. Μήπως κι’ η ώρα πλησίασε; Πού να το ξέρω! Πού είναι τα δώρα; είχαμε τότε τοιμάσει δώρα ήμερα, ήσυχα δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν λίβανον και σμύρναν άλλοτε με θαυμασμό κι’ ευλάβεια τού φέρναμε. Τώρα σ’ αυτόν τον καιρό σίδερο, κεραυνό και φωτιά. Ήμασταν τρεις, τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω κι’ αισθάνομαι τα χέρια μου πότε άδεια, πότε βαριά. Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα του κόσμου, τώρα κανείς δε βασιλεύει με βεβαιότητα. Σκοτάδι βαρύ. Ποιος μ’ οδηγεί; Δίχως συντροφιά, δίχως άστρο κανένα πηγαίνω. Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω, συμφορά της στέρησής Του. Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας κι’ υποταγής; Εμείς, άνθρωποι της παράφορης τούτης εποχής, τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη να βρούμε την προσφορά. Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας ο τόσος αγώνας. Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν άλλοτε, δώρα απλά. Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά. Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι, χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος, δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω. Εν συντριβή βαδίζοντα.