Χαράσσω στις πέτρες το όνομά σου·
ακόμα κι όταν δε θα 'μαστε παρά σκιές
με τα ίχνη μας ξεχασμένα από καιρό,
οι πέτρες θα τραγουδούν το όνομά σου
στους παράδοξους περαστικούς
των μονοπατιών που κάποτε
σαν φαντάσματα διασχίσαμε μαζί ...
Χαράσσω στις πέτρες το όνομά σου·
ακόμα κι όταν δε θα 'μαστε παρά σκιές
με τα ίχνη μας ξεχασμένα από καιρό,
οι πέτρες θα τραγουδούν το όνομά σου
στους παράδοξους περαστικούς
των μονοπατιών που κάποτε
σαν φαντάσματα διασχίσαμε μαζί ...
Κι αν πεθάνω απόψε;
Θα είσαι εκεί το χέρι
να μου κρατάς;
Θα πλύνουν τα δάκρυά σου
τις αμαρτίες μου;
Το πικρό χαμόγελό σου
θα φωτίσει το δρόμο μου
τον τόσο σκοτεινό;
Κι αν πεθάνω απόψε;
Θα λάμψει αύριο και πάλι
ο ήλιος για εσένα;
Το μελωδικό κελάηδημα των πουλιών
θα ηχήσει το ίδιο στα αυτιά σου;
Οι ώρες σου θα περνούν
όπως και τώρα;
Κι αν πεθάνω απόψε;
Θα μείνει κάτι αλήθεια
πέρα από τη σκιά
του περάσματός μου
απ' τον κόσμο τούτο;
----
πίνακας: By the Deathbed, Edvard Munch
Όταν άπλωσες κάποτε
τα χέρια σου να μ' αγκαλιάσεις
και το βλέμμα σου
πάσχισε να με ζεστάνει
Τι έκανα εγώ αλήθεια
την ώρα εκείνη;
Κοιτούσα μια πύρινη βροχή
ή τα άστρα να χορεύουν;
Σε κάποιο χαμένο όνειρο μάλλον
δρόμους γύρευα στρεβλούς...
Την άμμο
που άφησες τα ίχνη σου
μάζεψα
Σε δερμάτινο
την έβαλα σακούλι
και την κρέμασα
στο λαιμό μου
σαν φυλαχτό
Κάθε βράδυ την φυλάω
κάτω απ' το μαξιλάρι μου
κάθε πρωί μαζί καλωσορίζουμε
το πρώτο φως του ήλιου
Δεν θα ήταν δυνατό
να χαθούμε
Καμία δύναμη δε θα μπορούσε
να μας κρατήσει μακριά
Ο χώρος υποκύπτει
στην αγκαλιά σου,
το φιλί σου το χρόνο
στροβιλίζει κατά τη θέλησή σου
Πήγαινε σε πλανήτη μακρινό
στου σύμπαντος την άλλη άκρη
ακόμα κι έτσι θα είμαστε μαζί
Γιατί εγώ το αποζητώ
κι εσύ το πραγματώνεις
Εκεί που το σκοτάδι
τόσο απόλυτο μοιάζει
φως τα μάτια μου
πλημμυρίζει...
Ψηλαφιστά
προσπαθώ να σε ανακαλύψω
μα δεν το πετυχαίνω
Τα δάχτυλά μου δεν μπορούν
να αγγίξουν το βάθος
της καρδιάς μου
----
πίνακας: The Creation of Light του Gustave Doré
Το τραγούδι σου αλήθεια
ποιανού την ακοή στοχεύει
όταν το τραγουδάς στο αόρατο
ποιο το ακροατήριό σου είναι αλήθεια;
Φίλησε το φλάουτο,
χάιδεψε της κιθάρας τις χορδές
δώσε με το τύμπανο εκστατικό ρυθμό
πάντα όμως να θυμάσαι...
Αυτά που μένουν κρυφά
σα φανερωθούν, όψη που μοιάζει
φρικτή μπορεί να έχουν
Πύρινη σπείρα
φιλά το στερέωμα
Μια πύλη στο δρόμο
για το παντού,
για το πουθενά
ανοίγει σαν δίνεται το φιλί
Τολμά κανείς
το κατώφλι να διαβεί;
Ένα τρέμουλο ανεπαίσθητο
σαν λεπτή αύρα,
μια έκρηξη πανίσχυρη
σαν υπερκαινοφανής αστέρας
κι ο έκθαμβος παρατηρητής
που παλεύει μέτοχος να γίνει
Και ξάφνου...σιωπή!
Έσκαψα στο χώμα
μήπως και βρω το δώρο
που κάποτε μου είχες δώσει
Το είχα θάψει
για να το ξεχάσω
κι εσένα μαζί μ' εκείνο
Πράγματι, ξέχασα το μέρος
που το έκρυψα.
Η μόνη φορά
που έκανα κάτι καλά...
Πόσο το μετανιώνω τώρα!
****
πίνακας: God judging Adam του William Blake
Η συνουσία σκιών και φωτός
τι άραγε γεννά;
Στα φύλλα των ονείρων
νανουρίζονται
τούτοι οι νεοσσοί
Σαν ενηλικιωθούν,
σε ποιον γονιό θα μοιάσουν;
---
πίνακας Megan Aline
Εκεί που τέμνονται
η ημέρα με την αιωνιότητα
κατάφερα να φτάσω
Μου είπαν ότι μόλις πριν λίγο
ήσουν εκεί.
Δε μπορούσα να πιστέψω
πως δε σε πρόλαβα
Άραγε είχα καθυστερήσει
ή είχα έρθει πολύ νωρίς;
---
πίνακας: Van Gogh
Στα βαθιά νερά
ωκεάνιων ονείρων
έχασα το δρόμο μου
Δε ζητώ να επιστρέψω όμως...
Τέτοια θαύματα
ποτέ μου δεν ξανάδα...
Ω Ψυχή ανησυχείς πάρα πολύ!!
Έχεις δει τη δύναμή σου.
Έχεις δει την ομορφιά σου.
Έχεις δει τα Χρυσά σου Φτερά.
Γιατί ανησυχείς;
~ Ρούμι
https://www.facebook.com/photo?fbid=1227862498768056&set=a.317319476489034
Έψαχνα στο σκοτάδι να σε βρω
με ένα φαναράκι και το ισχνό του φως
Μα εσύ σαν ήλιος
μπροστά μου στεκόσουν
και με τύφλωνες...
Μου 'πες πως θα έρθεις με τη βροχή
Σε αναζήτησα με το που έπεσαν οι πρώτες στάλες
Τα νερά κύλησαν και στέγνωσαν στους δρόμους
εσύ όμως δε φάνηκες ακόμα...
Θλίβονται τα σύννεφα
βλέποντάς σε να κατσουφιάζεις
Για πόσο θα μπορέσουν άραγε
τα βρόχινά τους δάκρυα να κρατήσουν;
Περπάτησες δίπλα στα βήματα μου,
το είδα στις πρωινές δροσοσταλιές
Κι ας μην διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας
τούτη η συνοδοιπορία μου αρκεί...
Σκιές φευγαλέες, υπάρξεων λεπτών
άλλοτε σκοτεινές, άλλοτε φωτεινές,
διασχίζουν διαδρόμους αέναους
μεταξύ αλλότριων διαστάσεων
διακινώντας χρώματα άγνωστα
και οσμές ακατάληπτες
Κι εγώ στέκομαι ως τι;
Απλός παρατηρητής να καταγράφω
περάσματα και βήματα αέρινα
ή μήπως ακούσιος δείκτης
οδών και κατευθύνσεων;
Και για ποιους; Ποιοι είναι
οι ταξιδιώτες τούτοι
που άξαφνα και απρόσμενα
από μπροστά μου περνούν;
Πάλι μ' έπιασε βροχή
ενώ περπατούσα,
λες και με παραμόνευε
πότε θα βγω από το σπίτι.
Ως το μεδούλι μούσκεψα...
Αναρωτιέμαι όμως,
μήπως εγώ τη γύρευα
καθώς περιπλανιόμουν;
Μάσκα της αλεπούς φοράς
στον τελετουργικό χορό σου
Μοιάζει η φωτιά να ζωντανεύει
καθώς τα πόδια σου στο έδαφος χτυπάς
Απλώνω τα χέρια μήπως και μπορέσω
έστω για λίγο να σε αγγίξω
Εξαφανίζεσαι και χιλιάδες πυγολαμπίδες
τη θέση σου παίρνουν στο χώρο
Πετούν ψηλά στον ουρανό
να πάρουν των αστεριών τη θέση.
Kitsune: πνεύμα της ιαπωνικής λαογραφίας με τη μορφή αλεπούς
Η λάμπα μου ανάβει πληκτική,
τα μάτια μου και πάλι τυραννεί.
Θεέ μου, αν είμαι δούλος,
αν είμαι αδύναμος όλος,
αν πάντα σ' αυτό το τραπέζι θα κάθομαι,
στο πληκτικό αυτό έργο να εργάζομαι,
κάνε μια νύχτα μόνο να φτάσω
την αδυναμία μου να ξεπεράσω,
και σε τέλεια δημιουργία μια
καθάρια στους αιώνες ν' ανάψω φωτιά.
26 Αυγούστου 1898
Απόδοση : Γιώργος Μολέσκης
Εγκαταλειμμένοι στοχασμοί από τις ξεχασμένες κυψέλες
όλων των αιώνων,
πλημμυρίζοντας τον αιθέρα, βομβίζουν γύρω στην
καρδιά μου
και γυρεύουν τη φωνή μου.
Ρ. Ταγκόρ, Λαμπυρίδες, εκδ. Ίκαρος
Θάμπωσαν τα μάρμαρα...
Τα φαντάσματα,
που κάποτε με καλωσόρισαν,
δεν εμφανίζονται πια
Αδειάζω ένα μπουκάλι καπνό
σε κρυστάλλινο ποτήρι
Μάταια...
η φωτιά έχει πια σβήσει
Καθώς χάνεται το φως
στου σκοταδιού τα χέρια
ένα πένθιμο τραγούδι τραγουδώ
για τις ζωές που σκότωσα
ώστε να ζήσω τη ζωή μου
Ένα σάβανο φωτεινό με σκέπασε ολόκληρο
δεν περιορίζει, μα διευρύνει την όρασή μου
Για όσους εθελοτυφλούν και κρύβονται στην άμμο
ο Λόγος και το Χάος μοιάζουν σαν δύο άκρα
Μόλις ανάβει το κερί
πύλες κρυφές ανοίγουν
Μην ελπίζεις, μη θυμάσαι
το χθες άλλωστε και το αύριο
παύουν να υπάρχουν
σαν η φλόγα αρχίζει το χορό της
Του θυμιάματος καπνός αρωματικός, γεννά
τοπία μυστικά, οράματα αποκαλύπτει
Άσε τη λογική, πριν ανεπανόρθωτα τραυματιστεί,
κάπου να ξαποστάσει και ασπάσου το αδιανόητο
Πάνω από τον γερακάρη, το γεράκι κυκλικά πετά
μα μήτε θύμα βρίσκει μήτε τον κύριό του
Σαν το αρπακτικό πτηνό τούτο κι εγώ
ανάμεσα στα άστρα περπατώ για να χαθώ στο χάος
Πούθε έρχεται ο άνεμος του φθινοπώρου
και κάνει τόσο θόρυβο όπως φέρνει ένα κοπάδι αγριόχηνες;
Πρωί πρωί φτάνει μες στα δέντρα της αυλής
κι εγώ, μοναχικός ταξιδιώτης, πρώτος τον ακούω.
Κινέζοι αναχωρητές ποιητές - εκδ. Καστανιώτη
αυτό που με τρομάζει περισσότερο είναι
το πώς φρυάζουμε από ζήλια
όταν οι άλλοι πετυχαίνουν
και αναστενάζουμε με ανακούφιση
όταν αποτυγχάνουν
ο αγώνας μας
να τιμήσουμε ο ένας τον άλλο
έχει αποδειχτεί το πιο δύσκολο πράγμα
για τον άνθρωπο
rupi kaur - γάλα και μέλι - εκδ. Λιβάνη
Η ψύχρα η νυχτερινή και το σεληνόφως το ισχνό
πόσο ποιητικά το έδαφος ετοιμάζουν
ώστε οι αναμνήσεις να παρελάσουν ακόμη μια φορά.
Φριχτό φάντασμα η μορφή σου
παρά την ομορφιά που πάντα με αιχμαλώτιζε,
το άρωμα σου που έρχεται και πάλι
στα ρουθούνια μου, με πνίγει.
Και η θύμηση της γεύσης του φιλιού σου
που μέσα της περιέκλειε τις πιο
εξεζητημένες γεύσεις του ουρανού και της γης
δεν είναι παρά ένα δηλητήριο πικρό.
Με μερικές βλαστήμιες σε ξορκίζω
και με μια γροθιά στον τοίχο.
Δεν είσαι παρά ένας ξέψυχος στεναγμός
ένα δάκρυ που στεγνώνει στο μάγουλο του φεγγαριού