Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022
Πρωτοχρονιά!
Αχιλλέας και Αλβιών: Η επιρροή του W.Blake στους Led Zeppelin
https://olafaq.gr/people/stories/led_zepp_w_blake/
Χριστιάνα Στυλιανού
Όταν σκέφτομαι τους Led Zeppelin, συνήθως μου έρχονται στο μυαλό δύο πράγματα: ο όρος «κλασικό ροκ» και η περίφημη σκηνή από το Wayne’s World στην οποία ο άτυχος πρωταγωνιστής δηλώνει: “No stairway, denied“. Ωστόσο, το βρετανικό κουαρτέτο ήταν κάτι πολύ περισσότερο από απλούς ροκάδες με φουντωτά μαλλιά που δημιούργησαν ένα από τα πρώτα έπη της ροκ σκηνής. Είχαν πραγματική ουσία, και αυτός ήταν ο λόγος που οι Led Zep έγιναν τόσο επιτυχημένοι και κάλυψαν άψογα το κενό που άφησαν πίσω τους οι Beatles.
Ο ολοένα εξελισσόμενος ήχος που διαμόρφωσαν ο Robert Plant, ο Jimmy Page, ο John Paul Jones και ο John Bonham έκοβε σαν λεπίδα το βούρκο της ζαχαρένιας ποπ και της κουτσουρεμένης ψυχεδέλειας. Έδειξαν στους ακροατές ότι το μέλλον του ροκ εν ρολ ήταν πολύ πιο ζωντανό, πολύπλευρο και εκρηκτικό από αυτά που πρόσφεραν τα άλλα είδη την εποχή εκείνη.
Και τα τέσσερα μέλη έφεραν έναν άλλο αέρα στο προσκήνιο του ροκ εν ρολ, με τον Page έναν από τους μεγαλύτερους κιθαρίστες όλων των εποχών, τον John Paul Jones, έναν εξαιρετικό μπασίστα και πολυοργανίστα και τον αείμνηστο John Bonham, έναν από τους καλύτερους ντράμερ στους αιώνες των αιώνων. Ωστόσο, όσον αφορά την αδιαμφισβήτητη ουσία του συγκροτήματος, μεγάλο μέρος αυτής πρέπει να αποδοθεί στους στίχους, ή την ποίηση αν θέλετε, του Robert Plant.
Είτε γράφοντας για την περιοχή των West Midlands στην οποία μεγάλωσε, είτε αντλώντας σε μεγάλο βαθμό από τις ευρωπαϊκές μυθολογίες, ή ακόμα και αναφερόμενος στα έργα του επιφανούς J.R.R. Tolkien, ο Plant άνοιξε κατά πολύ τους ορίζοντες και τις αναφορές του όταν έψαχνε τα κατάλληλα λόγια για τους στίχους του συγκροτήματος, με μια ιδιαίτερη τάση να εμβαθύνει στη λογοτεχνία και στην ποίηση. Για ένα από τα πιο αγαπημένα κομμάτια του συγκροτήματος, αναζήτησε δύο διάσημους μύθους και έναν από τους σπουδαιότερους συγγραφείς της αγγλικής ποίησης.
Το εν λόγω τραγούδι είναι το “Achilles Last Stand“, ένα κομμάτι από το έβδομο άλμπουμ των Led Zeppelin, το Presence του 1976. Στο εν λόγω τραγούδι αναφέρεται η ιστορία του Τιτάνα Άτλαντα, καταδικασμένου να κρατάει τον ουρανό για πάντα, και εκείνη του Έλληνα ήρωα Αχιλλέα, κεντρικού χαρακτήρα του έπους του Ομήρου, Ιλιάδα.
Η ιστορία έλεγε ότι όταν ο Αχιλλέας ήταν παιδί, η μητέρα του Θέτιδα τον βούτηξε στα ύδατα της Στυγός για να τον κάνει αθάνατο κρατώντας τον από την πτέρνα η οποία δεν μπήκε στο νερό και έτσι έγινε το μόνο τρωτό σημείο του Αχιλλέα (εκείνο που θα τον σκότωνε). Αν και προέρχεται από την Ιλιάδα, ο θάνατος του Αχιλλέα δεν αναφέρεται στην Ιλιάδα, καθώς αυτό συμβαίνει αργότερα στον Τρωικό πόλεμο, όταν ένα βέλος του Πάρη βρήκε τον Αχιλλέα κατευθείαν στην πτέρνα.
Από αυτή την ιστορία προήλθε και η φράση «Αχίλλειος πτέρνα», την οποία λέμε για να τονίσουμε το αδύναμο σημείο μας. Γενικά είναι μια αδυναμία παρά την συνολική δύναμη, που μπορεί να οδηγήσει σε αποτυχία. Ενώ η μυθολογική προέλευση της ιστορίας αναφέρεται σε μια φυσική αδυναμία, οι προφορικές αναφορές σε άλλες αιτίες ή προσόντα που μπορούν να οδηγήσουν σε πτώση είναι κοινές.
Ο Plant έγραψε τους στίχους όταν το συγκρότημα ήταν φορολογικοί εξόριστοι από το Ηνωμένο Βασίλειο το 1975, ταξιδεύοντας στο Μαρόκο, την Ελλάδα και την Ισπανία. Παρόλο που τα λόγια του και η μουσική του συγκροτήματος είναι ποτισμένα με την ουσία της αρχαίας Μεσογείου, ο Plant αναφέρθηκε επίσης στην παλιά Βρετανία συμπεριλαμβάνοντας τον στίχο: “Albion remains / sleeping now to rise again“.
Ενδιαφέρον όμως είναι ότι η ατάκα αυτή ήταν μια αναφορά στον William Blake, τον εμβληματικό Βρετανό ποιητή και καλλιτέχνη του οποίου το έργο θεωρείται η κορύφωση της ρομαντικής εποχής. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στη γκραβούρα του Blake, The Dance of Albion, με το τραγούδι να συνοδεύεται από ένα ποίημα που διοχετεύει το διάσημο πεζογραφικό του ύφος.
Το παρακάτω απόσπασμα καταδεικνύει τον βαθμό στον οποίο ο Plant εμπνεύστηκε από την ιδέα της ανάστασης του Αλβιών: «Ο Αλβιών σηκώθηκε από εκεί που δούλευε στο μύλο με τους σκλάβους / Θυσιάζοντας τον εαυτό του για την ελευθερία των εθνών, χόρεψε το χορό του αιώνιου θανάτου».
Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022
Το ρολόι της πλατείας
Το μεγάλο ρολόι στεκόταν αγέρωχο στη πλατεία. Ήξερε πως όλοι είχαν έρθει για να το δουν. Να θαυμάσουν την ακρίβειά του με την οποία θα σηματοδοτούσε στις 12 ακριβώς το τέλος του παλιού χρόνου και την αρχή του νέου. Αυτή θα ήταν η βραδιά του. Όπως κάθε χρόνο αυτή η βραδιά ήταν δικιά του. Ένα σαρκαστικό χαμόγελο εμφανίστηκε αμυδρά κάτω από τους δείκτες του καθώς έφερε στα γρανάζια του την ανοησία των ανθρώπων. Νομίζουν πως η δωδεκάτη ώρα της πρώτης Ιανουαρίου φέρνει κάποιου είδους μαγεία, κάποια ελπίδα για αλλαγή προς το καλύτερο. Πόσο χαζή ιδέα έχουν οι άνθρωποι για το χρόνο. Νομίζουν πως ενδιαφέρεται να τους θεραπεύσει τις πληγές ενώ αυτός τους σκοτώνει σιγά σιγά. Πιστεύουν πως είναι ο καλύτερος γιατρός ακόμα κι όταν τους βασανίζει φέρνοντας στο νου τους άσχημες ή όμορφες ιστορίες του παρελθόντος και ανησυχία και άγχος για το μέλλον. Νομίζουν πως η αλλαγή του χρόνου είναι κάτι παραπάνω από μια καινούρια ημέρα. Κάγχασε κάπως δυνατά και ακούστηκε σαν να χτυπάει η καμπάνα του, όπως όταν σημαίνει πως η ώρα είναι και μισή. Κανείς από τους ανθρώπους δεν έδωσε σημασία στον χτύπο αφού ήταν απασχολημένοι με τις δουλειές και τα ψώνια της τελευταίας στιγμής, με τις ευχές που αντάλλασσαν μέσω των κινητών τους, με τις σκοτούρες της ημέρας. Συνέλαβε τότε ένα καταπληκτικό σχέδιο για να διασκεδάσει με τα ανόητα ανθρωπάκια. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να περιμένει μερικές ώρες. Οι ώρες πέρασαν, η νύχτα έπεσε πιο βαριά, οι δρόμοι άδειασαν και γέμισαν ξανά, αυτή τη φορά από ανθρώπους που βγήκαν όχι για δουλειές και αγορές αλλά για διασκέδαση. Στη πλατεία δεν έπεφτε καρφίτσα. Τραγούδια, χοροί, γλυκό κρασί βρασμένο με μπαχαρικά, χαιρετούρες, λόγοι. Ό,τι γινόταν κάθε χρόνο. Αλλά φέτος θα ήταν διαφορετικά. Θα φρόντιζε το ίδιο το ρολόι γι' αυτό. Σιγά σιγά έφτασε η ώρα. 11:59 μμ. Όλοι έστρεψαν τα μάτια στο ρολόι της πλατείας. Το σχέδιο δούλευε κυριολεκτικά ρολόι. 11:59:50 και άρχισαν να μετρούν αντίστροφα οι ανόητοι. 10, 9, 8 ...4, 3, 2, 1...τίποτα. Το ρολόι εφάρμοζε με ακρίβεια το σχέδιό του. Αντί για να σημάνει δώδεκα φορές την αλλαγή της ημέρας και του χρόνου...βουβαμάρα. Προς στιγμήν όλοι φάνηκε να παγώνουν. Δε κουνιόταν φύλλο. Το ρολόι ήταν έτοιμο να σκάσει στα γέλια. Τότε ξαφνικά ακούστηκε ο ήχος ενός κινητού. Και μετά κι άλλος ένας. Κάποιος φώναξε "Καλή χρονιά!" και τον ακολούθησαν πολλοί άλλοι μέχρι που όλοι οι παρευρισκόμενοι άρχισαν αν γελούν και να τραγουδούν. Και δωσ' του μουσικές, δωσ' του πυροτεχνήματα, ευχές, αγκαλιές, φιλιά. Κανείς δε κοιτούσε πια το ρολόι που ήταν έτοιμο να σκάσει από το κακό του. Μόνο άκουσε το δήμαρχο να λέει σε έναν συνεργάτη του: "Τι έπαθε το αναθεματισμένο τέτοια μέρα;" και ο άλλος απάντησε: "Μάλλον θα χάλασε κανένα γρανάζι. Θα έρθει αύριο συνεργείο να το κοιτάξει και αν χρειαστεί να του αλλάξει μηχανισμό". Ηλίθιοι άνθρωποι. Τίποτα δεν κατάλαβαν τελικά, σκέφτηκε το ρολόι κα άρχισε να δείχνει κανονικά την ώρα...
Αίγυπτος
Σε όνειρο αρχαίο
κάτω απ' των πυραμίδων
τη σκιά
Βάλε τη καρδιά μου
στη ζυγαριά με το φτερό
και χαμογέλασέ μου
Οι κροκόδειλοι περιμένουν
τα κομμάτια της ψυχής μου
να κατασπαράξουν
μα εγώ αδιαφορώ, το χαμόγελό σου
περιμένω μια τελευταία φορά να δω
Κλαίνε οι Βεδουίνοι γύρω μου
στους πρόποδες του Σινά
μα τα δάκρυά τους δε με συγκινούν πια
Αφήστε το σώμα μου τις ύαινες
να θρέψει και τους γύπες που μοχθηρά
χαμογελούν
Οι αρχαίες των σκλάβων αλυσίδες
με έδεσαν πριν αιώνες
γιατί στην ομίχλη των οραμάτων
είδα τα μάτια σου
και τότε η Σφίγγα τον γρίφο της
να λύσω περιμένει μάταια
Δε με νοιάζουν πια οι λύσεις
μόνο τα νερά του Νείλου που
να με παρασύρουν περιμένω
Τετράστιχο κακοτυχίας
Η τύχη μου δε φέρεται σαν μια κυρία
αριθμό είχα από μικρός το δεκατρία
δεν έπιασα ποτέ το δέκα το καλό
μαύρη γάτα μου 'κανε ξανά ποδαρικό
Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022
Βαλές
Παλεύω δυο στίχους να σου γράψω
μα δε μπορώ τις λέξεις να ταιριάξω
μια καρακάξα με περιγελά
λέει πως ψάχνω για μπελά
πέταξα τη ντάμα κι έμεινα στον άσο
Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022
Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022
Κόκκινα λεμόνια
Γύρω μου πετούν μπαλόνια
που ρίχνουν ζαχαρωτά κανόνια
μικρή αράχνη πέρδεται
καθώς από λαμπιόνι κρέμεται
στόλισα κόκκινα λεμόνια
Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
Νίκος Τουλαντάς
Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (1805-1875) έμεινε στην ιστορία για την ιδιαίτερη παιδική του λογοτεχνία. Φτωχός, γιος παπουτσή, 14 ετών φεύγει μόνος από τη γενέτειρά του (Όδενσε της Δανίας) για την Κοπεγχάγη, όπου δικτυώνεται στον κύκλο του θεάτρου το οποίο ήταν η μεγάλη του αγάπη αλλά όχι και το ατού του τελικά.
Ο συγγραφέας προσπάθησε ιδιαιτέρως, από μικρός, να διακριθεί στον τομέα της λογοτεχνίας, κυρίως μέσω της θεατρικής συγγραφής και της μυθιστοριογραφίας, όμως τα παραμύθια του ήταν αυτά που τον άφησαν στην ιστορία ως έναν ιδιαίτερο λογοτέχνη.
Κάμποσες είναι οι επιστολές του, σε φίλους, απ’ όπου αντλούμε πληροφορίες για τη ζωή του.
Ταξίδευσε αρκετά – πέρασε και από την Ελλάδα το 1840 – και γέμισε από υλικό και έμπνευση. Ήταν ένα «Ασχημόπαπο» ο ίδιος, περίεργος στο σουλούπι, αλλά και μεταφορικά, λόγω της κάπως ανορθόδοξης πορείας της ζωής του, που όμως ο ίδιος και ο κόσμος θα συνειδητοποιούσε πως επρόκειτο περί «Κύκνου».
Δεν παντρεύτηκε, παρότι ερωτεύτηκε, τελείωσε το σχολείο μεγάλος (25 ετών), κι ενώ από μικρός είχε έφεση στην παραμυθοποιΐα (επισκεπτόταν το γηροκομείο με τη γιαγιά του όπου άκουγε και έλεγε ιστορίες με τους εκεί ηλικιωμένους), το πρώτο του βιβλίο με παραμύθια εκδίδεται όταν έχει φθάσει τα 30 του έτη. Αν και δυσαρεστημένος από τις κριτικές που δέχθηκε για το υπόλοιπο συγγραφικό του έργο, απόλαυσε τη δόξα του σπουδαίου παραμυθά, αφήνοντάς μας μία παρακαταθήκη 168 έργων τέτοιου τύπου.
Αν και παιδική λογοτεχνία, το έργο του είναι γεμάτο από καυστική κριτική για την εποχή του και μία αποτύπωση των δυσκολιών που ο καλλιτέχνης συνάντησε στην πορεία του. «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα», «Τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα» και «Το ασχημόπαπο» είναι κάποια από τα διασημότερα έργα του. Και, αν και παιδικές ιστορίες, δεν θα ‘λεγες ότι τα παιδιά έχουν να πάρουν περισσότερα διδάγματα από τους μεγάλους διαβάζοντάς τες, αλλά μάλλον το αντίθετο.
*
«Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» είναι μία θλιβερή ιστορία για ένα φτωχό κοριτσάκι, παραμελημένο κοινωνικά, που προσπαθεί να βγάλει χρήματα πουλώντας σπίρτα μες το χιόνι, κατά την παραμονή μιας πρωτοχρονιάς. Ανάβοντας ένα σπίρτο για να ζεσταθεί βρίσκεται μαγικώς στην θαλπωρή ενός σπιτιού, μπροστά σε ένα χριστουγεννιάτικο γεύμα. Το σπίρτο σβήνει και το όραμα εξαφανίζεται. Ανάβει κι άλλο και συμβαίνει πάλι κάτι αντίστοιχο μέχρι να ξανασβήσει. Το τρίτο που ανάβει, θέλει το παιδί να οραματίζεται τη νεκρή γιαγιά του, της οποίας την οπτασία, μη θέλοντας να την χάσει από μπροστά του, προσπαθεί να διατηρήσει ανάβοντας όλα του τα σπίρτα. Το κοριτσάκι πεθαίνει από το κρύο τελικά κι η περαστική κοινωνία σχολιάζει με λύπη το περιστατικό πάνω από το πτώμα του. Ο συγγραφέας όμως εξιλεώνει την κατάσταση με μια μεταφυσική παραμυθία, εξηγώντας πως, παρόλο που οι άνθρωποι βλέπουν τη θλιβερή κατάσταση του παιδιού αυτού, δε γνωρίζουν ότι περνάει καλύτερα απ’ όλους, κάπου στο ουρανό παρέα με την αγαπημένη του γιαγιά. Στην πραγματικότητα, αν δεν υπάρχει όντως η προοπτική μιας τέτοιας μεταθανάτιας ανάπαυσης (εδώ, βέβαια, κοσμικώς αποτυπωμένη), η ζωή, εύκολη ή δύσκολη, είναι μόνο θλιβερή και άδικη.
«Τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα» είναι ένα κείμενο που θίγει το θέμα της κενής περιεχομένου και ποιότητας εξουσιαστικότητας. Δύο τσαρλατάνοι, δήθεν ράπτες, πείθουν έναν βασιλιά, μανιακό με την γκαρνταρόμπα του (αλλάζει ρούχα κάθε μία ώρα), να του ράψουν ένα απίθανο σετ ρούχων για μία επικείμενη παρέλαση. Πέραν της εξαίρετης ποιότητας των ενδυμάτων, του εξηγούν πως αυτά τα ρούχα θα είναι αόρατα στους κουτούς κι ανάξιους για τη θέση τους αυλικούς του, κάτι που θα ξεκαθαρίσει πολύ τα πράγματα. «Ράβουν» ένα αόρατο ρούχο και διάφοροι υπάλληλοι του αυτοκράτορα, μη θέλοντας να χάσουν τη θέση και υπόληψή τους, υποκρίνονται πως όντως πρόκειται περί υψηλής ραπτικής έργο. Οι τσαρλατάνοι, εν τω μεταξύ, ρουφάνε ενέργεια και πλούτο, δήθεν για να φέρουν εις πέρας το έργο αυτό. Η ημέρα της παρέλασης φθάνει, ο αυτοκράτορας, επίσης, φοβάται να παραδεχτεί ότι δε βλέπει τα καινούργια του ρούχα και βγαίνει με τη συνοδεία του (κάποιοι κρατάνε και τον αόρατο μανδύα του) να παρελάσει τσίτσιδος. Ένα μικρό παιδί θα ξεμπροστιάσει την κατάσταση και θα φωνάξει δυνατά κι ακέραια την αλήθεια: Ο αυτοκράτορας δε φοράει ρούχα! Ο πατέρας του φωνάζει κι αυτός: «Ακούστε τη φωνή της αθωότητας!», που εντέλει ρίχνει το φως της στα πάθη της κενοδοξίας, της διαφθοράς και του εθελότυφλου ψεύδους, που πολύ συχνά συνοδεύουν τους τίτλους εξουσίας και τον υπαλληλικό τους περίγυρο.
«Το ασχημόπαπο» είναι αρκετά αυτοαναφορικό παραμύθι. Ένα αλλιώτικο πουλάκι βγαίνει μέσα από το αυγό μιας πάπιας και δε μοιάζει με τα άλλα παπάκια. Το πουλάκι δέχεται μπούλινγκ απ’ όλους για την εμφάνισή του κι αποφασίζει να φύγει για έναν άλλο τόπο. Όπου και να πάει όμως συμβαίνει αυτό το πράγμα: το τσιμπάνε τα άλλα ζώα, το κοροϊδεύουν και το βγάζουν μη-κανονικό, το κακομεταχειρίζονται οι άνθρωποι. Το πλασματάκι, έχοντας αυτή την αντιμετώπιση από την αρχή της ζωής του, πορεύεται κατηγορώντας τον εαυτό του, εσωτερικεύοντας και αποδεχόμενο την «αφύσικη» ύπαρξή του ως δεδομένη. Μετά από πολλές παρόμοιες περιπέτειες, πλήρως απογοητευμένο, συναντά, σε ένα πάρκο, τρεις λευκούς κύκνους όπου τους λέει, με τσακισμένο ηθικό, αν θέλουν να το σκοτώσουν. Όμως, βλέποντας τον καθρεπτισμό του εαυτού του στο νερό, για πρώτη φορά, αντιλαμβάνεται πως είναι ένας κύκνος σαν κι αυτούς. Μάλιστα, βρίσκεται σε ένα πάρκο όπου τα παιδιά παίζουν και ταΐζουν τα ζωάκια. Ξαφνικά, χωρίς ποτέ να φανταστεί πως υπάρχει τόση ευτυχία, όπως λέει, τα παιδιά χαίρονται και φωνάζουν πως αυτός ο κύκνος είναι ο πιο όμορφος απ’ όλους. Εν ολίγοις, το παραμύθι περιγράφει την επιπόλαια κοινή γνώμη που απορρίπτει το ασύνηθες και, ταυτίζοντας ασύγκριτα μεγέθη και ποιότητες (κάποιες αναλύσεις του έργου εξηγούν πως πρόκειται για τα κλασικά πάθη ενός προικισμένου με ευφυΐα ανθρώπου), υποτιμά και παρερμηνεύει τη μοναδικότητά του.
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, σύνθεση του πορτραίτου του Χ. Κ. Άντερσεν με γκραβούρα (από το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών) των William Haygarth και Charles Turnerc.
Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2022
Σβούρα
Όλος ο κόσμος μου μια σβούρα
η λογική εδώ τα βρίσκει σκούρα
για γλυκό πάντα έχω ακόμα χώρο
κανείς δε πρότεινε δίαιτα σε σκώρο
στο δέντρο μου έχουν φυτρώσει μούρα
Η Δακτυλοθεσία
Είχε κάτσει κάτω στο δάπεδο στο συνηθισμένο του σημείο. Είχε απλώσει κάτι σαν παλιά κουβέρτα και πάνω της είχε τοποθετήσει την άδεια θήκη της κιθάρας που ήδη κρατούσε στα χέρια τους, ένα κουτί για να ρίχνουν οι περαστικοί τα χρήματα. Πέρασε λίγη ώρα κουρδίζοντας τη κιθάρα του, καθάρισε το λαιμό του, κοίταξε γύρω του να δει πόσος κόσμος περνάει και ξεκίνησε να παίζει. Το τραγούδι δεν ήταν και πολύ του γούστου μου, ήταν από αυτά τα έντεχνα που σε παίρνει ο ύπνος την ώρα που τα σιγοτραγουδάς αλλά ο τύπος ήταν δεξιοτέχνης, έπαιζε πολύ καλά, ενώ είχε και καλή φωνή. Κάθισα λίγη ώρα και παρακολουθούσα. Σύντομα το παίξιμο του άλλαξε. Ανεπαίσθητες οι αλλαγές στην αρχή, γίνονταν πιο αντιληπτός όσο συνέχιζε να παίζει. Άφησε τις γνώριμες και -για να είμαστε ειλικρινείς- βαρετές μελωδίες και άρχισε να μεταβαίνει σε άγνωστες μελωδίες και μυστηριακές κλίμακες. Τα δάχτυλά του άρχισαν να παίρνουν δύσκολες και σχεδόν αφύσικες θέσεις πάνω στις χορδές της κιθάρας. Αναγνώρισα τη δαχτυλοθεσία για την οποία μιλούσαν οι παλιοί θρύλοι της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής. Ήταν σίγουρα η δαχτυλοθεσία του Σατανά. Σύμφωνα με το θρύλο ο Σατανάς έπαιζε κιθάρα χρησιμοποιώντας και την ουρά του. Πρόκειται στη πραγματικότητα για ένα πολύ δύσκολο τρόπο παιξίματος της κιθάρας που ζωντανεύει τις σκιές των ανθρώπων και μαγεύει πλάσματα από άλλους κόσμους. Και πράγματι ανάμεσα στους αδιάφορους περαστικούς, καλικάντζαροι, στοιχειά και νεράιδες χόρευαν ανενόχλητα. Ενώ οι σκιές εγκατέλειπαν τους ανθρώπους τους και συμμετείχαν στο γλέντι που είχε στηθεί. Ο κόσμος χωμένος σε σκοτούρες, λογαριασμούς και αγορές δεν πήρε είδηση ούτε τον τρελό χορό των αερικών ούτε το τρελό παίξιμο του κιθαρωδού. Μόλις το κομμάτι τελείωσε, διακόπηκε απότομα και ο χορός και τα ξωτικά εξαφανίστηκαν και οι σκιές γρήγορα γύρισαν σε αυτούς στους οποίους ανήκαν. Έψαξα τις τσέπες μου. Σε τέτοιους κιθαρίστες δε μπορείς να δώσεις ένα απλό κέρμα αλλά πρέπει να βρεις ένα δηνάριο σαν κι αυτά με τα οποία συναλλάσσονταν οι παλιές Αυτοκρατορίες σε περιόδους ανακωχής κατά τη διάρκεια των μεταξύ τους πολέμων. Πάντα κουβαλάω ένα τέτοιο μαζί μου, που στη μία πλευρά έχει ένα γρύπα και στην άλλη ένα ουροβόρο φίδι. Το έριξα στο κουτί που είχε μπροστά του. Το πήρε στο χέρι του, το κοίταξε καλά, το δάγκωσε κι έπειτα με κοίταξε και χαμογέλασε. Έβγαλε ένα μικρό φλασκί, έριξε λίγο από το ποτό που είχε μέσα σε ένα πλαστικό ποτηράκι και μου το πρόσφερε. Πήρα το ποτήρι και το κοίταξα. Γνώρισα το πράσινο ποτό και τη νεραϊδούλα που κολυμπούσε μέσα του. Την άφησα να πετάξει μακριά, ύψωσα το ποτήρι μου, ευχήθηκα στον μουσικό και κατέβασα μονορούφι το αψέντι. Χαιρέτισα το μουσικό, είπαμε στο επανιδείν, σήκωσα το γιακά του μπουφάν μου και συνέχισα το δρόμο μου. Που και που όταν τα βράδια είναι ήσυχα ακούω τη μουσική της κιθάρας την οποία παίζει ο δεξιοτέχνης μουσικός χρησιμοποιώντας τη δακτυλοθεσία του Σατανά...
***Δαχτυλοθεσία του Σατανά: αναφορά στο βιβλίο του Μίλοραντ Πάβιτς "Το Λεξικό των Χαζάρων".
Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022
Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2022
Νύχτα σιωπηλή
Η πόλη επιτέλους ησύχασε. Δεν ήταν η ησυχία που φέρνει η νύχτα καθώς το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού χώνεται είτε στα σκεπάσματά του είτε σε κάποιο μπαρ. Ούτε μοιάζει με την ησυχία που απλώνεται λίγο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα. Ετούτη είναι μια παράξενη ησυχία που δεν εμφανίζεται όταν αδειάζουν οι δρόμοι ή όταν σβήνουν τα φώτα. Μάλλον συνυπάρχει με την κίνηση και τη φασαρία που κάνουν οι άνθρωποι. Κάθομαι μπροστά στη μπαλκονόπορτα και απολαμβάνω ετούτη την ώρα. Δε χιονίζει. Ποτέ δε χιονίζει αυτή την εποχή, παρά μόνο στις ταινίες. Βέβαια εκεί το χιόνι είναι ψεύτικο, τεχνητό, ενώ αυτή η βραδιά είναι τόσο αληθινή. Ανοίγω και βγαίνω έξω στο μπαλκόνι. Έτσι κι αλλιώς δε κάνει και τόσο κρύο. Ρουφάω με τα ρουθούνια μου τον αέρα. Παρά τη συνηθισμένη κάπνα, τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων και τη μυρωδιά πετρελαίου πιάνω και μια γλυκιά μυστική μυρωδιά. Μια μυρωδιά που βρίσκεται εκεί για να μπορέσουν όλοι να τη μυρίσουν μα λίγοι τελικά το καταφέρνουν. Κοιτάζω τον ουρανό. Τα φώτα κρύβουν τα άστρα περισσότερο κι από τα σύννεφα. Δε με πειράζει. Κι αυτά τα ελάχιστα που φαίνονται μου φτάνουν. Γιατί να ζητάω πολλά όταν ούτε με τα λίγα δε ξέρω τι να κάνω; Διάφορες σκέψεις περνούν από το μυαλό μου. Σκέψεις που έκανα παλιά, σκέψεις που κάνω τώρα, σκέψεις που δεν έκανα ακόμα ή που δε θα μου έρθουν ίσως ποτέ. Αναμνήσεις που έγιναν παρόν και σχέδια που ανήκουν πια στο χθες. Όλα ανακατεύονται. Αρχίζει και με ενοχλεί η υγρασία. Μπαίνω μέσα και κλείνω τη μπαλκονόπορτα. Κάθομαι αναπαυτικά στη καρέκλα μου και ετοιμάζομαι να απλώσω τα πόδια μου στο τραπέζι. Ένα ήχος μου τραβά την προσοχή. Ένας καλικάντζαρος που μασουλάει ένα μελομακάρονο κρατώντας το με το δεξί του πόδι ενώ στο αριστερό χέρι έχει ένα κομμάτι κοτόπιτα. Κανονικά θα του έσπαγα τα μούτρα μα σήμερα δε με νοιάζει. Δε θέλω να χαλάσω αυτή την ησυχία. Του βάζω ένα ποτήρι ζεστό κρασί και αφού το πιει τον ξεπροβοδίζω δίνοντάς του μερικά γλυκίσματα και τρόφιμα ακόμα. Καθώς τον βλέπω να φεύγει χοροπηδώντας σκέφτομαι τις αμαρτίες των ανθρώπων. Δε πρέπει να κρίνονται αυστηρά. Είναι τόσο εύκολο να υποπέσει ο καθένας μας σε κάποια. Δε ξέρω πως τα συνδύασα με τον χαρούμενο καλικάντζαρο. Ποτέ μου δε κατάλαβα πως μου έρχονται οι σκέψεις στο μυαλό. Δε με νοιάζει. Αρκεί να μη χαλάσει η ησυχία της βραδιάς. Κλείνω τη πόρτα και τα φώτα. Ξαπλώνω και απολαμβάνω τη σιωπή....
Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022
Κάποια παλιά Παραμονή
Το κρασί γλυκό ζεσταίνεται στη φωτιά
μέλι και μπαχαρικά βράζοντας χορεύουν
θα χάσω επίτηδες και πάλι στα χαρτιά
σαν όσους κέρδος στον έρωτα γυρεύουν
Με καλικαντζάρους το έλατο στολίζω
τα φαναράκια γύρω τρέχουν σαν παλαβά
την τύχη από συνήθεια κακή μου βρίζω
ίσια περπατώ σε δρόμο που απλώνεται στραβά
Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022
Χειμερινό ηλιοστάσιο
Ο άνεμος στριφογυρίζει στο καβούκι
του σαλιγκαριού
το φεγγάρι δακρύζει
τούτη τη μεγάλη νύχτα
Αρχαίο μάρμαρο, μένει βουβό
καθώς ένα άσπρο κουνέλι τραγουδά
προτού γίνει αυτό, η πρώτη
νιφάδα του χιονιού
Κάτω από το δέντρο με τα συρματόφυλλα
πρώτη φορά σε είδα
και εκείνη την ώρα σε ξέχασα
ρίχνοντας στο κεφάλι μου
κόκκινο χώμα
Το μαντολίνο χωρίς χορδές
υποδέχεται το σαράκι στη κοιλιά του
αλλά γελά όσο ποτέ
Στον καθρέφτη μου κοιτώ και
βλέπω
το χειμερινό μου ηλιοστάσιο
Ο Αρχαίος Περιπλανώμενος
Όλοι ήξεραν τον θρύλο του. Όλοι γνώριζαν τον Αρχαίο Περιπλανώμενο, έτσι τον έλεγαν στις ιστορίες τους. Ήταν από τους ελάχιστους που διατηρούσε τη μορφή των παλαιών ανθρώπων. Πριν τις εμφυτεύσεις και τις μεταλλάξεις. Πριν τα πόδια ατροφήσουν, πριν η πλάτη κυρτώσει, πριν τα δάχτυλα των χεριών μακρύνουν, πριν οι κόγχες των ματιών βαθύνουν. Περπατούσε στη γη, έτσι λένε τα τραγούδια, από την εποχή που ο ήλιος ήταν ακόμα νέος και ο πλανήτης σε βρεφική κατάσταση. Και τώρα που ο ήλιος στον ουρανό αργοσβήνει γερασμένος προς έναν αναπόφευκτο θάνατο, τώρα που κυριαρχεί το κόκκινο αδύναμο φως και η σκόνη στον κάποτε πράσινο πλανήτη ακόμα περπατά. Ένας θεός ξέρει πόσους δικούς του έχει θάψει κάτω από το χώμα αυτού του σχεδόν άγονου πια βράχου που γυρνά γύρω από τον άξονά του. Ένας θεός ξέρει πόσους από αυτούς τους έχει σκοτώσει ο ίδιος. Είχε εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια να έρθει σε αυτό το μέρος. Τον πονούσε η ανάμνησή του. Εδώ ήταν που ξεκίνησε η περιπλάνησή του, το μαρτύριό του. Εδώ ήταν που πρόδωσε και προδόθηκε για πρώτη φορά. Εδώ έχυσε το αίμα του, εδώ...Κοίταξε στον ουρανό. Πορφυρές αδύναμες ακτίνες έφταναν από το κάποτε μεγαλόπρεπο αστέρι. Από αυτό που έφτασε να λατρεύεται σαν θεός. Σαν πηγή ζωής. Έριξε μια ματιά στον απέναντι λόφο. Ξεγυμνωμένος εδώ και αιώνες από κάθε είδους ζωής και βλάστησης. Στην κορυφή του, οι ιερείς έσερναν τα βαριά τους ράσα και με ακρίβεια τελούσαν το μάταιο τελετουργικό της αναβίωσης του ήλιου. Κάθε ώρα που περνούσε το φως του και η ζέστη του υποχωρούσαν. Ξέσπασε θύελλα. Θυμήθηκε εκείνη. Εκείνη που αν και προσπάθησε δεν άντεξε το αίμα στα χέρια του. Εκείνη που τόσο φοβόταν, δε θυμάται πια πόσες χιλιάδες χρόνια πριν, τον δυνατό αέρα. Τι θα έκανε άραγε τώρα; Ευτυχώς δεν έζησε τούτη την εποχή. Κανείς από τους παλαιούς ανθρώπους δεν έζησε τούτη την εποχή. Είχε ακούσει κάπου κάπου φήμες για άλλους σαν κι αυτόν μα δε συνάντησε ποτέ κανέναν τους. Ίσως κάποιο αόρατο χέρι να τους έσπρωχνε σε αντίθετες κατευθύνσεις μέχρι την κατάλληλη ώρα, ίσως να μην υπήρχαν καθόλου. Είχε βρει μάρτυρες που ορκίζονταν πως είχαν δει τη Μητέρα των φιδιών, τον πανάρχαιο ιερέα ή τον αετό προφήτη. Μα αυτός δεν είχε δει κανέναν τους. Τελευταία κάποιος σε ημίτρελη προφανώς κατάσταση φώναζε πως είδε το πύρινο άρμα στον ουρανό, πιο φωτεινό από τον ήλιο που ξεψυχούσε. Ούτε κι αυτό το είδε. Στάθηκε μπροστά σε ένα δέντρο. Ακούμπησε το ραβδί του κάτω και στη συνέχεια γονάτισε. Έβαλε το χέρι του στο χώμα και το καθάρισε λίγο. Ακούμπησε σε μια πέτρα που βρισκόταν θαμμένη από κάτω. Έμεινε αμίλητος. Ο αέρας σταμάτησε να φυσά και οι ιερείς σώπασαν αφού είχαν τελειώσει για άλλη μια φορά το ατελέσφορο τελετουργικό τους. Απλώθηκε ησυχία γύρω του. Ήταν η πρώτη φορά εδώ και χιλιετίες που αυτός ο τόπος ησύχαζε. Ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι του στο μάγουλο και μετά έπεσε στο σκονισμένο έδαφος κάνοντας τον ήχο της φωτιάς που τσιτσιρίζει καθώς σβήνει. Έβγαλε την κουκούλα του και το σημάδι στο μέτωπό του φάνηκε κατακόκκινο και έντονο. "Κοντεύει η ώρα αδερφέ μου. Συγχώρησε με για να βρεθούμε ξανά" είπε και σκούπισε τα μάτια του που τώρα πια ήταν και τα δύο δακρυσμένα. Σηκώθηκε και έβαλε τη κουκούλα και πάλι. Κοίταξε γύρω του και μετά στον ουρανό. Ο ήλιος συνέχιζε την πορεία του προς τη δύση χωρίς κανείς να γνωρίζει αν θα υπάρξει κι άλλη ανατολή. Σήκωσε το ραβδί του. Έβγαλε ένα μαχαίρι από τη ζώνη του και το πέταξε κάτω. "Ζυγώνει η ώρα που και ο Κάιν θα ξεκουραστεί" μονολόγησε και ξεκίνησε να περπατά πάλι. Η ώρα δεν είχε έρθει ακόμη...
Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2022
Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022
Το τραγούδι του προφήτη
Εδώ και χρόνια γνωριζόμασταν. Αλλά ποτέ του δε μου μίλησε γι' αυτά που ξέρει. Ήταν προφήτης, το γνώριζα, μα δεν τον πίεσα ποτέ να μου μιλήσει. Προχθές ήταν αλλιώς τα πράγματα. Με φώναξε κοντά του, μου πρόσφερε μια κούπα τσάι και άρχισε χωρίς άλλη εισαγωγή να μου μιλά: "Στης γοργόνας το λαιμό, τα φύκια φαίνονται πιο όμορφα και πιο πολύτιμα από τις μεταξωτές κορδέλες. Στα φτερά της νεράιδας η σκόνη γίνεται θαύμα. Πώς να συγκρίνεις τη φλόγα του κεριού με την αναπνοή του δράκου; Του ήρωα η πανοπλία δε σκουριάζει ποτέ, ακόμα κι αν αυτός από αιώνες πια έχει αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο. Σκέψου πέρα από τον εαυτό σου και ο κόσμος στα πόδια σου θα πέσει, όχι για να τον κατακτήσεις, μα για να τον σηκώσεις ψηλά. Ακόμα κι αν αυτό σημάνει τη δική σου καταβαράθρωση. Ο κόπος αξίζει για κάτι τέτοιο μα δεν ξεπληρώνεται ποτέ. Ακόμα και εκατοντάδες χιλιόμετρα δεν χρειάζονται παρά το απαλό φύσημα του ανέμου για να γίνουν μια αγκαλιά, ένα καλωσόρισμα. Μη φοβάσαι τα γρανάζια του χάους όταν γυρνούν γιατί αυτά είναι η ζωή και ξέρουν τη θέση τους να βρίσκουν με την ακρίβεια που περιστρέφονται τα χαμόγελά μας γύρω από τον ήλιο. Άσε την εξουσία σε αυτούς που για χάρη της θυσιάζουν τα όνειρα και αφυδατώνουν τo φως του φεγγαριού την ώρα που αυτό τους υπνοβάτες προσπαθεί να νανουρίσει. Ο πίθηκος ξαπλώνει στο λυκόφως του, έρχεται η αυγή του λύκου σύντομα και όλα θα φανερωθούν". Κι έπειτα σταμάτησε. Είχα μείνει άναυδος από όσα άκουσα και θεώρησα υποχρέωσή μου να τα μεταφέρω αυτολεξεί ώστε κι άλλοι αιθεροβάμονες και ονειροπόλοι να γνωρίζουν πως πρέπει να περπατούν από δω και πέρα.
Night dream
Dragonflies turn to stars,
they fly up to the skies;
a stargazer's painting
made of colors blended
with moonbeams, flowers
and scents
Το είδωλο
Αποφεύγω να κοιτάζω στον καθρέφτη. Όπως αποφεύγω και να κοιτάζω παλιές φωτογραφίες. Βλέπω εκεί μέσα κάτι που δε βλέπουν οι άλλοι. Εκεί που οι περισσότεροι βλέπουν ένα χαμόγελο εγώ βλέπω τον μορφασμό ενός θηρίου. Στη θέση μια φιλικής αγκαλιάς βλέπω το σφίξιμο του πύθωνα. Μέσα από τα μάτια μου μπορώ να δω τα τρία κεφάλια του Κέρβερου. Αυτά τα βλέπω γιατί γνωρίζω. Γνωρίζω ποιος είμαι. Και νιώθω τον Λεβιάθαν να κολυμπάει στα σωθικά μου παλεύοντας να βγει για να καταπιεί τον κόσμο όλο. Δε θυμάμαι τι στα κομμάτια με έπιασε εκείνη τη μέρα. Ίσως η βροχή που έπεφτε από τη προηγούμενη νύχτα. Ίσως η μελαγχολική μου διάθεση. Ίσως ότι θυμήθηκα εκείνη, τη μόνη που μπορούσε να δέσει με τις αλυσίδες της τον μαντιχώρα που κρυβόταν με πανουργία μέσα μου. Δε μπορώ να θυμηθώ τι τρέλα με έπιασε εκείνη τη καταραμένη μέρα και έκατσα μπροστά στον καθρέφτη. Κοίταξα κατάματα το είδωλό μου που στεκόταν απέναντί μου. Είδα στα μάτια του να καίει μια άσβεστη φωτιά, το σκοτάδι να απλώνεται στο πρόσωπό του, είδα το εφιαλτικό χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη του. Σαν να ξυπνούσα σιγά σιγά από κάποιου είδος λήθαργο, προσπάθησα να κλείσω τη ντουλάπα, στο φύλλο της οποίας βρισκόταν ο καθρέφτης. Ήταν ήδη αργά. Ένα βίαιο σπρώξιμο με πέταξε μακριά. Προσπάθησα να σηκωθώ μα ένιωθα πολύ αδύναμος. Κοίταξα με τρόμο στον καθρέφτη. Το είδωλό μου, σκοτεινό και φρικώδες είχε πια γιγαντωθεί. Με μια δρασκελιά βρέθηκε έξω από τη γυάλινη φυλακή του και με άρπαξε από το λαιμό. Η λαβή του ήταν τόσο ισχυρή που δε μπορούσα να της ξεφύγω. Δε μπορούσα να αναπνεύσω. Ο χώρος γύρω μου σκοτείνιαζε καθώς έχανα τις αισθήσεις μου. Τελευταία εικόνα που μου έμεινε ήταν η απαίσια έκφραση στο πρόσωπο αυτού του τέρατος. Αυτού του τέρατος που ήμουν εγώ. Πάντα ήμουν εγώ. Τώρα έμεινα ένας άνθρωπος χωρίς είδωλο. Κλεισμένος σε ένα καθρέφτη να κοιτάζω τον κόσμο στον οποίο κάποτε ζούσα. Πιο μόνος και πιο ευτυχισμένος από ποτέ...
Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2022
Το δώρο
Το συνάντησα μόνο του να περιφέρεται στο δρόμο. Ήταν ένα παιδί. Ένα μικρό κοριτσάκι με άσπρο φόρεμα και πυρόξανθα μαλλιά. Τι έκανε νυχτιάτικα μόνο του στους δρόμους; Καθώς πλησίαζα, γύρισε και με κοίταξε. Μου χαμογέλασε και άρχισε να περπατά. Ενώ δεν έκανε καμιά εμφανή προσπάθεια να τρέξει ή έστω να προχωρήσει πιο γρήγορα και ενώ υποτίθεται πως ο δικός μου βηματισμός θα ήταν γρηγορότερος δε μπορούσα να μειώσω την απόσταση μεταξύ μας. Και τις λίγες φορές που κατάφερνα να πλησιάσω, ένας ισχυρός άνεμος σηκωνόταν και δυσκόλευε το περπάτημά μου. Αλλά μόνο το δικό μου. Το μικρό κορίτσι δε φαινόταν αν επηρεάζεται καθόλου. Μα πώς ήταν δυνατόν; Συνέχισα να ακολουθώ τη μικρή. Την ακολούθησα σε στενά δρομάκια, σε λεωφόρους, σε γειτονιές, σε πάρκα, μέσα από βιομηχανικές περιοχές. Μετά από πολλές ώρες περπατήματος το κοριτσάκι σταμάτησε να περπατά. Κατάφερα και έφτασα δίπλα του. Ήμουν τόσο λαχανιασμένος που δε μπορούσα να μιλήσω. Το μόνο που έκανα ήταν να σκύψω μπροστά για να βρω την ανάσα μου. Μόλις συνήλθα κάπως γύρισα να μιλήσω στη μικρή και να τη ρωτήσω τι στην ευχή έκανε τέτοια ώρα έξω και γιατί μου έβγαλε τη ψυχή στο περπάτημα. Δε πρόλαβα. Χαμογέλασε και μου έδειξε κάπου με το χεράκι της. Μου κόπηκε η λαλιά. Μόλις συνειδητοποίησα που βρισκόμουν, όμορφες αναμνήσεις ήρθαν και κατέκλυσαν το μυαλό μου. Χαμογέλασα αμυδρά και δάκρυσα λιγάκι. Γύρισα και κοίταξα τη μικρή. Αυτή όμως είχε γίνει ήδη μια άυλη δέσμη φωτός και πετούσε μακριά. "Αυτό είναι το δώρο σου", ακούστηκε μια ψιθυριστή φωνή, "Καλά Χριστούγεννα και να θυμάσαι πως κάποτε υπήρχαν τέτοια..."
Προορισμός
Περπάτησα σε μάτια
πράσινα και καφέ σαν λιβάδια
χορτάρι και χώμα
μάζεψα μία μία τις φακίδες
φτιαγμένες από του ήλιου
τις πρωινές ακτίνες
ζεστάθηκα σε μαλλιά
που γέννησε η φωτιά
εκεί που οι αλεπούδες
κλέβουν το χρόνο
των ανθρώπων
και που σβήνει η άγρια
ματιά του λύκου
Ένα γεράκι πέταξε κυκλικά
στον ουρανό και με φωνή
σαν κρότο έδωσε εντολή:
"τώρα μπορείς να ξεκουραστείς".
Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022
9:40 μμ
Ακολουθώ τις λέξεις
μα κι αυτές συχνά
με προδίδουν
σε αδιέξοδο με οδηγούν
Με παρασέρνουν όπως
ο δυνατός αέρας
που τρομάζει τις ευαίσθητες ψυχές
και με ρίχνουν σε βράχια
και ξέρες
Ο θάνατος δεν είναι η στιγμή
που αποχωριζόμαστε τη ζωή
μα φωλιάζει στη κάθε φορά
που δειλιάζουμε
και ένας Θεός ξέρει πως
έχω περάσει πολλούς θανάτους
Τι να κάνω! Τινάζω το χώμα που
με σκέπαζε και σηκώνομαι
Πάλι παίρνω δρόμο άγνωστο
ίσως κι αυτός σε άλλο θάνατο με οδηγήσει
μα αυτό δε λέγεται τελικά ζωή;
Ο θάνατος των παιδιών
Ο θάνατος των παιδιών είναι πάντα πρότυπο για τους θανάτους των γονιών. Η μάνα γεννάει για να δώσει ζωή στο παιδί της, το παιδί πεθαίνει για να δώσει μια μορφή στο θάνατο του πατέρα του. Όταν ο γιος πεθαίνει πριν τον πατέρα, ο πατρικός θάνατος είναι χήρος, θα σακατευτεί, θα μείνει χωρίς πρότυπο. Γι' αυτό εμείς οι δαίμονες πεθαίνουμε έυκολα., επειδή δεν έχουμε απογόνους. Και κανένα πρότυπο θανάτου δεν υπάρχει για μας. Έτσι και οι άνθρωποι που δεν έχουν παιδιά πεθαίνουν εύκολα, γιατί η συνολική τους δραστηριότητα στην αιωνιότητα σημαίνει μόνο έναν και μοναδικό θάνατο και μάλιστα σε μια στιγμή.
Μίλοραντ Πάβιτς, Το Λεξικό των Χαζάρων, εκδ. Ηρόδοτος
Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022
Το πέταγμα της πεταλούδας
Ξύπνησα μουσκεμένος στον ιδρώτα
σου φώναζα στον ύπνο μου
μα δε γύρισες να μου απαντήσεις
ποτέ δεν απαντούσες όσο κι αν φώναζα
μα δεν πειράζει
τα λουλούδια μπορεί να ξεράθηκαν στη γλάστρα
μα το χώμα είναι ακόμα φρέσκο
και θα γεννηθούν άλλα
και πάνω τους θα σταθεί η πεταλούδα
που κουνώντας τα φτερά της
χάος θα φέρει ακόμα μια φορά.
Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022
To κλάμα
Όλο το βράδυ κυνηγούσα ένα ζωηρό όνειρο που είχε ξεφύγει από τον ύπνο κάποιου. Ανέβηκα σε ταράτσες, πήδηξα μέσα σε αυλές, το κυνήγησα ανάμεσα σε αυτοκίνητα που κινούνταν, το στρίμωξα σε ένα αδιέξοδο αλλά κι από εκεί μου ξέφυγε σκαρφαλώνοντας στον τοίχο μια παλιάς βρώμικης πολυκατοικίας. Το κυνήγησα μέχρι την Ακρόπολη το καταραμένο κι όλο μου γλίτωνε. Τελικά αποφάσισε να γυρίσει στον ύπνο του ταλαίπωρου υπνοβάτη από όπου το έσκασε αφού κατάλαβε πως μπορεί να μη το έπιανα αλλά δε θα παρατούσα το κυνήγι του. Σκασμένος από το ολονύχτιο κυνήγι, περπατούσα διασχίζοντας ένα πάρκο όταν άκουσα τους λυγμούς της. Δεν ήξερα από που έρχονταν αρχικά, αλλά ακολούθησα τον ήχο που με οδήγησε σε ένα παγκάκι. Καθόταν γερμένη στα γόνατά της και είχε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της. Τη πλησίασα, κάθισα δίπλα της και την άγγιξα απαλά. Το χέρι μου πέρασε μέσα από τον ώμο της. Σκοτείνιασα. Σταμάτησε για λίγο να κλαίει και γύρισε να με κοιτάξει. "Αυτοκτονία;" ρώτησα και μου έγνεψε καταφατικά. "Έρωτας" τη ρώτησα ξανά και γύρισε ξανά στους λυγμούς της. Άφησα το φάντασμα στην ησυχία του. Κοίταξα την πόλη που σιγά σιγά ξυπνούσε. Έβρισα τον κόσμο. Ένας κόσμος στον οποίο ο έρωτας γίνεται αιτία τόσο άδικου θανάτου μόνο για βρισιές και κατάρες αξίζει...
Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2022
She stares at me - Με κοιτά
She stares at me
piercing my defenses
crushing evey wall inside
I surrender to her eyes
unconditionally
Με κοιτά
διαπερνώντας τις άμυνές μου
γκρεμίζοντας κάθε εσώτερο τείχος
Παραδίνομαι στη ματιά της
άνευ όρων
Πράσινα μάτια
Με κοίταζε συνεχώς θυμωμένη. Τη φοβόμουν. Νομίζω πως πολλοί άνθρωποι τη φοβόντουσαν. Το ύφος της το όλο υπερηφάνεια, οι κινήσεις της που εξέπεμπαν μια αναμφισβήτητη ακεραιότητα, τα μάτια της, καταπράσινα, που υπονοούσαν έναν έντονο μυστικισμό, το βλέμμα της που κοίταζε κατευθείαν μέσα μου και έβλεπε τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά μου, όλα αυτά μου δημιουργούσαν ένα απροσδιόριστο άγχος. Έκατσα με τις ώρες μαζί της. Δε ξέρω πόσες. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου εντελώς. Αυτή συνέχισε να διαπερνά κάθε άμυνά μου με μια απλή ματιά. Οι κινήσεις συνέχιζαν να διαλύουν κάθε απομεινάρι συνοχής της σκέψης μου. Έκανα να μιλήσω μα αισθάνθηκα ότι σε κάθε προσπάθεια να αρθρώσω κάποια πρόταση, τραύλιζα πριν η γλώσσα μου δεθεί κόμπος. Πίστευα πως από στιγμή σε στιγμή θα καταρρεύσω. Τότε έγινε το αναπάντεχο. Κάτι τράβηξε την προσοχή της. Η σκοτεινή σιλουέτα της αφού έμεινε λίγο ακίνητη με όλο χάρη κινήσεις ξεχύθηκε σαν αστραπή προς το μέρος όπου κάποιος ανεπαίσθητος θόρυβος είχε ακουστεί. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα περπατούσε καμαρωτή έχοντας επιδεικτικά στα δόντια της το ποντίκι που είχε μόλις πιάσει. Κατάμαυρη σαν το σκοτάδι που είχε αρχίσει να πέφτει, χάθηκε στις σκιές χωρίς να μου ρίξει ούτε μία ματιά....
Ο Αυτοκράτορας
Συναντηθήκαμε τυχαία. Καθόταν σε ένα παγκάκι και κάθισα κι εγώ παραδίπλα να ξεκουραστώ λίγο. Η όψη του μου φάνηκε αμέσως γνώριμη. Δε κατάλαβα αμέσως που τον είχα ξαναδεί. Κατάλαβε ότι τον περιεργαζόμουν και χαμογέλασε ευγενικά. Τότε μου ήρθε! Βέβαια! Σε κάποια βιβλία ιστορίας, εκεί τον είχα δει. Τον ρώτησα που μένει και μου απάντησε "παντού". Μα φυσικά, αφού είχε απλώσει παντού την παλιά Αυτοκρατορία. Σε ανατολή και δύση. Είχε κερδίσει πολέμους, είχε οργανώσει θριάμβους, είχε ξεκινήσει τόσες εκστρατείες. Το όνομά του τραγουδιέται ακόμα και στις μέρες μας. Και τώρα, χιλιάδες χρόνια μετά τον βρίσκω να κάθεται σε ένα παγκάκι σε μια βρώμικη πλατεία! Μου διηγήθηκε πολλές ιστορίες του, αμέτρητες περιπέτειες και μάχες. Μου είπε ακόμα πόσο ευτυχισμένος νιώθει πια που δεν τον βαραίνουν αυτοκρατορικά καθήκοντα και μακρινές κατακτήσεις. Και πόσο όμορφος του φαίνεται ο κόσμος όταν δεν τον γεμίζουν οι διαταγές του με ποτάμια αίματος. Σηκώθηκε, με χαιρέτησε με μεγαλοπρέπεια και πήρε τον δρόμο του. Δεν ήξερε ούτε που θα πήγαινε ούτε με πιο τρόπο ούτε αν θα τον καλοδέχονταν εκεί που θα έφτανε. Αλλά από την άλλη τον γέμιζε τόσο πολύ η ελευθερία του...
Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2022
Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022
Τα παπούτσια
"Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου προσπαθώ να ξεφύγω από κάτι. Από το σπίτι, από μέρη, από ανθρώπους, από την παιδική μου ηλικία, από τα εφηβικά χρόνια, από την ενηλικίωση, από τα γεράματα. Έχω γυρίσει τον κόσμο όλο αμέτρητες φορές στις αναρίθμητες ζωές που έχω ζήσει. Μα όσο γρήγορα κι αν έτρεχα, όσο μακριά κι αν περπατούσα οι διώκτες μου με προλάβαιναν. Όλοι μαζί συνεργάζονταν και μου έστηναν παγίδες. Και πάντα έπεφτα μέσα. Έλιωσαν τα πόδια μου να περπατούν και πάντα με προλάβαιναν. Σε βουνά κατέφυγα, θάλασσες διέσχισα, πεδιάδες πέρασα μα πάντα με τσάκωναν. Δοκίμασα και να κρυφτώ. Μπήκα σε σπηλιές, σε υπόγειες στοές, σε δάση πυκνά και σε ζούγκλες, σε ερημονήσια. Πάντα με ξετρύπωναν, πάντα με έβρισκαν. Σταμάτησα πια να φεύγω εδώ και τέσσερις ζωές. Να τα παπούτσια μου πια μου είναι άχρηστα. Τα άφησα δίπλα μου σαν ενθύμιο της ματαιότητας της αποφυγής της μοίρας. Τώρα κάθομαι σε τούτη τη γωνιά και όλα όσα προσπαθούσα να αποφύγω με κυκλώνουν και με βασανίζουν. Αλλά τουλάχιστον δε προσπαθώ να ξεφύγω από το αναπόφευκτο πια". Πήρα τα παπούτσια του και αφού έβγαλα τα δικά μου τα δοκίμασα. Μου ταίριαζαν τέλεια. Με καλούσαν σε φυγή. Κοίταξα πίσω μου. Είχαν ήδη αρχίσει να με προφταίνουν. Του άφησα τα δικά μου παπούτσια και ξεκίνησα να βαδίζω. Τίποτα δεν είναι αναπόφευκτο, σκέφτηκα. Δε χρειάζεται γρήγορος ρυθμός αλλά σταθερός. Δε χρειάζεται πολύ περπάτημα αλλά έξυπνο. Από τότε είμαι στο δρόμο. Και οι διώκτες μου είναι πίσω μου συνεχώς...
Φαντάσματα
Χθες το βράδυ δεν κοιμήθηκα καλά. Το δωμάτιό μου είχε γεμίσει φαντάσματα. Φαντάσματα που άλλα προσπαθούσαν να με τρομάξουν, άλλα να με στενοχωρήσουν και κάποια άλλα να με περιγελάσουν. Όταν τα ρώτησα τι φαντάσματα ήταν αυτά και τι ζητούσαν από μένα, μου απάντησαν πως ήταν τα φαντάσματα μαχών που δεν έδωσα και προσπαθειών που δεν έκανα. Φαντάσματα λέξεων που δε βρήκα το θάρρος να πω. Κινήσεων που δεν τόλμησα να κάνω. Αλλά και κλήσεων στις οποίες δε τόλμησα να ανταποκριθώ. Όταν συνειδητοποίησα την ταυτότητά τους και έδιωξα τη σύγχυση από το μυαλό μου, μπόρεσα να αναγνωρίσω μερικά. Ήταν πιο επώδυνη η παρουσία τους τώρα που μου ήταν πια γνώριμα. Ένα από αυτά μου προκαλούσε πιο πολύ πόνο όταν στεκόταν μπροστά μου. Μα δεν έκανα καμία προσπάθεια να το διώξω. Όσο κι αν πονούσε αυτό που μου θύμιζε διατηρούσε και μια γλυκύτητα. Άλλωστε ο πόνος πάντα κρύβει μια ζεστασιά και ο τρόμος μια χαρά. Προσπάθησα να μιλήσω στο φάντασμα μα αμέσως γύρισε να φύγει. Τότε το άρπαξα από το χέρι σκεπτόμενος πως μια κουβέντα του θα με έκανε να αισθανθώ καλύτερα. Γύρισε και με κοίταξε ξαφνιασμένο. Χαμογέλασε κάπως πονηρά κι ετοιμάστηκε κάτι να μου πει. Εκείνη την ώρα ανέτειλε ο ήλιος και το αερικό διαλύθηκε στο φως του γελώντας περιπαικτικά. Έμεινα μόνος στην κρεβατοκάμαρα. Τι παράδοξο. Οι σκιές το πρωί φαίνονται ακόμα πιο βαριές...
Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022
Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2022
Παιχνίδι
Κάπου χάνεις και κάπου
κερδίζεις
σημασία δεν έχει τόση
Ο ήλιος θα συνεχίσει
να ανατέλλει και να δύει
το φεγγάρι θα εμπνέει
στίχους ρομαντικούς
Το αύριο θα διαδέχεται
το σήμερα
και η γη θα γυρίζει στον
άξονά της
Το παιχνίδι θα αρχίσει ξανά
και κάπου θα χάσεις, κάπου
θα κερδίσεις...
Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2022
Αρχαίο μάρμαρο
Απόμεινα τη σκιά σου να κοιτώ
πάνω σε μάρμαρο αρχαίο
Τα φίδια δε δαγκώνουν εδώ
και το κρύο δεν μας αγγίζει
Το δέντρο έσκυψε να με αγκαλιάσει
αλλά ήμουν ήδη μακριά του
Ο χρόνος συνεχίζει τη ροή του
Όταν ο Σεφέρης παρέλαβε το Νόμπελ
https://www.pemptousia.gr/2021/12/giorgou-seferi-i-omilia-tou-kata-tin-aponomi-tou-nompel/
Σε επίσημο δείπνο που δόθηκε στο δημαρχείο της Στοκχόλμης, μετά την τελετή απονομής του Νόμπελ, στις 10 Δεκεμβρίου, ο Γιώργος Σεφέρης εξεφώνησε την παρακάτω ομιλία:
«Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να! εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα- πρώτα από τον εαυτό μου.
Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. O ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα:
«Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα» λέει ο Ηράκλειτος· «ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν» (μτφρ. «δεν πρέπει ο Ήλιος να ξεπερνάει το μέτρο· διαφορετικά, οι ίδιες οι Ερινύες θα προσφερθούν ως βοηθοί της Δικαιοσύνης»).
Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «…θα χαθούμε, γιατί αδικήσαμε…»***. Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο, γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία· παρατήρησαν πως ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να ‘βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν’ αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία, που ένιωσε αυτά τα πράγματα· που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες, όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς· που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής, για να θυμηθώ το Σέλλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.
Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: Ο άνθρωπος.
Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα».
Επιμέλεια: Ηλίας Λιαμής, Σύμβουλος Ενότητας Πολιτισμού
Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2022
Νεκροταφείο ονείρων
Ήμουν άφραγκος για πολύ καιρό εκείνη την εποχή, έτσι δεν το πολυσκέφτηκα πριν δεχτώ τη δουλειά. Το νεκροταφείο ονείρων της πόλη είχε γεμίσει και δεν είχαν που να θάψουν τα νεκρά όνειρα τα οποία συνέχιζαν να καταφθάνουν με αμείωτους ρυθμούς. Έτσι ο δήμος προχώρησε σε έκτακτες προσλήψεις ώστε να βρεθούν αρκετοί υπάλληλοι που θα ξεθάψουν τα όνειρα που από καιρό βρίσκονταν εκεί θαμμένα και θα τα ρίξουν στο χυτήριο ώστε να γίνουν σκόνη κι έτσι να δημιουργηθεί χώρος για να θαφτούν τα όνειρα τα οποία πρόσφατα αποχαιρέτησαν τον μάταιο τούτο κόσμο. Έτσι λοιπόν βρέθηκα με ένα φτυάρι μέσα στα χώματα και τις λάσπες, είχε βρέξει πρόσφατα, να ξεθάβω όνειρα πεθαμένα. Δεν ήταν και πολύ δύσκολη η δουλειά. Μια ζωή περπατώ και ζω μέσα στα όνειρα, οπότε ήμουν κάπως εξοικειωμένος. Ευτυχώς τα όνειρα δε θάβονται σε μεγάλο βάθος και το χώμα που τα σκεπάζει είναι ελαφρύ. Και τι δε πέρασε από το καρότσι μου(σε ένα καρότσι τα στοίβαζα πριν τα στείλω να κονιορτοποιηθούν) εκείνες τις ημέρες. Ανομολόγητοι έρωτες, καριέρες που δεν ακολουθήθηκαν, βήματα που δεν έγιναν, τραινάκια που δεν αγοράστηκαν(ναι, κάποιου μπόμπιρα ήταν αυτό), κόσμοι που δεν κατακτήθηκαν, ταλέντα που δεν καλλιεργήθηκαν, συγγνώμες που δε ζητήθηκαν....μια στιγμή! Ποιος είχε για όνειρό του να ζητήσει συγγνώμη; Αυτό το πράγμα ήταν πιο περίεργο και από τα σεξουαλικά απωθημένα του τομέα τέσσερα. Τέλος πάντων. Συνέχισα τη δουλειά μου αρκετές ημέρες. Μέχρι και υπερωρίες δούλεψα(μια μπύρα και τρία κομμάτια πίτσα η...αμοιβή, δεν ξαναέκατσα παραπάνω). Κάποια μέρα ξέθαψα ένα όνειρο. Μου φάνηκε κάπως γνώριμο. Το έβαλα σε μια πετσέτα και το καθάρισα από τα χώματα. Το κοίταξα καλά καλά και θυμήθηκα. Αυτό ήταν κάποτε ολοζώντανο και δικό μου. Πόσος χρόνος είχε περάσει από τότε! Είχα ξεχάσει και την ύπαρξή του. Ακόμα και σκληροί τύποι σαν εμένα δακρύζουν πότε πότε. Εκείνη η στιγμή ήταν ένα από τα "πότε". Σκούπισα τα μάτια μου, τύλιξα την πετσέτα και έβαλα το νεκρό όνειρο μαζί με τα άλλα στο καρότσι. Συνέχισα τη δουλειά μου όπως κάθε μέρα. Την επόμενη παραιτήθηκα. Σε αυτό ήμουν πάντα κάλος. Ξεκίνησα να φύγω για άλλη πόλη. Και στο φευγιό ήμουν πάντα καλός. Πριν βραδιάσει ήμουν ήδη στο τραίνο. Τα χρήματα που είχα πάρει θα με έφταναν για λίγο καιρό. Τι; Ποιο ήταν αυτό το όνειρο; Ένα είδος ηλιθίου είναι χειρότερο από τον ηλίθιο που θάβει αντί να παλέψει για τα όνειρά του. Αυτός που συζητά για όνειρα από χρόνια χαμένα...