You dream
you scream
master of nightmares
the dreadful boogeyman
Ονειρεύεσαι
ουρλιάζεις
ο Κύριος των εφιαλτών
ο φριχτός μπαμπούλας
You dream
you scream
master of nightmares
the dreadful boogeyman
Ονειρεύεσαι
ουρλιάζεις
ο Κύριος των εφιαλτών
ο φριχτός μπαμπούλας
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A7%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CE%BF%CF%85%CE%AF%CE%BD
Το έθιμο της κολοκύθας αντλεί ρίζες από έναν παλιό Ιρλανδικό μύθο, του Τζακ, που ήταν τσιγκούνης και πειραχτήρι. Σύμφωνα με το μύθο, ο Τζακ είχε καλέσει το διάβολο να πιουν ένα ποτό μαζί. Όμως ο Τζακ δεν ήθελε να πληρώσει για το ποτό του και έτσι έπεισε το διάβολο να μεταμορφωθεί σε ένα νόμισμα, ώστε να μπορέσουν να πληρώσουν για τα ποτά τους. Πράγματι μεταμορφώθηκε ο διάβολος σε νόμισμα, αλλά ο Τζακ αντί να πληρώσει τον έβαλε στην τσέπη του, δίπλα σε ένα σταυρό και έτσι ο διάβολος δεν μπορούσε να πάρει την κανονική του μορφή. Ύστερα από πολλά παρακάλια, ο Τζακ αποφάσισε να τον ελευθερώσει, αρκεί να του έδινε την υπόσχεση ο διάβολος ότι δεν επρόκειτο να τον ενοχλήσει για ένα χρόνο και ούτε θα διεκδικούσε την ψυχή του όταν πέθαινε.
Έτσι πέρασε ο χρόνος και ο διάβολος ξαναεμφανίστηκε την ώρα που ο Τζακ προσπαθούσε να κόψει ένα φρούτο από κάποιο δέντρο. Ζήτησε λοιπόν από το διάβολο να ανέβει στο δέντρο και να του κόψει το φρούτο. Ο διάβολος ανέβηκε και ο Τζακ αμέσως σκάλισε ένα σταυρό στον κορμό του δέντρου. Έτσι ο διάβολος ήταν παγιδευμένος και δεν μπορούσε να κατέβει. Γι' αυτό παρακάλεσε τον Τζακ να τον ελευθερώσει και του υποσχέθηκε ότι δεν θα τον ενοχλήσει για δέκα ολόκληρα χρόνια. Τότε ο Τζακ τον ελευθέρωσε.
Πέρασαν αρκετά χρόνια και ο Τζακ πέθανε. Πήγε στον παράδεισο, αλλά ο Θεός δεν τον δέχτηκε, καθώς ο Τζακ ήταν έναν άνθρωπος μίζερος και κακός και τον έστειλε στην κόλαση. Όμως ούτε ο διάβολος τον ήθελε. Του θύμισε την υπόσχεση που του είχε δώσει παλιότερα, ότι δεν θα διεκδικούσε την ψυχή του και τον έδιωχνε. Όταν ο Τζακ τον ρώτησε: «Πώς θα φύγω; Έξω έχει σκοτεινιά», ο διάβολος πήρε ένα αναμμένο κάρβουνο και του το έδωσε για να φωτίζει το δρόμο του μέσα στη νύχτα. Ο Τζακ έβγαλε ένα ραπάνι (που πάντα κουβαλούσε μαζί του, καθώς ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα του φαγητά), το χάραξε και έβαλε μέσα το κάρβουνο. Από τότε περιπλανιέται στον κόσμο, μη μπορώντας να βρει κάποιο μέρος να αναπαύσει την ψυχή του.
Γι' αυτό κάθε Χαλοουίν, οι Ιρλανδοί σκαλίζουν ραπάνια, πατάτες και κολοκύθες, βάζουν μέσα ένα κερί και τα τοποθετούν κοντά σε παράθυρα, ώστε να κρατάνε μακριά τα κακά τα πνεύματα και κυρίως το πνεύμα του τσιγκούνη Τζακ.
A venomous spell
cast by a mermaid
the ocean's sting
Thick poisoned air
it hurts to be alive
this burden I cannot bear
where anguish seems to thrive
Πυκνός αέρας δηλητηριώδης
τι βάσανο να'σαι ζωντανός
δεν μπορώ το βάρος να σηκώσω
όπου η αγωνία θριαμβεύει
An edited version of Rains Of Castamere, with the lyrics and "A Lannister Always Pays His Debts" instrumental combined.
`A Lannister Always Pays His Debts` (by Ramin Djawadi) until 0:27.
Fade out into `The Rains Of Castamere` (by The National) until 1:44.
Then, `A Lannister Always Pays His Debts` until the end!
The galloping of the ebony horse
the flames coming out with its breath
the shrouded rider sitting on the saddle
holding hellfire pumpkins in his gloved hand
a longsword of damnation in his bare hand
a head that has fallen long ago nowhere to be seen
Here comes the Headless Knight
there is no dawn after this blackest night
Το εβένινο άλογο καλπάζει
φλόγες με την ανάσα βγάζει
ο καβαλάρης σαβανωμένος κάθεται στη σέλα
κολοκύθες με φωτιές από τη κόλαση στο χέρι του το ένα
το γαντοφορεμένο, ξίφος καταδίκης στο άλλο το ξεγυμνωμένο
ένα κεφάλι από καιρό κομμένο δε φαίνεται πουθενά
Έρχεται ο Ακέφαλος Ιππότης τώρα δα
δεν υπάρχει αυγή μετά από αυτή τη μαύρη τη νυχτιά
High up at the mountains
through vast forests black
in the middle of the wild sea
when the thunder rolls
and heavy rain falls
when it's bitter cold
or it's burning hot
I never stand alone
beside me stands the Lord
speaking in a gentle tone
blessing me
Ψηλά στα βουνά
μέσα από απέραντα δάση σκοτεινά
στη μέση της άγριας θάλασσας
όταν βρυχάται η βροντή
και πέφτει δυνατή βροχή
όταν κάνει κρύο τσουχτερό
ή είναι αφόρητη η ζέστη
Δεν μένω ποτέ μόνος
δίπλα μου στέκεται ο Κύριος
μιλώντας μου με τόνο απαλό
δίνοντας την ευλογία του
I am the sword of vengeance
and I am the axe of God
I breathe divine fire
roaming the barren land
As the twilight of this era comes
you keep burying your head in the sand
I am a holy beserker
wearing the skin of a wolf
let the winds of war blow
accompanied by the song of the crow
Oh magnificent vulture
when you fly up in the sky
how gracefully you remind us
that we're all going to die!
Γύπα θεσπέσιε, μεγαλοπρεπή
ψηλά στον ουρανό σαν πετάς
με χάρη μας θυμίζεις περισσή
πως θα ΄ρθει ο Χάρος και για μας
Sin
So magnificent
So beautiful
So deadly
On blackest wings
Αμαρτία
Τόσο μεγαλοπρεπής
Τόσο όμορφη
Τόσο θανάσιμη
Με κατάμαυρα φτερά
Dreaming of outer space
its vastness and its grace
insignificant it makes me feel
the turning of the celestial wheel
nebulae surround my existence
I surrender without any resistance
Το μακρινό εξώτερο διάστημα ονειρεύομαι
τη χάρη του και την απεραντοσύνη του
την ασημαντότητά μου μπορώ και γεύομαι
όσο ο ουράνιος τροχός παίρνει τη στροφή του
παραδίνομαι χωρίς καθόλου ν' αντιστέκομαι
νεφελώματα τυλίγουν την ύπαρξή μου
Wealth and fortune
make people act crazily
heaven is a place where
I lie on a hammock lazily
Πλούτη, χρήμα και περιουσίες
για τούτα κάνουν όλοι ανοησίες
ο κήπος της Εδέμ βρίσκεται αν με ρωτάς
εκεί που σε αιώρα ξαπλώνεις σαν πασάς
They walked together
through the lit up alley
leaving it all behind
never to be seen again
Προχώρησαν μαζί
στο φωτισμένο δρομάκι
τα άφησαν όλα πίσω
δεν τους είδε ξανά κανείς
https://www.fosonline.gr/plus/politismos/article/159112/oi-treis-poiites-mas-poy-den-ixeran-ellinika
Δημήτρης Στεφανάκης
Το θαύμα της νεοελληνικής ποίησης ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της μικρής ελληνικής επικράτειας έτσι όπως την όρισε η Ιστορία του μοντέρνου κόσμου. Η εξήγηση βρίσκεται αναμφίβολα στην επιμονή ενός λαού που διατήρησε μέσω της προφορικότητας αναμμένη τη δάδα της ελληνικής γλώσσας, ακριβώς όπως διασώθηκαν στην αρχαιότητα τα ομηρικά έπη και έφτασαν σε εμάς σχεδόν άθικτα.
Το χρονολόγιο της νεοελληνικής ποίησης ξεκινά φυσικά από τον Διονύσιο Σολωμό, όχι μόνο γιατί θεωρείται ο εθνικός μας ποιητής αλλά γιατί με το ποιητικό του δαιμόνιο έδωσε σχήμα σε μια γλώσσα που σε λογοτεχνικό επίπεδο τουλάχιστον παρέμενε αδιαμόρφωτη. Από τον Σολωμό μέχρι τα δύο Νόμπελ υπάρχει μια αξιοθαύμαστη συνέχεια που διασφάλισε η γνώση και ο σεβασμός για ό,τι προηγήθηκε. Το παράδειγμα του Σεφέρη είναι ενδεικτικό. Ο νομπελίστας ποιητής μας κατείχε όλη την ποιητική παράδοση και σεβόταν τους προκατόχους του, παρότι μια διαπίστωσή του τον κατέστησε στόχο των στενόμυαλων ακαδημαϊκών κύκλων της χώρας, οι οποίοι τον κατηγόρησαν για άγνοια και ασέβεια.
«Οι τρεις μεγάλοι πεθαμένοι ποιητές μας που δεν ήξεραν ελληνικά» γράφει ο Σεφέρης στις Δοκιμές του, μια φράση που και ο ίδιος ήξερε ότι θα τον αναμίξει στο «κυνήγι των μαγισσών» που κατά καιρούς εξαπολύει η ελληνική πανεπιστημιακή κοινότητα. Στο μικρό του δοκίμιο για την «Ελληνική γλώσσα» ο Σεφέρης καταφέρνει να εξηγήσει το θαύμα του γενάρχη μιας γλώσσας την οποία δεν ήξερε καλά.
Γράφει ο Σεφέρης: «Ο γενάρχης της λογοτεχνίας αυτής δεν ήξερε ελληνικά, αλλά τα έμαθε και τα μάθαινε ως το τέλος της ζωής του… Αλλά την πορεία της ελληνικής γλώσσας την εχάραξε μια για πάντα η διάνοια του Σολωμού. Και ίσως επειδή ερχότανε κάθε τόσο από μακριά, να κοίταξε τα πράγματα με το φρέσκο και σίγουρο μάτι που τα κοίταξε». Σε καμία αράδα αυτού του κειμένου δεν φαίνεται να κατηγορεί τον εθνικό ποιητή προσάπτοντάς του έλλειψη ελληνομάθειας.
Παραθέτει απλώς το παράδοξο γεγονός ότι στην εποχή του Σολωμού ό,τι προωθούσε τις εξελίξεις στην ελληνική γλώσσα προερχόταν από ανθρώπους που τη χρησιμοποιούσαν κατ’ εξαίρεση, πράγμα φυσικό, καθώς, πέρα από την προφορική ζωντάνια της, η γλώσσα μας την εποχή εκείνη πάσχιζε όπως και το νεοελληνικό κράτος να αποκτήσει τα δικά της σύνορα στον παγκόσμιο χάρτη. Πολύ ορθά επίσης ο Σεφέρης επισημαίνει πως από την παρουσία του Παλαμά και μετά «άρχισε η ελληνική γραφή να μην αποτελεί εξαίρεση στα γράμματά μας».
Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στο λυκαυγές του δεκάτου ενάτου αιώνα, παιδί ενός ευγενούς με κρητική καταγωγή και μιας υπηρέτριας, της Αγγελικής Νίκλη.
Ο κόντες Νικόλαος Σολωμός είχε χάσει τη γυναίκα του προτού υποκύψει στα θέλγητρα της Νίκλη, με την οποία παντρεύτηκε μόλις την προπαραμονή του θανάτου του και έτσι τόσο ο Διονύσιος όσο και ο αδερφός του, Δημήτρης, απέκτησαν τα δικαιώματα νομίμων τέκνων. Ωστόσο, η μητέρα του παντρεύτηκε ξανά τον Μανόλη Λεονταράκη κι αυτή η ιδιότυπη οικογενειακή κατάσταση θα τον οδηγήσει σε προστριβές με τα αδέρφια του, τόσο με τον ομογάλακτο Δημήτρη όσο και με τον ετεροθαλή Ιωάννη Λεονταράκη. Ο τελευταίος διεκδίκησε μέσω της δικαστικής οδού μέρος της πατρικής περιουσίας με τον ισχυρισμό ότι κι ο ίδιος ήταν καρπός του ειδυλλίου της με τον κόντε Σολωμό, καθότι, όταν ξαναπαντρεύτηκε, ήταν ήδη έγκυος. Στη δίκη αυτή, μάλιστα, η μητέρα τους στάθηκε στο πλευρό του Ιωάννη, κάτι που στενοχώρησε πολύ τον Διονύσιο που την υπεραγαπούσε.
Πέρα από τα οικογενειακά του προβλήματα, ο Διονύσιος Σολωμός πάσχιζε μια ζωή να λύσει το δίλημμά του ανάμεσα σε δύο γλώσσες που αγαπούσε εξίσου. Τα ιταλικά ήταν η γλώσσα που στην αρχή τουλάχιστον της ζωής του γνώριζε καλύτερα και αν έχουμε σήμερα τα ελληνόγλωσσα δημιουργήματά του, το οφείλουμε εν πολλοίς στον Σπυρίδωνα Τρικούπη. Ο Έλληνας ιστορικός και πολιτικός επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο το 1822 και στη δεύτερη συνάντησή τους ο νεαρός τότε Διονύσιος Σολωμός τού διάβασε τα ποιήματά του στα ιταλικά, για να λάβει την απάντηση: «Η ποιητική σας ιδιοφυΐα σάς επιφυλάσσει μια διαλεχτή θέση στον ιταλικό Παρνασσό. Αλλά οι πρώτες θέσεις εκεί είναι πιασμένες. Ο ελληνικός Παρνασσός δεν έχει ακόμη τον Δάντη του».
Ο Σολωμός εξήγησε τότε πως δεν ήξερε καλά την ελληνική γλώσσα και ο Τρικούπης τον βοήθησε στην εκμάθησή της με τη μελέτη των ποιημάτων του Χριστόπουλου. Η ολοκλήρωση του «Ύμνου εις την ελευθερία» τον Μάιο του 1823 είναι στην ουσία η αρχή του παντός για τα νεοελληνικά γράμματα. Αυτός ο δαιμόνιος ποιητής, που μελέτησε βαθιά την προγενέστερη παράδοση (κρητική λογοτεχνία, δημοτικό τραγούδι) ακολουθώντας το παράδειγμα του μεγάλου Δάντη στην ιταλική λογοτεχνία, άφησε τα σημαντικότερα έργα του («Ελεύθεροι πολιορκημένοι», «Κρητικός», «Πορφύρας») ανολοκλήρωτα, δείγμα της ανήσυχης και πειραματικής μεγαλοφυΐας του. Ο οραματισμός του και η επιμονή του με τη δημοτική γλώσσα δημιούργησαν τα θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομήθηκε το ολόλαμπρο μέγαρο της νεοελληνικής ποίησης.
Γεννήθηκε το 1792 στη Ζάκυνθο, αλλά το 1802 ο πατέρας Κάλβος εγκατέλειψε τη σύζυγό του Αδριανή Ρουκάνη, πήρε αυτόν και τον αδερφό του και μετοίκησαν στο Λιβόρνο της Ιταλίας. Όταν ο Κάλβος θα επιστρέψει από την περιπλάνησή του στην Ευρώπη, θα εγκατασταθεί για σύντομο χρονικό διάστημα στο Ναύπλιο και στη συνέχεια θα μεταβεί στην Κέρκυρα. Στο «νησί των Φαιάκων» θα μείνει μέχρι το 1852 διδάσκοντας σε διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα. Το παράξενο είναι ότι δεν μπήκε ποτέ στον κύκλο του Σολωμού, με τον οποίο μάλιστα μαρτυρείται ότι είχε μια απλή γνωριμία. Το 1853 ο Κάλβος επιστρέφει στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Αγγλία, νυμφεύεται τη Σαρλότ Γουάνταμς, στο παρθεναγωγείο της οποίας, στο Λάουθ, θα διδάξει μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Ανδρέας Κάλβος είναι μια πνευματική φυσιογνωμία ολκής με πανευρωπαϊκή απήχηση και κάτοχος πολλών γλωσσών και επιστημών. Ποιητικά πειραματίστηκε τόσο στα ιταλικά με την καθοδήγηση του ποιητή Ούγκο Φόσκολο όσο και στα γαλλικά. Από την ελληνόγλωσση δημιουργία του διασώζονται οι «Ωδαί», εμπνευσμένες από την ελληνική επανάσταση. Πρόκειται για είκοσι ωδές σε δύο συλλογές, που δημοσιεύτηκαν η μία στη Γενεύη το 1824 με τον τίτλο «Η λύρα» και η άλλη στο Παρίσι το 1826 με τον τίτλο «Λυρικά» και αποτελούν την ελληνική ποιητική παραγωγή του Ανδρέα Κάλβου.
Ο Κάλβος δεν είχε το ελληνοκεντρικό ποιητικό όραμα του Σολωμού και γλωσσικά αμφιταλαντεύθηκε ανάμεσα στη δημοτική και στην καθαρεύουσα, δημιουργώντας ένα προσωπικό ύφος που δεν είχε συνεχιστές.
Η αναγνώρισή του από τη νεοελληνική διανόηση ήρθε αρχικά χάρις στον Βικέλα και ολοκληρώθηκε με τη διάλεξη του Παλαμά το 1889, ο οποίος τον σύστησε στο ελληνικό κοινό. Ωστόσο, είναι συγκινητική και μεστή η διάλεξη του Ελύτη για τον Κάλβο που έγινε το 1942, σε συγκέντρωση του Κύκλου Παλαμά. Ο Ελύτης συνδέει «με τόλμη και αρετή» την ποίηση του Κάλβου με την ποιητική πρωτοπορία της εποχής του.
Ο Καβάφης και το «Ουίσκι Παλαμάς»
Στα χρόνια του μεσοπολέμου η αντιζηλία Παλαμά - Καβάφη ήταν το κυρίαρχο θέμα συζήτησης στους κύκλους της αθηναϊκής διανόησης.
Οι λόγιοι των αθηναϊκών καφενείων έλουζαν με ακατονόμαστους χαρακτηρισμούς τον «αντάρτη» ποιητή της Αλεξάνδρειας. Η παλαμική γλώσσα φυσικά κατατρόπωνε τα αδόκιμα ελληνικά του Αλεξανδρινού, τον οποίο ο Κατσίμπαλης και η παρέα του αποκαλούσαν «Καραγκιόζη της δημοτικής».
Ο Αλεξανδρινός παρέμενε νηφάλιος ετεροχρονίζοντας τις διαφορές του μαζί τους με δηλώσεις του τύπου: «Είμαι ο ποιητής των επομένων γενεών».
Στο διαμέρισμα της οδού Λέψιους, στην Αλεξάνδρεια, ο Κωνσταντίνος Καβάφης είχε πάντα ένα ουίσκι δεύτερης ποιότητας για τους ανεπιθύμητους επισκέπτες του, που το αποκαλούσε χαριτολογώντας «Ουίσκι Παλαμάς».
Συγκρίνοντας κανείς την πλούσια παλαμική μούσα με τα καβαφικά ελληνικά της διασποράς, θα αντιληφθεί ασφαλώς το γλωσσικό προβάδισμα που διαθέτει ο Παλαμάς. Οι δύο ποιητές, όμως, έχουν βασικές διαφορές και στον τρόπο που προσλαμβάνουν την Ιστορία.
Σε αντίθεση με τον Παλαμά, που προβάλλει το προγονικό μεγαλείο, ο Καβάφης επικεντρώνεται με το έργο του στις ήττες του Ελληνισμού: οι Κυνός Κεφαλαί, η Μαγνησία, η Πύδνα, η Κόρινθος τον καιρό της Αχαϊκής Συμπολιτείας και κυρίως η ίδια η Αλεξάνδρεια. Μέσα από αυτήν τη φαινομενικά παθητική στάση, ωστόσο, αναδύεται το διεθνικό θαύμα του ελληνικού πολιτισμού που διαχέεται στις τέσσερις άκρες της Μεσογείου. Το «εμείς οι Έλληνες», στην καβαφική ποίηση, δεν ορίζεται πλέον γεωγραφικά, αλλά ιστορικά. Είναι ένα μέγεθος που υπολογίζεται στη διάσταση του χρόνου και δεν έχει να κάνει με την κλειστοφοβική αντίληψη των ποιητών του ελλαδικού χώρου που την ίδια εποχή επιζητούν να μονοπωλήσουν την προγονική δόξα. Ο Καβάφης υπήρξε παιδί του κοσμοπολιτισμού που άκμασε στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου και η Αλεξάνδρεια είναι η πρωτεύουσα της φαντασίας του σε μια αγαστή σύνθεση Δύσης και Ανατολής.
Το μέλλον τον δικαίωσε απόλυτα, καθώς σήμερα η καβαφική ποίηση αποδεικνύεται ένα σύμπαν που όλο και διαστέλλεται. Όσο για αυτούς που τον λοιδορούσαν, ισχύει ο στίχος του Σεφέρη: «Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη».
Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Κ.Π. Καβάφης, η Σατραπεία
I am the fiery sword
the plague of God
I ride my pale horse
harvesting the souls
of women, children and men
I am a seraph thirsty for blood
a berserk knight boneclad
As I brandish my war axe
upon your miserable world
I will give you time to pray
for such a merciful slayer I am
Είμαι το φλογερό σπαθί
η μάστιγα του Θεού
Καβαλάω το χλωμό άλογό μου
θερίζοντας τις ψυχές
γυναικών, παιδιών και ανδρών
Είμαι ένα σεραφείμ για αίμα διψασμένο
ένας ιππότης ντυμένος με οστά
Καθώς κραδαίνω τον πολεμικό μου πέλεκυ
πάνω από τον άθλιο κόσμο σας
Θα σας δώσω χρόνο να προσευχηθείτε
τόσο ελεήμονας σφαγέας είμαι
Never ride a kelpie's back
it'll drown you into waters black
don't be fool, don't be naive
or your loss your beloved
... will grieve
Στις 18 Οκτωβρίου του 1851 εκδόθηκε για πρώτη φορά το μυθιστόρημα του Χέρμαν Μέλβιλ «Μόμπι Ντικ», με τίτλο «Η Φάλαινα».
Ένα από τα αριστουργήματα της αμερικανικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η πλειονότητα των κριτικών δέχεται ότι το μυθιστόρημα του Χέρμαν Μέλβιλ στέκεται στο ίδιο δημιουργικό ύψος με τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες και τα έργα του Σαίξπηρ. Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρώτα στην Αγγλία στις 18 Οκτωβρίου 1851 με τον τίτλο Η Φάλαινα και ένα μήνα αργότερα (14 Νοεμβρίου 1851) στις ΗΠΑ, με τον τίτλο Μόμπι Ντικ ή Η Φάλαινα.
Ο Μόμπι Ντικ είναι μια θαλασσινή περιπέτεια, γεμάτη συμβολισμούς και μεταφορές. Με αφηγητή τον ναύτη Ισμαήλ, παρακολουθούμε το ταξίδι ενός σαλεμένου καπετάνιου, ονόματι Αχαάβ, που έχει βάλει σκοπό της ζωής του να ανακαλύψει και να σκοτώσει μια θηριώδη λευκή φάλαινα με το όνομα Μόμπυ Ντικ, η οποία σε ένα προηγούμενο ταξίδι τού είχε κόψει το πόδι σε μια μονομαχία τους στη θάλασσα. Ο Μέλβιλ, που είχε δουλέψει χρόνια ως ναυτικός, εστιάζεται σ' έναν «άνθρωπο που δε φοβάται Θεό, που μοιάζει με Θεό, είναι υπέροχος άνθρωπος ο Καπετάν Αχαάβ».
Το πολυσέλιδο μυθιστόρημα περιγράφει την επικών διαστάσεων σύγκρουση Αχαάβ και Μόμπι Ντικ, που είναι, κατ' επέκταση, μια αναμέτρηση ανάμεσα στις δυνάμεις της Φύσης και τον Άνθρωπο. Ο «Μόμπι Ντικ» δεν είναι μόνο μια συναρπαστική ναυτική περιπέτεια, αλλά ένα φιλοσοφικό δοκίμιο για τη φύση του καλού και του κακού, για τον άνθρωπο και τη μοίρα του. Συν τοις άλλοις, είναι ένα εγκυκλοπαιδικό μυθιστόρημα, που δίνει στον αναγνώστη πληθώρα πληροφοριών για τη ζωή στη θάλασσα και τη φαλαινοθηρία.
Το βιβλίο του Μέλβιλ κυκλοφόρησε σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε μια φάση μεταμόρφωσης, από μια συνομοσπονδία αποικιών σε ένα κράτος με επεκτατικές βλέψεις (Πόλεμοι κατά των Μεξικανών και Ινδιάνων, Επέκταση στη Δύση), αλλά και στα πρόθυρα του Εμφυλίου Πολέμου, με τις μεγάλες κοινωνικές διαφορές Βορείων και Νοτίων. Ήταν, όμως, και μια περίοδος αρκετά δημιουργική για τα αμερικανικά γράμματα.
Το 1850 ο Ναθάνιελ Χόθορν δημοσίευσε το δικό του αριστούργημα, το μυθιστόρημα Το Άλικο Γράμμα, μια εμβριθή μελέτη για το καλό και το κακό, που επηρέασε σημαντικά τον γείτονα και φίλο του Μέλβιλ στη συγγραφή του Μόμπυ Ντικ.
Το 1852 η Χάριετ Μπίτσερ Στόου κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της Η Καλύβα του Μπαρμπά-Θωμά, ένα από τα πλέον ευπώλητα λογοτεχνικα βιβλία στην εκδοτική ιστορία των ΗΠΑ. Όμως, το μυθιστόρημα του Μέλβιλ πέρασε απαρατήρητο, με αρνητική στο μεγαλύτερο μέρος της την κριτική. Χρειάστηκε να φθάσουμε στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα για να αναγνωρισθεί από τους Μοντερνιστές η σπουδαιότητα του Μόμπυ Ντικ και η Αμερική να ανακαλύψει ένα μεγάλο συγγραφέα.
Ο Μόμπυ Ντικ έχει μεταφερθεί επανειλημμένα στον κινηματογράφο, στο θέατρο και την τηλεόραση. Καλύτερη διασκευή για τη μεγάλη οθόνη θεωρείται η ομώνυμη ταινία του Τζον Χιούστον, παραγωγής 1956, σε σενάριο του συγγραφέα Ρέι Μπράντμπερι και με πρωταγωνιστή τον Γκρέγκορι Πεκ στο ρόλο του Αχαάβ.
Στα ελληνικά, το μυθιστόρημα του Χέρμαν Μέλβιλ Μόμπυ Ντικ κυκλοφορεί στην κλασική έκδοση του Gutenberg, σε μετάφραση Α. Κ. Χριστοδούλου.
Dance under the starlit sky
let the music lead the way
drink the sweet wine of witcery
now, your evil desires will run free
take your place that is for you prepared
never repent nave be scared
don't break the circle until the end
for tonight we'll wake the dead
Χόρεψε κάτω από το φως των αστεριών
άσε τη μουσική να σε οδηγήσει
πιες της μαγεία το γλυκό κρασί
τώρα, οι δαιμονικές σου επιθυμίες έχουν λευτερωθεί
πάρε τη θέση που για σένα έχει ετοιμαστεί
μη μετανιώνεις ούτε και να φοβηθείς
μέχρι το τέλος τον κύκλο μη χαλάσεις
γιατί απόψε θα ξυπνήσουν οι νεκροί
Walking through the meadow
entering the palliative embrace
of loneliness
Περπατώντας στο λιβάδι
εισέρχεται στην ανακουφιστική αγκαλιά
της μοναξιάς
I am the heaven's knight
I keep on fighting day and night
I am the axe and I am the sword
my vengeance will have the final word
taste the fear to your heart I now bring
ask for help from your demonic king
you are but a fly and I am the spider
bow to your knees before the Witchfinder!
Είμαι ο ιππότης των Ουρανών
μέρα και νύχτα πολεμώ
είμαι ο πέλεκυς και το σπαθί
η εκδίκηση θα είναι η λέξη μου η τελική
γεύσου τον φόβο που σου φέρνω στην καρδιά
ικέτευσε για βοήθεια το δαιμονικό σου βασιλιά
είμαι η αράχνη κι εσύ η μύγα στον ιστό
γονάτισε μπροστά στον μαγισσών τον Κυνηγό!
Claws scratching on the wall
owlman shrieking at the nightfall
through darkness comes the predator
his victims meet their Creator
Make not a move or sound
in your hideplace you will be found
feel his hunger feel his endless rage
you 're another letter on this bloody page
Νύχια γρατζουνούν τον τοίχο
ο άνθρωπος κουκουβάγια τη νυχτιά στριγκίζει
μέσα στο σκοτάδι έρχεται το αρπακτικό
τα θύματά του στον Δημιουργό τους στέλνει
Μην κουνιέστε, άχνα μη σας βγει
ακόμα και στη κρυψώνα σας θα σας βρει
νιώστε την πείνα του, νιώστε την ατελείωτη οργή
ένα άλλο γράμμα είστε στην αιματηρή του σελίδα
She entered the chapel
heavy burden on her soul
craving for confession
pleading for redemption
as night was falling
a priest came in
with tears in her eyes
she confessed her sins
and as she was asking
for forgiveness and bliss
the answer came
as two fangs emerged
from the holy man's lips
Μπήκε στο παρεκκλήσι
βαρύ φορτίο στην ψυχή της
λαχταρά να εξομολογηθεί
παρακαλώντας για λύτρωση
καθώς έπεφτε η νύχτα
μπήκε ένας ιερέας
με δάκρυα στα μάτια
ομολόγησε τις αμαρτίες της
και καθώς ζητούσε
συγχώρεση και γαλήνη
ήρθε η απάντηση
καθώς ξεπρόβαλλαν δύο κυνόδοντες
από τα χείλη του αγίου ανθρώπου
Σύμφωνα με τον καθηγητή λογοτεχνίας και βιογράφο του Poe, Kevin J. Hayes (1959- ),
«κανένας Αμερικανός συγγραφέας δεν έχει επηρεάσει την ιστορία της λογοτεχνίας και των τεχνών περισσότερο από τον Edgar Allan Poe».
Ακόμα κι αν αρκετοί έχουν ενστάσεις για την εγκυρότητα αυτής της άποψης, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την σημαντική επίδραση που άσκησε το έργο του Poe στην παγκόσμια λογοτεχνία από το δεύτερο μισό του δεκάτου ενάτου αιώνα και έπειτα. Έτσι ενδεικτικά, εκτός από πολλούς γνωστούς συμπατριώτες του όπως ο Ambrose Bierce (1842-1914;), o Howard Phillips Lovecraft (1890-1937) και ο Herman Melville (1819-1891), ξεκάθαρες επιρροές από τον Poe δέχτηκε μεγάλο μέρος της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας από τον Arthur Conan Doyle (1859-1930) και έπειτα. Επίσης, είναι γνωστή και η επίδραση του Poe στους Γάλλους συμβολιστές ποιητές, όπως ο Charles Baudelaire (1821-1867) και ο Stephane Mallarme (1842-1898), που μετέφρασαν μεγάλο μέρος του έργου του και διαδραμάτισαν, ιδίως ο πρώτος, σημαντικό ρόλο στην αναγνώριση του στην Ευρώπη, καθώς και σε αρκετούς Γάλλους πεζογράφους μεταξύ των οποίων ο Jules Verne (1828-1905) και o Guy de Maupassant (1850-1893). Ακόμα, σταθερό παραμένει το ενδιαφέρον για τον Poe και στα ύστερα χρόνια μέχρι και σήμερα με πολλούς σημαντικούς και διαφορετικούς μεταξύ τους λογοτέχνες να εκφράζουν το θαυμασμό τους για το έργο του και κάποιους να επηρεάζονται άμεσα από αυτό, από τον Marcel Proust (1871-1922), τον Paul Valery (1871-1945) και τον Jorge Luis Borges (1899-1986) μέχρι τον Νικαραγουανό Rubén Darío (1867-1916), τον Κροάτη Antun Gustav Matoš (1873-1914), τον Ουρουγουανό Horacio Quiroga (1878-1937) και τον Ιάπωνα Edogawa Ranpo (πραγματικό όνομα Tarō Hirai, 1894-1965).
Out of chaos order comes
darkness gives birth to light
in good intentions, evil deeds hide
and as we sing and dance
a hell is being prepared for us
Από το χάος έρχεται η τάξη
το φως γεννάται από το σκοτάδι
στις καλές προθέσεις, κρύβονται μοχθηρές πράξεις
και ενώ ξεδίνουμε σε τραγούδια, χορούς και χωρατά
για μας η κόλαση φτιάχνε τα πιο σφιχτά δεσμά
Primordial spirits now awake
the hunters on the loose once again
let them prey, let them feed
this night belogs to them
see how they sweep the land
our cities their killing fields
the moon is paintd red
as the portal to their world opens wide
They are here, they are here
find shelter if you can,
do not look behind while you run
The hunting has begun
hide until the night will pass
hide until they will return to their world
hide because there is nowhere to run
And as the old shaman chants
let the fear reign in your hearts
Τα αρχέγονα πνεύματα είναι πια ξύπνια
ο κυνηγός ελεύθερος για άλλη μια φορά
ας κυνηγήσουν, ας τραφούν
αυτή η νύχτα τους ανήκει
δείτε πώς σαρώνουν τη γη
οι πόλεις μας τα φονικά πεδία τους
το φεγγάρι κόκκινο βάφεται
καθώς η πύλη στον κόσμο τους διάπλατα ανοίγει
Είναι εδώ, είναι εδώ
βρες καταφύγιο αν μπορείς,
μην κοιτάτε πίσω, τρέξτε
Το κυνήγι έχει αρχίσει
κρυφτείτε μέχρι να περάσει η νύχτα
κτυφτείτε μέχρι να επιστρέψουν στον κόσμο τους
κρυφτείτε γιατί δεν υπάρχει μέρος για να σωθείτε
Και καθώς ψάλλει ο γέροςσαμάνος
αφήστε τον φόβο να κυριαρχήσει στις καρδιές σας
Βαγγέλης Γιατρούτσικος - Πράττος
Σε αυτό το άρθρο θα μιλήσουμε για άλλες εποχές, ξεχασμένες. Για εποχές με βασιλιάδες, ιππότες, τσαρλατάνους, τροβαδούρους, όμορφες πριγκίπισσες, δεισιδαίμονες χωρικούς και ευρηματικούς ποιητές. Κάθε εποχή έχει το δικό της πνεύμα και το πνεύμα της εποχής του François Villon, είχε κάτι το μαγικό. Βέβαια πάντα υπάρχει μία τάση εξιδανίκευσης όταν κοιτάζουμε το μακρινό παρελθόν, αλλά μάλλον αυτό δεν μπορούμε να το αποφύγουμε. Σε αυτούς τους καιρούς λοιπόν, υπήρχαν άνθρωποι του περιθωρίου, οι οποίοι είτε δε συμβάδιζαν με τα πρέπει της εποχής επειδή είχαν προωθημένο πνεύμα, είτε η ίδια η εποχή τούς κατάπιε σαν σαρκοφάγο μυθικό πλάσμα. Ο Villon μίλησε για τα κακώς κείμενα και εξέφρασε τα προσωπικά του ζητήματα με έναν πρωτοφανή ρεαλισμό που δεν έχουμε συναντήσει σε προγενέστερους ποιητές. Τα έλεγε τόσο ωμά που λίγο έλειψε να τον κρεμάσουν για αυτόν τον λόγο. Ήταν κάτι σαν το αντίπαλο δέος του ηρωικού ευγενή ή του ηθικολόγου κληρικού. Για να καταλάβουμε λίγο βαθύτερα το ποιητικό ύφος του καλλιτέχνη, θα δούμε πώς εκφράστηκε η λυρική ποίηση μέσα από τους στίχους των τροβαδούρων και πώς αυτή έφτασε να γίνει το εκφραστικό όπλο της μοναδικής τέχνης του Villon.
Η λυρική ποίηση έκανε την εμφάνισή της τα τέλη του 11ου αιώνα, ως νέο λογοτεχνικό είδος των προσφάτως ανεπτυγμένων δημωδών γλωσσών. Τα ποιήματα είναι μικρής έκτασης και χαρακτηρίζονται από έντονη μουσικότητα, προβάλλοντας τις στενές σχέσεις μεταξύ γραφής και προφορικότητας. Το λυρικό ύφος συνδυάζεται με τη σατιρική διάθεση, ενώ αντλούνται εικόνες από την αρχαιότητα, την εκκλησιαστική ποίηση, αλλά και νεότερες ποιητικές εικόνες. Ζητούμενο είναι η έκφραση των προσωπικών συναισθημάτων του ποιητή και πηγή έμπνευσης ο έρωτας. Κύριοι εκφραστές της λυρικής ποίησης είναι οι τροβαδούροι, οι οποίοι συνθέτουν και τραγουδούν τα ποιήματά τους, συχνά με τη συνοδεία κάποιου μουσικού οργάνου. Οι τροβαδούροι συνδέονται κατά κανόνα με τους κύκλους των φεουδαρχικών αυλών, όπου είτε θέτονται υπό την προστασία των τοπικών αρχόντων είτε είναι οι ίδιοι άρχοντες. Σύντομα η ζωή τους έγινε αντικείμενο ιστοριογραφικών κειμένων, εκφράζοντας τη νέα εικόνα του αριστοκρατικής καταγωγής ποιητή με περιπετειώδη βίο.
Η λυρική ποίηση των δημωδών γλωσσών από τον Ύστερο Μεσαίωνα και έπειτα, αναπτύσσεται κυρίως σε πλαίσια αστικά, παραμένοντας όμως επηρεασμένη από την ποίηση των τροβαδούρων. Το θέμα του έρωτα παραμένει κεντρικό, ενώ υπάρχει μία ροπή προς τα κλασικά και λατινικά ποιητικά πρότυπα. Μοναδικό δείγμα ποιητικής ανέπτυξε ο François Villon, o οποίος για πολλούς ορίζει το πέρασμα της γαλλικής ποίησης από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση, σε μία εποχή μαρασμού της ποίησης στη Γαλλία. Ο αστικός τρόπος ζωής του και τα πρότυπα που αντλούσε από αυτόν, σε συνδυασμό με την πολυτάραχη γεμάτη καταχρήσεις ζωή του, τον διαχωρίζει από τους προκατόχους του. Ο Villon υιοθετεί την ποιητική φόρμα της μπαλάντας και γράφει καθαρά προσωπικά ποιήματα, διαμορφώνοντας τη δικιά του αντίληψη περί έρωτος και κόσμου.
Η «Μπαλάντα των μικρών στοχασμών» είναι ένα ιδιαίτερο ποίημα, όπου εξωτερικεύονται οι ανησυχίες του ποιητή. Ο Villon μέσα από σύντομους στοχασμούς, συνειδητοποιεί καταστάσεις, ασκεί κριτική στην κοινωνία, περιγράφει γλαφυρά το φυσικό περιβάλλον που εντάσσεται, ενώ δείχνει να έχει επίγνωση της πολύπλευρης πραγματικότητας. Μία γνώση που προφανώς απέκτησε από τις πάσης φύσεως εμπειρίες που συνέλεξε από τη ζωή. Μέσα από μία ερευνητική ματιά στην καθημερινότητα, που περιλαμβάνει κάθε λογής ανθρώπους, ηθικούς, ανήθικους, ταλαιπωρημένους, καλοθρεμμένους, φτωχούς και πλούσιους, φαίνεται να υποβόσκει ένα μεγάλο ερωτηματικό σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη. Σε αυτό το σημείο η ειρωνεία παίζει σημαντικότατο ρόλο, έτσι ώστε να τονιστεί η απόλυτα σκεπτικιστική αντίληψη του Villon. Παρόλο που σε όλη τη διάρκεια του ποιήματος ο ποιητής παρουσιάζεται ως γνώστης πολλών πραγμάτων, στο refrain δηλώνει πως γνωρίζει τα πάντα εκτός από τον εαυτό του. Με αυτόν τον τρόπο, θέλει να εξηγήσει πως όση γνώση και αν πιστεύουμε πως έχουμε, η ανθρώπινη ύπαρξη δύσκολα καθορίζεται. Εφόσον λοιπόν δεν μπορούμε να καθορίσουμε την ύπαρξή μας, δεν είναι εφικτή η απόλυτη αυτογνωσία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, να θέτει και την ίδια την ιδέα της γνώσης υπό αμφισβήτηση.
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΣΤΟΧΑΣΜΩΝ
Νιώθω μύγες στο γάλα μου να ιδώ,
Νιώθω κάθε άνθρωπο από την φορεσιά,
Νιώθω των αίθριο από τον κακό καιρό,
Νιώθω το μήλο πάνω από τη μηλιά,
Νιώθω από την κόλλα να βρω τον ίξο,
Νιώθω όσα από την όμοια πάστα είναι φτιαγμένα,
Νιώθω ποιος έχει σκόλη, ποιος έχει δουλειά,
Νιώθω το καθετί, όξ από μένα.
Νιώθω από το ράσο κάθε κληρικό,
Νιώθω κάθε ζακέτα από τον γιακά,
Νιώθω τον δούλο από το αφεντικό,
Νιώθω από το πέπλο κάθε καλόγρια,
Νιώθω τον αγιογδύτη από τη ζαριά,
Νιώθω γελοία κορμιά καλοθρεμμένα,
Νιώθω κάθε κρασί από τα βουτσιά,
Νιώθω καθετί όξ, από μένα.
Νιώθω μουλάρι απ’ άλογο να βρω,
Νιώθω τι αγώι καθ΄ένα τους κρατά,
Νιώθω ποια είναι η Μπιετρίς και ποια η Υζαμπώ,
Νιώθω όταν ζόρι αθροίζει και μετρά,
Νιώθω να ιδώ στον ύπνο μου βραχνά,
Νιώθω άντρες, νιους παιδιά, έναν προς έναν,
Νιώθω των Μποέμ την αίρεση καλά,
Νιώθω το καθετί, όξ από μένα.
Πρίγκιπα, όλα τα νιώθω γενικά,
Νιώθω μούτρα ανθηρά και αρρωστημένα,
Νιώθω τον Χάρο που μας καρτερά,
Νιώθω το καθετί, όξ από μένα.
Η άστατη, γεμάτη καταχρήσεις και παρανομία ζωή του François Villon, τον απομακρύνει από το ουμανιστικό πρότυπο του ποιητή και τις ηθικές αξίες της εποχής του. Το αντισυμβατικό του πνεύμα, τον οδήγησε σε ξεχωριστή κατεύθυνση από τους ουμανιστές λόγιους ποιητές, ενώ μπορούμε να πούμε πως πλησιάζει τη μεταγενέστερη εικόνα του «καταραμένου ποιητή». Η αλήτικη ζωή που έκανε, του έδωσε μία ιδιαίτερη οπτική της πραγματικότητας και αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό μέσα από τα ποιήματά του. Η ποίηση του François Villon παραμένει επίκαιρη, παρόλο που οι ποιητικές του εικόνες θυμίζουν ξεχασμένες εποχές με πρίγκιπες και καπηλειά. Τα θέματα τα οποία πραγματεύεται, μένουν αναλλοίωτα στο χρόνο και δε δυσκολεύονται να προβληματίσουν, αλλά και να φορτίσουν συναισθηματικά τον σύγχρονο αναγνώστη, δίνοντας του μία μοναδική λογοτεχνική εμπειρία.
I took the book
the book that will raise the dead
and held it
held it with my hands
felt its cover
what a strange feeling
its leather
made memories awake
the red ink letters
had caged spells long forgotten
utterly forbidden
I read the book
again and again
and I don't know why but
it reminded me of you
then it hit me like a lightning
the memories of you
came from the cover
the leather cover made by human skin
and, God help me, it was your own skin my love
for I had made this book with my own hands
Πήρα το βιβλίο
το βιβλίο που τους νεκρούς ξυπνά
το κράτησε
το κράτησα στα χέρια μου
ένιωσα το εξώφυλλό του
τι περίεργο συναίσθημα,
το δέρμα του
ξύπνησε αναμνήσεις,
τα γράμματα από κόκκινο μελάνι
είχαν φυλακίσει ξόρκια από καιρό ξεχασμένα
και εντελώς απαγορευμένα
διαβάζω το βιβλίο
ξανά και ξανά
και δεν ξέρω γιατί αλλά
μου θύμισε εσένα
μετά με χτύπησε σαν κεραυνός
οι αναμνήσεις σου
ξύπνησαν από το εξώφυλλο
το δερμάτινο εξώφυλλο από δέρμα ανθρώπινο
και, Θεέ μου βοήθησέ με, ήταν το δικό σου δέρμα αγάπη μου
είχα φτιάξει αυτό το βιβλίο με τα χέρια μου
Μαρία Σκαμπαρδώνη
https://weirdsides.com/arthra-istories/skotini-piisi/
Μέσα στο σκοτάδι, στη νύχτα τη βαθιά
κοιμάται έχοντας ανάποδη μορφή.
Είναι η νυχτερίδα, αυτό το ιπτάμενο θηλαστικό
που έχει ταυτίσει με τον τρόμο όποιος την έχει δει.
Θηλαστικό που έχει φτερά,
με φίλους και άσπονδους εχθρούς.
Σύμβολο τρόμου και φόβου φοβερού,
τη νύχτα μόνο αν θέλεις, μπορείς να τις ακούς.
Μόνο στο σκοτάδι πετά
και από αίμα περιμένει να τραφεί.
Όμως και εκείνη έχει εχθρούς,
κουκουβάγιες, γάτες και άνθρωποι πολλοί.
Μία μορφή άγρια,
στου σκότος περιμένει να κρυφτεί.
Πετάει ψηλά και συμβολίζει,
την παρουσία του θανάτου μέσα στη σιωπή.
The butterfly's wings
the flower' petals
A tough beauty contest!
Φτερά πεταλούδας,
πέταλα λουλουδιού
Τι διαγωνισμός ομορφιάς!