Όλοι ήξεραν τον θρύλο του. Όλοι γνώριζαν τον Αρχαίο Περιπλανώμενο, έτσι τον έλεγαν στις ιστορίες τους. Ήταν από τους ελάχιστους που διατηρούσε τη μορφή των παλαιών ανθρώπων. Πριν τις εμφυτεύσεις και τις μεταλλάξεις. Πριν τα πόδια ατροφήσουν, πριν η πλάτη κυρτώσει, πριν τα δάχτυλα των χεριών μακρύνουν, πριν οι κόγχες των ματιών βαθύνουν. Περπατούσε στη γη, έτσι λένε τα τραγούδια, από την εποχή που ο ήλιος ήταν ακόμα νέος και ο πλανήτης σε βρεφική κατάσταση. Και τώρα που ο ήλιος στον ουρανό αργοσβήνει γερασμένος προς έναν αναπόφευκτο θάνατο, τώρα που κυριαρχεί το κόκκινο αδύναμο φως και η σκόνη στον κάποτε πράσινο πλανήτη ακόμα περπατά. Ένας θεός ξέρει πόσους δικούς του έχει θάψει κάτω από το χώμα αυτού του σχεδόν άγονου πια βράχου που γυρνά γύρω από τον άξονά του. Ένας θεός ξέρει πόσους από αυτούς τους έχει σκοτώσει ο ίδιος. Είχε εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια να έρθει σε αυτό το μέρος. Τον πονούσε η ανάμνησή του. Εδώ ήταν που ξεκίνησε η περιπλάνησή του, το μαρτύριό του. Εδώ ήταν που πρόδωσε και προδόθηκε για πρώτη φορά. Εδώ έχυσε το αίμα του, εδώ...Κοίταξε στον ουρανό. Πορφυρές αδύναμες ακτίνες έφταναν από το κάποτε μεγαλόπρεπο αστέρι. Από αυτό που έφτασε να λατρεύεται σαν θεός. Σαν πηγή ζωής. Έριξε μια ματιά στον απέναντι λόφο. Ξεγυμνωμένος εδώ και αιώνες από κάθε είδους ζωής και βλάστησης. Στην κορυφή του, οι ιερείς έσερναν τα βαριά τους ράσα και με ακρίβεια τελούσαν το μάταιο τελετουργικό της αναβίωσης του ήλιου. Κάθε ώρα που περνούσε το φως του και η ζέστη του υποχωρούσαν. Ξέσπασε θύελλα. Θυμήθηκε εκείνη. Εκείνη που αν και προσπάθησε δεν άντεξε το αίμα στα χέρια του. Εκείνη που τόσο φοβόταν, δε θυμάται πια πόσες χιλιάδες χρόνια πριν, τον δυνατό αέρα. Τι θα έκανε άραγε τώρα; Ευτυχώς δεν έζησε τούτη την εποχή. Κανείς από τους παλαιούς ανθρώπους δεν έζησε τούτη την εποχή. Είχε ακούσει κάπου κάπου φήμες για άλλους σαν κι αυτόν μα δε συνάντησε ποτέ κανέναν τους. Ίσως κάποιο αόρατο χέρι να τους έσπρωχνε σε αντίθετες κατευθύνσεις μέχρι την κατάλληλη ώρα, ίσως να μην υπήρχαν καθόλου. Είχε βρει μάρτυρες που ορκίζονταν πως είχαν δει τη Μητέρα των φιδιών, τον πανάρχαιο ιερέα ή τον αετό προφήτη. Μα αυτός δεν είχε δει κανέναν τους. Τελευταία κάποιος σε ημίτρελη προφανώς κατάσταση φώναζε πως είδε το πύρινο άρμα στον ουρανό, πιο φωτεινό από τον ήλιο που ξεψυχούσε. Ούτε κι αυτό το είδε. Στάθηκε μπροστά σε ένα δέντρο. Ακούμπησε το ραβδί του κάτω και στη συνέχεια γονάτισε. Έβαλε το χέρι του στο χώμα και το καθάρισε λίγο. Ακούμπησε σε μια πέτρα που βρισκόταν θαμμένη από κάτω. Έμεινε αμίλητος. Ο αέρας σταμάτησε να φυσά και οι ιερείς σώπασαν αφού είχαν τελειώσει για άλλη μια φορά το ατελέσφορο τελετουργικό τους. Απλώθηκε ησυχία γύρω του. Ήταν η πρώτη φορά εδώ και χιλιετίες που αυτός ο τόπος ησύχαζε. Ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι του στο μάγουλο και μετά έπεσε στο σκονισμένο έδαφος κάνοντας τον ήχο της φωτιάς που τσιτσιρίζει καθώς σβήνει. Έβγαλε την κουκούλα του και το σημάδι στο μέτωπό του φάνηκε κατακόκκινο και έντονο. "Κοντεύει η ώρα αδερφέ μου. Συγχώρησε με για να βρεθούμε ξανά" είπε και σκούπισε τα μάτια του που τώρα πια ήταν και τα δύο δακρυσμένα. Σηκώθηκε και έβαλε τη κουκούλα και πάλι. Κοίταξε γύρω του και μετά στον ουρανό. Ο ήλιος συνέχιζε την πορεία του προς τη δύση χωρίς κανείς να γνωρίζει αν θα υπάρξει κι άλλη ανατολή. Σήκωσε το ραβδί του. Έβγαλε ένα μαχαίρι από τη ζώνη του και το πέταξε κάτω. "Ζυγώνει η ώρα που και ο Κάιν θα ξεκουραστεί" μονολόγησε και ξεκίνησε να περπατά πάλι. Η ώρα δεν είχε έρθει ακόμη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου