https://edromos.gr/me-ochima-tin-poiisi-mpertolt-mprecht-1898-1956-10/
Το ομολογώ: Ελπίδα εγώ
καμία δεν έχω.
Οι τυφλοί μιλάνε για διέξοδο. Εγώ
βλέπω.
Όταν τις πλάνες όλες ξοδέψουμε,
τελευταίο στην παρέα μας μέλος
μένει απέναντί μας το Τίποτα.
https://edromos.gr/me-ochima-tin-poiisi-mpertolt-mprecht-1898-1956-10/
Το ομολογώ: Ελπίδα εγώ
καμία δεν έχω.
Οι τυφλοί μιλάνε για διέξοδο. Εγώ
βλέπω.
Όταν τις πλάνες όλες ξοδέψουμε,
τελευταίο στην παρέα μας μέλος
μένει απέναντί μας το Τίποτα.
https://itravelpoetry.com/2022/01/21/byron/
Ανθρωπε! εσύ, αδύναμε ένοικε μιας ώρας, εξευτελισμένος από τη δουλεία, ή διεφθαρμένος από την εξουσία – η αγάπη σου είναι λαγνεία, η φιλία σου όλη μια απάτη, η γλώσσα σου υποκρισία, τα λόγια σου ένα ψέμα! Από τη φύση σου αχρείος, εξευγενισμένος μόνο κατ’ όνομα, κάθε ευγενικό ζώο μπορεί να σε κάνει να κοκκινίσεις από ντροπή.
Μικρές σταγόνες θανάτου
στου κόσμου το ποτήρι
κάθε όνειρο που βλέπω
με τη μορφή σου εκεί
να παραμονεύει
να προκαλεί
να μαγεύει
Στάχτη από της κόλασης
τις αιώνιες φωτιές
κάθε ανάμνηση που έρχεται
σαν πέφτει το σκοτάδι
σαν χαράζει η καινούρια μέρα
σαν ο χρόνος χάνεται ξαφνικά
Στέκομαι μπροστά
σε ένα μπουκάλι μισοάδειο
να πνίξω σκέφτομαι
τους φόβους και τις ελπίδες
και τον πόνο...
Όχι! Όχι τον πόνο
αυτός μου θυμίζει πως ζω
και πως εύκολα θα μπορούσες
από καιρό να με σκοτώσεις
Φτερά,
μα από κερί
Και η βροχή που πέφτει δεν είναι βροχή
μα πλοία για τα δάκρυα
Ένας Τάφος για τη Νέα Υόρκη, εκδ. Πατάκη
Όλοι τους με κορόιδευαν όταν τους το έλεγα! Με θεωρούσαν τρελό, παρανοϊκό! Ακόμα και οι δικοί μου άνθρωποι. Όμως εγώ ήξερα! Δεν με κορόιδεψαν! Τις είχα καταλάβει, είχα αποκαλύψει τα πονηρά τους σχέδια. Το δήθεν αδιάφορο βλέμμα των μαύρων ματιών τους και το ανιαρό γκρίζο τους ένδυμα δε θα μπορούσαν να με ξεγελάσουν...Τις έβλεπα πως με εξέταζαν εξονυχιστικά και πόσο προσεκτικά κατέγραφαν τις κινήσεις μου. Τις κινήσεις όλων μας δηλαδή! Όπου κι αν βρισκόμουν, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. Το πρωί μόλις είχε ξημερώσει, το μεσημέρι, το απόγευμα λίγο πριν σκοτεινιάσει. Στο σαλόνι όπου καθόμουν να γράψω, στο δρόμο όταν έβγαινα για να περπατήσω, όταν έμπαινα σε κάποιο κτίριο ή όταν έκανα βόλτα σε κάποιο πάρκο. Ήταν πάντα εκεί! Εξύφαιναν τα καταχθόνια σχέδιά τους με κάθε ακρίβεια και κάθε λεπτομέρεια. Διέσχιζαν κόσμους και διαστάσεις μεταφέροντας πληροφορίες, διαταγές, ιδέες, προετοιμάζοντας την τελική τους επίθεση. Οι κινήσεις τους είχαν γίνει πια παράτολμες. Προχθές άρπαξαν έναν άστεγο από τον δρόμο και τον μεταμόρφωσαν σε δικό τους! Το μόνο αποδεικτικό στοιχείο που άφησαν ήταν δυο τρία πούπουλα. Όταν το κατάλαβα, φώναξα! Μα κανείς δε με πίστεψε! Όλοι τους ξεγελάστηκαν. Μα όχι εγώ. Τα πούπουλα που είχαν μείνει ήταν μια διαβεβαίωση για τη τρομερή συνωμοσία των δεκαοχτούρων! Αυτά τα ύπουλα πλάσματα μας παρακολουθούν όλη την ώρα και μόλις βρουν ευκαιρία αρπάζουν κάποιον από εμάς και τον κάνουν κι αυτόν δεκαοχτούρα! Γι' αυτό αυξάνονται αυτές ενώ εμείς λιγοστεύουμε. Το είπα! Το είπα στους αστυνομικούς, το είπα στον δικαστή, το είπα και στη γιατρό που ήρθε να με ρωτήσει. Αυτό ήταν το λάθος μου! Δεν είχα καταλάβει πόσο βαθιά στην κοινωνία μας είχαν εισχωρήσει! Πως είχαν εξαγοράσει ανθρώπους για να τις καλύπτουν! Με συνέλαβαν. Με κλείδωσαν σε ένα κελί. Αλλά τους το έσκασα! Ανέβηκα πάνω στη ταράτσα του νοσοκομείου τους. Και αυτοί μέσα στον πανικό τους, το βλέπω στα μάτια τους, προσπαθούν να με πιάσουν ξανά, να με ξεγελάσουν, να με μπερδέψουν. Αλλά δεν ξέρουν κάτι. Ότι κι εγώ τόσο καιρώ τις παρακολουθούσα τις καταραμένες δεκαοχτούρες. Και έμαθα κι εγώ πράγματα. Όπως το πως να πετάω! Κοίτα τους, που έρχονται να με πιάσουν. Οι ανόητοι! Κοίτα την έκπληξή τους καθώς ανοίγω τα καλά κρυμμένα φτερά μου και πετάω μακριά τους...
Όχι, τους μισώ όλους το ίδιο: Άλλους επειδή είναι κακοί κι άλλους επειδή ανέχονται τους κακούς αντί να τους μισούν, όπως οφείλει να κάνει κάθε ενάρετος άνθρωπος. Είναι πολύ άδικο να φέρονται όλοι ευγενικά σε εκείνο τον εγκληματία που είναι αντίπαλός μου στη δίκη. Η απατεωνιά του δε κρύβεται. Όλοι ξέρουν για τι είναι ικανός. Τα γλυκά του μάτια και η φωνή του πιάνουν μόνο σε όσους δεν είναι από δω. Εμείς ξέρουμε ότι αυτός ο αχρείος αξίζει το ρεζιλίκι γιατί ανέβηκε στην κοσμική ζωή με βρώμικα μέσα. Η τύχη του έχει ισοπεδώσει κάθε αξία και αρετή. Παρά τους αισχρούς επαίνους που συσσωρεύει, όλοι ξέρουν ότι είναι άτιμος. Κανείς δε θα φέρει αντίρρηση εάν τον πείτε ψεύτη, άθλιο, εγκληματία. Κι όμως η φάτσα του είναι καλοδεχούμενη, όλοι τον υποδέχονται και του χαμογελούν. Χώνεται παντού. Και, όταν συναγωνίζεται έναν τίμιο άνθρωπο για μια θέση, την κερδίζει με πονηριές. Με πληγώνει να βλέπω τέτοια ανοχή στην κακία. Και πολλές φορές μου έρχεται ξαφνικά να φύγω στην έρημο, μακριά από τους ανθρώπους
Μολιέρος, Ο Μισάνθρωπος, εκδ. Βακχικόν
Μυρμήγκια χιλιάδες ξεχύνονται
από τα στόμα μου
κουβαλάνε τη ψυχή μου σε
μικρά, τοσοδούλικα κομμάτια
Να φωνάξω προσπαθώ
όσο πιο δυνατά μπορώ
μα δεν ακούγεται τίποτα
πέρα από τη ξέφρενη
στρεβλή μουσική
ενός αυλού σπασμένου...
Με κίτρινα αχλάδια
Και γεμάτος με άγρια τριαντάφυλλα
Κρέμεται ο τόπος μέσα στη λίμνη.
Εσείς κύκνοι χαριτωμένοι
Και μεθυσμένοι από φιλιά
Βυθίστε το κεφάλι σας
Στο άχραντο νηφάλιο νερό.
Αλί μου, από πού θα παίρνω,
Σαν έρθει ο χειμώνας, τα λουλούδια
Και από πού τη λάμψη του ήλιου,
Και τη σκιά της γης;
Οι μάντρες στέκονται
Άφωνες και ψυχρές, στον άνεμο
Τρίζουν οι σημαίες
Από το βιβλίο Λόγια της Τρέλας του Ν. Τζαβάρα, εκδ. Ίνδικτος
Καθώς σουρουπώνει, καθώς το όρια μεταξύ των κόσμων λεπταίνουν επικίνδυνα, τόσο πολύ που απειλούν τη ψυχρή λογική που τυλίγει ασφυκτικά την καθημερινότητά μας, μου αρέσει να σβήνω τη λάμπα του δωματίου και να τις αφουγκράζομαι. Ακούω τους θρήνους τους, τα μοιρολόγια τους, την σύγχυση και την αγωνία τους, την καθαρή λύπη τους. Είναι οι φωνές των ψυχών που βρίσκονται ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί για κάποιον απροσδιόριστο δε μένα λόγο (ποιος είμαι άλλωστε για να γνωρίζω τα μυστήρια που με τόση μαεστρία καθοδηγούν το ορατό αλλά και το αόρατο σύμπαν;). Αφού τις ακούσω για κάμποση ώρα και αφού είμαι σίγουρος ότι έχω συντονιστεί μαζί τους τότε αρχίζω και τους μιλάω. Τους λέω ιστορίες δικές μου και του κόσμου, τους λέω αστεία και ανέκδοτα αλλά και μικρές φανταστικές ιστορίες που σκαρφίζομαι. Καμιά φορά τους τραγουδάω κιόλας αν και με μικρή επιτυχία. Κάνω ότι περνάει από το χέρι μου ώστε αυτές τις λίγες ώρες μέχρι το σκοτάδι να πέσει βαρύ στη γη και να γίνει ξανά παχύ το πέπλο που μας χωρίζει, τότε που τη θέση του κλάματος των ψυχών θα πάρουν οι ανόσιοι ύμνοι των πεπτωκότων αγγέλων, η παραμονή των ψυχών αυτών στο όποιο άγνωστο κομμάτι του κόσμου βρίσκονται, να γίνει πιο ανάλαφρη και πιο ευχάριστη. Γιατί δεν είμαι τίποτα παραπάνω -και ούτε ζήτησα ποτέ να είμαι κάτι διαφορετικό- από ένας μοναχικός διασκεδαστής νεκρών ψυχών...
Αντανακλά η μελαγχολία
Δρόμος, φανάρι, φαρμακείο...
Και είναι και θα είναι πάντα έτσι,
πια δεν υπάρχει σωτηρία.
Βρίσκεις σε κάθε σταυροδρόμι
θάνατο, ζωή, αρετή, κακία.
Πάγωσ' ο Νιέβας· νύχτα, κρύο,
δρόμος, φανάρι, φαρμακείο...
Απόδοση: Ρίτα Μπούμη-Παπά
Την ώρα που
η πανσέληνος
τη θέση του ήλιου
παίρνει στον ουρανό
και σαν μυριάδες πυγολαμπίδες
τα αστέρια αχνοφέγγουν στο
σκοτεινό στερέωμα
Τότε
το αγρίμι μέσα μου
ζητά
να ελευθερωθεί από τα δεσμά του
να τρέξει, να κυνηγήσει
και καθώς η μέρα
διαδέχεται της νύχτας το σκοτάδι
εξαντλημένο στη σπηλιά του
πάλι να χωθεί
ως την επόμενη φορά
Στον τάφο μου επάνω
όνομα μη χαραχτεί
μήτε κάποιο επίγραμμα
ή κάποια αρχαία κουταμάρα
Ένα ζευγάρι παπούτσια
αφήστε μοναχά,
όλοι να καταλάβουνε
-κι ο πιο χαζός ακόμα-
πως ήμουν ένας περαστικός
και πράγματι πέρασα από δω
χωρίς κάποια ν' αφήσω ίχνη
Στις κορφές χτίζει σκήτες, καλύβες ειρήνης, εκεί αγαπά, εκεί ρεμβάζει ατενίζοντας πέρα, ώσπου τις κρήνες της πηγής της να τον έλξει η πιο καλόδεχτη απ' όλες τις ώρες. Μες στων ανέμων τον αχό παραδέρνουνε τα επίγεια, αλλά ό,τι το άγγιγμα του έρωτα αγίασε από κοίτη κρυφή θα κυλήσει αδέσμευτο στην αντίπερα γη, σαν μύρο θα σμίξει με των Αγαπημένων τον ύπνο.
Νοβάλις, Ύμνοι στη Νύχτα, εκδ. Περισπωμένη
Παρατηρώ τον ήλιο που δύει, που "βασιλεύει" όπως λέγανε πιο παλιά. Τι σόι βασιλεία είναι αυτή που με τα χρώματα του θανάτου βάφει την ένδοξη μεγαλοπρέπειά της; Ίσως πράγματι την ώρα αυτή τα σύνορα των κόσμων να σβήνουν και οι ζωντανοί, έστω και φευγαλέα να πατούν στο ίδιο χώμα και να αναπνέουν τα ίδια αρώματα με τους κεκοιμημένους. Ίσως γι' αυτό ο ήλιος να βασιλεύει πραγματικά. Επειδή εκείνα τα ελάχιστα δευτερόλεπτα, τους φωτίζει όλους και εκεί βρίσκεται και η πηγή της θλίψης του. Ότι διαρκεί μόνο για αυτές τις λίγες, πολύ λίγες και πολύτιμες στιγμές.
Ειν' στο νεκροταφείο ένα δέντρο
Που μες στην απόλυτη ελευθερία βλαστάνει,
Από ένα υπαγορευμένο πένθος δε φυτεύτηκε,-
Που επιπλέει κατά μήκος μιας πέτρας ταπεινής.
Πάνω στο δέντρο αυτό, χειμώνα καλοκαίρι,
Ένα πουλί έρχεται να τραγουδήσει δυνατά
Το τραγούδι του το θλιβερά πιστό.
Αυτό το δέντρο κι αυτό το πουλί είμαστε εμείς:
Εσύ η ανάμνηση, η απουσία εγώ
Που ο χρόνος -που περνά- καταμετρά...
Αχ! στα γόνατά σου να ζούσα ξανά!
Αχ! ξανά να ζούσα. Μα τι, όμορφή μου,
Η ανυπαρξία είναι ο ψυχρός...νικητής μου
Τουλάχιστον, πες, μες στην καρδιά σου ζω;
Πέτρες κοφτερές
στο δρόμο μου φυτρώνουν
Οι πληγές στα πόδια μου
ποτίζουν με αίμα τη γη
που περπατάνε
Ζιζάνια φυτρώνουν
σε κάθε μου βήμα
πνίγοντας τη σοδειά
που πίσω μου αφήνω
Μα δε λιμοκτονώ,
δεν πονάω
απλά συνεχίζω να περπατώ
και να ματώνω
και να βλέπω να χάνεται ό,τι σπέρνω
Ας αναφλεχθώ λοιπόν, αν αυτό ζητάς!
Στάχτη να γίνω που θα σκορπίσει
ο μεσημεριανός αέρας
ώστε ποτέ να μη μπορέσω
από αυτές να ξαναγεννηθώ
Κι αν ποτέ στο μέρος
που την πυρά μου έστησες,
ξαναβρεθείς,
προσπέρασε το,
χωρίς να πεις έστω
στο κενό μια προσευχή
Κυνηγώντας με από χώρα σε χώρα, έψαξα σε κάθε τόπο συνεργούς για να με βοηθήσουν ανάλγητα να με εξορίσω· μουσαφίρης άγρια αχάριστος, παρακάλεσα τους ανέμους που με υποδέχονταν να με μεταφέρουν προς καταιγίδες όπου θα ένιωθα αναποφάσιστος και απειλούμενος.
Θα είμαι για κάθε εποχή ένας παράξενος ξένος:
Θα έχω περάσει τις μέρες μου παύοντας τη ζωή μου
Καταραμένοι Γάλλοι Ποιητές, εκδ. Ηριδανός
Σου προσφέρω τα καρφιά
για να με σταυρώσεις
γίνε εσύ το ξύλο
που πάνω του θα καρφωθώ
Δώσε μου τον καρπό
που στην εξορία για πάντα θα με στείλει
για χάρη σου και μόνο
χίλιες φορές θα το γευτώ.
πίνακας: Hell (Κόλαση) του Ιερώνυμου Μπος
Ένας φοίνικα να είμαι, να καώ μες στον Θεό
Ώστε τίποτα να μην μπορεί να με χωρίσει απ' Αυτόν
Χερουβικός Οδοιπόρος εκδ. Περισπωμένη
Η γκρίζα μουσική του φεγγαριού
η σκόνη των μαρμάρων που τρίβονται
καθώς χρόνος και τόπος
ταχύτατα αλλάζουν
Τυφλέ οδηγέ ποιον δρόμο
θεωρείς καλό να πάρει ένα έθνος;
Δείξε μας σε ποιο γκρεμό
να πέσουμε μαζί με την ένδοξη
φαντασίωση που αιώνες μας ταλαιπωρεί;
Δε φοβόμαστε πια τη φωτιά
δε καίγονται οι στάχτες
μήτε τα μαυρισμένα κάρβουνα...
Του κήπου τούτου οι καρποί
πικροί, δηλητηριασμένοι
Τυφλές ακρίδες πέφτουνε
επάνω τους οι ανόητοι
Φάτε, φάτε παιδιά της υποκρισίας
η ώρα του θερισμού κοντεύει
Γεμίστε τα στομάχια σας
γίνετε σαν ασκοί
δάκρυ δε θα χυθεί κανένα
για πήλινες κόρες και υιούς
πίνακας: Hieronymus Bosch - The Garden of Earthly Delights - Garden of Earthly Delights (Ecclesia's Paradise)
Μακρινοί περίπατοι μέσα
στη νύχτα-
να τι τρέφει
την
ψυχή:
να κοιτάς κλεφτά απ' τα παράθυρα
κουρασμένες νοικοκυρές
καθώς πασχίζουν
να κουμαντάρουν
σουρωμένους
συζύγους
Η αγάπη είναι ένας σκύλος από την κόλαση, εκδ. Απόπειρα
Κλωσάς το αυγό που σου έδωσαν
είναι όμως πουλιού αυγό ή μήπως από φίδι;
Ποια γητεία τα μάτια σου θαμπώνει
ώστε να μη ξεχωρίζεις το τιτίβισμα
από την ιοβόλα δαγκωματιά;
Πιες νερό από των Λωτοφάγων τις πηγές
μα δεν είναι η ζωή που θα βρεις
στου ποτηριού τον πάτο
Στριγκά χελιδόνια πετούν
σε μαύρο ουρανό,
τις αναμνήσεις μου περιγελούν
Δυσκοίλιος γέρος παρακολουθώ
τη σκόνη να μαζεύεται
πάνω από το πτώμα μου
που μόλις κατάφερα να ξεθάψω
Με τα βουβάλια με τα βαριά θηλαστικά
με την αγέλη όχι με τα ζεύγη.
Κοινή τροφή κοινός ο τρόμος
κι ο θάνατος μονάχα να σε ξεχωρίζει
- Κι ο Έρωτας;
Με τα πουλιά. Με τα πουλιά και με τα ωοτόκα
όχι με το σμήνος ούτε δυο δυο σαν τρυγόνια.
Μόνος. Να πίνεις το νερό όπου το βρεις
κοιτάζοντας τον ουρανό χωρίς κανένα μάρτυρα
(εκτός απ' τον κρυμμένο κυνηγό)
-Κι ο Έρωτας;
- Αναπαραγωγή
Άψινθος - εκδ. Μελάνι
Σαν άλμπατρος σε είδαν να πετάς
τον κόσμο να ταξιδεύεις
Ξεστρατισμένος θαλασσοπόρος
σε ψάχνω απεγνωσμένα
Μάταια, εσύ ποτέ στον ουρανό μου
ν' ανοίξεις δεν καταδέχεσαι
της παρουσίας τα φτερά σου
Μόνο σε φευγαλέα όνειρα
αντικατοπτρισμούς σου βλέπω
Του Αίολου θ' ανοίξω τους ασκούς
μήπως και σε φέρουν άνεμοι μανιώδεις
στα δικά μου τα κατάρτια
Σε μονοπάτια να βαδίζεις κρυπτικά
σε είδαν άμοιροι οδοιπόροι
κανείς δεν άντεξε μπροστά σου
τα λογικά του να κρατήσει
στα μυθικά όρη σε βρήκα του Νεπάλ
κι εκεί ντύθηκα την παραφροσύνη
Ω μάτια, κοιτράτε μόνο προς τα εκεί που βρίσκεται
Εκείνος
Ω ψυχή, κρέμασε τα ρούχα σου στον τροχό
της ζωής και του θανάτου.
Ω γλώσσα, άφησε τον Εραστή να τραγουδήσει.
Ω αυτιά, μεθύστε με το τραγούδι Του.
Ο Αγαπημένος, εκδ. Αρμός
Ποια είναι αυτή η φλογέρα που η μουσική της με γεμίζει χαρά;
Η φλόγα καίγεται χωρίς λάμπα.
Ο λωτός ανθίζει χωρίς ρίζες·
τα λουλούδια ανθίζουν μέσα στα παρτέρια·
το πουλί της σελήνης είναι αφιερωμένο στη Σελήνη
το πουλί της βροχής ελπίζει στη Βροχή·
αλλά στην αγάπη ποιανού θα αφιερώσει τη ζωή του
ο Αιώνιος Εραστής;
Καμπίρ - Ποιήματα εκδ. Πύρινος Κόσμος
Η λάμπα μου ανάβει πληκτική,
τα μάτια μου και πάλι τυραννεί.
Θεέ μου, αν είμαι δούλος,
αν είμαι αδύναμος όλος,
αν πάντα σ' αυτό το τραπέζι θα κάθομαι,
στο πληκτικό αυτό έργο να εργάζομαι,
κάνε μία νύχταν αφτάσω
την αδυναμία μου να ξεπεράσω,
και σε τέλεια δημιουργία μια
καθάρια στους αιώνες ν' ανάψω φωτιά.
Ανθολογία Ρωσικής Ποίησης εκδ Κοροντζή
Φορώ του σκυλιού το δέρμα
επάνω μου ακόμα μια φορά
τρέχω μπροστά σου χοροπηδώντας
προφήτης τρελός της ομορφιάς σου
κι ας με χτυπούν οι άπιστοι
οι τυφλοί ας με λοιδορούν
χάνομαι στης όψης σου τους λαβυρίνθους
και στου κάλλους σου τη φωτεινή ομίχλη
Τούτο μονάχα μου αρκεί
μου φτάνει κι ας μη με κοιτάς ποτέ
Με κοιτάς και κλαις
όλα πονούν
σε κρατώ και ψιθυρίζω
αλλά όλα μπορούν να θεραπευτούν
Γάλα και Μέλι, εκδ. Λιβάνη
γλυκά πολύ με καίει
Τον εαυτό μου χάνω με χαρά,
γίνομαι όλος στάχτη
Κάθε φορά που τούτη η φλόγα
σφιχτά με αγκαλιάζει
Γεννιέσαι κάθε ανατολή
στη δύση βασιλεύεις
Με ξόρκια αρχέγονα κρυφά
σφιχτά πολύ με δένεις.
Δεν χρειάζονται όμως δεσμά
δίπλα σου για να μείνω
Καλύτερα αποκαΐδι, κάρβουνο
παρά να ζήσω μακριά σου.
Να 'σαι ο περίγελος, εγκαταλειμμένος να 'σαι, να πονάς πολύ μέσα στον καιρό,
Τίποτα να μην έχεις, να μην μπορείς, τίποτα να μην είσαι, το μεγαλείο μου εμένα ειν' αυτό.
Άγγελος Σιλέσιος, Χερουβικός Οδοιπόρος, εκδ. Περισπωμένη
Λένε πως είσαι ξωτικό
στις ερημιές πως τρέχεις,
όποιος σε ακολουθεί
χάνεται για πάντα
Κόρη της Λίλιθ είσαι λέν'
κι ενός τρελού Τιτάνα
χάνεσαι μέσα σε σπηλιές,
όνειρα στοιχειώνεις
ο δρόμος σου οδηγεί
στην παραφροσύνη
Σαν ταξιδιώτης χωρίς πυξίδα
κι άστρα να μ' οδηγούνε
ευχαρίστως παρασύρομαι
σ' όλους τους προορισμούς σου
Αυτά είναι τα γεμάτα αστέρια κενά της νύχτας
και τα βάθη κι οι σπηλιές της γης
Αυτοί οι Μύλοι είναι ωκεανοί, σύννεφα και νερά
ακυβέρνητα μες στην παραφορά τους.
Εδώ είναι τ' αστέρια που δημιουργήθηκαν κι οι σπόροι
όλων των πραγμάτων που φυτεύτηκαν,
Και εδώ ο Ήλιος κι η Σελήνη δέχονται
τον καθορισμένο του προορισμό
Προφητικά, εκδ. Χατζηνικολή
Τι κρύβεται στο βλέμμα σου
και τι στο χαμόγελό σου
όταν με χαιρετάς;
Του σύμπαντος τα μυστικά
πόσο ανούσια μου φαίνονται
τώρα δα, μα την αλήθεια!
Στης όψης σου τη μυσταγωγία
καθώς χάνω τον εαυτό μου,
ευτυχισμένος πια ξεχνώ
τα αρχέγονα μυστήρια του κόσμου
Όσοι αγαπούν στο μνήμα
Του πόνου δε θρηνούν.
Τα δώρα της αγάπης
Να κλέψουν ποιοι μπορούν;-
Η Νύχτα τους γλυκαίνει
Την πίκρα του καημού -
Φύλακες της καρδιάς τους
Τα τέκνα τ' ουρανού
Ύμνοι στη Νύχτα, εκδ. Περισπωμένη