Νίκος Τουλαντάς
Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (1805-1875) έμεινε στην ιστορία για την ιδιαίτερη παιδική του λογοτεχνία. Φτωχός, γιος παπουτσή, 14 ετών φεύγει μόνος από τη γενέτειρά του (Όδενσε της Δανίας) για την Κοπεγχάγη, όπου δικτυώνεται στον κύκλο του θεάτρου το οποίο ήταν η μεγάλη του αγάπη αλλά όχι και το ατού του τελικά.
Ο συγγραφέας προσπάθησε ιδιαιτέρως, από μικρός, να διακριθεί στον τομέα της λογοτεχνίας, κυρίως μέσω της θεατρικής συγγραφής και της μυθιστοριογραφίας, όμως τα παραμύθια του ήταν αυτά που τον άφησαν στην ιστορία ως έναν ιδιαίτερο λογοτέχνη.
Κάμποσες είναι οι επιστολές του, σε φίλους, απ’ όπου αντλούμε πληροφορίες για τη ζωή του.
Ταξίδευσε αρκετά – πέρασε και από την Ελλάδα το 1840 – και γέμισε από υλικό και έμπνευση. Ήταν ένα «Ασχημόπαπο» ο ίδιος, περίεργος στο σουλούπι, αλλά και μεταφορικά, λόγω της κάπως ανορθόδοξης πορείας της ζωής του, που όμως ο ίδιος και ο κόσμος θα συνειδητοποιούσε πως επρόκειτο περί «Κύκνου».
Δεν παντρεύτηκε, παρότι ερωτεύτηκε, τελείωσε το σχολείο μεγάλος (25 ετών), κι ενώ από μικρός είχε έφεση στην παραμυθοποιΐα (επισκεπτόταν το γηροκομείο με τη γιαγιά του όπου άκουγε και έλεγε ιστορίες με τους εκεί ηλικιωμένους), το πρώτο του βιβλίο με παραμύθια εκδίδεται όταν έχει φθάσει τα 30 του έτη. Αν και δυσαρεστημένος από τις κριτικές που δέχθηκε για το υπόλοιπο συγγραφικό του έργο, απόλαυσε τη δόξα του σπουδαίου παραμυθά, αφήνοντάς μας μία παρακαταθήκη 168 έργων τέτοιου τύπου.
Αν και παιδική λογοτεχνία, το έργο του είναι γεμάτο από καυστική κριτική για την εποχή του και μία αποτύπωση των δυσκολιών που ο καλλιτέχνης συνάντησε στην πορεία του. «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα», «Τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα» και «Το ασχημόπαπο» είναι κάποια από τα διασημότερα έργα του. Και, αν και παιδικές ιστορίες, δεν θα ‘λεγες ότι τα παιδιά έχουν να πάρουν περισσότερα διδάγματα από τους μεγάλους διαβάζοντάς τες, αλλά μάλλον το αντίθετο.
*
«Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» είναι μία θλιβερή ιστορία για ένα φτωχό κοριτσάκι, παραμελημένο κοινωνικά, που προσπαθεί να βγάλει χρήματα πουλώντας σπίρτα μες το χιόνι, κατά την παραμονή μιας πρωτοχρονιάς. Ανάβοντας ένα σπίρτο για να ζεσταθεί βρίσκεται μαγικώς στην θαλπωρή ενός σπιτιού, μπροστά σε ένα χριστουγεννιάτικο γεύμα. Το σπίρτο σβήνει και το όραμα εξαφανίζεται. Ανάβει κι άλλο και συμβαίνει πάλι κάτι αντίστοιχο μέχρι να ξανασβήσει. Το τρίτο που ανάβει, θέλει το παιδί να οραματίζεται τη νεκρή γιαγιά του, της οποίας την οπτασία, μη θέλοντας να την χάσει από μπροστά του, προσπαθεί να διατηρήσει ανάβοντας όλα του τα σπίρτα. Το κοριτσάκι πεθαίνει από το κρύο τελικά κι η περαστική κοινωνία σχολιάζει με λύπη το περιστατικό πάνω από το πτώμα του. Ο συγγραφέας όμως εξιλεώνει την κατάσταση με μια μεταφυσική παραμυθία, εξηγώντας πως, παρόλο που οι άνθρωποι βλέπουν τη θλιβερή κατάσταση του παιδιού αυτού, δε γνωρίζουν ότι περνάει καλύτερα απ’ όλους, κάπου στο ουρανό παρέα με την αγαπημένη του γιαγιά. Στην πραγματικότητα, αν δεν υπάρχει όντως η προοπτική μιας τέτοιας μεταθανάτιας ανάπαυσης (εδώ, βέβαια, κοσμικώς αποτυπωμένη), η ζωή, εύκολη ή δύσκολη, είναι μόνο θλιβερή και άδικη.
«Τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα» είναι ένα κείμενο που θίγει το θέμα της κενής περιεχομένου και ποιότητας εξουσιαστικότητας. Δύο τσαρλατάνοι, δήθεν ράπτες, πείθουν έναν βασιλιά, μανιακό με την γκαρνταρόμπα του (αλλάζει ρούχα κάθε μία ώρα), να του ράψουν ένα απίθανο σετ ρούχων για μία επικείμενη παρέλαση. Πέραν της εξαίρετης ποιότητας των ενδυμάτων, του εξηγούν πως αυτά τα ρούχα θα είναι αόρατα στους κουτούς κι ανάξιους για τη θέση τους αυλικούς του, κάτι που θα ξεκαθαρίσει πολύ τα πράγματα. «Ράβουν» ένα αόρατο ρούχο και διάφοροι υπάλληλοι του αυτοκράτορα, μη θέλοντας να χάσουν τη θέση και υπόληψή τους, υποκρίνονται πως όντως πρόκειται περί υψηλής ραπτικής έργο. Οι τσαρλατάνοι, εν τω μεταξύ, ρουφάνε ενέργεια και πλούτο, δήθεν για να φέρουν εις πέρας το έργο αυτό. Η ημέρα της παρέλασης φθάνει, ο αυτοκράτορας, επίσης, φοβάται να παραδεχτεί ότι δε βλέπει τα καινούργια του ρούχα και βγαίνει με τη συνοδεία του (κάποιοι κρατάνε και τον αόρατο μανδύα του) να παρελάσει τσίτσιδος. Ένα μικρό παιδί θα ξεμπροστιάσει την κατάσταση και θα φωνάξει δυνατά κι ακέραια την αλήθεια: Ο αυτοκράτορας δε φοράει ρούχα! Ο πατέρας του φωνάζει κι αυτός: «Ακούστε τη φωνή της αθωότητας!», που εντέλει ρίχνει το φως της στα πάθη της κενοδοξίας, της διαφθοράς και του εθελότυφλου ψεύδους, που πολύ συχνά συνοδεύουν τους τίτλους εξουσίας και τον υπαλληλικό τους περίγυρο.
«Το ασχημόπαπο» είναι αρκετά αυτοαναφορικό παραμύθι. Ένα αλλιώτικο πουλάκι βγαίνει μέσα από το αυγό μιας πάπιας και δε μοιάζει με τα άλλα παπάκια. Το πουλάκι δέχεται μπούλινγκ απ’ όλους για την εμφάνισή του κι αποφασίζει να φύγει για έναν άλλο τόπο. Όπου και να πάει όμως συμβαίνει αυτό το πράγμα: το τσιμπάνε τα άλλα ζώα, το κοροϊδεύουν και το βγάζουν μη-κανονικό, το κακομεταχειρίζονται οι άνθρωποι. Το πλασματάκι, έχοντας αυτή την αντιμετώπιση από την αρχή της ζωής του, πορεύεται κατηγορώντας τον εαυτό του, εσωτερικεύοντας και αποδεχόμενο την «αφύσικη» ύπαρξή του ως δεδομένη. Μετά από πολλές παρόμοιες περιπέτειες, πλήρως απογοητευμένο, συναντά, σε ένα πάρκο, τρεις λευκούς κύκνους όπου τους λέει, με τσακισμένο ηθικό, αν θέλουν να το σκοτώσουν. Όμως, βλέποντας τον καθρεπτισμό του εαυτού του στο νερό, για πρώτη φορά, αντιλαμβάνεται πως είναι ένας κύκνος σαν κι αυτούς. Μάλιστα, βρίσκεται σε ένα πάρκο όπου τα παιδιά παίζουν και ταΐζουν τα ζωάκια. Ξαφνικά, χωρίς ποτέ να φανταστεί πως υπάρχει τόση ευτυχία, όπως λέει, τα παιδιά χαίρονται και φωνάζουν πως αυτός ο κύκνος είναι ο πιο όμορφος απ’ όλους. Εν ολίγοις, το παραμύθι περιγράφει την επιπόλαια κοινή γνώμη που απορρίπτει το ασύνηθες και, ταυτίζοντας ασύγκριτα μεγέθη και ποιότητες (κάποιες αναλύσεις του έργου εξηγούν πως πρόκειται για τα κλασικά πάθη ενός προικισμένου με ευφυΐα ανθρώπου), υποτιμά και παρερμηνεύει τη μοναδικότητά του.
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, σύνθεση του πορτραίτου του Χ. Κ. Άντερσεν με γκραβούρα (από το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών) των William Haygarth και Charles Turnerc.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου