Πες μου
τι είναι αυτό που κάμνει
τη θάλασσα γκρίζα, τι είναι
αυτό που φουσκώνει τη θάλασσα
από ποιον αυτή αντλεί
τη μανία της-
ποιος θα δέσει τα κύματα
μαζί με τα δάκρυα;
Tchicaya U Tam'si, H Ποίηση της Μαύρης Αφρικής, εκδ. Ροές
Πες μου
τι είναι αυτό που κάμνει
τη θάλασσα γκρίζα, τι είναι
αυτό που φουσκώνει τη θάλασσα
από ποιον αυτή αντλεί
τη μανία της-
ποιος θα δέσει τα κύματα
μαζί με τα δάκρυα;
Tchicaya U Tam'si, H Ποίηση της Μαύρης Αφρικής, εκδ. Ροές
Μου 'πες πως χαρακτήρα
θα έπρεπε ν' αλλάξω
κι εγώ βγήκα στην αγορά
στα γρήγορα να ψάξω
Σε πήρα κι εσέ μαζί μου
τη γνώμη σου να έχω
να βρούμε κάτι να σ' αρέσει
και τζάμπα να μη τρέχω
Ο ένας δε μου πήγαινε
τον άλλον δεν εκτιμούσες
τον τρίτο αν θα διάλεγα
θα με παρατούσες
Τέλος, ξεποδαριάστηκα
και τίποτα δε βρήκα
αντί για άλλο εαυτό
να ΄δινα μήπως προίκα;
Δε κατάλαβα ποτέ
τι από με ζητούσες
χωρίς γυναίκα έμεινα
και μ' εμπριμέ πατούσες!
"Εσύ, που αποκαλείς τον Φρανκενστάιν φίλο σου, φαίνεται να γνωρίζεις τα εγκλήματα και τη συμφορά που προκάλεσα. Όμως, στη περιγραφή που εκείνος σου έδωσε δεν θα μπορούσε να μετρήσει τις ώρες και τους μήνες της δυστυχίας που πέρασα χαμένος στα αδύναμα πάθη. Γιατί, ενώ κατέστρεφα τις δικές του ελπίδες, δεν ικανοποιούσα τις δικές μου επιθυμίες. Ήταν διαρκώς σφοδρές και και φλογερές. Ακόμα επιθυμούσα την αγάπη και τη φιλία, και ακόμα ένιωθα την απόρριψη. Δεν ήταν άδικο αυτό; Μπορεί να θεωρήσει κάποιος πως ήμουν ο μόνος εγκληματίας, όταν όλη η ανθρωπότητα αμάρτησε εναντίον μου; Γιατί δεν μισείς τον Φίλιξ, που έδιωξε τον φίλο του από την πόρτα του τόσο προσβλητικά; Γιατί δεν απεχθάνεσαι τον χωρικό που προσπάθησε να σκοτώσει τον σωτήρα του παιδιού του; Όχι, αυτά είναι ενάρετα και άσπιλα πλάσματα! Εγώ, ο δυστυχής, είμαι ένα εξάμβλωμα, που του αξίζει να το απορρίπτουν, να το κλωτσούν και να το ποδοπατούν. Ακόμα και τώρα, το αίμα μου βράζει όταν σκέφτομαι την αδικία.
Ωστόσο, είναι αλήθεια πως είμαι άθλιος. Δολοφόνησα αξιαγάπητους και αβοήθητους ανθρώπους. Στραγγάλισα αθώους στον ύπνο τους και πίεσα μέχρι θανάτου τον λαιμό κάποιου που ποτέ δεν έβλαψε εμένα ή κάποιο άλλο ζωντανό πλάσμα. Ορκίστηκα να κάνω τον δημιουργό μου, ένα μοναδικό παράδειγμα ανθρώπου που αξίζει την αγάπη και τον θαυμασμό, δυστυχισμένο,. Τον καταδίωξα, μέχρι αυτό το σημείο ανεπανόρθωτης καταστροφής."
Φρανκενστάιν, της Μαίρη Σέλλεϋ, εκδ. Οξύ
Το μαλλί σου έφτιαχνες
μπροστά στο κινητό σου
μα ήξερα πως στον άλλον
είχες το μυαλό σου
Και αν ντύθηκες καλά
με τα κομψά σου ρούχα
στην απάτη μοναχά
υπήρξες ταλαντούχα
Μπορεί στο ύψος να 'φτανες
κοντά στα δύο μέτρα
αλλά στο λαιμό μου δέθηκες
σαν μια μεγάλη πέτρα
Αφού λοιπόν τον διάλεξες
σχέση για να συνάψεις
μύγες σου εύχομαι πολλές
στον ύπνο σου να χάψεις!
Στην αυλή Του,
η φτώχεια είναι ένα μονάκριβο πετράδι:
φέρνεις ως δώρα σου
κοσμικά αποκτήματα και κέρδη·
αλλά είναι η διαρκής σου θλίψη
που Εκείνος βρίσκει αποδεκτή.
Χακίμ Σαναϊ. Ο Τειχισμένος Κήπος της Αλήθειας, εκδ. Πύρινος Κόσμος
Με πόνεσε πολύ
εκείνη η σκληρή σου λέξη
πως αγαπούσες αντί για εμέ
τον βλάκα τον Αλέξη
Την καρδιά μου έκανες
μικρούλια κομματάκια
και τη μασούλησες άκαρδη
σαν τα σοκολατάκια
Μάθε το όμως καλά
υπάρχει Θεός και βλέπει
και θα σου δώσει τελικά
ό,τι ακριβώς σου πρέπει
Και όσα κομμάτια της καρδιάς
φτάσανε στη κοιλιά σου
αυτά θα σου αυξήσουνε
τη περιφέρειά σου
"Να λοιπόν τι σήμαινε το όνειρό μου. Η Πασένκα είναι ο άνθρωπος που όφειλα να είμαι αλλά δεν έγινα ποτέ. Ζούσα πάντα για τους άλλους με τη πρόφαση ότι υπηρετώ τον Θεό, ενώ εκείνη ζει εν Θεώ νομίζοντας ότι ζει για τους ανθρώπους. Ναι, ένας καλός λόγος, ένα ποτήρι νερό που προσφέρεις χωρίς να περιμένεις ανταμοιβή αξίζουν περισσότερο από τις ευεργεσίες που έκανα εγώ για τους ανθρώπους. Υπήρχε άραγε μέσα μου ίχνος έστω επιθυμίας να υπηρετήσω ον Θεό;" αναρωτιόταν και η απάντηση ήρθε αμέσως στο μυαλό του: "Ναι, όμως όλα μολύνθηκαν από την επιθυμία μου για αναγνώριση. Όχι, δεν υπάρχει Θεός για κάποιον που ζει όπως έζησα εγώ, επιδιώκοντας την αναγνώριση, τον έπαινο των ανθρώπων. Τώρα όμως θα Τον αναζητήσω".
Λέων Τολστόι, Πατήρ Σέργιος, εκδ. Ροές
Με κοιτούσες να έρχομαι
σχεδόν τρέχοντας προς εσένα
και γέλασες με τη ψυχή σου.
Μου είπες πως σου φάνηκε
πως πετούσα, πως τα πόδια μου
στο έδαφος δεν πατούσαν.
Σε κοίταξα στα μάτια σιωπηλός.
Χαμογέλασα αφήνοντας τη συννεφιά
που εκείνη την ώρα περνούσε να φανεί.
Πάντα έλεγες πως το χαμόγελό μου
έκρυβε μια θλίψη. Είχες δίκιο.
Τα βήματα μου, σου είπα, γρήγορα
σήμερα με έφεραν κοντά σου
μα ακόμα γρηγορότερα μια μέρα
μακριά θα με πάνε, τόσο μακριά
που δε θα βρεθούμε ξανά ποτέ.
Με αγκάλιασες χωρίς τίποτα να πεις.
Δε χρειαζόταν. Εκείνη τη στιγμή ήσουν μαζί μου.
Όχι μόνο στο παρόν που ήμασταν αγκαλιασμένοι
μα και στο μέλλον που τίποτα δε θα 'χαμε πια κοινό.
Διαλύθηκαν τα σύννεφα κι η μέρα ηλιόλουστη
συνέχισε. Ξεχάσαμε τη σκοτεινιά.
Μα εκείνη σαρκαστικά γελώντας καραδοκούσε
περιμένοντας να πάρει τη ρεβάνς της.
Τι ποίηση θα γράψουν άραγε
τα ρομπότ όταν θα αρχίσουν
όνειρα στον ύπνο τους να βλέπουν;
Θα γεννηθεί άραγε μέσα τους ψυχή
και σε ποιον θεό θα την αφιερώσουν;
Και πώς θα αντιδράσει το πρώτο από αυτά
όταν ο έρωτας με το βελούδινο άγγιγμά του
βαθιά θα το τσακίσει;
Πιο αθόρυβες και γρήγορες
οι μηχανές μας μεταφέρουν μακριά
Χαθήκαμε κι εμείς στην ευκολία
των μεγάλων αποστάσεων
Μη χαλάσουμε τη φιλία μας
μου είχες πει, θυμάσαι;
Προχθές τη ξέθαψα
μαζί με τα άλλα κατεστραμμένα
του υπολογιστή αρχεία
Φαίνεται δε τη φυλάξαμε και τόσο καλά...
Δε πειράζει, μερικά πράγματα
δεν είναι γραφτό να μείνουν
ούτε καν στου διαδικτύου
κάποια απόμερη γωνιά.
Βιονικά χέρια απλώνονται
σε μωβ ουράνιο θόλο
Λάδι παχύρευστο κυλά
από τους αισθητήρες που παίζουν
τον ρόλο των ματιών
(Μπορεί κάτι τέτοιο να λογιστεί ως δάκρυ;)
Συνδέομαι στον υπολογιστή
κι εκεί τις αναμνήσεις μου κατεβάζω
Το πάτημα ενός κουμπιού
και σβήνονται όλες, ακόμα κι η δική σου
Ίσως βαθιά μέσα στον λαβύρινθο των συνδέσεών μου
ο άνθρωπος που ζούσε κάποτε
να περιμένει ακόμα να τον γυρέψεις.
Μάταια...
Κάπου μακριά ένα θλιμμένο ανδροειδές
απεγνωσμένα ζητά τη μητρική αγκάλη.
Το χρόνο μου προσπάθησα να εξαργυρώσω
αλλά ψιλά δεν είχα για ρέστα να τους δώσω
έτσι κάτω από σκιά παχιά είπα να ξαπλώσω
της τεμπελιάς μου τις αρχές αν είναι να προδώσω
στραβό κλήμα σαν γάιδαρος να καταναλώσω
κι αν δε με πιστεύετε τραπέζι για δυο θα στρώσω
Ποτ' έφυγε το αύριο, πότε θα' ρθει το χτες
Δύο παιδιά γελούσανε μιλώντας για φακές
Αν θα έβγαζα φτερά σε σένα θα πετούσα
Φιλί μπορεί να σου 'φερνα ή να σε κουτσουλούσα
Κι αν μου φορέσουν τελικά ημίψηλο καπέλο
Μπορεί και κάποιος να μου πει τι είν' αυτό που θέλω
Άκρη αν δε βγάζετε μ' αυτούς εδώ τους στίχους
Φταίει που δε βλέπετε του σύμπαντος τους ήχους
Χαρά και λύπη μπλέκονται στης ζωής τη δίνη
μια το χέρι σου κρατά και μία το αφήνει
κι όταν θα φύγει μακριά δάκρυ μη κυλήσει
μια κούπα καφές ζεστός τον πόνο θ' απαλύνει
Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον , καὶ ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τὴν κατ.εἰκόνα Θεοῦ, πλασθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον, μὴ ἔχουσαν εἶδος. Ὧ τοῦ θαύματος! Τὶ τὸ περὶ ἡμᾶς τοῦτο γέγονε μυστήριον; Πῶς παρεδόθημεν τὴ φθορά , καὶ συνεζεύχθημεν τῶ θανάτω; Ὄντως Θεοῦ προστάξει, ὡς γέγραπται, τοῦ παρεχοντος τοὶς μεταστάσι τὴν ἀνάπαυσιν.
(από την εξόδιο ακολουθία)
Τα όνειρά μας χτίζουμε
σε τέσσερις τοίχους στιβαρούς
τα πηγαινοφέρνουμε
σε τέσσερις τροχούς
στο τέλος τα αφήνουμε
σε τέσσερις τύπους σκυθρωπούς
Λέει ο μύθος για έναν περιπλανώμενο
που από τότε που περπάτησε πρώτη φορά, μωρό
δε σταμάτησε ξανά το βάδισμα του.
Κάποτε βρέθηκε σε μια εύφορη πεδιάδα
κι εκεί για λίγα χρόνια τριγυρνούσε
Καθώς από δω πήγαινε και από 'κει
σαν φάντασμα ανάμεσα σε τοίχους μουχλιασμένους
σε μια κοπέλα επάνω έπεσε κι έμεινε μαγεμένος
και -λέει ο μύθος κι όχι εγώ- για πρώτη φορά από παιδί
σταμάτησε σαν σβούρα να γυρίζει.
Λένε πως την κοίταζε χωρίς να πει κουβέντα
ακίνητος αυτός που σταματημό δεν είχε.
Πέρασε χρόνος ένας κι ακόμα άλλος ένας
κι αυτός ακόμα τα πόδια δεν έλεγε να ξεκολλήσει.
Ώσπου ένα πρωινό, το λόγο ποιος να ξέρει,
τις μπότες του ξαναφόρεσε και βγήκε να περπατήσει
Οι παραμυθάδες οι παλιοί έχουνε να το λένε
πως προς της κοπέλας τη μεριά δε κοίταξε ξανά πίσω
μα τα παραμύθια ξέρουμε, δε φτιάχνονται μ' αλήθειες
μα κάποιαν άλλη φορά γι' αυτό θα σας μιλήσω
Καὶ ὁ τρίτος ἄγγελος ἐσάλπισε, καὶ ἔπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀστὴρ μέγας καιόμενος ὡς λαμπάς, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὸ τρίτον τῶν ποταμῶν καὶ ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀστέρος λέγεται ὁ ῎Αψινθος. καὶ ἐγένετο τὸ τρίτον τῶν ὑδάτων εἰς ἄψινθον, καὶ πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων ἀπέθανον ἐκ τῶν ὑδάτων, ὅτι ἐπικράνθησαν.
Αποκάλυψη 8, 10-12
(η φωτογραφία τραβήχτηκε από εμένα κάπου στην Αθήνα με κινητό και ντύθηκε με στίχους της Αποκάλυψης)
Χαμογέλασες θυμάμαι κάποια στιγμή
-σπάνια χαμογελούσες-
και ο ήλιος έστειλε τις πιο ζεστές
ακτίνες του το πρόσωπό σου να φωτίσουν.
Κι ας λένε οι επιστήμονες, χωμένοι
στα εργαστήριά τους
και στα πειράματα αφοσιωμένοι, πως
μαγεία δεν υπάρχει.
Εκείνη τη μέρα μάρτυράς της έγινα
μέχρι του λεωφορείου την στάση που κατέβηκες
Πόσο ομόρφυναν οι δρόμοι τούτοι
οι αρχαίοι, με τη μεγάλη που σέρνουν ιστορία
όταν τους χρωμάτισαν τα βήματά σου
που δίπλα στα δικά μου τους περπατήσαν
έστω και για λίγο
Ενώ αεροσκάφη με θόρυβο
διασχίζουν τον ουρανό
αφήνοντας τον άνεμο πίσω,
πτεροδάκτυλοι μεταλλικοί
και τα διαστημόπλοια
την ατμόσφαιρα τρυπούν
αγγίζοντας τ' αστέρια,
πρώτα βήματα υπερφίαλων κατακτητών
αθόρυβα και μελαγχολικά
με τα φτερά της πια μαζεμένα,
πεθαίνει στο έδαφος
μια δεκαοχτούρα
Στις οθόνες του μετρό
βουβές εικόνες διαφημίσεων εναλλάσσονται
χωρίς να καταλαβαίνει κανείς
τι θέλουνε να πουν.
Τρέμουν τα βαγόνια καθώς
επιταχύνει ο συρμός πάνω σε ανόρεκτες ράγες.
Σου στέλνω σε μήνυμα:
"Χαμογέλα, το πρόσωπό σου σαν
παιδιού φωτίζεται όταν χαμογελάς".
Μα ποιος ξέρει αν μέσα στο τούνελ
όπου σαν φίδι μηχανικό, ηλεκτροκίνητο
σέρνεται το τρένο, μπορεί να βρεθεί
σήμα για να πραγματοποιηθεί η αποστολή.
Στη γωνιά της αυλής, μέσα στα σαπουνόνερα,
κάτι τριαντάφυλλα καμπούριασαν απ’ το βάρος της ευωδίας τους.
Κανένας δε μύρισε αυτά τα τριαντάφυλλα.
Καμιά μοναξιά δεν είναι μικρή.
https://www.isagiastriados.com/index.php/articles/diafora-2/6925-mikri-monaksia
Ήρθε το αύριο μα
τα αυτοκίνητα δεν πετούν
και τα καύσιμα ακόμα
τον αέρα μας μολύνουν.
Το μέλλον έγινε παρόν
μα το διάστημα ακόμα κρύο
και τα ταξίδια στα πέρατά του
μείνανε όνειρο μακρινό.
Δε περιμένουμε να ανατείλει
η νέα εποχή, ήδη μεσουρανεί
μα οι ασθένειες τρομακτικές
στοιχειώνουν τον ύπνο μας.
Κι αν σχεδιάζουμε ακόμα
στα άστρα να βαδίσουμε
πώς ανεχόμαστε τα παιδιά μας
να στέλνουμε στης γης αυτής το χώμα;
Γιατί υπνωτισμένοι παραδινόμαστε
στη βαρβαρότητα την αρχέγονη
βραχυκυκλωμένοι στις ψηφιακές
παλαιοφουτουριστικές φαντασιώσεις;
Μα πώς να μη χαθούμε
στων οθονών το χάος;
Ακόμα και το πληκτρολόγιο
αρνείται το όνομά σου
στην αναζήτηση να γράψει.
Ζαλισμένος από το μπλε
φως του υπολογιστή
μάταια σε αναζητώ...
Χάθηκε σε μια ρομποτική
θύελλα η αγάπη που υπήρχε
κάποτε εδώ...
Κι αν τα όνειρά μας
είναι πια ψηφιακά
και τις θλίψεις μας
φωτίζουμε με νέον,
τώρα που τα άστρα δεν είναι
απρόσιτα και μακρινά
και του ήχου το φράγμα
έχει σπάσει προ πολλού.
Κι αν αλήθεια από αύριο
έχουμε εμφυτεύματα
δεδομένα να κατεβάζουν απ' τον ιστό
και μέρη στο σώμα μας μεταλλικά
που θα μας δίνουν δύναμη
που δεν είχαμε
ποτέ μας φανταστεί,
άραγε περισσότερο τότε
θα με αγαπάς ή όχι;
Κυκλώματα κοιμισμένα
αφήνουν το ρεύμα να διαπερνά
Το μεταλλικό του σώμα
ακίνητο μα ζωή γεμάτο.
Λαμπάκια που παραμένουν σκοτεινά
αδημονούν να ανάψουν
Απενεργοποιημένος εγκέφαλος μα εργασίες
συνεχίζει να εκτελεί
Σπασμωδικές κινήσεις αρθρώσεων
προσεκτικά φτιαγμένων
Μια μηχανική φωνή
και υγρά βιομηχανικά αρχίζουν
με ταχύτητα να ρέουν
Καλώδια τινάζονται σαν τα φίδια
στης Μέδουσας το κεφάλι
Τι είδους όνειρα αλήθεια
μπορεί ένα ρομπότ να βλέπει;
Εξαντλήθηκαν τα μάτια του από τις μέρες,
εξαντλήθηκαν τα μάτια του δίχως μέρες
θα τρυπήσει τους τοίχους των ημερών
γυρεύοντας καινούρια μέρα;
πού να υπάρχει άραγε καινούρια μέρα;
Άδωνις, Άσματα του Μιχιάρ του Δαμασκηνού, εκδ. Άγρα
Υπήρξε καιρός που χορευτές με το ξεφάντωμά τους
Σε χαρωπές παιδιάστικες συνάξεις
Τα βάσανά τους αλάφρωναν;
Υπήρξε καιρός που μπορούσαν να κλάψουν με βιβλία.
Όμως ο χρόνος έβαλε το σαράκι του στο πέρασμά τους.
Τώρα είν' αβέβαιοι κάτω απ' την αψίδα τ' ουρανού.
Ό,τι για πάντα άγνωστο θα μείνει
Είναι το βεβαιότερο σ' ετούτη τη ζωή.
Κάτω απ' τα ουράνια σημεία, ο δίχως άκρα
Έχει τ' αγνότερα χέρια και σαν τ' άκαρδο στοιχειό
Απλήγωτο στη μοναξιά του, ο τυφλός καλύτερα βλέπει.
Ντύλαν Τόμας, Κι ο Θάνατος δεν θα 'χει εξουσία, εκδ. Ελεύθερος Τύπος
Αφού τους σκοτεινούς μου στίχους
κανένας δε διαβάζει
θα γράψω κι εγώ πιο εύθυμους
μπας και κάποιος κάνει χάζι
Για ανθρώπους με κοστούμια ακριβά
που γλιστρούν στη λάσπη
και που το μυαλό που είχαν κάποτε
έχουν από καιρό πια χάσει
Για γείτονες που κι η φωνή τους
μου χαλά τη μέρα
ή κοντινούς μου συγγενείς
που έχω κάνει πέρα
Μπορεί κάτι να πω για τους
παλιούς μου φίλους
που μάλλον θα ριμάρω
με γάτες και με σκύλους
Ίσως να γράψω για τον Θεό
που μ' έφτιαξε από χώμα
ή για έναν έρωτα παλιό
που μ' απορρίπτει ακόμα!
Μπορεί όμως τελικά
τίποτα να μη γράψω
και σε μια ήσυχη γωνιά
τη μοίρα μου να κλάψω!
Ο χρόνος τρέχει γρήγορα
κι εγώ συνεχώς ξοπίσω
δε προλαβαίνω ν' ανασάνω
ούτε και να δακρύσω
Αν πιο νωρίς σε γνώριζα
θα σε κέρδιζα αλήθεια
ή μια φαντασία είναι κι αυτή
σαν τα παραμύθια;
Οι δείκτες ψυχρά γυρνούν
απάντηση δε δίνουν
όσα γραφτήκαν δε σβήνονται
στάχτη ώσπου να γίνουν
Πώς βρέθηκε στα χέρια μου
ετούτο το κρανίο;
Αλήθεια δε μπορώ να πω
τον τρόπο ότι γνωρίζω.
Μα τώρα που με κοίτα ειρωνικά
επάνω απ' το γραφείο
θα μπορούσα να ορκιστώ
πως άγνωστο δε μου είναι.
Το σαρδόνιο χαμόγελο
μου φαίνεται οικείο.
Μα το Θεό με σιγουριά σας λέω
πως είναι το δικό μου!
Συνήθισαν πια τα μάτια μου
να βλέπουν στο σκοτάδι μόνο
Ξαπλωμένος να μένω συνεχώς
δίχως τη παραμικρή κίνηση να κάνω
Άφωνο το στόμα μου, η γλώσσα μαραμένη
δε λέει ιστορίες πια, δε βγάζει κανένα ήχο
Το σώμα μου νιώθω αργά αργά να παραδίδεται
στης αποσύνθεσης τις ακάματες επιθέσεις
ένα να γίνεται με το χώμα γύρω του
καθώς έντομα διάφορα την ανάμιξη βοηθούν
Θα δάκρυζα, αλήθεια, αν τα μάτια δεν είχαν
από καιρό πολύ ξεραθεί και αδειάσει
Δεν ακούω πια των ζωντανών τα πόδια
την επιφάνεια να χτυπούν με τα βήματά τους
περιμένω κάποιο φως θεϊκό να με αγκαλιάσει
ή κάποια φλόγα κολαστήρια να κάψει τη ψυχή μου
Για την ώρα το κενό είναι που με βασανίζει
καθώς σκόνη γίνονται και τα κόκκαλά μου ακόμα...
Σαν βλοσυρού Ινδιάνου αρχηγού
σε παλιό γουέστερν το βλέμμα σου
ακίνητο με κρατά.
Ιδρώτας κρύος με λούζει
ενώ εσύ γύρω από τη φωτιά
τελετουργικά χορεύεις.
Ακίνητο τοτέμ ο έρωτας σου
δε καταδέχεται για τους προσκυνητές
το τόμαχωκ να θάψει
Ο καπνός της συμφιλίωσης για εμάς
δε θα πετάξει στον ουρανό για να βρει
το δρόμο του μεγάλου μανιτού.
It was him knocking on the door
calling out her name i a whispeing voice
She opened the door to greet him
as he was standing in the foggy, gloomy darkness
He was invited in her house, in her bedroom
a lover recently dead and buried
The morning after he had disappeared
and the earth upon his grave was fresh and fluffy
Two little holes on her neck and the paleness of her
were his gifts to her, these and a stillborn child who
she gave birth to after nine months on the Halloween night...