Γέννημα της ελληνικής Δύσης, όπως και ο Στησίχορος λίγο παλαιότερα, ο Ίβυκος ακολούθησε μια δική του, ξεχωριστή πορεία στο πλαίσιο του ελληνικού χορικού λυρισμού.
Ο Ίβυκος καταγόταν από το Ρήγιο, αποικία που είχαν ιδρύσει Χαλκιδαίοι και Μεσσήνιοι στην Κάτω Ιταλία. Η επί μακρόν φιλοξενία του στην αυλή του Πολυκράτη, τυράννου της Σάμου, ο οποίος δολοφονήθηκε από τους Πέρσες περί το 522 π.Χ., μας επιτρέπει να ορίσουμε κατά το μάλλον ή ήττον το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έζησε και έδρασε ο ποιητής, γόνος αριστοκρατικής γενιάς, γιος του Φυτίου, σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή.
Είναι βέβαιο ότι το πρώτο διάστημα της ζωής του ο Ίβυκος παρέμεινε στην πατρίδα του. Ως εκ τούτου, είναι πολύ πιθανόν σε αυτήν την πρώτη δημιουργική περίοδο της ζωής του να επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την τέχνη του Στησιχόρου, τις χορικολυρικές μυθικές διηγήσεις του.
Πράγματι, στο ιδιαίτερα περιορισμένο σωζόμενο έργο του Ιβύκου πολλά είναι τα στοιχεία εκείνα που αναφέρονται στο μύθο: ξεχασμένες παραλλαγές, τοπικά στοιχεία, αλλά και στοιχεία από τους γνωστούς μεγάλους μυθικούς κύκλους.
Μάλιστα, το γεγονός ότι μεταγενέστεροι συγγραφείς απέδιδαν πολλές εκφράσεις και θέματα και στους δύο ποιητές, στον Ίβυκο και στον Στησίχορο, φανερώνει ότι ορισμένα ποιήματα του πρώτου έμοιαζαν πάρα πολύ με τα ποιήματα του δευτέρου, του μεγάλου σικελού ποιητή.
Εικάζεται ότι η μεγάλη στροφή στη ζωή του Ιβύκου αποτέλεσε συγχρόνως σημείο καμπής για την ποιητική δημιουργία του. Ο ποιητής από το Ρήγιο βρέθηκε στη Σάμο, στην αυλή του Πολυκράτη, του τυράννου που —ως γνωστόν— είχε προκαλέσει τον εκπατρισμό του Πυθαγόρα στην Κάτω Ιταλία. Εκεί ο Ίβυκος συνάντησε τον Ανακρέοντα, ευνοούμενο του Πολυκράτη, δε γνωρίζουμε όμως καθόλου εάν δημιουργήθηκαν σχέσεις μεταξύ των δύο ανδρών.
Η αυλή του Πολυκράτη αποτελούσε τμήμα του ώριμου ιωνικού κόσμου, ο οποίος στεκόταν απέναντι στον αρχαίο μύθο σε μεγαλύτερη απόσταση απ’ ό,τι η Μεγάλη Ελλάδα. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον σημειώθηκε μια ριζική αλλαγή τόσο στη θεματολογία όσο και στο χαρακτήρα της ποίησης του Ιβύκου, ο οποίος στράφηκε προς μια ερωτικά χρωματισμένη χορική ποίηση και εκδήλωσε την προτίμησή του για το ερωτικό στοιχείο.
Αυτά που τραγούδησε ο Ίβυκος στην αυλή του Πολυκράτη έκαναν τον Κικέρωνα και τη Σούδα να τον ονομάσουν ποιητή περιπαθούς έρωτα. Ανάμεσα στα δείγματα της τέχνης του ξεχωρίζουν δύο αποσπάσματα.
Το πρώτο κάνει λόγο για τη σταθερή εξέλιξη κάθε χρονιάς, που την άνοιξη κάνει τις κυδωνιές και τις οινανθίδες (τα πρώτα μπουμπούκια της αμπέλου) να ανθίζουν στους κήπους των Νυμφών. Αντίθετα, σε καμία περίοδο της ζωής του ποιητή ο έρωτας δεν ησυχάζει, αλλά τον καίει άσπλαχνα σαν θρακικός βοριάς, που συνοδεύεται από κεραυνούς.
Στο δεύτερο απόσπασμα ο ποιητής πέφτει θύμα του Έρωτα, ο οποίος τον παρασύρει στα δίχτυα της Αφροδίτης. Ο ποιητής τρέμει μπροστά στο θεό που πλησιάζει, σαν ένα άλογο κούρσας που έχει κερδίσει αρκετές νίκες, τώρα όμως, κουρασμένο από τα γηρατειά, θα προτιμούσε να αποφύγει καινούριους αγώνες.
Και στα δύο ποιήματα ο Έρωτας, χωρίς να δείχνει λύπηση, προσεγγίζει τον ηλικιωμένο ποιητή σαν μια δύναμη που προκαλεί μεγάλη ψυχική αναστάτωση και τον κάνει να χάσει το λογικό του, σαν ένα μεγάλο πάθος που εξουσιάζει τον άνθρωπο και του φέρνει βάσανα.
Πέραν του Ιβύκου, για τα βάσανα του Έρωτα τραγούδησε, όπως γνωρίζουμε, και η Σαπφώ. Η διαφορά ανάμεσα στους δικούς της στίχους και τους στίχους του Ιβύκου είναι κατ’ ουσίαν η διαφορά ανάμεσα στο λεσβιακό μέλος με τη δύναμη της αμεσότητάς του και το χορικό τραγούδι με το βαρύ πλούτο και τη μεγαλοπρέπειά του.
Δημιούργημα του Ιβύκου είναι κατά πάσαν πιθανότητα και ένα ποίημα που σώθηκε εν μέρει σε πάπυρο και στο οποίο εξυμνείται το κάλλος, η ομορφιά ενός νέου που κατείχε υψηλή θέση.
Στο εκτενές πρώτο μέρος του εν λόγω αποσπάσματος ο ποιητής απαριθμεί ήρωες και γεγονότα του Τρωικού Πολέμου, δηλώνοντας όμως ότι δεν έχει την πρόθεση να μιλήσει γι’ αυτά. Η διήγηση αυτών των ιστοριών, η ποίηση αυτού του είδους, είναι —κατά την άποψή του— έργο των σεσοφισμένων(ευφυών, επιδέξιων) Μουσών του Ελικώνα και όχι ενός θνητού. Στο σημείο αυτό είναι εμφανής η αποδοκιμασία της αφηγηματικής ηρωικής ποίησης, η ρήξη με την επική παράδοση.
Ακολούθως κατονομάζονται οι ομορφότεροι από τους πλέον ανδρείους ήρωες: ο γιος της Υλλίδας και ο Τρωίλος, ο γιος του Πριάμου.
Στην κατακλείδα του αποσπάσματος ο ποιητής απευθύνεται σε έναν νέο που ονομάζεται Πολυκράτης. Του λέει ότι θα χαίρεται άφθαρτη τη δόξα της ομορφιάς μαζί με τους προαναφερθέντες —το γιο της Υλλίδας και τον Τρωίλο—, όπως άφθαρτη είναι και η δική του δόξα στο τραγούδι.
Ο Πολυκράτης στον οποίον αναφέρεται ο Ίβυκος δεν είναι ο γνωστός τύραννος της Σάμου, αλλά ο ομώνυμος γιος του, ο οποίος ήταν εγκατεστημένος στη Ρόδο ως αντιπρόσωπος του πατέρα του. Ο νεότερος Πολυκράτης, το εγκώμιο του οποίου εικάζουμε ότι πλέκει ο ποιητής, ήταν μαθητής του Ανακρέοντα και εραστής της ποίησης και της μουσικής.
Δε γνωρίζουμε το βίο του Ιβύκου μετά το θάνατο του προστάτη του, Πολυκράτη, περί το 522 π.Χ. Ο θάνατός του συνοδεύτηκε από πολλές παραδόσεις, όπως η γνωστή ιστορία με τους γερανούς («οι γερανοί του Ιβύκου»), τα μεγάλα αποδημητικά πουλιά, που οδήγησαν στην απροσδόκητη αποκάλυψη των ληστών-δολοφόνων του.
Ο Ίβυκος μπορεί να χαρακτηριστεί ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο λεσβιακό μέλος της Σαπφούς και το χορικολυρικό στρώμα του Στησιχόρου.
Η ανάμειξη διαφόρων στοιχείων στη γλώσσα του αντανακλά μάλλον τις διαλεκτικές συνθήκες μιας αποικίας που περιελάμβανε ανάμικτο πληθυσμό. Στη διάλεκτό του είναι σαφέστατες οι επιδράσεις του έπους, χωρίς να απουσιάζουν ένα λεπτό δωρικό επίχρισμα και —καμιά φορά— αιολικοί τύποι.
Κύρια χαρακτηριστικά της ποιητικής δημιουργίας του Ιβύκου, ο οποίος υπήρξε και αξιόλογος μουσικός, είναι η μεγάλη περιγραφική δύναμη, το θερμό συναίσθημα, η αφθονία των επιθέτων, η ενάργεια και η ορμητικότητα της έκφρασης.