Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018
Lovers' spring-Η άνοιξη των εραστών (haiku)
πίνακας της veronica winters
Even in winter
every day is springtime
in the lovers' eyes
Και το χειμώνα
μέρες ανοιξιάτικες
ζουν οι εραστές
Άσμα Ασμάτων:Έρωτας,mysterium tremendum
Ο μεγάλος μας ποιητής Σεφέρης (Γ. Σεφέρης, 1991), την Πρωτοχρονιά του 1962 μένει εκστατικός σε αυτό το παραλήρημα της αγάπης του «Άσματος Ασμάτων». Ό,τι αγγίζει την ανθρώπινη ψυχή είναι πλούτος και αρνείται να μπει στην επεξηγηματική τακτική, απλά συμβουλεύει τον αναγνώστη «να αισθανθεί μόνος του το Άσμα με τα μέσα που διαθέτει η ψυχή του και με τη σοφία που του χάρισε ο Θεός χωρίς τις ενοχλητικές παρεμβάσεις του δογματισμού». Ο Σεφέρης, ως ποιητής, εισπράττει την ευαισθησία και τα εκλεπτυσμένα αισθήματα και νοήματα του Άσματος τα οποία και αποδίδει με το δικό του υπέροχο ποιητικό τρόπο.
Ο έρωτας, όμως, εντείνεται από το θάνατο, αλλά και παίρνει την πικρή γεύση του, καθώς αισθάνεται τη μυρωδιά του θανάτου, πάνω από αυτούς που αγαπά. Όταν πραγματικά αγαπήσει κανείς και δοθεί ολόψυχα στον πραγματικό και ανιδιοτελή έρωτά του για τον άλλο, τότε αρχίζει να καταλαβαίνει τη δύναμη του θανάτου. Ο Γρηγόριος Νύσσης, (Γ. Νύσσης, 1963), γράφει: «Όταν ο σύζυγος κοιτάξει το αγαπημένο πρόσωπο, τού έρχεται ταυτόχρονα και ο φόβος του χωρισμού όταν ακούση την γλυκιά φωνή, η σκέψη έρχεται στο νου ότι κάποτε δεν θα την ακούει όταν ευφρανθή από τη θέα της ομορφιάς της, τότε φρίττει με το προαίσθημα του πένθους που θα φέρει ο θάνατός της…»
Φοβάται, μήπως, αυτός ο ζοφερός ύπνος του στερήσει την αγάπη του. Αυτό όμως το τραχύ συναίσθημα θυμίζει στον άνθρωπο, ότι η αγάπη δεν είναι μόνο παραδεισένια χαρά, που γύρω της κινούνται τα νήματα της προσωπικής ζωής και ευτυχίας, αλλά και «αγκαθερός» δρόμος, τραχιά μαθητεία. Όλα αυτά, που τα Μέσα Ενημέρωσης παρουσιάζουν ως έρωτα, την αυτονομημένη σεξουαλικότητα ή την απόλαυση και τη χαρά, που υποτίθεται ότι βιώνουν οι δυο εφήμεροι εραστές, υποβιβάζουν την ανθρώπινη ύπαρξη και μεταλλάσσουν το σταυρικό χαρακτήρα της αγάπης. Έτσι οι νέοι ρίχνονται με την νεανική τους ορμή, στο ξέφρενο κυνηγητό του ελεύθερου έρωτα, αφού έτσι τους διαποτίζουν καθημερινά, αυτοί που προσπαθούν να δώσουν λανθασμένα πρότυπα και καταστάσεις ζωής· αυτοαποκαλούμενοι Σωτήρες της ανθρωπότητας.
Εμπλέκουν λοιπόν τον νέο άνθρωπο, που διψά να εισπράξει, από τον έρωτα, τη χαρά και την ευτυχία. Δεν είναι έτοιμος και προϊδεασμένος για την σταυρική πορεία της αγάπης που αρχίζει με το συναίσθημά του. Έτσι ή τα εγκαταλείπει φοβισμένος ή αρνείται να αγωνιστεί, φοβούμενος τον κόπο και την αυτοθυσία για να σώσει τη σχέση του. Και ρίχνεται στο κυνήγι της σεξουαλικής επιβεβαίωσης, της στιγμιαίας ηδονής, που όμως, ακριβώς επειδή, δεν συνδέεται με την ψυχή του ανθρώπου, αφήνει την πίκρα του θανάτου, δηλ. την αμαρτία, την αποτυχία. Γιατί, όταν αγαπά κανείς πραγματικά πρέπει να βγει από το κέλυφος της βόλεψής του και να παραδοθεί άνευ όρων στον άλλο. Αυτό φοβούνται οι νέοι και γι’ αυτό αποφεύγουν να επενδύσουν τις ψυχικές δυνάμεις τους σε αυτή την πορεία. Προτιμούν την εφήμερη διασκέδαση, τη στιγμιαία απόλαυση. Φοβούνται επίσης την προδοσία της αγάπης τους. Θα καταφέρουν να δρασκελίσουν το «βουνό» του εγωισμού και να ριχτούν με σωσίβιο το Θεό, στο άγνωστο πέλαγος της βαθιάς αυτοπροσφοράς. Πού θα τους οδηγήσει η επένδυση στην αγάπη, στο γκρεμό ή στον παράδεισο; Θα βρουν ανταπόκριση;
O Theodor Bovet (Theodor Bovet, 1967), στο βιβλίο του «Ο Γάμος», αναφέρει, συνδέοντας και πάλι την αγάπη και το θάνατο: «Γαλήνια και φλογερή, άγια και παθητική, τρυφερή και μυστηριώδης, ταπεινή και μεγαλοπρεπής, γεμάτη απ’ την επισημότητα του θανάτου και τη χαρά της ζωής, πλατεία σαν τον ουρανό και γεμάτη με όλα τα αρώματα της γης: αυτή είναι η συζυγική αγάπη».
Ο Πέρσης μυστικός Τζελλαλ Εντιν Ρούμι (Τζελλαλ Εντιν Ρούμι, 2006), γράφει : «Τρέμει η καρδιά τον Έρωτα λες και θωρεί τον θάνατό της, τι με τον Έρωτα ψοφά το Εγώ, ο σκοτεινός δεσπότης».
Στις ανατολικές θρησκείες ο δυϊσμός διακηρύσσει ότι, από το σώμα πρέπει να απελευθερωθεί το αθάνατο πνεύμα. Έτσι ο φυσικός κόσμος με τα απτά φυσικά σώματα είναι η σφαίρα της πλάνης και το δέσιμο με αυτόν ισοδυναμεί με θάνατο.
Ο π. Φιλόθεος Φάρος, (Φ. Φάρος, 2001), στο βιβλίο του «Έρωτος Φύσις» θέτει μια άλλη όψη στη σχέση του έρωτα με το θάνατο ως εξής: «ο θάνατος είναι το σύμβολο της εσχάτης ανικανότητας και το άγχος που προκύπτει από αυτή την αναπότρεπτη εμπειρία , μας ωθεί να αγωνιστούμε για να κάνουμε τους εαυτούς μας αθάνατους με τον αυτονομημένο σωματικό έρωτα.» Και σημειώνει: «Ο έρως και ο θάνατος έχουν κοινό το γεγονός ότι είναι δύο απόψεις του mysterium tremendum.….. Και οι δύο συνδέονται με τη δημιουργία και την καταστροφή …… Δεν μπορούμε να μείνουμε έξω είτε από τον έρωτα, είτε από το θάνατο…».
Ο Freud (S. Freud, 1923) συσχέτισε την απειλή του θανάτου με την αποδυνάμωση του έρωτα: «Αυτό συνεπάγεται από την ομοιότητα της καταστάσεως, που ακολουθεί την πλήρη σεξουαλική ικανοποίηση με την επιθανάτια διαδικασία και από το γεγονός, ότι ο θάνατος συμπίπτει με τη συνουσία στα κατώτερα ζώα. Μέσα στη φύση ο οργασμός παρουσιάζεται ως αναγέννηση και θάνατος. Η θηλυκή μέλισσα πεθαίνει μετά την αναπαραγωγή».
Τύχη
Πίνακας του Ward Davenny
Αύριο στα πόδια σου θα βάλει την παγίδα της.
Δώρο τώρα η πτήση σου σε αετού φτερά.
Όμως μετά,βέλος φονικό θα σηκωθεί ψηλά.
Γεούντα Α Λεβί
Εβραίοι ποιητές του Μεσαίωνα,Ιωσήφ Βεντούρας,εκδ.Νεφέλη
Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018
Blossom-Ανθός haiku
Flowers are blooming
Colours and perfumes dancing
Haunted by winter
Χρώμα κι άρωμα
τρελός λουλουδιών χορός
Ψύχος τα σκιάζει
Άσμα Ασμάτων:Αγάπη ανθρώπινη και θεία
O Π. Τρεμπέλας, (Π. Τρεμπέλας, 1976), αναφέρει: «προς τα δεινά του θανάτου μόνον παραβάλλονται τα όσα υποφέρει η ψυχή, που αγάπησε και χωρίζεται από τον αγαπημένο της», θεωρώντας όμως, μόνο, τη σχέση του Θεού με το λαό του. Άραγε για τον άνθρωπο, που αγάπησε και χωρίστηκε από το αγαπημένο του πρόσωπο, δεν ισχύει αυτό; Δεν αφορά και τον Θείο και τον ανθρώπινο έρωτα;
Η αγάπη είναι υπέρβαση, είναι αυτοπροσφορά, είναι θυσία , είναι αυταπάρνηση, είναι ζωή. Όταν, δε, ενσωματούται μέσα στην Εκκλησία, τότε χάνει τη φθαρτότητά της και ζωοποιείται από την Πηγή της Ζωής, που είναι ο ίδιος ο Χριστός. Ο θάνατος καταργείται, δεν έχει τη δύναμη να καταλύσει την αγάπη, που οδηγεί τον άνθρωπο στην αιωνιότητα.
Στη μυθολογία, τα ερωτικά ζεύγη προτιμούν το χωρισμό του θανάτου, παρά τη ζωή του διχασμένου και μόνου ατομισμού. Η χριστιανική αγάπη, δεν φοβάται το θάνατο, που είναι μεν δυνατός, όπως αυτή, αλλά έχει χάσει το κεντρί του. Δεν είναι ικανός να φθείρει την Σταυρωτική αγάπη.
Στα Τρελλά Διηγήματα» του Επισκοπόπουλου, (Ν. Επισκοπόπουλος, 1899),: «Κεφ. Η Αγάπη και ο Θάνατος», αναφέρεται η σχέση της αγάπης και του θανάτου. Ακολουθεί την κηδεία ίσως της αγαπημένης του και γράφει: «Και ησθάνθην όρεξη τρελή να φιλήσω το στόμα της, να αποδώσω και εγώ εις την θύραν του θανάτου, εκεί κοντά εις την γην την σφραγίδα του φιλιού, που μου άφησε στο στόμα φεύγουσα η ψυχή της. Και ήθελα ακόμη να κλέψω από τα χείλη της το μυστήριον του αιωνίου μειδιάματος . ……και έφυγα με την αίσθηση του φιλιού και με μιαν αίσθηση θανάτου. Εσκεφτόμουνα τώρα με υπερηφάνεια ότι η γη θα σφράγιζε το φιλί της νύκτας, το οποίο της έδωσα και το οποίο της έδωσα πίσω και το οποίον θα ζούσε άφθαρτο στην αιωνιότητα……. Σκέπτομαι το φίλημα της αγνώστου, το θαμμένο στη γη, την ψυχή που στη στιγμή του θανάτου αδελφώθηκε με τη δική μου σ’ ένα άγγιγμα χειλέων, σ΄ ένα πεταλούδας φτερούγισμα.Και μια ανατριχίλα τότε με πιάνει και μπροστά μου περνούν αγκαλιασμένα τα δυο αδέλφια τα υπέροχα, τα οποία κρατούν τον κόσμο: η Αγάπη και ο Θάνατος.» Τα δύο πιο δυνατά γεγονότα, που πραγματώνονται μέσα στην ανθρώπινη ζωή, και που έχουν τη δύναμη να αλλάζουν το ριζικό των ανθρώπων και να τους αφήνουν ανάμεικτη την ηδονή με την πικρία , την αγωνία της αγάπης με την αγωνία του θανάτου, το κυνήγι του θανάτου πάνω στην αγάπη, το αναμέτρημά του με την αιωνιότητα και την αφθαρσία της αγάπης.
Ο Χρήστος Γιανναράς, (Χρήστος Γιανναράς, Ήλ. Δ/νση: users.uoa,gr/~nektar /history/ttibutes/xrhstos_giannaras/comment_on_ song_of_songs. htm.), στο βιβλίο του: «Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων» γράφει για τη σχέση του έρωτα και του θανάτου: «Διαπάλη έρωτα και θανάτου… Ασυνείδητη επιθυμία κατοχής, ιδιοποίησης, χρήσης του Άλλου, ο Άλλος αντικείμενο της δικής μου ατομικής ανάγκης για ηδονή, για εξασφάλιση και αυτοεπιβεβαίωση: Τότε ο θάνατος έχει κατατροπώσει τον έρωτα……..» Σε άλλο σημείο αναφέρει: «Διαχείριση της ζωής ο έρωτας. Που σημαίνει σχοινοβασία στην κόψη του θανάτου. Ενδεχόμενη σε κάθε στιγμή η πτώση από τη σχέση, στη χρήση, η ολίσθηση στην απαίτηση του εγώ να καταβροχθίσει φανταστικά τον Άλλον. Πιο κάτω αναφέρει: «τρόπος της ζωής και τρόπος της φύσης, έρωτας και θάνατος…… Η χριστιανική πίστη λαμπρύνει τη νοσταλγική ελπίδα (αθανασίας) σε αναβαθμούς ερωτικής προσδοκίας. Ο έρωτας: ναι μεταλλάζει την ύπαρξη σε απερίσταλτη ζωή, γιατί ο Θεός υπάρχει σαν πλήρωμα Τριαδικής ερωτικής συν-ουσίας. «Αγάπη εστί». Προσέλαβε τη θανατερή ατομικότητα – Χριστός Ιησούς – και μεταποίησε το θάνατο σε υπακοή σχέσης με τον Πατέρα σε γεγονός κοινωνίας ζωής αθάνατης.»
Σε άλλο σημείο ο Χρήστος Γιανναράς (Χ. Γιανναράς, 1999), στο βιβλίο του «Ρητό και άρρητο»αναφέρει: «Ο άνθρωπος έχει να κάνει μια επιλογή: να διαλέξει ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, στην αγάπη και στην ιδιοτέλεια». Τελικά, ο θάνατος είναι η αυτονόμηση του Εγώ απέναντι στο Εσύ. Ο θάνατος είναι η αποτυχία της σύναψης ουσιαστικής σχέσης μέσα από την αυθυπέρβαση και τον σταυρωτικό ηρωικό χαρακτήρα της αγάπης. Αν σκεφτόμαστε με ιδιοτέλεια και με την φυσική και αυτονομημένη σεξουαλικότητα, τότε, όντως η αγάπη βρίσκεται στο κατώφλι του θανάτου. Ο θάνατος δεν είναι η αποσυντιθέμενη ανθρώπινη σάρκα, αλλά η αποτυχία του ανθρώπινου προσώπου να ενωθεί με το Δημιουργό του. Η απουσία σχέσης μαζί Του κάνει τον άνθρωπο να υποχωρεί στον εγωισμό του, στον ατομοκεντρισμό του, και να παραδίνεται στον ψυχικό θάνατο. Κάτω από αυτό το πρίσμα η σεξουαλικότητα του ανθρώπου μπαίνει στα πλαίσια της δυναμικής της αγάπης. Κινείται όχι αυτόνομα και απρόσωπα αλλά σε ενότητα ψυχών και αλληλοπεριχώρησης προσώπων. Να, λοιπόν, γιατί η αγάπη είναι δυνατή σαν το θάνατο. Η αγάπη κυριαρχεί στη ζωή μας και ο θάνατος επίσης στη νέκρωση της ψυχής μας. Αλλά ο θάνατος νικάται από τη στενή αγαπητική σχέση του ανθρώπου με το Θεό του και το σύντροφό του. Γι’ αυτό δεν απορρίπτουμε την σεξουαλικότητα ως εφάμαρτη και ένοχη κατάσταση ή πολύ περισσότερο ως ρυπαρότητα, όπως προαναφέραμε, γιατί δυστυχώς δεν υπάρχουν χυδαίες λέξεις αλλά χυδαίοι άνθρωποι με αυτοσκοπό την ικανοποίηση της ζωώδους επιθυμίας.
Σταγόνες έρωτα
πίνακας του jagannath paul:bond of love
Σταγόνες έρωτα
με ραντίζουν
με ραντίζουν
Όταν η ομίχλη
είναι γύρω μου
Όπως οι χιονονιφάδες
με μένα λιώνουν
Τότε σαν ζεστό
καφέ που πίνω γουλιά γουλιά
Και το βλέμμα των
αισθησιακών σου ματιών
είναι γύρω μου
Όπως οι χιονονιφάδες
με μένα λιώνουν
Τότε σαν ζεστό
καφέ που πίνω γουλιά γουλιά
Και το βλέμμα των
αισθησιακών σου ματιών
Με σκοτώνει με
τα δαγκώματά σου
Σε αυτό το κρύο
πρωινό
Όπως μια κουβέρτα
καθώς με σκεπάζεις
τα δαγκώματά σου
Σε αυτό το κρύο
πρωινό
Όπως μια κουβέρτα
καθώς με σκεπάζεις
Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018
Blood-Αίμα senryu
My dearest beloved
It is not wine that you drink
but my very blood
Αγαπημένη
δεν πίνεις κρασί,ξέρεις
μα το αίμα μου
Μια εποχή στην κόλαση
e-dromos
Αρθούρος Ρεμπώ
Άλλοτε, αν θυμάμαι καλά, η ζωή μου ήταν γιορταστικό τραπέζι
όπου ανοίγονταν όλες οι καρδιές, πίνονταν όλα τα κρασιά.
Ένα βράδυ, κάθισα την Ομορφιά, στα γόνατά μου
–και τη βρήκα πικρή– και την έβρισα.
Οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη.
Και τράπηκα σε φυγή.
Ω μάγισσες, ω μιζέρια, ω μίσος,
στη φύλαξή σας, δόθηκε ο θησαυρός μου!
Κατάφερα να σβήσει μεσ’ στο πνεύμα μου
όλη η ανθρώπινη ελπίδα.
Πάνω σε κάθε χαρά, για να τη στραγγαλίσω,
πήδησα αθόρυβα, όπως τ’ αγρίμια.
Κάλεσα τους δήμιους για να δαγκώσουν,
πεθαίνοντας από βίαιο θάνατο,
τα κοντάκια των τουφεκιών τους.
Κάλεσα τις μάστιγες για να με πνίξουν με την άμμο, το αίμα.
Η δυστυχία ήταν ο θεός μου.
Πλάγιασα μέσα στη λάσπη.
Στέγνωσα στον άνεμο του εγκλήματος.
Κι έπαιξα έξυπνες φάρσες στην τρέλα.
Κι η άνοιξη μου έφερε το φριχτό γέλιο του ηλίθιου.
Έτσι, εντελώς πρόσφατα, ενώ ήμουνα έτοιμος να τα τινάξω,
σκέφτηκα να αναζητήσω το κλειδί από το παλιό γιορτάσι,
ίσως και μου ανοιγόταν πάλι η όρεξη.
Το έλεος είναι τούτο το κλειδί.
–Κι αυτή η έμπνευση αποδεικνύει ότι ονειρεύτηκα.
Θα παραμείνεις ύαινα, κτλ… ανέκραξε ο δαίμονας,
που με είχε στέψει με τόσο ευγενικές παπαρούνες.
Θα καταχτήσεις το θάνατο με όλες τις ορμές σου,
και τον εγωισμό σου, και όλα τα θανάσιμα αμαρτήματα.
Αχ! πήρα μεγάλη δόση:-Μα, αγαπητέ μου Σατανά,
σε καθικετεύω, μη με αγριοκοιτάς τόσο!
Και εν αναμονή κάποιων καθυστερημένων μικροδειλιών,
εσείς που αγαπάτε στον συγγραφέα την απουσία
των περιγραφικών ή διδακτικών ικανοτήτων,
κόβω για σας αυτά τα λίγα φύλλα
από το σημειωματάριό μου ως κολασμένου.
Μετάφραση: Γιώργος Σπανός
Άσμα Ασμάτων:Ηδονή και θάνατος
pemptousia
Με προβληματίζει, λοιπόν, η συσχέτιση «των χυδαίων λέξεων», «βέβηλων» και «μη ευπρεπών» με τη σαρκική αγάπη. Στο Άσμα Ασμάτων διαφαίνεται η δυνατότητα της σχέσης του Θείου με το ανθρώπινο, αλλά μήπως υποβιβάζεται η ανθρώπινη ερωτική επικοινωνία, όταν δεν αναφερόμαστε στις αναλύσεις μας, στην αγάπη που λαμπρύνει το ανθρώπινο πρόσωπο κατ΄ εντολή του Δημιουργού; Μήπως δεν υπάρχουν χυδαίες λέξεις, αλλά μόνο χυδαίοι άνθρωποι;
Ο Χρήστος Γιανναράς, (Χ. Γιανναράς, 1979), στο βιβλίο του «Η Ελευθερία του Ήθους» αναφέρει: «Ο Θεός είναι μόνο ένα οντολογικό γεγονός αγάπης και μια έκχυση αγάπης, ένα «πλήθος χρηστότητος», μια παραφορά ερωτικής αγαθότητας.» Θα μπορούσε λοιπόν αυτός ο Θεός να θέσει την αγάπη σε καθεστώς νομικών κανόνων; να τη συνδέσει με την ψυχολογική καταπίεση συμπλεγμάτων ενοχής;» Ακόμα και στην νεώτερη λογοτεχνία, όπως γράφει ο Alberto Moravia (A. Moravia, 1965), «εστιάζεται η προσπάθεια αποτίναξης των χριστιανικών ταμπού και τις υποκριτικές απαγορεύσεις της Ηθικής», γιατί, δυστυχώς πολλοί τομείς της ανθρώπινης ζωής δέχθηκαν τις ισχυρές επιδράσεις των λεγόμενων ηθικιστών, που έκριναν τον άνθρωπο μόνο σχετικά με τη συμπεριφορά του στο ερωτικό κομμάτι της ζωής του, απομονώνοντάς το από την όλη προσωπικότητα του ατόμου.
Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ακόμα και στο αυτονομημένο ερωτικό πάθος «βλέπει βαθιά την αγαπητική δύναμη του ανθρώπου που μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο μέσα από τη μετάνοια στον άπληστο έρωτα για τον Θεό». Ο Ιωάννης Ζηζιούλας (Ι. Ζηζιούλας, 1976), γράφει: «Ο έρως και ως ψυχρή ακόμα και χωρίς συναισθηματικήν δέσμευσιν πράξις είναι ένα συγκλονιστικόν μυστήριον της ύπαρξης, υποκρύπτει μιαν τάσιν δι’ ένα βαθύτατον γεγονός κοινωνίας, δια μιαν εκστατικήν υπέρβασιν της ατομικότητας εις την δημιουργίαν.»
Ο Thornton Wilder (Thornton Wilder, 1927), στο μικρό φιλοσοφικό του μυθιστόρημα «Το Γεφύρι του Σαν Λιούις Ρε» αναφέρει: «Υπάρχει μια χώρα ζωντανών και μια χώρα νεκρών. Η γέφυρα ανάμεσά τους είναι η αγάπη, η μόνη αλήθεια, η μοναδική επιβίωση».
Β’ ΕΝΟΤΗΤΑ
Θα επικεντρώσω την προσοχή μου στον σχολιασμό της πολύ δυνατής φράσης, που υπάρχει μέσα στο Άσμα Ασμάτων: «Θέσε με σάν σφραγίδα στήν καρδιά σου, ὡς σφραγίδα στο βραχίονά σου, ὧστε ὄχι μόνον να μέ αἰσθάνεσαι, ἀλλά καί νά μέ βλέπεις. Γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι ἀκαταμάχητος σάν τόν θάνατο καί ἡ μέχρι ζηλοτυπίας ἀφοσίωση εἶναι σκληρή σάν τόν ἄδη. Οἱ σπίθες δέ, πού σάν φτερά ἐκτινάσσονται ἀπό ἀγάπη, εἶναι πύρινοι καί φλόγες πυρός. Κραταιά ὡς θάνατος ἡ ἀγάπη, σκληρός ὡς ἄδης ζῆλος». Μεγαλειώδης παρομοίωση και συσχετισμός των δυο μεγάλων συναισθημάτων και γεγονότων της ανθρώπινης ζωής. Από τη μια η αγάπη, από την άλλη ο θάνατος.
Από τη μια η ανθοφορία της ζωής, η άνθησή της παραδεισένια, από την άλλη ο φόβος του φθαρτού, που μπορεί να σκοτώσει την αγάπη στην αιωνιότητα. Ο φόβος του τέλους της ύπαρξης, που ίσως χωρίσει τους δυο αγαπημένους. Η αγάπη ισχυρό κίνητρο ζωής, ο θάνατος, ίσως, και με τη μορφή παραίτησης από τη ζωή. Ο έρωτας, αυτή η έμφυτη από το Θεό αγαπητική δύναμη διαμορφώνει και τις επιμέρους πτυχές της ανθρώπινης προσωπικότητας. Η φυσική ερωτική ορμή, κατά τους Πατέρες, δεν πρέπει να είναι τυφλή και άλογη, αλλά πρέπει να δημιουργεί κοινωνία και ψυχική σχέση με τον άλλο. Αυτό σημαίνει όμως αυτοπροσφορά, σταυρική θυσία, παραίτηση από το εγώ. Γιατί λοιπόν ο έρωτας και η αγάπη θεωρείται αμαρτία και ενοχή; Γιατί σε αυτό το όμορφο «υφαντό» της ζωής και της σχέσης, πρέπει ορισμένοι χριστιανοί και ιερωμένοι να συμβουλεύουν, ότι η ένωση των δύο συζύγων είναι αναγκαία μόνο και μόνο για τη φυσική διαιώνιση του είδους, που έτσι ή αλλιώς γίνεται ανεπίγνωστα;
Ο Συσχετισμός ηδονής και θανάτου αποτελεί και ένα συνηθισμένο μοτίβο του Επισκοπόπουλου. Τα ωραιότερα σχετικά δείγματα υπάρχουν στο «Νυκτίον» του Άσματος Ασμάτων.
Ο Επισκοπόπουλος, (Ν. Επισκοπόπουλος, 1899), γράφει: «Σε αυτό το διήγημα έχουμε ένα σαφές δείγμα του συσχετισμού της ηδονής με το θάνατο: η ερωτική πράξη παρουσιάζεται σαν αποτέλεσμα απελπισίας, ενώ ο τελικός σπασμός είναι ο σπασμός ηδονής και θανάτου, που δίνει στον κόσμο ένα τέλος ενστικτώδες και αφιλοσόφητο, δηλ. ένα τέλος αντάξιο του κόσμου των ανθρώπων.» Έτσι για τον συγκεκριμένο συγγραφέα «ο συσχετισμός της ηδονής με το θάνατο αποτελεί ένα από τα τεκμήρια της μεικτής φύσης της.» Η ηδονή στα διηγήματα του Επισκοπόπουλου, (Ν. Επισκοπόπουλος, 1899), αποτελεί μεικτό αίσθημα, συναίσθημα, συγκίνηση, εμπειρία.
Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018
February's rain (haiku)- Βροχή Φλεβάρη
Mud stuck on my shoes
the cap on my head got soaked;
February's rain
Λάσπες γέμισα
μούσκεψε ο σκούφος μου·
βροχή Φλεβάρη
Ο έρωτας στο Άσμα Ασμάτων
Η μυστική ερμηνεία του άσματος, βάσει του Π. Τρεμπέλα παρουσιάζει δυσκολίες· τον προβληματίζουν οι λέξεις, που εκφράζουν συγχρόνως και την χυδαία και σαρκική έννοια αυτών και παράλληλα το μυστικό νόημα, που είναι η σχέση του Θεού με τον λαό του. «Γλῶσσα εἰθισμένη νά λαλῆ και να ἐκφράζει ὑπό τάς παρορμήσεις τῆς σαρκός πῶς θά ἦταν δυνατόν νά ανυψοῦσι τόν ἀκούοντα εἰς ὀρίζοντας καθαρῶς πνευματικούς καί εἰς πτήσεις οὐρανίους». Όμως ο Ιωάννης Χρυσόστομος (Ι. Χρυσόστομος, ΕΠΕ), τον έρωτα τον αποκαλεί «Θεοῦ δῶρον». Οι ακολουθούντες πατέρες: Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, (Γρηγόριος Νύσσης, Migne 44), κ.ά., καθώς και Δυτικοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς, με κυριότερους τους: Ιερώνυμο και Ιερό Αυγουστίνο αποδίδουν, σχεδόν απόλυτα, την ερμηνεία, ότι εννοείται ο γάμος του Χριστού με την Εκκλησία. Έτσι ο Τρεμπέλας (Τρεμπέλας, 1976), βλέπει απολύτως στο Άσμα Ασμάτων την αγάπη του Θεού προς τους ανθρώπους. «Διά τῶν ἐνταῦθα γεγραμμένων νυμφοστολεῖται τρόπον τοῦ Θεοῦ τινά ἡ ψυχή πρός τόν ἀσώματον τε και πνευματικήν καί ἄϋλον τοῦ Θεοῦ συζυγία».
Κατά την ταπεινή μας άποψη, οι Πατέρες της Εκκλησίας εμβαθύνοντας και φωτιζόμενοι από το Άγιο Πνεύμα αναλύουν πνευματικά το υπέροχο αυτό κείμενο. Και όντως, πάνω απ’ όλα τα είδη της αγάπης κρύβεται ο Δημιουργός της. Υπήρχε όμως πάντα διάχυτη η αίσθηση, ότι η αγάπη των δυο ανθρώπων περιέχει και το ενοχικό στοιχείο. Αν παρακολουθήσουμε τις εκφράσεις, περί χυδαιότητας ή χυδαίων λέξεων, υποβιβάζουμε το συναίσθημα της ζωής και της συνδημιουργίας στην αίσθηση της αμαρτίας. Κάποιοι από αυτούς, που μιλούν τόσο σκληρά, δυστυχώς, δεν έχουν βιώσει την ανθρώπινη διάσταση του έρωτα και της αγάπης και βλέπουν μόνο τη διάσταση του Θείου έρωτα, αποσιωπώντας και υποβιβάζοντας την συζυγική αγάπη, που είναι δυνατή σαν το θάνατο, σύμφωνα με το βιβλίο Άσμα Ασμάτων. Αποσιωπούν το μεθύσι της αγάπης, που βιώνει ο πλασμένος συντροφικά άνθρωπος. Δεν έχει νόημα να ζει, κανείς, χωρίς αγαπητικές σχέσεις με όλους και πρώτα με το Θεό. Πού βρίσκεται, λοιπόν , η ενοχή και η αμαρτία στην αγάπη που περικλείεται με αλληλοσεβασμό, αμοιβαιότητα, φιλαλληλία, αλληλοπεριχώρηση; Ο Θεός είναι συντροφικός, είναι Τρία Πρόσωπα και όχι ένα.
Αν προχωρήσουμε στο σχολιασμό του Π. Τρεμπέλα, (Τρεμπέλας, 1976), αναγινώσκουμε: «τό πρῶτον τοῦτο ποίημα ὅσον καί τά ἐπακολουθοῦντα ὀμιλοῦν, ὡς εἴπομεν, περί ἔρωτος θείου καί ἐξ ὀλοκλήρου ἀγνού. Φαίνεται μεν εἰς ἀνθρώπους μή ἔχοντας πεῖραν πνευματικής ζωῆς ὅτι ὁ τόνος τοῦ ποιήματος καί τό ἐν γένει περιεχόμενον αὐτοῦ ἀφορᾶ ἔρωτα σαρκικό. Ἐξ ἄλλου οἰ μετ’ ἐπιπολαιότητος καί μή μέτ’ εὐλαβοῦς διάθεσης ἀναγιγνώσκοντες το Ἄσμα ὡς ἐπί τό πλεῖστον λέξεις οἱ ὀποῖαι εἰς τό σύνηθες καί κατά κόσμον ζωή ἐκφράζουν συναισθήματα σαρκικά, ἐκδέχονται εἰς τήν αὐτήν σημασία καί ἔννοιαν καί κατά τήν ὑπό Ἆσματος χρῆσιν αὐτῶν παρατρέχοντες τό γεγονός ὅτι εἰς τά ἱερά ποιήματα δέν συναντᾶται οὐδεμία λέξις ἄτοπος, αἰσχρά καί καθ’ αὐτό βέβηλος καί ὅτι ἐάν εἰς τινά σημεῖα τοῦ Ἆσματος χρησιμοποιοῦνται λέξεις ἤ ἐκφράσεις τινές ἐκ πρώτης ὄψεως καί ἐντυπώσεως οὐχί ἐπαρκῶς εὐπρεπεῖς, μετ’ ὀλίγον αὖται ἐπανορθοῦνται δι’ ἀποσαφηνίσεως τῶν συμφραζομένων. Τό πᾶν ἐν τῷ Ἆσματι εἶναι ἀγνόν, ἐκφράζον ἀγάπην ἀληθή, θερμή, ἀμόλυντον καί ἁγίαν, οὐδέν δέ ἐπιτρέπει πράγματι να ἐκλάβωμεν αὐτό εἰς ἔννοιαν χυδαῖαν καί σαρκική.»
Η σκέψη δεν έχει πλέον αξία για μένα
Η σκέψη δεν έχει πλέον αξία για μένα,
ούτε h εργασία ούτε h ομιλία.
Η αγάπη με τραβάει τόσο ψηλά
(Η σκέψη δεν έχει πλέον αξία για μένα)
Με το θεϊκό της βλέμμα,
που δεν έχω σκοπό.
Η σκέψη δεν έχει πλέον αξία για μένα,
ούτε η εργασία ούτε η ομιλία.
Marguerite Porete
Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018
Where is God? (senryu)-Που ειν' ο Θεός;
"You know where God is?"
the madman asked me;
Now I search with him
"Που ειν' ο Θεός;"
ο τρελός με ρώτησε·
μαζί του ψάχνω
«Ότι κραταιά ως θάνατος η αγάπη»
pemptousia.gr
Δέσποινα Γεωργιάδη-Αλεξοπούλου, Εκπαιδευτικός
Το «Άσμα Ασμάτων» διδάσκει την αγάπη.
Περίληψη
Γιατί άραγε το υπέροχο ερωτικό τραγούδι: «Άσμα Ασμάτων» ανήκει στον κλειστό κατάλογο των βιβλίων της Αγίας Γραφής; Αποκαλύπτει μόνο την κεκαλυμμένη αλήθεια της ένωσης του Θεού με το λαό Tου και την αγάπη Tου για αυτόν; Ή αποτελεί ένα θεσπέσιο άσμα γεμάτο λυρισμό, που υμνεί την αιώνια αγάπη και τον έρωτα των δυο συζύγων; Για την εποχή του αποτελεί ένα πολύ προχωρημένο σε εικόνες και συναισθήματα κείμενο. Στόχος μου είναι η προσπάθεια να ενώσω τις δυο έννοιες μέσα από διαφορετικά κείμενα των συγγραφέων, που ασχολήθηκαν παλιότερα και σήμερα, η διαφορά αντιλήψεων της κάθε εποχής και κάθε συγγραφέα, ανάλογα με τη σκέψη και τη διαφορετική θεολογική ερμηνεία τους. Αρχικά θα αναφέρω τις αναλύσεις των συγγραφέων, που πιστεύουν μόνο στη αυστηρή θεολογική ερμηνεία της αγάπης του Γιαχβέ με το λαό του, παραβλέποντας την έννοια του ανθρώπινου έρωτα . Aκολουθούν οι απόψεις, που αναδεικνύουν και τα δυο συμπεράσματα και φθάνοντας στο τέλος, τοποθετούμε τον έρωτα και την αγάπη στην υπέροχη θέση, που πρέπει να είναι στη ζωή του καθενός μας και στην αγαπητική συνύπαρξη μας με όλους. Συγκλονιζόμαστε δε από την υπέροχη φράση: «Η αγάπη είναι δυνατή σαν το θάνατο» και ερμηνεύουμε αυτά τα υπέροχα λόγια. Tι άραγε σχέση έχει η αγάπη και ο θάνατος;
Εισαγωγή
Η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη περιέχει όλα τα ψήγματα της σοφίας και του μυστηρίου της ανθρώπινης ζωής. Η Παλαιά Διαθήκη προετοιμάζει την έλευση του Μεσσία – Σωτήρα της ανθρωπότητας. Μελετώντας το ιερό βιβλίο παρακολουθούμε την ιχνηλασία των βημάτων του Ιησού, καθώς κατέρχεται σιωπηλά και αθόρυβα στη ζωή και την καρδιά του κάθε ανθρώπου. Ο πτωτικός άνθρωπος βρέθηκε κατακρημνισμένος στην απελπισία, στο σκοτάδι της παρακοής, στη λάθος επιλογή στη ζωή του. Ο Θεός δεν δημιούργησε την αστοχία, την πτώση στην αμαρτία αλλά η φιλαυτία του ανθρώπου. Ο Ιωάννης Δαμασκηνός, (Γ. Γαλίτης, 1998), γράφει: «ἀρετή λέγεται ἔτσι ἐπειδή βάση της εἶναι ἡ δυνατότητα να επιλέγεις(«τό α̉ιρεῖσθαι»). Διότι εἶναι αἰρετή και ἠθελημένη, ἐπειδή τό καλό το κάνουμε μέ συνειδητή επιλογή καί μέ τή θέλησή μας ὄχι ἠθελημένα καί ἐξαναγκαστικά». Και η κακή επιλογή είναι μια συνειδητή επιλογή. Μια επιλογή θανάτου, ίσως, ψυχικού η σωματικού.
Όμως η σωτηρία του ανθρώπου είναι εφικτή. Η σκληρή καθημερινότητά του, περικλείεται, παράλληλα με τη σκληρότητα της και από γλυκύτητα συναισθημάτων. Αγάπη, το πρώτο , μεγαλύτερο και ωραιότερο δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Δεν θα μπορούσε λοιπόν να λείπει και από την Αγία Γραφή. Άσμα Ασμάτων, ένας εξαίσιος ύμνος στον έρωτα , την αγάπη, τη συντροφικότητα, την αμοιβαιότητα. Γιατί όμως το βιβλίο αυτό, που περιέχεται στον κλειστό κατάλογο των βιβλίων της Αγίας Γραφής , υπήρξε αμφιλεγόμενο για κάποιους; Ορισμένοι αναρωτήθηκαν: πως και ένα «τέτοιο» βιβλίο ενσωματώθηκε στα πολύτιμα θεόπνευστα βιβλία της Π. Διαθήκης; Δυσκολεύονται με τη παραστατικότητα των λέξεων, που περιγράφει την ομορφιά της ζωής, το Θείο έρωτα αλλά και το ανθρώπινο έρωτα, που φύτεψε ο ίδιος ο Θεός στον άνθρωπο.
Α’ ΕΝΟΤΗΤΑ
Θα αναφέρουμε, για λίγο, ιστορικά, την ερμηνεία και τον σχολιασμό των παλαιοτέρων συγγραφέων. Στην μετάφραση των Ο΄, η εβραϊκή επιγραφή του βιβλίου “shir-hashirim asher lishlomoh”μεταφράσθηκε ως «Ἄσμα Ἀσμάτων ὁ ἐστί Σολομῶν». Η περίφραση «Άσμα Ασμάτων» τέθηκε σε υπερθετική έννοια, για να καταδείξει ότι το λυρικό αυτό άσμα είναι το ανώτερο άσμα μέσα στην Π. Διαθήκη και μοναδικά υπέροχο άσμα, από όσα έγραψε ο Σολομών.O Θεοδώρητος θεωρεί ότι το βιβλίο αυτό επιγράφεται έτσι γιατί: «Τοῦτο γαρ ἐστί τό κεφάλαιον τῶν ἀγαθῶν καί τῆς θεῖας φιλανθρωπίας ὁ κολοφῶν…Διά τοῦτο τοίνυν Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων προσαγορεύεται τό βιβλίον ὡς τά μείζω τῆς Θεοῦ ἀγαθότητος εἴδη διδάσκον ἠμάς καί τά ἐνδότερα καί ἄδυτα καί ἁγία ἁγίων τῆς θείας ἠμῖν φιλανθρωπίας ἀποκαλύπτον μυστήρια».(Θεοδώρητος, Migne 81-82)
Σύμφωνα με την άποψη του Π. Τρεμπέλα, (Π. Τρεμπέλας, 1976): «η εκφορά του ονόματος Άσμα Ασμάτων του βιβλίου δηλώνει και την ενότητα αυτού». Ο καθηγητής Π. Μπρατσιώτης (Π. Μπρατσιώτης, 1937), λέει: «η ονομασία Άσμα δείχνει το φιλολογικό χαρακτήρα του βιβλίου ως λυρικό ποίημα. Είναι σειρά λυρικών ενωμένων ασμάτων, που δείχνουν είδος παλιού ελληνικού ειδυλλίου μέσα στο οποίο τα ζωηρότατα χρώματα, μέσα στα όρια της αγνότητας, η ολοένα αυξανόμενη και τελειοποιούμενη αγάπη μεταξύ των δύο πρόσωπων που συναντά πολλά εμπόδια , αλλά πάντα ταύτα τα υπερνικά και καταλήγει σε ελεύθερη συνάντηση και πνευματικό αρραβώνα» και σύμφωνα με τον Godet (Godet, 1500), «σε πλήρη ένωση σε άλλο χρόνο και σε υπέργειο ορίζοντα». Στο υπέροχο βιβλίο αυτό συνυπάρχει και το δραματικό στοιχείο μέσα στο διάλογο και τη δραματική κίνηση. Ο Μ. Βασίλειος (Μ. Βασίλειος, Migne P.G. 30), θεωρεί «Στο Yπόμνημα του Ησαΐα», το Άσμα Ασμάτων «ὡς ἐπιθαλάμιο ὠδή δραματικῶς πεπλεγμένην». Ο F. Godet γράφει: «Υπάρχει ειδύλλιον συγχρόνως και δράμα και αναλύει το ποίημα ως δράμα.» Ο Leserte (F. Vigontoux, Paris 1912), όμως υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει σε αυτό ούτε ειδύλλιο, ούτε εκλογή, αλλά ποίημα «κυρίως ανατολικόν».
Ο D. Buzy, (L. Pirot, 1951), γράφει ότι: «κάποιοι συγγραφείς της φυσιοκρατικής σχολής υποστηρίζουν ότι το εξαίσιο αυτό Άσμα είναι ποίημα εξ ολοκλήρου κοσμικό, που απλά εξυμνεί το γάμο του Σολομώντα ή δύο ιστορικών ή φανταστικών προσώπων.» Η Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος επιβεβαίωσε την θεοπνευστία του συγκεκριμένου βιβλίου.
Εξετάζοντας τις ερμηνείες του Άσματος, που χωρίζονται σε ιστορικές, μυστικές, αλληγορικές διακρίνουμε πλήθος συμπερασμάτων, τα οποία μάλλον οδηγούν προς την σχέση του Θεού με το λαό του αλλά και του Χριστού με την Eκκλησία. Ο Π. Τρεμπέλας (Π. Τρεμπέλας, 1976), γράφει : «ἡ καταρίθμησις τοῦ βιβλίου εἰς τά θεόπνευστα τῆς Ἀγίας Γραφῆς ἀπορρίπτει ἐξ ὀλοκλήρου ταῦτην καί καθ’ ἤν περίπτωσιν δι’ αυτῆς ἀναζητήσωμεν ἐν τῷ Ἄσματι τήν ἔκφρασιν φυσικῆς και σαρκικῆς ἀγάπης καί ὑπ’ αὐτήν τήν πλέον νόμιμον καί εὐγενῆ αὐτῆς μορφήν τῆς ἐν τῇ μονογαμία». Όμως ο Fr.Delitzch, (Fr. Delitzch, 1875), εκφράζει την ερμηνεία, ότι μέσω του Άσματος προεξαγγέλεται το πρώτο άρθρο του χριστιανικού δικαίου της οικογένειας. Αντίθετα, η ερμηνεία αυτή κρίθηκε απαράδεκτη από τον Leserte και ασύστατη. Ο Ιερώνυμος, που γνωρίζει τη σημασία των εβραϊκών λέξεων και όρων, αναφέρει ότι η λέξις «Αδελφή» αποκλείει κάθε έννοια σαρκικής αγάπης.
[Συνεχίζεται]
Ἑνὸς λεπτοῦ σιγή
Ἐσεῖς ποὺ βρήκατε τὸν ἄνθρωπό σας
κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά,
ἕναν ὦμο ν᾿ ἀκουμπᾶτε τὴν πίκρα σας,
ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας,
κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας,
ἔστω καὶ μία φορά;
Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγή
γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους;
Ν.Χριστιανόπουλος
(ἀπὸ τὴ Συλλογή: «Ἀνυπεράσπιστος Καημός»)
Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018
Μαύρο-Black
Painter combine
the colours of the world
and wait to see
the reward of your efforts:
the blackest of the blacks.
Now you have learned
thiw life's hidden secret
All the achievements'
conclusion is death.
Συνδύασε ζωγράφε
τα χρώματα του κόσμου
και στάσου να δεις
την αμοιβή του κόπου σου:
το μελανότερο των μαύρων.
Τώρα έμαθες ποιο είναι
της ζωής το μυστικό
Όλα τα επιτεύγματα
με θάνατο τελειώνουν
Σκορπίζεται η ομίχλη
poetry-chaikhana
Τότε η σκιά της νύχτας διασκορπίστηκε,
Η όραση επέστρεψε στα μάτια μου.
Όταν, λοιπόν, τυχαία ο βροχερός Κόρους*
κυλά τα σύννεφα της καταιγίδας μέσα από τον ουρανό,
Κρυμμένος είναι ο ήλιος· όλος ο ουρανός
είναι κρυμμένος σε νύχτα δίχως άστρα.
Αλλά εάν, με άγρια επέλαση σαρώσει,
ο Βορέας απελευθερώσει το φυλακισμένο φως της ημέρας,
Εντελώς ξαφνικά ο ακτινοβόλος θεός ξεχειλίζει
και χτυπά την έκθαμβη όρασή μας με τις ακτίνες του.
Βοήθιος
*ΒΔ άνεμος,Λατινική ονομασία
Ηλίας Τσιρκινίδης
pontosandaristera
Εμείς οπισ’ θα κλώσκουμες
σ’ εκείνα τα στερέας
τ’ εγνώριμα, τα έμορφα
τα παντολαλεμένα.
ξαν’ με τ’ αληγορόπλεα
καράβια αρματωμένα
τραντέλλενοι, δρακέλλενοι
και δρακελλενοπούλεα.
.
Στον ελλαδικό χώρο η ποντιακή ποίηση αναπτύχθηκε και πήρε λόγιες μορφές ιδιαιτέρως σημαντικές. Είχε εξαιρετικούς εκπροσώπους, όπως φυσικά και πολύ ενδιαφέροντες λαϊκούς ποιητές. Ο νεότερος από τους εκπροσώπους της ποιοτικής ποίησης είναι ο Κώστας Διαμαντίδης, που ανηκει στη δεύτερη προσφυγική γενιά.
Ο κορυφαίος της πρώτης γενιάς των προσφύγων ήταν ο Ηλίας Τσιρκινίδης. Χαρακτηριστικό δείγμα της ποίησής του είναι το παρακάτω:
Χριστέ μ’, όθεν επάτεσες τραντάφυλλα ο τόπος
κι όθεν εστάθες μάραντα κι όθεν εδέβες άθα.
Τη κοσμί’ όλα τα καλά και τ’ έμορφα ευλόησες
κι όλα μυρίζ’νε θύμπιρα και όλα ευωδίας –
τα κρένερα τ’ απόμακρα και τα ψηλά ραχία,
τα δέντρα τα πυκνόκλαδα, τα πυκνοφυλλωμένα
και τα ποτάμα τ’ έρημα κι όλα τα ποταμάκρα,
τη θάλασσαν με τ’ έμορφα καράβα, θαλασσάκρα,
ορμάνα, τσαϊρόπα, παρχάρα και λιβάδα.
Ευλόησον και τ’ οσπίτα μουν – καλά και καλωσύνας
και τ’ Αβραάμ και τ’ Ισαάκ τα χίλα ευλοΐας πάντα να είν’ γομάτα!
’Σ σα πόρτας και ’ς σ’ αυλία μουν λαλόπα χαρεμένα
και τραγωδίας έμορφα παιδίων να βοΐζ’νε,
λεγνόκλαδα, παντέμορφα δεντρόπα φυλλωμένα,
άθα γομάτα και τη ψης φως και παρηγορία
και η γλυκέσσα η χαρά και τη καρδάς εβόρα!
Ευλόησον και τον Έλλενον τον τόπον, χαρεμένα
πάντα να ζούμε! Στέρεα, ψηλά και δοξασμένα
να στέκ’νε τ’υπερήφανα τ’ ελλενικά σημαίας!
Κ’ εκείνα τα παντέρημα τ’ εμέτερα τα κόσμα,
τ’ ανέσπαλτα, ντ’ επέμνανε μακραπορφανιγμένα,
κι όλα τα μέρα τ’ έρημα ’ς σα ξένα ντ’ αναμέν’νε, Χριστέ μ’, τη Ρωμανίαν!
Κάστρεν ψηλόν, παντέμορφον, θεοστερεωμένον
και ουρανός παράκλητος, ηλφώταγμαν και ήλες,
χρυσέσσα ρίζα και χαρά ’ς σ’ ελληνικά καρδίας!
Ο Πάνος Καϊσίδης, έγραψε γι αυτόν:
«Ο μεγαλύτερος των Ποντίων ποιητών, που έγραψε στην ποντιακή διάλεκτο, ο Ηλίας Τσιρκινίδης, γεννήθηκε το 1915 στο Νοβοροσίσκ της Ρωσίας, από γονείς καταγόμενους από το χωριό Σταυρίν της Χαλδίας του Πόντου. Πέθανε την 1η Μαρτίου του 1999.
Στην Ελλάδα ήρθε το 1925 και εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στην Καλλιθέα Αττικής. Τα τελευταία χρόνια, πριν από το θάνατο του, το 1999, διέμενε στη Δροσιά (Ρωσοχώρι) Αττικής.
Ο Ηλίας Τσιρκινίδης, αφού πήρε πτυχίο από την Ανωτάτη Σχολή οικονομικών Επιστήμων (ΑΣΚΕ), διορίστηκε το 1941 στο υπουργείο Επισιτισμού και μετά από την απελευθέρωση από τους Γερμανούς σταδιοδρόμησε στο Δημόσιο.
Διετέλεσε έπαρχος Σιντικής, Γρεβενών, Παιονίας Κιλκίς, Διδυμοτείχου και Ορεστιάδας, και νομάρχης Θεσπρωτίας, Λευκάδας και Καβάλας.
Για την προσφορά του στην πατρίδα, ο Ηλίας Τσιρκινίδης τιμήθηκε με διακρίσεις. Του απονεμήθηκαν το Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων, ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος των Ταξιαρχών του Γεωργίου Α΄, και το Παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Δεν ξέχασαν τον Πόντιο ποιητή και οι Πόντιοι. Για την πρόσφορα του στα ποντιακά γράμματα τον τίμησαν το Σωματείο «Παναγία Σουμελά» και η Ομοσπονδία Ποντιακών Συλλόγων Δυτικής Γερμανίας – Δυτικού Βερολίνου, τότε.
Ποιήματά του Τσιρκινίδη δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Ποντιακά Φύλλα (1936-1938), Ποντιακά Χρονικά (1944-1953), Ποντιακό Θέατρο ή Ποντιακό (1950-1951), Ποντιακή Εστία (1950), Ποντιακή Ηχώ (1982-1983), Ποντιακά (1982), και στις εφημερίδες Ηχώ του Πόντου, Αργοναύτης, Οφιτικά Νέα, Ποντιακά Νέα, Ένωση Ποντίων, Δεσμός, Ελληνικός Πόντος, Εύξεινος Πόντος κ.ά.
Οι ποιητικές του συλλογές είναι δύο: Το γήτεμα και αλλά ποιήματα, που τυπώθηκε στην Αθήνα το 1958, και Α μένεμαν και αλλά ποιήματα, επίσης στην Αθήνα, το 1983. Τα θεατρικά του είναι: Το όρωμαν και το κρίμαν και Δαβίδ ο Μέγας Κομνηνός.
O Ηλίας Τσιρκινίδης διετέλεσε πρόεδρος του Καλλιτεχνικού Οργανισμού Ποντίων Αθηνών (ΚΟΠΑ) από το 1967 που ιδρύθηκε, όπου είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει θεατρικά έργα σε δική του σκηνοθεσία. Ως πρόεδρος του ΚΟΠΑ προέδρευε και της επιτροπής του ετήσιου πανελλήνιου διαγωνισμού για τη συγγραφή θεατρικού έργου στην ποντιακή διάλεκτο (α΄ διαγωνισμός το 1978).
Ο ποιητής, που κατατάσσεται ανάμεσα στους λίγους μεγάλους Πόντιους λογοτέχνες, ανήκει σε κείνους τους Πόντιους στους οποίους πέρασε η νοσταλγία (η αροθυμία) από τις διηγήσεις των προσφύγων της πρώτης γενιάς και από σχετικά διαβάσματα, όπως είναι ο Χρήστος Σαμουηλίδης, ο Στάθης Ευσταθιάδης, ο Δημήτρης Παρασκευόπουλος, η Νόρα Κωνσταντινίδου,ο Κώστας Διαμαντίδης, ο Φόρης Παροτίδης, ο Γιάννης Μελετίδης, ο Θεόδωρος Αμπεριάδης, ο Γιάννης Μιχαηλίδης και άλλοι πολλοί.
Δεν θα μπορούσε να μην είναι τόσο επηρεασμένοι από τη νοσταλγία οι πρόσφυγες της πρώτης γενιάς ιδιαιτέρως, αλλά και της δεύτερης, αφού με αυτήν να κυριαρχεί στο είναι τους έζησαν και πέθαναν οι πρώτοι και με αυτήν γαλουχήθηκαν οι δεύτεροι.
Και η νοσταλγία οδηγεί στη λαογραφία, που είναι η ζωή των απλών ανθρώπων, ενώ η ιστορία –που επίσης περιέχει λαογραφικά στοιχεία– είναι κυρίως η περιγραφή των ηρωικών πράξεων των ηγεμόνων! Εκείνων, δηλαδή, που το σπαθί το είχαν μόνο για στολίδι, που αυξάνει τη μεγαλοπρέπεια τους, και που έκαιγαν τα μάτια του πατέρα ή του αδελφού τους για να του αρπάξουν το θρόνο ή για να μην τους τον αρπάξει εκείνο.
Τώρα που η αροθυμία μειώθηκε αρκετά, είναι καιρός οι Πόντιοι να ασχοληθούν σοβαρά και με την ιστορία και όχι να τσαλαβουτάνε μια από δω και μια από κει.
Ο Ηλίας Τσιρκινίδης υπογραμμίζει σε σχετικό κείμενό του στην Ποντιακή Εστία πως «οτιδήποτε γράφτηκε ή γράφεται στον έμμετρο και πεζό λόγο, έχει τη σφραγίδα της ποντιακής νοσταλγίας. Της νοσταλγίας των τόπων, όπου κάθε σπιθαμή γης ήταν γνώριμη και χιλιοτραγουδισμενη».
Αυτή όμως η υπογράμμιση έχει σχεδόν απόλυτη ισχύ μόνον για εποχή του. Σήμερα, χωρίς να έχει εξαλειφθεί εντελώς η αροθυμία, οι λόγιοι Πόντιοι σκέφτονται πιο ψυχρά, γιατί η ιστορία και ο πολιτισμός χρειάζονται απαραιτήτως την αντικειμενικότητα για να περιγραφούν.
Το ποιητικό του έργο, γραμμένο εξ ολοκλήρου στην ποντιακή διάλεκτο, για αυτόν το λόγο και εξ αιτίας άλλων συγκυριών, δεν προβλήθηκε στον βαθμό που του άξιζε. Έτσι περιορίστηκε έως τώρα να διαβάζεται από ένα αναγνωστικό κοινό Ποντίων, κάποιας ηλικίας συνήθως, και όχι από το πλατύτερο κοινό, που το συναποτελούν οι Πόντιοι μαζί με τους άλλους Έλληνες. Μάλιστα, αν οι υπόλοιποι Έλληνες, και ειδικότερα οι οικολόγοι, διάβαζαν τον Ηλία Τσιρκινίδη, θα τον είχαν ανακηρύξει ποιητή τους, αφού το έργο του είναι πλημμυρισμένο από την ομορφιά της φύσης και κύριο χαρακτηριστικό του ποιητή είναι απέραντη αγάπη για τη φύση.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο Ηλίας Τσιρκινίδης δεν τιμήθηκε με πανελλήνιες διακρίσεις. Βεβαίως, στην Ελλάδα οι πνευματικοί άνθρωποι συνηθίζεται να τιμώνται μετά θάνατον, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες ξέφυγαν οι Έλληνες από αυτόν τον κανόνα αρκετά και τίμησαν, όσο ζούσαν, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Γιώργο Σεφέρη και άλλες κορυφαίες μορφές της λογοτεχνίας, αναγορεύοντάς τους σε επίτιμους διδάκτορες πανεπιστημίων ή με την απονομή άλλων διακρίσεων.
Οι διακρίσεις αυτές απονέμονται, εν ζωή ή μετά θάνατον, σε κορυφαίους ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών ύστερα από εισήγηση κάποιων φορέων. Ο αθόρυβος μέχρι το θάνατό του Ηλίας Τσιρκινιδης, γεμάτος μετριοφροσύνη ποιητής με το τεράστιο σε ποιότητα έργο του, δεν τιμήθηκε όσο έπρεπε, γιατί οι φορείς των Ποντίων… χορεύουν!
Πάνος Καϊσίδης,
Δημοσιογράφος – συγγραφέας
Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018
Αποτυχία-Failure
Δες το νερό
εξατμίζεται
ψηλά να φτάσει
ν'αγγίξει τον ουρανό
μόνο και μόνο
για να ξαναπέσει
σε μορφή υγρού
στα ίδια βάθη.
Look at the water
it evaporates
to reach high
to touch the sky
only to
fall again
in liquid form
in the same depth
Carpe Diem
Μην ρωτάς (απαγορεύεται να ξέρεις) τι τέλος
Οι θεοί έχουν ορίσει σε μένα ή σε σένα, Λευκονόη. Μην παίζεις με τους Βαβυλώνιους
Ούτε με αυτούς που λένε την μοίρα. Πόσο καλύτερο είναι να υπομείνεις ό,τι και αν έρθει!
Είτε αν ο Δίας σου έχει παραχωρήσει πολλούς ακόμα χειμώνες είτε αυτός είναι ο τελευταίος
Ο οποίος τώρα φθείρει το Τυρρηνικό πέλαγος στους βράχους που βρίσκονται απέναντι
- Να είσαι σοφή, στράγγισε το κρασί, μίκρυνε τις μακρινές σου προσδοκίες
Σε μια μικρή περίοδο. Ενώ μιλάμε ο ζηλιάρης χρόνος έχει ήδη πετάξει
Άδραξε την ημέρα, εμπιστευόμενη όσο το δυνατόν λιγότερο το μέλλον.
Odes 1.11
Tu ne quaesieris, scire nefas, quem mihi, quem tibi | Don't ask (it's forbidden to know) what end |
finem di dederint, Leuconoe, nec Babylonios | the gods have granted to me or you, Leuconoe. Don't play with Babylonian |
temptaris numeros. ut melius, quidquid erit, pati. | fortune-telling either. How much better it is better to endure whatever will be! |
seu pluris hiemes seu tribuit Iuppiter ultimam, | Whether Jupiter has allotted to you many more winters or this final one |
quae nunc oppositis debilitat pumicibus mare Tyrrhenum: | which even now wears out the Tyrrhenian sea on the rocks placed opposite |
sapias, vina liques et spatio brevi | — be wise, strain the wine, and scale back your long hopes |
spem longam reseces. dum loquimur, fugerit invida | to a short period. While we speak, envious time will have {already} fled |
aetas: carpe diem, quam minimum credula postero. | Seize the day, trusting as little as possible in the future. |
Οράτιος
Τρεις επισημάνσεις γύρω απ’ το έργο του.
Αρχίζω τη μελέτη αυτήν, που αφορά στον Οράτιο, με κάτι αντιδεοντολογικό ίσως, σε μια προσωπικότερη εκμυστήρευση, που γενικεύω εν συνεχεία κατά κάποιον τρόπο: όποιος ταξιδέψει, όπως εγώ, στις ελληνόφωνες περιοχές της Καλαβρίας και της Απουλίας κι ακούσει τους ντόπιους αλλά και τους λογίους των περιοχών αυτών να μιλούν την ελληνική γλώσσα θα καταλάβει, πιστεύω, αρκετά για τον Οράτιο καταγόμενο από κοντινή περιοχή. Δεν έχει σημασία αν η γκρεκάνικη και οι φορείς της ανάγονται σε φυγάδες λίγο πριν ή μετά την Άλωση της Πόλης (1453) ή στους αρχαίους της «Μεγάλης Ελλάδας». Όποια εκδοχή κι αν υιοθετήσουμε, στις περιοχές αυτές άκμαζε πάντα ο ελληνισμός – μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Αυτή ενωτίσθηκε, έστω κι από κάποιαν απόσταση, ο έφηβος Οράτιος.
Ο Οράτιος βέβαια έμαθε τα ελληνικά στη Αθήνα, κοιτίδα ακόμα˙ τον 1ο π.Χ. αιώνα – έστω κι όχι μοναδική πια – των φιλολογικών σπουδών. Όμως με βάση όσα προσημείωσα το έναυσμα, το ζώπυρον, προϋπήρχε στη γενέθλια γη του κατά κάποιον τρόπο προκαθόρισε τη μελλοντική του πορεία.
Με όσα προανέφερα εισέρχομαι κιόλας στην πρώτη απ’ τις επισημάνσεις που θα εκθέσω στο παρόν σημείωμα: την ελληνομάθειά του και τη θέση του για την αρχαία ελληνική γραμματεία. Με την εξαίρεση αυτών που, σύμφωνα με την ισοκρατική υποθήκη, τη διατυπωμένη στον «Πανηγυρικό», θεωρούνται Έλληνες, επειδή μετείχαν της ελληνικής παιδείας (αρχής γεγομένης με το Σκύθη Αναχάρσιδα και με το σπουδαιότερο όλων το Λουκιανό), ο Οράτιος είναι ο σπουδαιότερος και φιλολογικότερος μελετητής και κριτής της ελληνικής παιδείας στον εξωελλαδικό χώρο, στην Ευρώπη συγκεκριμένα.
Ο θαυμασμός του βέβαια για την αρχαία ελληνική γραμματεία εξέχει. Ενισχύεται μάλιστα κι από καλλιτεχνικούς λόγους. Ο ποιητής θέλει να δημιουργήσει. Θα στραφεί έτσι στη Σαπφώ, στον Αλκαίο, στον Αρχίλοχο, φορείς της αρχαϊκής λυρικής ποίησης. Όμως πίσω απ’ αυτά ενυπάρχει και μια στοχαστικότερη διάθεση. Αυτό θα τεκμηριωθεί περισσότερο, πιστεύω, όταν θ‘ αναφερθώ και στη δεύτερη επισήμανσή μου: το συνδυασμό της ποίησης με το θεωρητικό και κριτικό λόγο στο πρόσωπό του και το έργο του, που τον αναδεικνύει σ’ έναν απ’ τους πρώτους διδάξαντες αυτόν παγκοσμίως. Υπενθυμίζω εν συνεχεία κάποιες απόψεις του για την αρχαία Ελλάδα, συγκεκριμένα την πασίγνωστη επιστολή του ότι οι νικημένοι Έλληνες κατέκτησαν το Λάτιο με το πολιτισμό τους (Epist. I, IT) κι τι πρέπει να μελετώνται τα ελληνικά γράμματα (Αrs poetica, στiχos 269 – 271).
Ο Έλληνας μελετητής του Ορατίου, που θέλει να είναι αντικειμενικός, όπως κι ο Έλληνας αναγνώστης, θ’ αναρωτηθεί ίσως αν ο ποιητής προβάλλει στο έργο του τον ενδεχόμενο εγωκεντρισμό τους ή αν είναι δυνατόν να εξαχθεί απ’ αυτό μια διαπίστωση, που είχε αντίκρυσμα στην πραγματικότητα, κι αν επίσης αξίζει αυτή η διαπίστωση. Νομίζω ότι η διαπίστωση του Ορατίου περί της σημασίας της ελληνικής αρχαιότητας είναι αντικειμενική. Δεν υπήρχε κανένας λόγος σχετικοποίησης της αρχαιότητας ή της διαπίστωσης των αντικειμενικών της ορίων την εποχή που έζησε ο ποιητής. Παρότι οι Έλληνες επεσήμαναν πρώτοι την οικουμενική αξία του ελληνισμού (κυρίως ο Ισοκράτης στον «Πανηγυρικό»), ο Οράτιος τελικά έθεσε με έμφαση το ζήτημα της σημασίας της ελληνικής αρχαιότητας, χωρίς να χρειαστεί να τη σχετικοποιήσει. Άλλωστε ένας θαυμαστής του και καλός μελετητής του, όταν χρειάστηκε, ο Παλαμάς, αρχαιολάτρης, σ’ άλλες εποχές δε δίστασε να επισημάνει την ιστορική σχετικότητα του αρχαίου κόσμου, λαμβάνοντας υπόψη τις ιστορικές εξελίξεις, κυρίως την έλευση και την επικράτηση του χριστιανισμού στις ελληνικές χώρες και την ανάδειξη του νέου ελληνισμού (κυρίως που Δ’ και Ε’ λόγο του «Δωδεκάλογο του Γύφτου»).
Τα αποσπάσματα, που προσημείωσα, χρήζουν ενός λεπτομερούς σχολιασμού. Δε θα γίνει, παρότι κάτι τέτοιο θα εντασσόταν στην οικονομία της μελέτης αυτής, αφού ο όσο το δυνατόν περισσότερο διατιθέμενος χώρος είναι τελικά ορισμένος. Θα μείνω όμως σ’ ένα άλλο ποιήμα του Ορατίου, που η εξήγησή του θα βοηθήσει, πιστεύω, στην κατανόηση της άποψής του για τον ελληνισμό. Πρόκειται για την ωδή που αρχίζει με εκείνο το περίφημο « Exegi monumentum…» 3 (carm. ΙΙ, ΧΧΧ). Κατά καιρούς έχουν προσαφθεί στον Οράτιο γύρω απ’ αυτήν την ωδή τούτα:α) Το ποίημα είναι προϊόν οιήσεως απαράδεκτης β) Γραμματολογικώς δεν είναι ορθό ότι πρώτος έφερε το αιολικό μέλος και γενικότερα την αρχαϊκή λυρική ποίηση στο Λάτιο. Ως προς το πρώτο νομίζω ότι η υιοθέτηση μιας τέτοιας κριτικής θα παρέκαμπε της ουσία του ποιήματος, που συνιστάται στην επαφή του ποιητή με μια σπουδαιότερη της λατινικής λογοτεχνίας, την ελληνική, για την εκκόλαψη του έργου του σε συνδυασμό με την έκφραση προσωπικότερων βιωμάτων του – υπαρξιακών θα έλεγα. Ως προς το δεύτερο θα υπογράμμιζα ότι όντως, αν ιδωθεί το ζήτημα από μια στενή ιστορική σκοπιά, θα ήταν ορθό να λεχθεί ότι πριν τον Οράτιο κι άλλοι είχαν φέρει την ελληνική ποίηση και την ελληνική παιδεία γενικότερα στο Λάτιο. Όμως εδώ δε μας ενδιαφέρει η γραμματολογική ακρίβεια. Μας ενδιαφέρει η εκδήλωση του λυρικού εγώ του ποιητή, η συμπαθητική του ταύτηση, η ενσυναίσθηση, με την αρχαία ελληνική ποίηση. Εν τέλει – κι αυτό είναι, νομίζω, σημαντικό για την έρευνα αυτήν – ο ποιητής, πιστεύει, καταξιώνεται κι αθανατίζεται μέσω του έργου του, που φέρει ανεξίτηλα τη δημιουργική επίδραση της ελληνικής ποίησης (οι επιδράσεις από Αλκαίο, Αρχίλοχο και Σιμωνίδη τον Κείο τουλάχιστον είναι πρόδηλες στην ωδή αυτήν).
Οι στοχασμοί του πάνω στο ποιητικό φαινόμενο, κυρίως στην Ars poetica, η εμφανέστατη παιδεία του και η αξιοποίηση εκ μέρους του των όσων του προσπόρισε η σπουδή της αρχαίας ελληνικής γραμματείας δείχνουν ότι συνδυάζει την ποίηση με τη μελέτη, τη δημιουργία με τη θεωρία, κι έτσι εισερχόμεθα στη δεύτερη επισήμανση.
Κληρονόμος λοιπόν μιας ανεπτυγμένης γραμματείας, της ελληνικής, ο Οράτιος προχωρεί σε θεωρητικότερες συλλήψεις, αν και εκφράζεται ποιητικά – είναι πρωτίστως ποιητής.
Η τρίτη επισήμανσή μου αναφέρεται στο λανθάνοντα επικουρισμό του Οράτιου ορμώμενος κυρίως από εκείνο το carpe diem(carm.11,11,8).1 Υπογραμμίζω τη λανθάνουσα μορφή του, αν ληφθεί υπόψη η επίσημη πολιτεία του ποιητή στον κύκλο του Μαικήνα μετά τη μάχη των Φιλίππων ( 42 μ.X.) στην οποία έλαβε μέρος απ’την πλευρά των ηττημένων, των δημοκρατικών, η προσέγγιση του με το νικητή Οκταβιανό υπό την αιγίδα του οποίου κινείται ο ελληνομαθής φίλος του, ο εκατονταήτηρος εν τέλει ύμνος που συνέθεσε προς τιμήν του Αυγούστου και της αυτοκρατορίας του.
Κατ’αρχήν θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, έχοντας όλ’ αυτά υπόψη του, ότι ο συμμέτοχος της τελευταίας μάχης της δημοκρατίας του αρχαίου κόσμου, ο ελληνομαθής, δεν μπορεί κάτι θα διατηρεί σε χαλεπούς καιρούς γι’αυτήν απ’την ελληνική παράδοση. Φυσικά αυτό δεν πρέπει να νοηθεί απολύτως, αν θυμηθούμε τα της πολιτείας λ.χ.του Κικέρωνος ή προπαντός του Καίσαρος, ελληνομαθών ως γνωστόν. Επιπλέον οι πληροφορίες και οι μαρτυρίες για το βίο του ποιητή συνηγορούν υπέρ ενός τύπου, που χαίρεται τη ζωή –κι αλοίμονο!-έφυγε νωρίς και απρόσμενα. Σαν να είχε πάντως υπολογίσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, όταν έγραφε σε μιαν ωδή του ότι με το έργο του είχε εξασφαλίσει την αθανασία (carm. 11,XX1). Όμως το χαρίεν, το παιγνιώδες, το φαιδρόν με την αρχική σημασία του ( της παιδιάς σχεδόν ) χαρακτηρίζουν τον αρχαίο κόσμο – τη λογοτεχνία και την τέχνη του. Αυτή η διαπίστωση είναι ασφαλώς μια αφαίρεση και μια υπερβολή – απηχεί τις δεσπόζουσες όψεις του, σε κάποιες περιόδους τουλάχιστον-, που λίγη σημασία έχουν για τον ελληνομαθή και ελληνολάτρη, έστω και στοχαστή, όπως στην περίπτωση του Λατίνου ποιητή. Αυτά συναρτώνται με τις ενδιάθετες ροπές του ποιητή και τις ενισχύουν. Εδώ περ’απ’τη διάδοση της διδασκαλίας του Επικούρου στην Ρώμη και στην Ιταλία που βρήκε στο πρόσωπο του Λουκρητίου τον ιδεωδέστερο φορέα της, πρέπει, νομίζω, ν’αναζητηθούν και οι προυποθέσεις του επικουρισμού του. Η όψη αυτή του έργου του είναι ασφαλώς απ’τις ελάσσονες. Μ’αυτήν την επιφύλαξη μάλιστα πρέπει να διαβαστεί ο σχετικός όρος, κι ας ηχεί ίσως βαρύγδουπα. Ο συνδυασμός όλων αυτών με τη θεωρία της ηδονής εννοουμένης ως σωματικής και πνευματικής, ως κατάκτησης της αταραξίας και σε αντίθεση με τον πόνο ίσως είναι, μέχρι ενός σημείου τουλάχιστον, μετέωρος. Ούτε από γραμματολογική άποψη ο Επίκουρος αρύεται στοιχεία άμεσα κι απευθείας απ’όσα προσημειώσαμε για την αρχαία γραμματεία. Γενικολογώ ίσως κι αυτό είναι αρνητικό. Αντίκειται στην ανάγκη τεκμηρίωσης, τόσο απαραίτητης για την επιστημονική έρευνα. Όμως, πιστεύω, μάλλον ως περιρρέον κλίμα επηρέασαν αυτά Επίκουρο κι από δω ίσως η μη συγκεκριμενοποίηση εκ μέρους μας των σχετικών επιφράσεων που υπέστη απ’αυτά. Αυτά διευκολύνουν τη μετάβαση του Ορατίου στον Επίκουρο, έστω και ακροθιγώς. Αντιφάσκουν αυτά προς τον υμνητή του Οκταβιανού; Ασφαλώς, ναι. Όμως οι αντιφάσεις δεν είναι κάτι άγνωστο στο έργο του. Αντίθετα η ανίσχευσή τους μάλιστα έχει μεγάλη ερμηνευτική σημασία για την ποίηση του αλλά και το βίο του. Ακόμα κι όταν παίρνει μια θέση που αντιφάσκει σε προηγούμενες, η ηχώ του αντιθέτου δεν έχει σβεσθεί εντελώς κι ακούγεται μ’ έναν τρόπο που ο ποιητής θα το έβλεπε άλλοτε με συγκατάβαση έστω. Αυτό φαίνεται ίσως σε κάποιες ωδές του ˙ η ποίηση δε φαίνεται να είναι για ύμνηση κατορθωμάτων˙ σα να προέχει η λυρική που την επιβάλλει όμως η νέα κατάσταση – η ήττα της δημοκρατίας. Έτσι δικαιώνεται κι ο ρίψασπις Αρχίλοχος, (carm.11,V11) αυτός που θεωρήθηκε κατά την αρχαιότητα ισάξιος ακόμα κι αυτού του Ομήρου και μέσω αυτού ο ίδιος ο Οράτιος που χωρίς αιδώ εγκαταλείπει το πεδίο της μάχης των Φιλίππων. Οι απόψεις αυτές γεννούν μελαχγολία, αν τα πράγματα ιδωθούν από μια συγκεκριμένη σκοπιά που θέλει έργο και δημιουργία του ποιητή εναρμονισμένα ή την ποίηση δεμένη με κοινωνικούς στόχους. Το θέμα όμως είναι μεγάλο και μια διακειμενική προσέγγιση με επίκεντρο το έργο των νεοελλήνων ποιητών ή και των ευρωπαίων θα μας διαφώτιζε αρκετά, αλλά μάλλον δε θα το διαλεύκανε πλήρως. Δε θα σταθώ εδώ σ’αυτό. Απαιτείται άλλη πραγμάτευση.
Οι επισημάνσεις αυτές, καθόλου πρωτότυπες, έχουν, νομίζω, σημασία για την κατανόηση συνολικά του έργου του Ορατίου. Για να κατανοηθεί ο θεωρητικός της τέχνης, πρέπει ν’αναχθούμε στον ελληνισμό του, στα όσα υπογράμμισα γι’αυτόν εξαιτίας κυρίως της σπουδής του της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας και τέχνης. Μέχρις ενός σημείου μ’αυτήν την αναγωγή εξηγούνται κι αιτιολογούνται ακόμα κι αυτές οι αντιφάσεις του και τα λανθάνοντα στοιχεία του έργου του. Είναι, πιστεύω, όχι συμπληρωματικός αλλ’ ουσιαστικός όρος για την κατανόηση του έργου του ελληνομαθούς ποιητή.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ
1. Δες για το θέμα : Kάτουλος ένας ποιητής για όλες τις εποχές
εισαγωγή-κείμενο μετάφραση-σχόλια, Λ.Μ.Τρομάρας Θεσσαλονίκη
1980
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)