Καθώς χάνεται το φως
στου σκοταδιού τα χέρια
ένα πένθιμο τραγούδι τραγουδώ
για τις ζωές που σκότωσα
ώστε να ζήσω τη ζωή μου
Καθώς χάνεται το φως
στου σκοταδιού τα χέρια
ένα πένθιμο τραγούδι τραγουδώ
για τις ζωές που σκότωσα
ώστε να ζήσω τη ζωή μου
Ένα σάβανο φωτεινό με σκέπασε ολόκληρο
δεν περιορίζει, μα διευρύνει την όρασή μου
Για όσους εθελοτυφλούν και κρύβονται στην άμμο
ο Λόγος και το Χάος μοιάζουν σαν δύο άκρα
Μόλις ανάβει το κερί
πύλες κρυφές ανοίγουν
Μην ελπίζεις, μη θυμάσαι
το χθες άλλωστε και το αύριο
παύουν να υπάρχουν
σαν η φλόγα αρχίζει το χορό της
Του θυμιάματος καπνός αρωματικός, γεννά
τοπία μυστικά, οράματα αποκαλύπτει
Άσε τη λογική, πριν ανεπανόρθωτα τραυματιστεί,
κάπου να ξαποστάσει και ασπάσου το αδιανόητο
Πάνω από τον γερακάρη, το γεράκι κυκλικά πετά
μα μήτε θύμα βρίσκει μήτε τον κύριό του
Σαν το αρπακτικό πτηνό τούτο κι εγώ
ανάμεσα στα άστρα περπατώ για να χαθώ στο χάος
Πούθε έρχεται ο άνεμος του φθινοπώρου
και κάνει τόσο θόρυβο όπως φέρνει ένα κοπάδι αγριόχηνες;
Πρωί πρωί φτάνει μες στα δέντρα της αυλής
κι εγώ, μοναχικός ταξιδιώτης, πρώτος τον ακούω.
Κινέζοι αναχωρητές ποιητές - εκδ. Καστανιώτη
Αφήστε τη νύχτα να συγχωρήσει τα σφάλματα της μέρα
και έτσι ν' αποκτήσει την ειρήνη της
Ταγκόρ, Λαμπυρίδες, εκδ. Ίκαρος
αυτό που με τρομάζει περισσότερο είναι
το πώς φρυάζουμε από ζήλια
όταν οι άλλοι πετυχαίνουν
και αναστενάζουμε με ανακούφιση
όταν αποτυγχάνουν
ο αγώνας μας
να τιμήσουμε ο ένας τον άλλο
έχει αποδειχτεί το πιο δύσκολο πράγμα
για τον άνθρωπο
rupi kaur - γάλα και μέλι - εκδ. Λιβάνη
Η ψύχρα η νυχτερινή και το σεληνόφως το ισχνό
πόσο ποιητικά το έδαφος ετοιμάζουν
ώστε οι αναμνήσεις να παρελάσουν ακόμη μια φορά.
Φριχτό φάντασμα η μορφή σου
παρά την ομορφιά που πάντα με αιχμαλώτιζε,
το άρωμα σου που έρχεται και πάλι
στα ρουθούνια μου, με πνίγει.
Και η θύμηση της γεύσης του φιλιού σου
που μέσα της περιέκλειε τις πιο
εξεζητημένες γεύσεις του ουρανού και της γης
δεν είναι παρά ένα δηλητήριο πικρό.
Με μερικές βλαστήμιες σε ξορκίζω
και με μια γροθιά στον τοίχο.
Δεν είσαι παρά ένας ξέψυχος στεναγμός
ένα δάκρυ που στεγνώνει στο μάγουλο του φεγγαριού
Συναντιόμαστε, χωρίζουμε
Ελεύθεροι σαν άσπρα σύννεφα που έρχονται και φεύγουν
Αυτά που μένουν
είναι τα πρόσκαιρα αποτυπώματα του πινέλου και της μελάνης
Ο κόσμος των ανθρώπινων δεσμών
δεν είναι ο τόπος για να βρούμε αυτά που αναζητούμε.
Τάιγκου Ριόκαν, ο ενδεής του όρους Κουγκάμι, εκδ. Οδός Πανός
Τα γραπτά μένουν
λένε όσοι γνωρίζουν
και τα λόγια χάνονται
σαν φυσήξει
Θα συνεχίσω να σου μιλώ
κι ας πάρει ο άνεμος
όσα λέω.
Μη καθαρίσεις τη σκόνη
που στο δωμάτιό σου μπαίνει
Άφησέ την να κατακάτσει
και να στρωθεί στα έπιπλά σου
Και αφού ηρεμήσει ζήτα της
ενδιαφέρουσες να διηγηθεί ιστορίες
Και οι άνθρωποι βιαστικά ξεπλένουν την ψυχή τους στο πλυσταριό
Και βιαστικά μπογιατίζουν τη συνείδηση στη μούρη τους,
Για να μην μπορεί κανείς, με πρόσωπο περήφανου τρελού,
Να φωνάξει στ' αυτιά τους: "Είσαι ασήμαντος, έι!"
Και πολλοί, αφού σήκωσαν τους γιακάδες τους,
Δεν ήξεραν τι κάνουν μ' αυτόν:
Αφού σηκωθούν στις μύτες των ποδιών, να τον κρεμάσουν για μια μέρα
Ή να γράψουν το υπεσχημένο όνομα.
Βελιμίρ Χλέμπνικοφ, Λαντομίρ και άλλα έργα, εκδ. Βίλντισι
Νύχτα γαλαζοπράσινη, τα άφωνα χρώματα τήκτονται.
Απειλείται από κόκκινες ακτίνες λογχών
και ατσαλένιους θώρακες; Κάνουν εδώ παρέλαση
ορδές του Σατανά;
Οι κίτρινοι λεκέδες που επιπλέουν στη σκιά είναι
τα πνεύματα των οφθαλμών μεγάλων ίππων.
Το σώμα του γυμνό, ωχρό κι ανυπεράσπιστο.
Ένα ρόδο άνοστο βγαίνει με πύον απ' τη γη.
Τζάκομπ Βαν Χόντις, Ανθολογία του μαύρου χιούμορ του Αντρέ Μπρετόν, εκδ. Αιγόκερως
Άραγε τα έντομα δακρύζουν
όταν αδιάφορα τα λιώνει
το πόδι κάποιου ανθρώπου;
Τα κλαίνε άραγε οι φίλοι τους
όταν τόσο άδοξα τελειώνει
η ταλαίπωρη ζωή τους;
Νοιάζεται κανείς για το πένθος
που προκαλεί ο θάνατός τους
καθώς η γη σαν να μη τρέχει τίποτα
γύρω από τον άξονά της στροβιλίζεται;
Κατάλαβε άραγε κανείς πως οι στίχοι τούτοι
δε μιλούν μόνο για τα έντομα;
Πήρα τη λογική
και την έβαλα σε μπωλάκι
Με ζάχαρη τη πασπάλισα
και λιγάκι δυόσμο
δύο αυγουλάκια χτύπησα,
τα έριξα από πάνω,
με γάλα και αλεύρι
συμπλήρωσα το μίγμα.
Κι αφού ανακάτεψα καλά τα υλικά
και για ώρα πολλή
εξονυχιστικά περιεργάστηκα
το αποτέλεσμα που μπροστά μου είχα,
πήρα στα χέρια μου το μπωλ,
το άδειασα στα σκουπίδια
και πέταξα στον κάδο τη σακούλα...
https://antifono.gr/i-poiitiki-andreia/
Ανδρέας Κριλάκης
Μπορεί ο άνθρωπος να εκφράσει την ζωή του μέσα από τον λόγο του; Τόσες και τόσες φορές ο άνθρωπος καθημερινά προσπαθεί να ορίσει, να εκφράσει αυτό που τον περιβάλλει, μα πολλές φορές ή ίσως όλες, τον ξεπερνάει. Όταν προσπαθεί να το πιάσει, ξάφνου του ξεφεύγει σαν το άρωμα του μύρου που χύθηκε στο δωμάτιο.[1] Για τούτο και τ’ αφήνει να περάσει. Παρόλο που μπορεί να τ’ αφουγκράστηκε για μια στιγμή, αποφασίζει ν’ αποσυρθεί απ’ την κουραστική διεργασία της αναζήτησης παραδιδόμενος στην επιφανειακή έκφανση της ζωής. Όμως υπάρχουν κάποιοι άλλοι – οι πρώτοι δεν απορρίπτονται – που συνεχίζουν πεισματικά το κοπιαστικό έργο της έκφρασης κι αναζήτησης ούτως ώστε να εκφράσουν την ζωή όσο αγνότερα, δοξολογηκότερα γίνεται, αυτοί, θαρρώ, είναι οι ποιητές. Οι ποιητές που προσπαθούν μέσα από το κοπιαστικό έργο τους – για κάποιους αγνώμονες μπορεί να μην είναι κοπιαστικό αλλά είναι – να δώσουν μια μαρτυρία της ζωής σε όλο το φάσμα της, είτε στο απλούστερο αυτής, είτε στο περιπλοκότερο, δηλαδή να εκφράσουν το καθολικό της ανθρώπινης εμπειρίας.
Ενός τέτοιου ανθρώπου τα χαράγματα θα ήθελα να φέρω μπροστά σας με το παρόν κείμενο, το ποίημα «Δεν είμαστε Ποιητές» του Γιώργου Σαραντάρη και με αφορμή αυτό να σκεφτούμε την θέση μας απέναντι της Ζωής, χωρίς όποιος σχολιασμός που θα επιχειρηθεί εκ μέρους μου να είναι σωστός ή να φέρει αξιώσεις, ας θεωρηθεί ως μια ακόμα σημείωση ανάγνωσης δίπλα σε τόσες άλλες, τα χαράγματα μίας αναζήτησης του ποιητή, του ποιήματος – της Ζωής.
Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε,
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα,
παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,
τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
και στη σκόνη του καιρού.
Σημαίνει πως φοβόμαστε
και η ζωή μάς έγινε ξένη,
ο θάνατος βραχνάς.[2]
*
Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε,
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα,
παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,
Ο ποιητής καταφεύγει στην απόφανση – την αρνητική έκφραση για να αποδώσει το μεγαλείο του ποιητή και κατ’ επέκταση του ανθρώπου που αποζητά αληθινά την ζωή, αλλά ταυτόχρονα να δηλώσει και την αποξένωση του ανθρώπου από την ουσία του κόσμου. Δεν είμαστε ποιητές, δεν αποζητούμε το αληθές, εγκαταλείψαμε την ομορφιά, την αγάπη, κλειστήκαμε στο εγώ μας. Όμως ο ποιητής δένεται οργανικά με την ζωή και ό,τι αυτή περιλαμβάνει μέσα σε ένα δοξολογικό πλαίσιο, παρόλο που φέρει μέσα του το φθοροποιό στοιχείο, τον θάνατο, είναι ο άνθρωπος αυτός που σε κάθε εποχή θ’ αποζητά το αιώνιο στο εφήμερο που μέλλει να γίνει ένα πάντα – μια Άνασταση. Ο άνθρωπος αυτός λοιπόν, είναι ο ανδρείος εκείνος που δεν εγκαταλείπει την ζωή, τον αγώνα της και την χαρά της, την αφουγκράζεται ως λίθο τίμιο πολύ, ως στέμμα βασιλικό κατά τον ψαλμωδό[3], ενώ ο στίχος εγκαταλείπουμε τον αγώνα,/παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,/ σα να απηχεί την ευαγγελική εκείνη προειδοποίηση· «Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν, μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσουσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς ».[4]
*
[...]τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
και στη σκόνη του καιρού.
Ας μην παραδώσουμε τα όμορφα του κόσμου, αυτά που δίνουν νόημα και είναι έμπλεα αυτού, στην επιφάνεια της απροσεξίας και των απρόσεκτων. Τις γυναίκες, τον έρωτα, τον θησαυρό αυτόν που είναι η Εύα ως Ζωή, ομορφιά και δόξα και πηγή των πάντων[5] στα φιλιά του ανέμου, του εφήμερου πνεύματος, στην παροδικότητα του χρόνου, στην σκόνη του καιρού, που περνά, χάνεται και δεν στέκεται ως ζώσα πνοή, μόνο και μόνο επειδή δεν δρέπουμε με μάτι δακρυσμένο τον κόσμο στο αληθινό του βάθος. Δεν ζούμε την κάθε μέρα μας με τον ενθουσιασμό της πρώτης μέρας, του πρώτου έρωτα που όλα τα κραταιώνει μέσα στο πνεύμα της ανακαίνισης του Φωτός.
Ας είμαστε ανδρείοι όπως ο ποιητής που παραμένει στο ύψος του προσπαθώντας να μεταπλάσει την ζωή όλη, αυτή που φθείρεται, μα κι αυτή, κυρίως αυτή που μέλλεται ως αιώνια και κρύβεται μέσα στην φθορά ως ύμνος δοξολογικός, για τούτο ίσως και ψιθυρίζει σε τόνο κάπως απογοήτευσης·
Σημαίνει πως φοβόμαστε
και η ζωή μάς έγινε ξένη,
ο θάνατος βραχνάς.
Αν δεν είμαστε ανδρείοι, είμαστε δειλοί, και ριψάσπιδες απέναντι στον καθημερινό εχθρό, έχουμε φτάσει να φοβόμαστε τα πάντα και να ζούμε κάτω από το άχθος και το άγχος του εφήμερου γούστου, διότι η ζωή που μέλλεται και κάποτε είχαμε το όραμά της μας είναι πλέον ξένη και τώρα ο θάνατος βραχνάς, όχι αναβαθμός ανάστασης αλλά βάραθρο, άβυσσος μηδενισμού, αγχόνη, κατάθλιψη, συντριβή αφού λησμονήθηκε ο δοξολογικός εκείνος τόνος της εδώ ζωής, που μας ποδηγετεί προς την Ανάσταση.
Ας μην φοβόμαστε να είμαστε ποιητές ή να γίνουμε, να αποζητήσουμε το αιώνιο, καθώς ο ποιητής σημαίνει ανδρεία, ενέργεια, πνεύμα ηρωικό, εκείνος που θυμίζει το πάντα στο τώρα.
Σημειώσεις
[1] Άσμα. 1, 3.
[2] Γιώργος Σαραντάρης, Στὴ Δόξα τῶν Πουλιῶν, εκλογή ποιημάτων: Ιουλίτα Ηλιοπούλου, σελ. 210, εκδ. Ίκαρος, 2014 β΄ έκδοση.
[3] Ψαλμ. 20, 4.
[4] Ματθ. 7, 6.
[5] Γεν. 3, 18.
Το χαρακτικό έργο που συμπληρώνει τη σελίδα αποτελεί δημιουργία του Σπύρου Βασιλείου.
Μου μιλούν τα χρώματα
τους ήχους ζωγραφίζω
σε όσους με λέν' τρελό
τους στίχους μου χαρίζω
Γράφω τις μυρωδιές
τις γεύσεις μουρμουρίζω
σε νεφοδεμένη κούνια
τις έγνοιες νανουρίζω
https://www.in.gr/2024/10/17/stories/n-g-pentzikis-mnimi-theou/
Βαγγέλης Στεργιόπουλος
Ἡ παιζω-γραφική σχέση τοῦ Πεντζίκη μέ τόν Συναξαριστή, μέ τό κείμενο αὐτό «τῆς ἐποχῆς τῆς μεγάλης τοῦ Βυζαντίου συνθετικῆς ἀκμῆς» (Προς εκκλησιασμό: 152), ξεκινᾶ ἤδη ἀπό τό 1993 παράλληλα μέ τήν ἀποδόμηση τῶν στέρεων βεβαιοτήτων τόσο τοῦ ἑαυτοῦ ὅσο καί τῆς ἐποχῆς του. «Χρόνια τώρα σφυρηλατήθηκα ἀπ’ αὐτή τήν αἴσθηση τῆς κονιορτοποιήσεως. Πιθανόν νά εἶναι συγγενής στόν ἄνθρωπο. Πάντως, ὅταν τό καλοκαίρι τοῦ 1933 πρωτοπῆγα στό Ἅγιον Ὄρος, διατηροῦσα εἰσέτι πολλές βεβαιότητες διά τό συμπαγές σχῆμα τοῦ ἐγώ. Ἐξαιτίας αὐτοῦ, θυμᾶμαι, ἔκλεισα ἀμέσως τόν Συναξαριστή πού εἶχα πάρει νά διαβάσω, χαρακτηρίζοντας τά γραφόμενα ὡς μωρολογίες, ὅταν συνάντησα τή φράση πώς ἕνας Ἅγιος ἀπό βρέφος ἔδειχνε ὅτι θά γινόταν εὐσεβής, ἀποποιούμενος τό μαστό τῆς μητέρας του καί νηστεύοντας κάθε Τετάρτη καί Παρασκευή» (Προς εκκλησιασμό: 83).
Ἡ ὑλική ἀποψίλωση τοῦ ἀτόμου καί ἡ διείσδυση στά μύχια τῆς ὑποστάσεώς του, ὁ μηδενιστικός ἀνεμοστρόβιλος τοῦ σκέπτεσθαι, ὁ ἀγώνας ἐνάντια στή μηχανοκρατική ἀντίληψη τοῦ ἀνθρώπου πού περιόριζε τή μνήμη στή λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου, ἡ καταξίωση τοῦ διαλυομένου μέσα στή λήθη καί σκόρπιου στόν ἄνεμο τῆς φθορᾶς ἀνθρώπου, ἡ ἀναζήτηση κάλλους σέ ὅλα τά ἀνωφέλευτα, ἡ παραδοχή τῆς δυστυχίας μέσω τῆς ἀγάπης, καί ἄλλες μοντέρνες καί παράδοξες τάσεις τῆς εὐρωπαϊκῆς πρωτοπορίας ὁδήγησαν τελικά τόν Πεντζίκη στόν Συναξαριστή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὡς ἐπανεύρεση τῆς ἀγαπώσης μνήμης. «Ἡ συνεχής ἥττα ἀντίκρυ στούς ὑποστηρίζοντας σαφῶς καί μέ λογική τά περί κόσμου, μόνο καί μόνο γιά νά διατηρήσω τό παράλογο πού μέσα μου ἔνιωθα νά μεγαλώνει, ἀπειλώντας ὅλη μου τή χαρά καί τή ζωή, τήν ὥρα πού, μετά ἀπό μιά συναισθηματική κρίση, διατεινόμουν, δίχως κανείς νά μέ πιστεύει, πώς ἤμουν ἕνας πεθαμένος ἄνθρωπος, μέ πλησίαζε ὁλοένα ἐγγύτερα πρός τούς τρελλούς, πού βλέπουμε νά καταφεύγουν, ξένοι πρός τόν τριγύρω κόσμο, στό πλῆθος τῶν ναῶν καί παρεκκλησίων, πού κοσμοῦν τήν ἑλληνική γῆ. Πέρα ὅμως ἀπό κάθε φόβο, μ’ ἐνθουσίαζε στήν Ἐκκλησία ἡ καταξίωση τοῦ παραλόγου. Ἔνιωθα μέ ἱκανοποίηση ὅτι, εἰς τούς κόλπους της, ὁ καθένας μποροῦσε νά ’χει τή θέση του καί μάλιστα ἀνεξάρτητα πρός τό ὑπ’ αὐτοῦ ἐκτελούμενον ἔργο καί μόνον ἐκ τῆς προαιρέσεώς του» (Προς εκκλησιασμό: 83-84).
Στό ἐπίκεντρο τῆς καθημερινῆς του ἐργασίας, τά τελευταῖα τριάντα χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ Ν. Γ. Πεντζίκης ἔθεσε τήν ἀνάγνωση τοῦ Συναξαριστῆ ὡς πρώτη ὕλη γιά τό λογοτεχνικό καί εἰκαστικό του ἔργο, ὄχι ὡς μιά κατά κόσμον «μανιέρα», ἀλλά ὡς ὁμολογία βαθιᾶς πίστης. Καθώς σημειώνει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας Στυλιανός, αὐτός «ὁ “ἀνυπότακτος” τοῦ ὀρθοῦ λόγου καί ἐραστής τῆς παραληρηματικῆς εὐλάβειας καί ἀκριβείας γνώριζε νά ὑποτάσσεται κάθε πρωί στίς εἰδήσεις τοῦ Συναξαριστῆ, μέ τήν πίστη καί τήν ἔκσταση τοῦ ἤδη νεκροῦ κατά κόσμον». Ἄν, ὅπως ἔλεγε ὁ Κάντ, ὁ ἄνθρωπος τῆς νεωτερικότητας ξεκινᾶ τή μέρα του διαβάζοντας τίς εἰδήσεις στήν ἐφημερίδα, ὁ Πεντζίκης ξεκινοῦσε τή μέρα του μέ τήν ἀνάγνωση ἄλλων εἰδήσεων. «Τό ν’ ἀποταθεῖς σ’ ἕναν Ἅγιο στόν καιρό μας ἀποτελεῖ μεγαλύτερη ταπείνωση ἀπό τό νά σκύβεις γιά τήν ἀπόκτηση ἀγαθῶν…» (Προς εκκλησιασμό: 174). Ὁλόκληρος ὁ Συναξαριστής εἶναι ἕνας μέγας ἐρειπιών ἀτομικῶν καταλοίπων, πού λαβαίνουν ζωή καί ἔκφραση χάρις στήν ἐκκλησία καί στό περιβάλλον της (Προς εκκλησιασμό: 115). Ἐρείπια πού μόνο ὑπέρ πάντα νοῦ συντίθενται εἰς ἑνότητα. Εἶναι ἡ ἐνταγμένη ἐκκλησιαστική μνήμη. Ἄρα, ὁ Συναξαριστής εἶναι αὐτός πού ἐκκλησιάζει σέ σύναξη ἤ καλεῖ πρός ἐκκλησιασμό. Ὁ Πεντζίκης εἶναι ὁ συναξαριστής τῆς μνήμης πού ἀρχειοθετεῖ τά σπαράγματα τοῦ κόσμου ὄχι ἁπλῶς μέ τήν κοσμική μνήμη τοῦ συλλογικοῦ ἀσυνείδητου, ἀλλά τελικά καί ἀμετάκλητα μέ μιά «μνήμη κοσμική ὑπεράνω ἀπό τόν ἄνθρωπο, μνήμη Θεοῦ». Ἡ μνήμη αὐτή δέν ἔρχεται ἀπό τόν ἀθρυμμάτιστο καθρέπτη τῆς πρώτης ἀπεικόνισης ὡς μιά πλατωνική ἰδέα ἀπό τό παρελθόν, ἀλλά ἀπό τό μυστήριο πού ἤδη εἰσῆλθε στήν ἱστορία καί τόν χρόνο ὡς ἐνεστώς τοῦ μέλλοντος στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ συναξαριστής τῆς μνήμης δέν ἀρχειοθετεῖ ἁπλῶς τίς μνημικές καταθέσεις τῆς σκόρπιας ζωῆς, ἀλλά γίνεται νοσταλγός τοῦ μέλλοντος πού θέλγεται ἀπό ἔρωτα πρός ὅλα τά κτιστά, καθώς λαμπρύνεται ἤδη ἀπό τό οἰκουμενικό φῶς τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
Τό κείμενο τοῦ Συναξαριστῆ γέμει μαρτυριῶν ἀναλήψεως εὐθυνῶν τῆς φαινόμενης ὑπάρξεως ἀντίκρυ στόν Κύριο ἐν ὀνόματι τῆς πίστεως, ἐλπίδος καί ἀγάπης, πού μᾶς συνδέουν μαζί του, μεταμορφώνοντάς μας σ’ ὅ,τι ὑπερβαίνει τό νοῦ. Ἀντιλαμβάνεται τόν χρόνο τελείως διαφορετικά ἀπ’ ὅ,τι μέ γνώμονα τόν πρόσκαιρο ἰδιωτικό βίο. Αἰσθάνεται κανείς ὅτι πράγματι οἱ ἄνθρωποι, θεωρούμενοι ὡς ἀστέρες, διηγοῦνται Θεοῦ τήν δόξα. Κατά τόν τρόπο τοῦ Συναξαριστῆ, ἡ μνήμη τῶν πραγμάτων δημιουργεῖ ἕναν κόσμο, πού ἔρχεται σ’ ἀντίθεση πρός τόν ἄμεσα πραγματικό.
*Τα ανωτέρω συνιστούν το τελευταίο τμήμα της εξαίρετης ομιλίας (εν προκειμένω, σε αναθεωρημένη και συμπληρωμένη μορφή) που είχε εκφωνήσει στις 13 Δεκεμβρίου 2007 ο Σταύρος Γιαγκάζογλου κατά την παρουσίαση της γ’ έκδοσης (η πρώτη είχε γίνει το 1970) του βιβλίου του Ν. Γ. Πεντζίκη Προς εκκλησιασμό (εκδόσεις «Ίνδικτος») στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.
Ο δραμινός Σταύρος Γιαγκάζογλου είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τομέα Συστηματικής Θεολογίας (γνωστικό αντικείμενό του, η Δογματική) στη Θεολογική Σχολή του ΕΚΠΑ.
Ο εκλεκτός πεζογράφος, ποιητής και αυτοδίδακτος ζωγράφος Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (Ν. Γ. Πεντζίκης) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 17/30 Οκτωβρίου 1908.
Ο Ν. Γ. Πεντζίκης ήταν το στερνοπούλι και το μοναδικό αγόρι της εύπορης αστικής οικογένειας του φαρμακοποιού Γαβριήλ και της διδασκάλισσας Μαίρης Πεντζίκη (μία από τις αδελφές του, η Χρυσούλα, έγινε αργότερα γνωστή ως η ποιήτρια Ζωή Καρέλλη).
Κύρια χαρακτηριστικά του πολύμορφου έργου του Πεντζίκη, ο οποίος ανήκει χρονολογικά στην περίφημη γενιά του ’30, είναι η ευρεία θεματική, η συνειρμική γραφή, η συχνή χρήση του εσωτερικού μονολόγου και της μεταφοράς, η θρησκευτική προσήλωση και η μεγάλη αγάπη του για τη γενέτειρά του.
Ο Ν. Γ. Πεντζίκης απεβίωσε στις 13 Ιανουαρίου 1993 συνεπεία καρδιακής ανακοπής.
Σημείωση: Ο Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι η μεγάλη αγιολογική και εορτολογική εγκυκλοπαίδεια, στην οποία παρουσιάζονται η ζωή και οι αγώνες των αγίων και των μαρτύρων της Εκκλησίας μας.
Πήρε το δόρυ.
ζώστηκε το σπαθί
και φόρεσε πανοπλία
Το κράνος παραμάσχαλα,
στον ώμο το τουφέκι
Του δώσαν σακίδιο
μ' εφόδια γεμάτο
τον εχθρό να στείλει
του είπαν,
στης θάλασσας τον πάτο
Τον χαιρέτησε ο βασιλιάς
και ο αυτοκράτορας μαζί
ο Πρόεδρος, ο πρωθυπουργός,
και όλη η Βουλή
Με άλογα, με άρματα
με αεροσκάφη που τον ήχο
σε γρηγοράδα ξεπερνάνε
Σε όλες τις εποχές και
στις συνθήκες όλες
με τιμές τον θάβουν
-και τον ξεχνούν-
και τ' όνομά του γράφεται
στο μνημείο των πεσόντων...
...η γυναίκα του θρηνεί,
τα παιδιά του κλαίνε,
του πολέμου οι χορηγοί
γι' αυτόν αστεία λένε....
Με τσαλακωμένα ρούχα
τα νεύρα τεντωμένα
στο χέρι τον καφέ
τα μάτια νυσταγμένα
Τα χάπια μου μετρώ
καθώς τα καταπίνω
σε ζητιάνο ψεύτη
τα ψιλά μου δίνω
Κίνηση στο δρόμο
χιλιόμετρα οι ουρές
δράκοντες αθάνατοι
εκτοξεύουνε ριπές
Καπνός στα μαλλιά
και σκόνη στα πνευμόνια
θα σκάσω τελικά
σαν τα φτηνά μπαλόνια
Το φεγγάρι το λαμπρό
μες στο δωμάτιο φέγγει
να κλείσει μάτι μάταια
παλεύει η γλυκούλα Πέγκι
Κάτω απ' το μπαλκόνι της
γάτος μαύρος νιαουρίζει
και το μωρό του γείτονα
ξύπνησε και τσιρίζει
Του αυτοκινήτου μηχανή
μια ώρα τώρα μαρσάρει
παλεύει με σιρόπι κάνναβης
τα νεύρα της να καλμάρει
Ωραία θα ήταν να 'χε δω
του προπάππου το γιαταγάνι
ή τη γειτονιά ολάκερη
να έψηνε σε τηγάνι
Κατάφερε να κοιμηθεί
λίγο πριν ξημερώσει
στις έξι το ξυπνητήρι
χτύπησε να τη σηκώσει
Με το μάτι να γυαλίζει
τρεμάμενο το χέρι
τον καφέ της έφτιαξε
και άρπαξε το μαχαίρι...
Το βράδυ στις ειδήσεις
είπανε τα εγκλήματά της
μα στο κελί το σκοτεινό
...επιτέλους...
βάραιναν τα βλέφαρά της
Όταν ξανά σε σκέφτομαι
η όρεξή μου κλείνει
το παρελθόν καθώς ξυπνά
να φάω δε μ' αφήνει
Μπορεί σκληρά ν' απέρριψες
ως δώρο τη καρδιά μου
μα έστω κι άθελα βοήθησες
να κάνω τη δίαιτά μου
Την είπανε δικαίωμα
και της αλλάξαν τόνο
σαν δουλειά πια η δουλεία
σερβίρεται στον κόσμο
Κι αφού σου δίνουνε μισθό
θα σου κρατάνε φόρο
αυτοί θα τρώνε τον καρπό
κι εσύ μόνο το σπόρο
Μη πέφτεις στη παγίδα τους
που λένε εργασία
με τεμπελιά θα πάει μπρος
μόνο η κοινωνία!
Μου λένε πως κι αν γέρασα
δεν άλλαξ' η κεφαλή μου
μα τρίχα δεν απόμεινε
απ' το πολύ μαλλί μου
Αφού τρίχωμα λοιπόν
καθόλου δε μου 'χει μείνει
γιατί κι η σκέψη μου ζητούν
σαν όλων τους να γίνει;
Ξάφνου εκεί που κάθομαι
μου έρχεται μια τρέλα
στους δρόμους χοροπηδώ
φορώντας δυο καπέλα
το ένα είναι ημίψηλο
το ίδιο και το άλλο
στολισμένα με φτερά
από έναν παπά Γάλλο!
Το παντελόνι μου φαρδύ
με μακριά μπατζάκια
τα πατώ, πέφτω και χτυπώ
και βλέπω όλο αστράκια
Το παρδαλό γιλέκο μου
τινάζω απ' τη σκόνη
βαριά είν' η λογική
τη σκάω σαν μπαλόνι
Βήματα πολλά, πάρα πολλά, για να επιστρέψω στη ρίζα και στη πηγή.
Κάλλιο τυφλός να ήμουν και κουφός απ' την αρχή.
Να διαμένεις στο ενδιαίτημα το αληθινό, χωρίς να σκοτίζεσαι γι' αυτό το δίχως·
ο ποταμός γαλήνια κυλάει και κόκκινα είναι τα λουλούδια.
Σχόλιο: Από την αρχή, η αλήθεια είναι καθαρά φανερή. Σαν ισορροπώ μες στη σιωπή, τις μορφές παρατηρώ της σύνθεσης και της αποσύνθεσης. Κάποιος που δεν είναι στη "μορφή" προσκολλημένος, δεν είναι ανάγκη να "αναμορφωθεί". Το νερό είναι σμαραγδένιο, το βουνό είναι λουλακί, και βλέπω αυτό που τωόντι δημιουργείται κι αυτό που τωόντι καταστρέφεται
Κεκουάν, Ιστορίες του Ζεν, εκδ. Ροές
Επήγα και εσπούδασα
και πήρα και πτυχίο
μα τελικά απόμεινα
με άδειο το ψυγείο
Οι γνώσεις αυγατίσανε
μ' αυγά δεν τηγανίζουν
ούτε και φέτες μπέικον
αυτές που κρατσανίζουν
Τι να τη κάνω πείτε μου
την ορθογραφία
που να παραγγείλω δε μπορώ
στη δίπλα πιτσαρία
Και όλο μοσχομυρίζουνε
πανσέτες και μπριζόλες
το πιάτο μου άδειο έμεινε
κι έχω και τρύπιες σόλες
Απέκτησα απ' τη σχολή
πιστοποιημένες γνώσεις
πρόθυμα στις χαρίζω αδερφέ
παστίτσιο αν μου δώσεις!
Κάποιος είδε μια μέρα τον Ματζνούν, καταρρακωμένο από τον πόνο, να κάθεται στη μέση του δρόμου και να κοσκινίζει το χώμα, και τον ρώτησε: "Τι ψάχνεις φίλε μου;" Κι εκείνος απάντησε: "Ψάχνω τη Λεϊλά". Ο άνθρωπος τον ρώτησε: "Ελπίζεις να βρεις τη Λεϊλά εκεί κάτω;" Και ο Ματζνούν είπε: "Ψάχνω παντού, με την ελπίδα πως θα την βρω κάπου".
Ο Γιουσούφ Χαμαντανί, ένας σοφός που έχαιρε μεγάλης φήμης στον καιρό του, διορατικός, που κατανοούσε τα μυστικά των κόσμων, είπε κάποτε: "Κάθε τι ορατό, είτε πάνω στα ύψη είτε κάτω στα βάθη - κάθε σωματίδιο στην ουσία, είναι ένας άλλος Ιακώβ που διακαώς ψάχνει να βρει τον Ιωσήφ μέσα στην αιωνιότητα".
Στον πνευματικό δρόμο είναι απαραίτητη και η αγάπη και η ελπίδα. Αν δεν τις έχεις, καλύτερα να εγκαταλείψεις την αναζήτηση. Ο άνθρωπος πρέπει να προσπαθεί να έχει υπομονή. Αλλά είναι ποτέ υπομονετικός ένας εραστής; Έχε υπομονή και αγωνίσου με την ελπίδα να βρεις κάποιον που θα σου δείξει τον δρόμο. Κράτα τον εαυτό σου μέσα σου και μην αφήνεις την εξωτερική ζωή να σε αιχμαλωτίζει.
Φαρίντ Αττάρ, το Συνέδριο των Πουλιών, εκδ. Αρχέτυπο
Αν υπάρχει μια απόδειξη ότι είμαστε ποιητικός λαός, δεν είναι η πολλή ποίηση που γράφεται στην Ελλάδα (οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο έχουν συνθέσει τουλάχιστον δυο-τρία ποιήματα στη ζωή τους), αλλά η τάση να χαρακτηρίζουμε ποιητικό οτιδήποτε μας αρέσει: από ένα μυθιστόρημα ως μια μαγειρική συνταγή.
Δημοσθένης Κούρτοβικ - Το Νέο Αντιλεξικό Νεοελληνικής Χρηστομάθειας, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Τις θέσεις μου θα ήθελα
να διασαφηνίσω
και όσα έλεγα προχθές
ευθύς να εξηγήσω
Μα προτού στο θέμα μπω
και δώσω απαντήσεις
θαρρώ ότι σας χρωστώ
κάποιες διευκρινίσεις
Ο λόγος μου θα είναι καθαρός
τίποτα δε θα κρύψω
στις ερωτήσεις που μου κάνατε
με ζήλο θα εγκύψω
Όμως με θλίψη άφατη
και λύπη διαπιστώνω
πως δε φτάνει ο χρόνος μου
και πρέπει να τελειώνω
Νομίζω πως ξεκαθάρισα
και τη παραμικρή μου θέση
και πως χρησιμοποίησα
με προσοχή τη κάθε λέξη
Επομένως σας ευχαριστώ
με όλο μου το σθένος
το λόγο μου που ακούσατε
μαζί μ' όλο το έθνος
Ο Αδάμ μου ψιθύρισε
μ' έναν πνιχτό στεναγμό
σιωπή, παράπονο:
"Δεν είμαι εγώ ο πατέρας του κόσμου
Δεν είδα τον παράδεισο
Πήγαινέ με στον Θεό".
Άδωνις, Ένας τάφος για τη Νέα Υόρκη, εκδ. Πατάκη, μτφ Αγγελική Σιγούρου
Μου λέγανε από μικρό
το χρήμα να κυνηγάω
πως τα παιδιά της Αφρικής
πεινάνε αν δε φάω
Του γέρους να τους σέβομαι
κι ας ήτανε ρουφιάνοι,
τον βουλευτή που τη δουλειά
πλαγίως θα μου κάνει
Η νύφη να έχει μπόλικη
και εκλεκτή την προίκα
πως πετά ο γάιδαρος
η σκάφη πως είναι σύκα
Στο σχολείο για βαθμό
να γλύφω τους δασκάλους
για χάρη του αφεντικού
να βγάζω στο κώλο κάλους
Με τέτοιες αρχές μεγάλωσαν
γενιές στη χώρα τούτη
και στο κεφάλι έχουνε
αντί μυαλού κουρκούτι
Και κάμποσοι αναπολούν
την αθωότητά τους
μα δεν υπήρξε αυτή ποτέ
ούτε στα όνειρά τους.
Κάποτε κουράστηκα
απ' τη ζωή της πόλης,
αλήτης πουλί θα πέταγα
που έλεγε κι ο Τόλης
Πήγα στο χωριό λοιπόν
για να γενώ τσοπάνης
μα ένας έμπειρος βοσκός
μου 'πε "εσύ δε κάνεις"
Τη γνώμη του την έγραψα
ανάμεσα στα φρύδια
και πήγα ευθύς κι αγόρασα
ένα κοπάδι γίδια
Δύσκολο αποδείχτηκε
τα ζώα να ελέγξω
κι ακόμα περισσότερο
τις γίδες να αρμέξω
Ώσπου μια μέρα φοβερή
με κρύο και με πάγο
μπερδεύτηκα και άρμεξα
ένα στριμμένο τράγο
Να μην τα πολυλογώ
μου 'σπασε τα παΐδια
είδα και απόειδα
και πούλησα τα γίδια
Τον καθαρό αέρα άφησα
τα όρη και τα δάση
και στην Αθήνα γύρισα,
και παίζω τον Θανάση...
Το ξυπνητήρι μου χτυπά
πώς θέλω να το σπάσω
Αντί να πάω να πλυθώ
απλώς πλευρό ν' αλλάξω
Οι σαγιονάρες με καλούν
τώρα να τις φορέσω
εγώ όμως τις αγνοώ
λέω να ξαναπέσω
Η σύζυγός μου με κλωτσά
ύπνο να μη ξεκλέψω
Τι ζήτησα ο άμοιρος,
λίγο να χουζουρέψω
Μικρός ονειρευόμουνα
μεγάλος πως θα γίνω
αλλά μικρός παρέμεινα
και κάθε νύχτα πίνω
Μ' ό,τι κι αν καταπιάστηκα
τα έκανα μαντάρα
στο μυαλό μου επικρατεί
μονίμως μιαν αντάρα
Μα όσο κι αν απέτυχα
κάτω δεν το βάζω
για νέες αποτυχίες
τη ρότα μου χαράζω!
Για όσους αρέσκονται σε στίχους με βαθύ νόημα:
Όταν μια πόρτα κλείνει,
κλείνει κι άλλη μία
γεμάτος ελπίδες ήμουνα
δε μου 'μεινε καμία
Να γίνω πάντα ήθελα
λόρδος στην Αγγλία
μα πιότερο μοιάζω σαν
μπεκρής απ' τη Σκωτία