Ο θάνατος αποφεύγει εκείνους που έχουν χάσει τα πάντα. Και χτυπά εκείνους που έχουν κερδίσει τα πάντα. Death avoids those who have lost everything. And strikes those who have won everything. Władysław Tarnowski
Unfair is the owner of this tavern He pours life drop by drop and death all at once Άδικος ο ταβερνιάρης! Σταγόνα σταγόνα κερνά τη ζωή το θάνατο μονορούφι.
Βασίλεψες αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση Γ. Ρίτσος Διάβασε. Κατανόησε. Διάβασε ξανά. Δοκίμασε κι επιβεβαίωσε χωρίς αναστολές τη γνώση σου. Τα εργαστήρια. Τα ερευνητικά πρωτόκολλα. Η τάξη. Η βασιμότητα των υποθέσεων σου: Αυτή είναι η πνοή του ΘΕΟΥ για μας. Αλλά για να τον συναντήσεις είναι μακρά κι επώδυνη η δοκιμασία. Είναι ο δικός μας Γολγοθάς. Ποιες είναι οι δικές σου υποθέσεις; Ποιες οι ανεξάρτητες κι παρεμβαλλόμενες μεταβλητές σου; Suzanne, πρόσεξε αυτό. Τροποποίησε λίγο την υπόθεση σου. Κατάγραψε μ’ άκρα συνέπεια τα αποτελέσματα. Και μη λυπάσαι αν η υπόθεση διαψευστεί. Αυτό, παιδί μου, είναι η επιστήμη: Μια πελώρια διάψευση υποθέσεων. Χαίρομαι, που το γνωρίζεις Suzanne. Χαίρομαι, που δεν ξεχνάς ποτέ την ηθική στην επιστήμη: Γιατί εργαζόμαστε για τους συνανθρώπους μας κι όχι για τη δική μας ματαιότητα. Τι ξέχασες παιδί μου; Τι ξέχασα να σου διδάξω στα αμφιθέατρα και τα εργαστήρια του Braun, του Westwood, του Μax Plank; Ποιος Δαίμονας σε σύντριψε; Πετώντας το γυμνασμένο σώμα σου σαν πατσαβούρα σε μια τρύπα. ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΚΛΑΙΩ, SUZANNE ΓΙΑ ΣΕΝΑ Ή ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΔΙΑΤΕΙΝΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΝΔΡΙΣΜΟ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΠΕΡΝΟΥΝ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΔΗΜΗ ΝΤΡΟΠΗ ΠΛΑΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΤΡΥΠΑ ΠΟΥ ΣΕ ΠΕΤΑΞΑΝ; Πλάτανος Κισάμου, 15 Αυγούστου 2019
Untie the celtic knot Grasp the sands of time Feel the power of the butterfly's wings The coral snake is biting with its venomous bite A dragonfly flies upon the cold lake's water Life is at its peak Death lurks in the bushes
https://searchingthemeaningoflife.wordpress.com/2019/08/24/domestication/#more-15941 Τρίβω το σώμα μου στα δέντρα, άγρια γάτα, χάδι σαν καρτερά… Είναι ακριβό: Αυτό το έχω μάθει. Τα ανταλλάγματα όλα είναι πονηρά! Για εξημέρωση δεν νοιάστηκα ακόμα, πρωτοβουλίες βολικές για άλλων νου. Χαρά, ελευθερία και αγάπη κυριαρχούν μόνο αθωότητα παιδιού
http://www.unesco.org/archives/multimedia/document-3755 Το Urtiin duu ή το "μακρύ τραγούδι" είναι μία από τις δύο μεγάλες μορφές μογγολικών τραγουδιών, ενώ το άλλο είναι το σύντομο τραγούδι "(bogino duu). Ως τελετουργική μορφή έκφρασης που συνδέεται με σημαντικούς εορτασμούς και πανηγύρεις, το Urtiin duu διαδραματίζει ξεχωριστό και τιμητικό ρόλο στη Μογγολική κοινωνία. Εκτελείται στους γάμους, στα εγκαίνια ενός νέου σπιτιού, στη γέννηση ενός παιδιού, στο μαρκάρισμα των πουλαριών και σε άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις που γιορτάζονται από τις νομαδικές κοινότητες της Μογγολίας. Το Urtiin duu μπορεί επίσης να ακουστεί στο naadam, μια γιορτή που περιλαμβάνει πάλη, τοξοβολία και ιπποδρομίες.
https://montsame.mn/en/read/197680 Ulaanbaatar / MONTSAME /. Το περασμένο Σαββατοκύριακο(10 και11/8) διοργανώθηκε επιτυχώς το καλλιτεχνικό και πολιτιστικό φεστιβάλ "Ο ήλιος πάνω από τον ήρεμο κόσμο" στο φυσικό πάρκο Ikh Gazriin Chuluu στο Gurvansaikhan soum, Dundgobi aimag. Το Ikh Gazriin Chuluu είναι ένα μεγάλο βουνό από βράχο γρανίτη στην έρημο Gobi που είναι διάσημο για τα αξιοσημείωτα σχήματα και τις μορφές του. Το φεστιβάλ περιελάμβανε τρεις χιλιάδες παραδοσιακούς τραγουδιστές μακριού τραγουδιού και οργανοπαίκτες βιολιού κεφαλής αλόγου(μουσικό όργανο Morin Khuur).
Το φεστιβάλ πήρε το όνομά του από ένα διάσημο μογγολικό μακρύ τραγούδι από την προεξέχοντα τραγουδιστή μακριού τραγουδιού Ηρωίδα της Εργατιάς, βραβευμένη με κρατικό βραβείο , Ηθοποιό του λαού N.Norovbanzad, ντόπια από το Dundgobi aimag της Μογγολίας. Έχει παρουσιάσει αυτό το τραγούδι σε διάφορες διάσημες παγκόσμιες σκηνές.
Μερικοί διάσημοι τραγουδιστές μακρών τραγουδιών της Μογγολίας και οργανοπαίκτες του βιολιού κεφαλής αλόγου συμμετείχαν στην εκδήλωση εκτός από καλλιτέχνες από τα τοπικά θέατρα του Dundgobi aimag. Παράλληλα με τις παραστάσεις μακριού τραγουδιού και μουσική ιολιού κεφαλής αλόγου, πραγματοποιήθηκαν μια συναυλία λαϊκής μουσικής τέχνης, ποίηση και παράσταση καλλιτεχνών από το Dundgobi aimag. Ο πρωθυπουργός της Μογγολίας U.Khurelsukh έστειλε ένα μήνυμα στους καλλιτέχνες και στο ακροατήριο του φεστιβάλ.
http://www.unesco.org/archives/multimedia/document-3765 Η παραδοσιακή ποίηση των Βεδουίνων που τραγουδιέται ,η Al-Taghrooda, συντίθεται και απαγγέλλεται από άνδρες που ταξιδεύουν με καμήλ,ες στις ερημικές περιοχές των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και το Σουλτανάτο του Ομάν. Οι Βεδουίνοι πιστεύουν ότι το τραγούδι ψυχαγωγεί τους αναβάτες και διεγείρει τα ζώα να περπατούν ταυτόχρονα . Τα σύντομα ποιήματα επτά στίχων ή λιγότερων αυτοσχεδιάζονται και επαναλαμβάνονται μεταξύ δύο ομάδων αναβατών συχνά ως αντιφωνικό τραγούδι. Γενικά, ο τραγουδιστής τραγουδάει τον πρώτο στίχο και η δεύτερη ομάδα αποκρίνεται. Τα ποιήματα τραγουδιούνται επίσης γύρω από φωτιές κατασκηνώσεων, σε γάμους, σε φυλετικές και εθνικές εκδηλώσεις, ιδιαίτερα σε αγώνες με καμήλες, ενώ κάποιες γυναίκες Βεδουίνων συνθέτουν και ψάλλουν ενώ ασχολούνται με συλλογική δουλειά. Η πιο σημαντική πτυχή είναι η κοινωνική σύνδεση κατά τη διάρκεια της προφορικής ανταλλαγής στίχων. Τα θέματα περιλαμβάνουν την αποστολή μηνυμάτων σε αγαπημένους , συγγενείς, φίλους ή φυλετικούς αρχηγούς.
https://africanpoems.net/survival/coward-crawl-back/ Δειλέ, σύρσου πίσω στη μήτρα της μητέρας σου ! Είμαστε γιοι των γενναίων, Γιοι πεισματάρηδων. Ο δειλός κλείνει το μονοπάτι μου εντελώς. Ποιος με φωνάζει Και ηλιθιωδώς διαφωνεί ; Είμαστε γιοι των γενναίων, γιοι πεισματάρηδων, ο δειλός κλείνει το μονοπάτι μου εντελώς, Δειλέ, σύρσου πίσω στη μήτρα της μητέρας σου! από το Κέρας της Αγάπης Μου (1974), που συνέλεξε ο Okot p'Bitek
https://slpress.gr/politismos/mathe-paidi-mou-dhmotiko-tragoydi-tragoydi/ Καθώς ημερολογιακά βρισκόμαστε στο καλοκαίρι, αρκετούς ξεμυαλίζουν οι παραλίες και τα βουνά, τα θερινά σινεμά και οι πιο έντονοι τρόποι νυχτερινής διασκέδασης. Ταβέρνες, μπαράκια, after αλλά και πανηγύρια… Πανηγύρια υπό τους ήχους, όχι πάντοτε με την καλύτερή τους εκτέλεση, και των δημοτικών τραγουδιών. Το να μιλήσει κανείς για τη μοναδική αξία του δημοτικού τραγουδιού, τέχνη εξαιρετική που συνδυάζει τον λόγο, τη μουσική και τον χορό, προφανώς είναι κοινοτοπία. Στην ίδια λογική κινούνται και αναφορές που υπενθυμίζουν πως ορισμένα είδη του, τα ακριτικά τραγούδια, τοποθετούνται ανάμεσα στα πρώτα μνημεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από τότε μέχρι και τον προηγούμενο αιώνα, το δημοτικό τραγούδι προσέφερε στην πολιτισμική μας συνέχεια και τόνωσε το κοινό μας αίσθημα. Αν θέλαμε ίσως να λειτουργήσουμε ιντριγκαδόρικα θα συμπληρώναμε πως σε αντίθεση με το ρεμπέτικο, το οποίο εκφράζεται πολύ με τη μουσική και τον χορό αλλά έχει γενικά πιο απλοϊκούς και ακατέργαστους στίχους, το δημοτικό τραγούδι βασίζεται στον ποιητικό του λόγο. Τον λόγο που επηρέασε τον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Ελύτη και τόσους νεότερους που αδικούμε συστηματικά με την αναφορά μόνο στα μεγάλα προγονικά ονόματα. Οι σημαντικότεροι μελετητές του συμφωνούν πως η δική του συμβολή είναι καθοριστική στη σταδιακή διαμόρφωση της αισθητικής, της κοσμοαντίληψης και της βιοθεωρίας του νεοελληνικού μας πολιτισμού. Για να είμαστε πιο ακριβείς εδώ θα πρέπει να εστιάσουμε στον λαϊκό μας πολιτισμό της υπαίθρου. Η παρακμή και το σήμερα Η παρακμή του δημοτικού τραγουδιού αποδόθηκε --μνημονεύω εδώ την άποψη του δικού μου δασκάλου Ερατοσθένη Καψωμένου-- στην άνοδο της αστικής τάξης σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και των μέσων επικοινωνίας. Νομοτέλεια; Σήμερα το δημοτικό τραγούδι το συναντούμε σε κέντρα παραδοσιακού γλεντιού, ή με πιο φυσικό τρόπο στα γνωστά μας πανηγύρια που προαναφέραμε. Θα τολμήσω να πω ότι και στις δύο περιπτώσεις εμφιλοχωρεί, δεν λέω ότι κυριαρχεί, μια συστηματοποιημένη επιχειρηματική του εκμετάλλευση. Προσωπικά με ενοχλεί το γεγονός, αλλά όχι γιατί είμαι λάτρης του είδους ούτε γιατί το αντιμετωπίζω ως ζήτημα αισθητικής τάξης. Θεωρώ πως ο τρόπος απόδοσής του, ειδικά το μουσικό του «σκέλος» λες και πολεμά τις περισσότερες φορές να ακυρώσει με την κακή ακουστική την πολυεπίπεδη λειτουργία του. Αλλά και οι ηλικίες όσων συμμετέχουν προδίδουν μία νοσταλγική αντιμετώπιση και όχι μία ζώσα πολιτισμική πρακτική. Θα ενδιέφερε, θα ήταν χρήσιμη και ωφέλιμη μία επανάκαμψη του δημοτικού τραγουδιού στις μέρες μας; Κι αν όχι μία θριαμβική επιστροφή του, ίσως μία επανασύσταση με διαφορετικό όμως τρόπο στα παιδιά μας, αλλά και στους μεγαλύτερους; Μπορεί αυτό να συμβεί; Έχει νόημα να επιχειρηθεί κάτι τέτοιο; Η δημιουργική γραφή και το μέλλον Η υιοθέτηση της λογικής αυτής της περιβόητης Δημιουργικής Γραφής στο σχολείο τα τελευταία χρόνια κινείται προς μία τέτοια κατεύθυνση, όσες τρικλοποδιές κι αν της βάζουν αυτοί που κλήθηκαν (αλήθεια με ποια κριτήρια;) να σχεδιάσουν την ένταξή της στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Δεν είναι λίγοι οι εκπαιδευτικοί που βρήκαν πρόσφορο τον τρόπο για να μυήσουν τους μαθητές στο δημοτικό τραγούδι και τις χάρες του. Παραδειγματικά να αναφέρω το 2ο Γυμνάσιο Αγρινίου. Η καθηγήτρια Αγγέλη Μαρία --ούτε την γνωρίζω, ούτε φίλος μαζί της είμαι, απλώς έπεσα διαδικτυακά πάνω στη δουλειά της-- επέλεξε στα πλαίσια της θεματικής εβδομάδας να συνδυάσει τη Δημιουργική Γραφή με το Δημοτικό Τραγούδι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τα παιδιά αφού γνώρισαν βιωματικά το είδος, που σημαίνει πως και το χόρεψαν και το τραγούδησαν, στη συνέχεια συνέγραψαν μαντινάδες, άρα είχαν μία γόνιμη επαφή με τη μετρική. Η αλήθεια είναι πως οι μαντινάδες διαθέτουν μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα χάρη στο πνεύμα πρωτοτυπίας και αυτοσχεδιασμού που τις χαρακτηρίζει. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως μέχρι σήμερα αναπτύσσονται καινούργιες κατηγορίες μαντινάδων που απηχούν τις νέες κοινωνικές συνθήκες και τα δεδομένα του σύγχρονου τεχνικού πολιτισμού. Θα μπορούσαν τα παιδιά να δοκιμάσουν συγγράψουν και ερωτικά και σατιρικά και ευτράπελα και ίσως και ιστορικά τραγούδια. Αλλά αυτό θα προϋπέθετε περισσότερο χρόνο και σχεδιασμό από την αρχή του έτους, κάτι που δεν περνά απαραίτητα από το χέρι των μάχιμων εκπαιδευτικών. Το δημοτικό τραγούδι είναι μια τέχνη που οικοδομείται με την αφαίρεση. Η ποιητική του μέγιστου με την τεχνική του ελάχιστου αποκρυσταλλωμένη από μία μακρά προφορική παράδοση σε στερεότυπα σχήματα μεγάλης αισθητικής και ψυχολογικής ευστοχίας. Τυπική η διάρθρωση του μύθου. Αδρή και σχηματική η διαγραφή των χαρακτήρων. Με νοηματικά ή χρονικά άλματα προχωρά το κείμενο, έτσι ώστε να δραστηριοποιείται η φαντασία του ακροατή για να καλύψει τα κενά. Λιτότητα και δραστικότητα Γνωρίζοντας πιο ουσιαστικά το δημοτικό τραγούδι τα παιδιά μπορούν να αντιληφθούν την αξία του προφορικού λόγου μιας και η φράση του δημοτικού τραγουδιού είναι απλή και σύντομη και από άποψη δομής βρίσκεται πολύ κοντά σε αυτόν. Η λιτότητα και η δραστικότητα αυτή τούς ασκεί στους βασικούς φορείς του νοήματος της γλώσσας μας. Το ρήμα και το ουσιαστικό, που μαζί με τους συνδέσμους και τις αντωνυμίες, κυριαρχούν στο δημοτικό τραγούδι, αποκαλύπτουν, διδάσκουν αν το θέλετε, την αμεσότητα στην επικοινωνία, τη θέρμη και τη ζωντάνια που μπορεί να αποκτήσει ο λόγος μας χωρίς να επισκιάζεται από κανένα περιττό στολίδι. Περιττά που αποφεύγονται με τα λιγότερα επίθετα και επιρρήματα. Αλλά και τα στερεότυπα εκφραστικά του σχήματα του δημοτικού τραγουδιού μπορούν να εμπνεύσουν ασκήσεις, άρα μαθητεία. Τα εισαγωγικά μοτίβα (τρία πουλάκια κάθονταν), οι μεταβατικοί στίχοι (πιάνω το κείνο το στρατί, κείνο το μονοπάτι, / το μονοπάτι μ’ έβγαλε…), τα τυπικά εκφραστικά ζεύγη που κατανέμονται στα δύο ημιστίχια και κλιμακώνουν το νόημα (Αυτά τα φρύδια τα σμιχτά, τα ζαχαρένια μάτια) μαζί φυσικά και με άλλα πολλά που παραλείπουμε για ευνόητους λόγους μπορούν να βοηθήσουν και να οδηγήσουν τους μαθητές στην παιγνιώδη, αλλά ύψιστη πράξη της δημιουργίας. Να διασκευάσουν για παράδειγμα ένα παλαιότερο τραγούδι κατά τρόπο που να ταιριάζει στις σύγχρονες απαιτήσεις με την αλλαγή ονομάτων ή τοπικών και χρονικών προσδιορισμών. Κι αν αυτό είναι το πρώτο σκαλί, σκεφθείτε πως μπορεί να εκπλαγούμε από τη ριζική και ουσιαστικότερη συμβολή τους με την κατάθεση καινούργιων δημοτικών τραγουδιών.
Goodbye Your pocket full of dreams Your mind in a daze Keep on chasing rainbows Fly high Leave the past behind The dark road you take bears no escape In a world of grand illusions Where love is just a dream You gotta make your sacrifices Time to pick your poison The fool is he who is noble minded And bellies up to poverty He's not a king in the world of diamonds Paling into oblivion I lay down my soul for glory I've given a life away Don't know if I am sorry Blind me, blind me Don't know where I'll be going I gotta get away From the pain of recollection Drawn into the faint Hang on to a runaway train No turning back Tethered to a runaway train Take me away Torpid in the wind and rain No turning back Hang on to a runaway train Take me away If I'm a stranger to myself Then I better gotta stay away Even better gotta get away, get away Time to pick my poison Feel the devil sitting in my neck Straight ahead into the unknown Oh father I forgive you for I Don't know what I'm doing It's only human nature To keep away from pain Take a train to ecstasy oh Ride on, ride on Inhale the scent of heaven Respire the smell of fame You've been to hell and back You can't change things anyway, no I hang on to a runaway train No turning back Tethered to a runaway train Take me away Torpid in the wind and rain No turning back I hang on to a runaway train Take me away Reaching out to rule the world you'll watch the mirror shatter As you'll be dazzled by the sight Once only diamonds mattered How can you justify the way When you wake up screaming Will you pretend that you were blind When you were really seeing Your image everywhere The looking glass: a sheet of ice It's thick enough to dance on In a frozen realm of lies But the ice will break And you will scream repenting Oh boy the ice will break You'll just feel your heart rending Riding on to a world of funny flowers Riding on to the white wide world If coming back would hurt my pride I rather take another ride Riding on, winter on the mirror Riding on into the unknown If I'll awake in pain one day I gotta catch just one more train Days gone by Who'd wanna live forever On our knees up your road Paved with good intentions Fly high Where angels can't breathe no more Some dare to go blind Some stay behind I hang on to a runaway train No turning back Tethered to a runaway train Take me away Torpid in the wind and rain No turning back I hang on to a runaway train Take me away Hang on to a runaway train No turning back Tethered to a runaway train Take me away Torpid in the wind and rain in the wind and rain I hang on to that runaway train
https://www.fosonline.gr/stiles/san-simera/article/62865/h-dolofonia-toy-lorka Στις 19 Αυγούστου του 1936 εκτελέστηκε από τους εθνικιστές του Φράνκο ο σπουδαίος Ισπανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ήταν 38 ετών και η χώρα του βίωνε τις πρώτες μέρες του Εμφυλίου Πολέμου, που κράτησε ως το 1939. Έργα του, όπως το Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα, Γέρμα και Ματωμένος Γάμος έχουν κερδίσει την παγκόσμια αναγνώριση κι έχουν ανέβει επανειλημμένα και στη χώρα μας. Το μείζον ποιητικό του έργο Ρομανθέρο Χιτάνο (Ρομανσέρο Γκιτάνο, όπως είναι γνωστό στα ελληνικά) έχει μεταφρασθεί (εν μέρει) από τον Οδυσσέα Ελύτη και έχει μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη. Ο τάφος του Λόρκα δεν βρέθηκε ποτέ και αποτελεί ένα μυστήριο μέχρι σήμερα. Πολλοί ερευνητές υποθέτουν ότι πρέπει να είναι θαμμένος στον τόπο της εκτέλεσής του στα περίχωρα της Γρανάδας. Οι μέχρι τώρα ανασκαφές δεν έχουν αποδώσει. Στα τέλη του 2008 ο γνωστός Ισπανός δικαστής Μπαλτάθαρ Γκαρθόν άνοιξε το φάκελο Λόρκα και προχώρησε στις αναγκαίες ανακριτικές πράξεις για τη διαλεύκανση της δολοφονίας του. Άλλωστε έχουν αναπτυχθεί κατά καιρούς διάφορες θεωρίες για τα κίνητρα που όπλισαν το χέρι των εκτελεστών του. Η κρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι ο Λόρκα δολοφονήθηκε από φαλαγγίτες του Φράνκο, που δεν του συγχώρησαν τη συμπόρευσή του με το Λαϊκό Μέτωπο (σοσιαλιστές, κομμουνιστές, αναρχικοί) που κυβερνούσε τότε την Ισπανία. Στον αντίποδα, έχει διατυπωθεί η θεωρία ότι τα κίνητρα της εκτέλεσής του μπορεί να μην ήταν αμιγώς πολιτικά. Η δεδηλωμένη ομοφυλοφιλία του είχε ενοχλήσει πολλούς στη συντηρητική Ανδαλουσία και περισσότερο κάποιους συγγενείς του, που επιζητούσαν ένα τρόπο να ξεπλύνουν το οικογενειακό όνειδος. Όσοι ακολουθούν αυτή τη θεωρία στηρίζουν την άποψή τους και στο γεγονός ότι ο Λόρκα δεν είχε κομματικές συμπάθειες και διατηρούσε φιλίες με πρόσωπα και από τις δύο παρατάξεις, όπως με τον αρχηγό των φαλαγγιτών Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα, με τον οποίο συνήθιζε να γευματίζει κάθε Παρασκευή.
Thus has spoken the hermit of the islet : No matter how many books you've read to what expensive schools you were sent Despite all the knowledge you're holdin' you'll never have the wisdom of the dolphin Αυτά είπε της βραχονησίδας ο ερημίτης : Όσα στη ζωή σου κι αν διάβασες βιβλία κι όσα κι αν τελείωσες ακριβά σχολεία Παρ' όλη τη γνώση που ίσως να κατέχεις τη σοφία του δελφινιού ποτέ σου δε θα έχεις
Look beyond a thousand mirrors It's not death you are afraid of Living your life is what gives you tremors Πέρα από χίλιους καθρέφτες δες Δεν είναι ο θάνατος που φοβάσαι Να ζήσεις, αυτό σου φέρνει σκέψεις φοβικές
Στις 16 Αυγούστου του 1920 ο Τσαρλς Μπουκόφσκι είδε για πρώτη φορά το φως της ημέρας. Ο ίδιος έζησε για 74 χρόνια στο «σκοτάδι» και το περιθώριο, όμως το έργο που άφησε φεύγοντας στις 9 Μαρτίου του 1994 ήταν υπέρλαμπρο!
Μια τρυφερή ψυχή που υμνούσε το περιθώριο και ζούσε σε αυτό λάμπωντας περισσότερο από τους συνανθρώπους του.
Αυτός ήταν ο Τσαρλς Μπουκόφσκι. Ποιητής, συγγραφέας, πότης... Έχοντας περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια δίπλα σε έναν πατέρα ο οποίος τον τιμωρούσε συνεχώς για τα δικά του λάθη, έζησε από μικρός συντροφιά με το αλκοόλ και τις άπειρες σκέψεις του.
Αντισυμβατικός, απολίτιστος, χωρίς ίχνος σοβαροφάνειας και καθωσπρεπισμού, ο Τσαρλς Μπουκόφσκι είναι ένας από τους λίγους ανθρώπους που όσο έζησε μπόρεσε να αποδείξει ότι στο περιθώριο μπορεί να ξεφυτρώνουν μαργαριτάρια. Δεν ήθελε να ζήσει ποτέ του στους ρυθμούς που η κοινωνία του επέβαλε: «Πως στο διάολο ένας άνθρωπος μπορεί να ευχαριστιέται το να σηκώνεται στις 6.30 η ώρα το πρωί από ένα επίμονο ξυπνητήρι, να πηδάει από το κρεβάτι, να βιάζεται να ντυθεί, να τρώει γρήγορα, να κατουράει γρήγορα, να παλεύει με την κίνηση στον δρόμο, για να φτάσει σε ένα μέρος που θα κερδίσει λεφτά για κάποιον άλλον και να είναι και ευγνώμων για την ευκαιρία αυτή που του δίνεται;», αναρωτιόταν.
Η αλήθεια είναι ότι ο ίδιος δεν θα μπορούσε να ζήσει ποτέ έτσι. Αν το έκανε θα στερούσε από την ανθρωπότητα σκέψεις εναλλακτικές, σκέψεις που ελευθερώνουν το μυαλό των συνανθρώπων μας, που μας κάνουν να βλέπουμε έξω από τα «κουτάκια» που μας εγκλωβίζουν σε μια ζωή τυποποιημένη.
Για τον Μπουκόφσκι θα έχετε διαβάσει ήδη πολλά. Είναι περιττό να αναλύσουμε τη μοναδικότητά του. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε όμως, είναι να τον θυμηθούμε μέσα από το έργο του:
«Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά την καταλαβαίνεις όταν την δεις. Κι αυτό, γιατί αισθάνεσαι όμορφα, πολύ όμορφα, όταν είσαι κοντά ή μαζί της»...
Κι ένα ποίημα του:
Οι δεινόσαυροι, εμείς γεννημένοι έτσι να είμαστε έτσι καθώς τα ασβεστωμένα πρόσωπα χαμογελούν καθώς ο κ.Θάνατος γελά καθώς οι ανελκυστήρες κόβονται καθώς τα πολιτικά τοπία διαλύονται καθώς το αγόρι στο σουπερμάρκετ έχει πτυχίο πανεπιστημίου καθώς τα μολυσμένα ψάρια ξεστομίζουν τις μολυσμένες προσευχές τους καθώς ο ήλιος κρύβεται είμαστε γεννημένοι έτσι να είμαστε έτσι με αυτούς τους προσεκτικά τρελούς πολέμους με την όψη σπασμένων παραθύρων σε εργοστάσια να ατενίζουν το κενό με μπαρ όπου οι θαμμόνες δεν μιλούν πλέον μεταξύ τους με τσακωμούς που καταλήγουν σε πυροβολισμούς και μαχαιρώματα γεννημένοι έτσι με νοσοκομεία που είναι τόσο ακριβά που είναι φθηνότερο να πεθάνεις με δικηγόρους που χρεώνουν τόσο ακριβά που είναι φθηνότερο να δηλώσεις ένοχος σε μια χώρα όπου οι φυλακές είναι γεμάτες και τα τρελοκομεία κλειστά σε έναν τόπο όπου οι μάζες ανυψώνουν ηλίθιους σε πλούσιους ήρωες γεννημένοι μέσα σ’αυτό περπατώντας και ζώντας μέσα σ’ αυτό πεθαίνοντας λόγω αυτού μένοντας άφωνοι λόγω αυτού ευνουχισμένοι έκλυτοι αποκληρωμένοι λόγω αυτού εξαπατημένοι από αυτό χρησιμοποιημένοι από αυτό εξευτελισμένοι από αυτό εξοργισμένοι και απηυδησμένοι από αυτό βίαοι απάνθρωποι λόγω αυτού η καρδιά έχει μελανιάσει τα δάχτυλα πλησιάζουν το λαιμό το όπλο το μαχαίρι τη βόμβα τα δάχτυλα τείνουν προς έναν μη αποκρυνόμενο θεό τα δάχτυλα πλησιάζουν το μπουκάλι το χάπι τη σκόνη γεννημένοι σ’ αυτό το θλιβερό θανατικό γεννημένοι με μια κυβέρνηση με 60 χρονών χρέος που σύντομα δε θα είναι ικανή να αποπληρώσει τους τόκους αυτού του χρέους και οι τράπεζες θα καούν το χρήμα θα καταστεί άχρηστο θα υπάρξουν φανερές και ατιμώρητες δολοφονίες στους δρόμους θα υπάρξουν όπλα και περιπλανώμενοι όχλοι η γη θα είναι άχρηστη η τροφή θα γίνει μια φθίνουσα απόδοση η πυρηνική ενέργεια θα έρθει στην κατοχή των πολλών εκρήξεις θα σείουν ακατάπαυστα τη γη ραδιενεργά ρομπότ θα κυνηγούν το ένα το άλλο οι πλούσιοι και οι επίλεκτοι θα παρακολουθούν από τους διαστημικούς σταθμούς η Κόλαση του Δάντη θα μοιάζει με παιδική χαρά ο ήλιος θα κρυφτεί και θα είναι νύχτα παντού τα δέντρα θα πεθάνουν η βλάστηση όλη θα πεθάνει ραδιενεργοί άνθρωποι θα τρώνε τη σάρκα ραδιενεργών ανθρώπων η θάλασσα θα μολυνθεί οι λίμνες και τα ποτάμια θα εξαφανιστούν η βροχή θα είναι ο επόμενος χρυσός σαπισμένα πτώματα ανθρώπων και ζώων θα ζέχνουν στο σκοτεινό άνεμο οι λίγοι τελευταίοι επιζήσαντες θα μολυνθούν από νέες και φρικιαστικές ασθένειες και οι διαστημικοί σταθμοί θα καταστραφούν από δολιοφθορές την έλλειψη προμηθειών το φυσικό φαινόμενο της φθοράς και θα υπάρξει η πιο όμορφη σιγή από ποτέ γεννημένη από αυτό ο ήλιος ακόμα εκεί κρυμμένος να περιμένει το επόμενο κεφάλαιο.
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την ομιλία του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα στην Στοκχόλμη κατά την παραλαβή του Βραβείου Νόμπελ. Μετάφραση Θανάση Νιάρχου.
Ενώ δεχόμουν τη διάκριση με την οποία η ελεύθερη ακαδημία σας θέλησε να με τιμήσει, η ευγνωμοσύνη μου γινόταν τόσο πιο βαθιά όσο αναμετρούσα ως ποιο σημείο η ανταμοιβή αυτή ξεπερνούσε την προσωπική μου αξία. Κάθε άνθρωπος και, κατά μείζονα λόγο, κάθε καλλιτέχνης θέλει ν’ αναγνωριστεί. Το θέλω κι εγώ. Αλλά μου ήταν αδύνατον να δεχτώ την απόφασή σας χωρίς να συγκρίνω την απήχησή της σε σχέση μ’ αυτό που πραγματικά είμαι. Πώς ένας άνθρωπος σχεδόν νέος, με μοναδικό πλούτο τις αμφιβολίες του κι ένα έργο που ακόμη πλάθεται, συνηθισμένος να ζει μέσα στη μοναξιά της εργασίας ή το καταφύγιο της φιλίας, θα μπορούσε να μην πανικοβληθεί από μια απόφαση που τον έφερνε ξαφνικά, αυτόν το μοναχικό και κλεισμένο στον εαυτό του άνθρωπο, στο φως των προβολέων; Με ποια καρδιά επίσης μπορούσε να δεχτεί αυτήν την τιμή, την ίδια ώρα που στην Ευρώπη άλλοι συγγραφείς, απ’ τους καλύτερους, είναι καταδικασμένοι στη σιωπή, κι ακόμη, την ίδια εποχή που η γενέθλια γη του γνωρίζει ατέλειωτη δυστυχία;
Γνώρισα αυτήν τη σύγχυση κι αυτήν την εσωτερική ταραχή. Για να ξαναβρώ την ειρήνη έπρεπε να σταθώ στο ύψος της γενναιόδωρης μοίρας μου. Κι επειδή δεν μπορούσα να τη φτάσω με το να στηρίζομαι στην προσωπική μου αξία, δεν ανακάλυψα τίποτε άλλο για να με βοηθήσει παρά αυτό που με είχε στηρίξει στις πιο αντίξοες συνθήκες, σε όλο το μάκρος της ζωής μου: την ιδέα που έχω για την τέχνη μου και για το ρόλο του συγγραφέα. Επιτρέψτε μου μονάχα να σας πω, με αίσθημα τιμής και φιλίας, όσο πιο απλά μπορώ, ποια είναι αυτή η ιδέα.
Προσωπικά δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την τέχνη μου, αλλά δεν τοποθέτησα ποτέ την τέχνη αυτήν πάνω απ’ όλα. Αν, αντίθετα, μου είναι απαραίτητη, αυτό συμβαίνει γιατί είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους ανθρώπους, και μου επιτρέπει να ζω, έτσι όπως είμαι, στο ίδιο επίπεδο με όλους τους άλλους. Η τέχνη δεν είναι στα μάτια μου μοναχική απόλαυση, είναι μέσο να συγκινεί κανείς το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων, προσφέροντάς τους προνομιούχα εικόνα των κοινών πόνων και ευχαριστήσεων – δεν επιτρέπει στον καλλιτέχνη ν’ απομονωθεί, τον υποτάσσει στην πιο ταπεινή και την πιο παγκόσμια αλήθεια. Και συχνά αυτός που διάλεξε τη μοίρα του καλλιτέχνη, γιατί αισθανόταν διαφορετικός, μαθαίνει πολύ γρήγορα πως δεν θα θρέψει την τέχνη του όντας διαφορετικός, αλλά ομολογώντας την ομοιότητά του με τους άλλους. Ο καλλιτέχνης σφυρηλατείται μέσα σ’ αυτό το συνεχές πηγαινέλα από τον εαυτό του στους άλλους, ανάμεσα στην ομορφιά, που δεν μπορεί να την αρνηθεί, και την κοινότητα, απ’ όπου δεν μπορεί να ξεριζωθεί. Γι’ αυτόν το λόγο οι αληθινοί καλλιτέχνες δεν περιφρονούν τίποτε• υποχρεώνονται να κατανοήσουν αντί να κρίνουν. Και αν πρέπει να πάρουν μια θέση σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν μπορεί να είναι παρά η θέση σε μια κοινωνία όπου, σύμφωνα με το μεγάλο λόγο του Νίτσε, δεν θα βασιλεύει πια ο κριτής αλλά ο δημιουργός, είτε είναι διανοούμενος είτε εργάτης.
Μ’ αυτήν την έννοια ο ρόλος του συγγραφέα δεν είναι άμοιρος υποχρεώσεων – από τη φύση του δεν μπορεί να μπει σήμερα στην υπηρεσία αυτών που δημιουργούν την ιστορία: είναι στην υπηρεσία αυτών που την υπομένουν• διαφορετικά μένει μόνος του και η τέχνη του δεν έχει καμιά σημασία. Όλα τα στρατεύματα της τυραννίας με τα εκατομμύρια των ανθρώπων τους δεν θα τον απαλλάξουν από τη μοναξιά, ακόμη κι αν στέρξει ν’ ακολουθήσει το βηματισμό τους. Αλλά η σιωπή ενός φυλακισμένου, άγνωστου, εγκαταλειμμένου στους εξευτελισμούς, στην άλλη άκρη του κόσμου, αρκεί για να βγάλει ένα συγγραφέα απ’ την απομόνωση, υπό τον όρο τουλάχιστον, κάθε φορά που ο ίδιος απολαμβάνει το προνόμιο της ελευθερίας, να μη λησμονεί αυτήν τη σιωπή, να την κάνει ν’ αντιλαλεί με τα μέσα της τέχνης.
Κανείς από μας δεν είναι αρκετά μεγάλος για ανάλογη αποστολή. Αλλά μέσα σ’ όλες τις συνθήκες της ζωής, αφανής ή προσωρινά διάσημος, ριγμένος στα σίδερα της τυραννίας ή ελεύθερος για ένα διάστημα να εκφραστεί, ο συγγραφέας μπορεί να ξαναβρεί το αίσθημα μιας ζωντανής κοινότητας που θα τον δικαιώσει, με το μοναδικό όρο πως αποδέχεται, όσο μπορεί, τα δυο βάρη που αποτελούν το μεγαλείο του επαγγέλματός του: την υπηρεσία της αλήθειας και την υπηρεσία της ελευθερίας. Αφού το καθήκον του είναι να συνενώσει το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων, δεν μπορεί να ευχαριστιέται με το ψέμα και με τη δουλεία, τα οποία, όπου βασιλεύουν, ευνοούν τη μοναξιά. Οποιεσδήποτε κι αν είναι οι προσωπικές μας δοκιμασίες, η ευγένεια του επαγγέλματός μας θα έχει πάντα τις ρίζες της στις δυο δυσβάσταχτες υποχρεώσεις: την άρνηση να πει ψέματα για κάτι που γνωρίζει και την αντίσταση στην καταπίεση.
Χαμένος μέσα σε μια ιστορία που κράτησε πάνω από είκοσι χρόνια, χωρίς βοήθεια, όπως όλοι οι άνθρωποι της ηλικίας μου, μέσα στις πολιτικές ταραχές της εποχής, με στήριξε η κρυφή αίσθηση πως το να γράφει κανείς ήταν τιμή, τόσο περισσότερο μάλιστα που η πράξη αυτή δημιουργούσε υποχρεώσεις κι όχι μόνο την υποχρέωση να γράψεις. Με υποχρέωνε ιδιαίτερα να υπομένω, όποιος κι αν ήμουν και όποιες κι αν ήταν οι δυνάμεις μου, μαζί μ’ όλους αυτούς που ζούσαν την ίδια ιστορία, τη δυστυχία και την ελπίδα που μοιραζόμασταν. Αυτοί οι άνθρωποι που γεννήθηκαν στην αρχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που ήταν είκοσι χρόνων τη στιγμή που αναρρήθηκε ο Χίτλερ στην εξουσία και έγιναν οι πρώτες δίκες των επαναστατών, που συμμετείχαν μετά, για να «τελειοποιηθεί» η «εκπαίδευσή» τους, στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που βρέθηκαν στην οικουμένη των στρατοπέδων συγκέντρωσης, στην Ευρώπη των βασανιστηρίων και των φυλακών, οφείλουν σήμερα ν’ αναθρέψουν τα παιδιά τους και να δημιουργήσουν το έργο τους σ’ έναν κόσμο που απειλείται με πυρηνική καταστροφή. Κανείς, νομίζω, δεν μπορεί να τους ζητήσει να είναι αισιόδοξοι. Και είμαι της γνώμης πως οφείλουμε να κατανοήσουμε, χωρίς να σταματήσουμε ν’ αγωνιζόμαστε εναντίον της, την πλάνη αυτών που σε μια κρίση απελπισίας έχασαν την εντιμότητά τους και ξέπεσαν στο μηδενισμό της εποχής. Αλλά οι περισσότεροι από μας, στη χώρα μου και στην Ευρώπη, αρνήθηκαν αυτόν το μηδενισμό και αναζήτησαν δημιουργική νομιμότητα. Χρειάστηκε να σφυρηλατήσουν μια τέχνη για να επιζήσουν απ’ την καταστροφή, να γεννηθούν για δεύτερη φορά και ν’ αγωνιστούν μετά, χωρίς καμιά προφύλαξη, ενάντια στο ένστικτο του θανάτου, που είναι πανίσχυρο στην ιστορία μας.
Κάθε γενιά, αναμφισβήτητα, θεωρεί τον εαυτό της προορισμένο να ξαναφτιάξει τον κόσμο. Η δική μου γνωρίζει πως δεν θα τον ξαναφτιάξει. Ίσως όμως η αποστολή της να είναι δυσκολότερη: να εμποδίσει να καταστραφεί ο κόσμος. Κληρονόμος μιας διεφθαρμένης ιστορίας, όπου συνυπάρχουν ανάμεικτα ξεπεσμένες επαναστάσεις, παράφρονες τεχνολογίες, πεθαμένοι θεοί και αποδυναμωμένες ιδεολογίες, όπου ακόμη και μέτριες δυνάμεις μπορούν να καταστρέψουν τα πάντα, αλλά δεν μπορούν πια να πείσουν, όπου η νοημοσύνη ταπεινώθηκε ως το σημείο να γίνει υπηρέτρια του μίσους και της καταπίεσης, η γενιά αυτή όφειλε, τόσο στον εαυτό της όσο και στους άλλους, ν’ αποκαταστήσει με τις αρνήσεις της κάτι απ’ αυτό που δίνει αξιοπρέπεια στη ζωή και στο θάνατο. Σ’ έναν κόσμο που απειλείται με διάλυση, όπου υπάρχει ο κίνδυνος ο μεγάλοι μας ιεροεξεταστές να εγκαταστήσουν για πάντα το βασίλειο του θανάτου, η γενιά μας γνωρίζει πως πρέπει, μετά από μια ξέφρενη κούρσα ενάντια στο χρόνο, να παγιώσει ανάμεσα στα έθνη μια ειρήνη που να μην ταυτίζεται με τη δουλεία, να συμφιλιώσει πάλι την εργασία και την πνευματική καλλιέργεια και να ξαναφτιάξει μ’ όλους τους ανθρώπους ένα ενιαίο τόξο. Δεν είναι βέβαιο αν θα μπορέσει να ολοκληρώσει ποτέ αυτό το τεράστιο έργο, είναι όμως βέβαιο πως παντού μέσα στον κόσμο υπάρχει ήδη το διπλό στοίχημα της αλήθειας και της ελευθερίας και, σε κάθε περίπτωση, γνωρίζει να πεθαίνει χωρίς μίσος γι’ αυτό. Αυτή η γενιά αξίζει να επευφημείται και να ενθαρρύνεται παντού όπου βρίσκεται, ιδιαίτερα όταν θυσιάζεται. Σίγουρος για την ανεπιφύλακτη συμφωνία σας, θα ήθελα να μεταθέσω την τιμή που μου κάνατε σ’ αυτήν τη γενιά.
Με τον ίδιο τρόπο, αφού μίλησα για την ευγένεια του επαγγέλματος του συγγραφέα, θα επανατοποθετήσω τον τελευταίο στην αληθινή του θέση• αυτόν το συγγραφέα που δεν έχει άλλους τίτλους από κείνους που μοιράζεται με τους συντρόφους του στον αγώνα, τρωτός αλλά πείσμων, άδικος αλλά παθιασμένος με το δίκιο, που οικοδομεί το έργο του χωρίς ντροπή ή περηφάνια μπροστά στα μάτια όλων, ενώ νιώθει τον εαυτό του μοιρασμένο ανάμεσα στην οδύνη και την ομορφιά αλλά και προορισμένο να βγάλει απ’ αυτήν τη διφυή του ύπαρξη τα έργα που προσπαθεί απεγνωσμένα να ανασύρει μέσα από τον καταστροφικό ρου της ιστορίας. Ποιος μετά απ’ αυτά θα μπορούσε να περιμένει απ’ αυτόν λύσεις πλήρεις και ανεπίληπτες ηθικά; Η αλήθεια είναι μυστηριώδης, ασύλληπτη, απρόσιτη. Η ελευθερία είναι επικίνδυνη, σκληρή να τη ζει κανείς αλλά και υψηλόφρων. Οφείλουμε να εργαστούμε για την εκπλήρωση αυτών των σκοπών, επίμονα και αποφασιστικά. Ποιος συγγραφέας από δω και μπρος θα τολμούσε, με καθαρή συνείδηση, να γίνει κήρυκας της αρετής; Όσο για μένα, πρέπει για μια ακόμη φορά να πω ότι δεν είμαι τίποτε απ’ όλα αυτά. Δεν μπόρεσα ποτέ να παραιτηθώ από το φως, την ευτυχία της ύπαρξης, της ελευθερίας με την οποία μεγάλωσα. Αλλά αν αυτή η νοσταλγία εξηγεί πολλές από τις πλάνες και τα λάθη μου, με βοήθησε αναμφισβήτητα να καταλάβω καλύτερα τη δουλειά μου, με βοηθά ακόμη να κρατιέμαι τυφλά στο πλάι όλων αυτών των σιωπηλών ανθρώπων που καταφέρνουν να επιβιώνουν μέσα στη δύσκολη ζωή, που άλλοι τους έχουν επιβάλει, μόνο με την ανάμνηση ή την επιστροφή σε σύντομες, ελεύθερες, ευτυχισμένες στιγμές.
Επιστρέφοντας έτσι σ’ αυτό που πραγματικά είμαι, στα όριά μου, στις υποχρεώσεις μου και στη δύσκολη πίστη μου, αισθάνομαι περισσότερο ελεύθερος να σας δείξω, τελειώνοντας, την έκταση και τη μεγαλοψυχία της διάκρισης που μου απονείματε, περισσότερο ελεύθερος να σας πω ότι θα ήθελα να τη δεχτώ ως μια διάκριση που αποδίδεται σ’ όλους εκείνους που μοιράζονται τον ίδιο αγώνα, χωρίς να έχουν δεχτεί κανένα προνόμιο, αλλά γνώρισαν, αντίθετα, τη δυστυχία και την καταδίωξη. Μου μένει λοιπόν να σας ευχαριστήσω απ’ το βάθος της καρδιάς και να σας δώσω δημόσια, ως προσωπική μαρτυρία ευγνωμοσύνης, την ίδια και παλιά υπόσχεση πίστης που κάθε αληθινός καλλιτέχνης, κάθε μέρα, επαναλαμβάνει στον εαυτό του μέσα στη σιωπή._
Walking down the dusty streets holding an old charm in my hand The full moon lights my way chanting hymns of times long gone The church 's cross casts its shadow upon me Memories of kings , saints , heroes and fools roaming through the night along with stray dogs Melancholy knocks the ancient gates of our city riding on the wings of the night owls Περπατώντας σε δρόμους σκονισμένους με φυλαχτό στα χέρια μου παλιό Η πανσέληνος το δρόμο μου φωτίζει ψέλνοντας ύμνους χαμένων εποχών Ο σταυρός της εκκλησιάς πάνω μου τη σκιά του ρίχνει Μνήμες βασιλιάδων, αγίων, ηρώων και σαλών στη νύχτα τριγυρίζουν συντροφιά μ' αδέσποτα σκυλιά Η μελαγχολία τις αρχαίες πύλες της πόλης μας χτυπά πετώντας στα φτερά των νυχτοπουλιών
https://ecozen.gr/2019/08/o-alexandros-papadiamantis-grafei-tin-koimisi-tis-theotokoy/ Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στις 15 Αυγούστου 1887, δημοσιεύει ένα άρθρο στην εφημερίδα «Εφημερίς», αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Πρόκειται για ένα άρθρο που περισσότερο ενημερώνει για την πνευματική έννοια του εορτασμού, παρά για τις θεολογικές έννοιες. Ο Παπαδιαμάντης έχει γράψει και ποιήματα για την Παναγία, όπως: «Στην Παναγία την Κουνίστρα», «Στην Παναγία του Ντομάν», «Στην Παναγίτσα στο Πυργί», » Στην Παναγία την Κεχριά» και «Στην Παναγία τη Σαλονικιά». Έγραψε και «ικετήριο» Κανόνα, «Εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον την Γοργοεπήκοον», που αρχίζει με το τροπάριο: «Νεκρώσαι τον έξω επιποθών και ζωοποιήσαι νεκρωθέν το πνευματικόν, προς σε μόνην, Άχραντε, προστρέχω, την αρωγόν την εμήν και προστάτιδα». Ο Παπαδιαμάντης έγραψε και ένα από τα σημαντικότερα διήγημά του, «Η Γλυκοφιλούσα», το οποίο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» τα Χριστούγεννα του 1894. Το άρθρο Μία των γλυκυτέρων και συμπαθεστέρων εορτών του χριστιανικού κόσμου είναι και η Κοίμησις της υπεραγίας Θεοτόκου, ην σήμερον εορτάζει η Εκκλησία. Ευθύς από των πρώτων μ.Χ. αιώνων, έξοχος υπήρξεν η τιμή και ευλάβεια, ην απένεμον οι χριστιανοί προς την Παρθένον Μαρίαν. Αλλ’ η σημερινή εορτή είναι η κατ’ εξοχήν μνήμη της Θεοτόκου, άτε την Κοίμησιν αυτής υπόθεσιν έχουσα. Η Κοίμησις αύτη συνέβη, κατά την ευσεβή παράδοσιν, τη 15 Αυγούστου, αλλά προϊόντος του χρόνου, συν τη καλλιεργεία και αναπτύξει του χριστιανικού πνεύματος, ετάχθη η προηγουμένη της ημέρας ταύτης δεκατετραήμερος εγκράτεια, προς τιμήν της υπεράγνου Θεομήτορος και αυτή γινομένη. Αγομένης της νηστείας ταύτης, ψάλλονται εν τοις ιεροίς ναοίς εναλλάξ καθ’ εκάστην, οι δύο μελωδικώτατοι Παρακλητικοί Κανόνες, η Μεγάλη λεγομένη παράκλησις και η Μικρά. Και αύτη μεν επιγράφεται «ποίημα Θεοστηρίκτου μοναχού, η Θεοφάνους», και πιθανώτατον, ότι είναι του Θεοφάνους μάλλον, διότι πράγματι φαίνεται έργον δοκιμωτάτου ποιητού, η δε Μεγάλη παράκλησις είναι ποίημα του βασιλέως Θεοδώρου Δούκα του Λασκάρεως. Εξόριστος από της βασιλευούσης, αλωθείσης υπό των Λατίνων, ο ατυχής εκείνος βασιλεύς, ευγλώττως εκχέει τα παράπονά του προς την μόνην πολιούχον αυτής και προστάτιδα: «Προς τίνα καταφύγω άλλην Αγνή; που προστρέξω λοιπόν και σωθήσομαι; Που πορευθώ;. . . Εις σε μόνην ελπίζω, εις σε μόνην καυχώμαι, και επί σε θαρρών κατέφυγον». Περί το τέλος του Μεγάλου Παρακλητικού κανόνος ψάλλονται και τα κατανυκτικώτατα εκείνα εξαποστειλάρια. Το πρώτον, ως εκ μέρους της Θεοτόκου, αρχαιοπρεπές και απέριττον, έχει ώδε: «Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε, Γεθσημανή τω χωρίω, κηδεύσατέ μου το σώμα, και συ Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα». Το τρίτον, ικεσία εκ μέρους των πιστών, είναι περιπαθέστατον: «Και σε μεσίτριαν έχω, προς τον φιλάνθρωπον Θεόν, μη μου ελέγξη τας πράξεις, ενώπιον των αγγέλων, παρακαλώ σε Παρθένε, βοήθησόν μοι εν τάχει». Προς το τροπάριον τούτο συνδέεται ευσεβής τις δοξασία από στόματος εις στόμα φερομένη και ασπαστή παρ’ ορθοδόξοις χριστιανοίς, ότι, κατά την τελευταίαν Κρίσιν, και προ της φρικτής αποφάσεως του αδεκάστου δικαστού, η εύσπλαγχνος Μήτηρ και Παρθένος θ’ ανατείνη το τελευταίον χείρας ικέτιδας προς τον Υιόν της και Κύριον, επικαλουμένη την συγκατάβασιν αυτού επί των αμαρτωλών. Μετά την δεκαπενθήμερον προπαρασκευήν και νηστείαν, άρχεται η εορτή, και μετ’ αυτήν τα μεθέορτα, ψαλλόμενα μέχρι της 23 του μηνός, καθ’ ην τελείται η απόδοσις της εορτής, η άλλως λεγομένη και Μετάστασις της Θεοτόκου. Αλλά και όλος ο Αύγουστος μην θεωρείται αφιερωμένος εις την Θεομήτορα, εν τω ιερώ δε Άθω, τη ακροπόλει ταύτη της Ορθοδοξίας, ήτις εδέχθη μετά την πτώσιν της Βασιλευούσης όσα κειμήλια και θησαυρούς δεν περιεσύλησαν οι αλλόφυλοι, και όπου περιεσώθη προς τοις άλλοις και η προς την Θεοτόκον ιδιάζουσα τιμή και το προνόμιον του επ’ ονόματι αυτής σεμνύνεσθαι, τα μεθέορτα εξακολουθούσι και μετά την 23 του μηνός. Χάριν δε περιεργείας δύναται να σημειωθή και η σύμπτωσις, ότι ο Αύγουστος αστρονομικώς ανήκει εις το ζώδιον, το λεγόμενον της Παρθένου. Κατ’ αυτήν την ημέραν της εορτής τα άσματα και οι ύμνοι είναι εκ των καλλίστων της Εκκλησίας. Ο,τι υψηλόν και ωραίον έγραψέ ποτέ ο Κοσμάς και ο Δαμασκηνός Ιωάννης, οι δύο μέγιστοι της Εκκλησίας μελοποιοί, τονίζεται την ημέραν ταύτην επ’ εκκλησίας, και η ακολουθία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αμιλλάται προς τας της Μεγάλης Εβδομάδος και των Χριστουγέννων. Λυρικώτατος είναι ο ένθεος Κανών του ιερού Κοσμά, το «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη», εις ήχον α΄ αδόμενος, πανηγυρικώτατος δε ο του θείου Δαμασκηνού προς το «Ανοίξω το στόμα μου», εις δ΄ ήχον. Ο ειρμός της α΄ ωδής του α΄ ήχου έχει ως εξής: «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη, η ιερά και ευκλεής Παρθένε μνήμη σου, πάντας συνηγάγετο, προς ευφροσύνην τους πιστούς, εξαρχούσης Μαριάμ μετά χορών και τυμπάνων, τω σω άδοντας Μονογενεί, ενδόξως ότι δεδόξασται». Το α΄ τροπάριον της αυτής ωδής λέγει· «Αμφεπονείτο αύλων τάξις, ουρανοβάμων εν Σιών το θείον σώμά σου· άφνω δε συρρεύσασα, των Αποστόλων η πληθύς, εκ περάτων Θεοτόκε, σοι παρέστησαν άρδην, μεθ’ ων Άχραντε, σου την σεπτήν, Παρθένε, μνήμην δοξάζομεν». Και το β΄ τροπάριον· «Νικητικά μεν βραβεία ήρω, κατά της φύσεως Αγνή, Θεόν κυήσασα· όμως μιμουμένη δε, τον ποιητήν σου και Υιόν, υπέρ φύσιν υποκύπτεις, τοις της φύσεως νόμοις· διο θνήσκουσα, συν τω Υιώ, εγείρη διαιωνίζουσα». Αξιοσημείωτα είναι τα δύο τροπάρια της ε΄ ωδής του δ΄ ήχου, προς το «Εξέστη τα σύμπαντα»· «Κροτείτωσαν σάλπιγγες, των θεολόγων σήμερον, γλώσσα δε πολύφθογγος ανθρώπων, νυν ευφημείτω, περιηχείτω αήρ, απείρω λαμπόμενος φωτί, άγγελοι υμνείτωσαν, της Παρθένου την κοίμησιν». «Το Σκεύος διέπρεπε, της εκλογής τοις ύμνοις σου, όλος εξιστάμενος Παρθένε, έκδημος όλος, ιερωμένος Θεώ, τοις πάσι θεόληπτος και ων, όντως και δεικνύμενος, Θεοτόκε πανύμνητε». Ο ειρμός της ζ΄ ωδής του α΄ ήχου, εν ω μνημονεύεται κατά χρέος η ιστορία των Τριών Παίδων, έχει ως έπεται· «Ιταμώ θυμώ τε και πυρί, θείος έρως αντιταττόμενος, το μεν πυρ εδρόσιζε, τω θυμώ δε εγέλα, θεοπνεύστω λογική, τη των οσίων τριφθόγγω λύρα αντιφθεγγόμενος, μουσικοίς οργάνοις εν μέσω φλογός· ο δεδοξασμένος, των πατέρων και ημών, Θεός ευλογητός ει». Το επόμενον τω ειρμώ τούτω τροπάριον περιέχει ποιητικωτάτην παραβολήν, ή μάλλον αντίθεσιν, αφορμήν λαβούσαν εκ της συντρίψεως των πλακών της Διαθήκης υπό του Μωυσέως. «Θεοπνεύστους πλάκας Μωσής, γεγραμμένας τω θείω Πνεύματι, εν θυμώ συνέτριψεν, αλλ’ ο τούτου Δεσπότης, την τεκούσαν ασινή, τοις ουρανίοις φυλάξας δόμοις, νυν εισωκίσατο· συν αυτή σκιρτώντες, βοώμεν Χριστώ· ο δεδοξασμένος, των πατέρων και ημών, Θεός ευλογητός ει». Αλλ’ η χρυσή κορωνίς και το επιστέγασμα όλου του Κανόνος, είναι η ωραιοτάτη εκείνη καταβασία της θ΄ ωδής, μετά του Μεγαλυναρίου, ψαλλομένη και εν τη Λειτουργία· «Αι γενεαί πάσαι, μακαρίζομέν σε, την μόνην Θεοτόκον. Νενίκηνται της φύσεως οι όροι, εν σοι Παρθένε άχραντε, παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωήν, προμνηστεύεται θάνατος· η μετά τόκον Παρθένος, και μετά θάνατον ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομίαν σου».