Η νυχτερίδα σιωπηλά
πετά μέσα στη νύχτα
Αθόρυβα γνέθει στη σκιά
το δίχτυ της η αράχνη
βουβή μένει η οχιά καθώς
φαρμάκι τα δόντια της γεμίζει
χωρίς ήχο έρχεται ο θάνατος
κάθε φωνή να σβήσει
Η νυχτερίδα σιωπηλά
πετά μέσα στη νύχτα
Αθόρυβα γνέθει στη σκιά
το δίχτυ της η αράχνη
βουβή μένει η οχιά καθώς
φαρμάκι τα δόντια της γεμίζει
χωρίς ήχο έρχεται ο θάνατος
κάθε φωνή να σβήσει
Τον είδα μόλις έστριψα και στην τελευταία από τις αμέτρητες γωνίες που πέρασα, ακολουθώντας την λεπτή μάλλινη κόκκινη γραμμή που με οδηγούσε. Καθόταν σε ένα θρόνο φτιαγμένο από οστά, οστά ανθρώπων και ονείρων, πράξεων, αναμνήσεων και μελλοντικών επιτυχιών που δε έρχονταν ποτέ. Η μορφή του, γιγαντόσωμη και τρομακτική, γύρισε προς σε μένα μόλις με αντιλήφθηκε. Μου έγνεψε να πλησιάσω. Δίστασα είναι η αλήθεια. Δεν ήξερα αν μπορούσα να εμπιστευτώ τα κατακόκκινα μάτια που με κοιτούσαν. Σηκώθηκε όρθιος. Πρέπει να είχε περίπου δυόμιση μέτρα ύψος και ήταν πιο σωματώδης από αρκούδα γκρίζλι. Ένας χαλκάς ήταν περασμένος στα τεράστια ρουθούνια του που ξεφυσούσαν δυνατά τον αέρα που ερχόταν από τα πνευμόνια του. Έκανε ένα βήμα μπροστά και το λιγοστό φως που έμπαινε στο χώρο αποκάλυψε δυο πανίσχυρα κέρατα που φύτρωναν στο κεφάλι του. Οι οπλές στα πόδια του έκαναν έναν βρόντο που έμοιαζε με μικρό μπουμπουνητό. Ενστικτωδώς έκανα ένα βήμα πίσω. "Ωραία η γειτονιά σου, αλλά έχει πρόβλημα στη ρυμοτομία" αστειεύτηκα, όπως κάνω πάντα όταν βρίσκομαι σε κατάσταση άγχους ή φόβου. Σίγουρα είχε καταλάβει τη νευρικότητα, το λέω όσο πιο ήπια μπορώ, που μου προξενούσε. Έσκυψε και έπιασε τη κόκκινο μαλλί που οδηγούσε στο θρόνο του. "Αν το κόψω και σε διώξω θα έχεις την ευκαιρία να ανακαλύψεις κάθε σπιθαμή της ρυμοτομίας της γειτονιάς μου μέχρι να πεθάνεις" είπε και γέλασε δυνατά. Δεν κατάλαβα αν γέλασε για να δείξει πως αυτό που είπε ήταν αστείο ή αν το γέλιο του ήταν το γέλιο μανιακού δολοφόνου πριν στείλει το θύμα του στον άλλο κόσμο. Συγκέντρωσα όσο αυτοέλεγχο είχα ακόμα και είπα με σχετικά σταθερή φωνή: "Γιατί μπήκες στον κόπο να με καλέσεις εδώ;". Ο Μινώταυρος ξεφύσηξε δυνατά και μισόκλεισε τα μάτια του κάνοντας με να ξεροκαταπιώ και να καταραστώ για άλλη μια φορά τη μεγάλη μου γλώσσα. Μου γύρισε τη πλάτη και με βαριά βήματα κατευθύνθηκε προς ένα σωρό με διάφορα αντικείμενα: σκουλαρίκια, δαχτυλίδια, βραχιόλια, περιλαίμια κι ένα σωρό κοσμήματα και πολύτιμοι λίθοι ήταν στοιβαγμένα σαν να είναι σκουπίδια. Αμέσως κατάλαβα την αύρα του ονείρου να τα περιβάλλει. "Μπορείς και παίρνεις κομμάτια από τα όνειρα των ανθρώπων; Νόμιζα πως μόνο εμείς οι ονειροδρόμοι το κάνουμε αυτό. Εμείς που μπορούμε και μπαίνουμε στα όνειρα, ζούμε και τρεφόμαστε από αυτά" του είπα χωρίς να κρύβω την έκπληξή μου. "Και από ποιον μάθατε αυτή την τέχνη νομίζεις; Ο λαβύρινθός μου εξυπηρετούσε δυο σκοπούς αρχικά, να κρατά τους ανθρώπους μακριά μου και σαν πρόσβαση στα όνειρά τους". "Και σαν παγίδα θανάτου" πρόσθεσα ξεχνώντας ποιον είχα απέναντί μου για μια στιγμή. "Αρκετά με τις κουβέντες. Πάρε αυτό εδώ" είπε απότομα ο Μινώταυρος και μου έδωσε ένα βραχιόλι που έδειχνε πραγματικά αρχαίο. "Θέλω να της το επιστρέψεις". "Και γιατί δεν το κάνεις μόνος σου; Αφού είσαι αυτός που πρώτος δίδαξε την τέχνη μας", τον ρώτησα με όσο πιο ήπιο τόνο μπορούσα για να μην τον εκνευρίσω κι άλλο. Κατάλαβα σε ποια ανήκε το κόσμημα και τι αντίκτυπο είχε η ανάμνησή της στο τέρας που στεκόταν μπροστά μου σε απόσταση μισού μέτρου. "Από τότε που με εγκατέλειψε, δεν ξαναμπήκα στον κόσμο των ονείρων. Σιγά σιγά ξέχασα την τέχνη. Άλλωστε δεν με ενδιέφερε να μπαίνω στα όνειρά της πια αφού βλέπει άλλον πια. Αυτή είναι η τελευταία ανάμνηση που έχω κρατήσει πια. Πήγαινέ την πίσω στα όνειρά της. Δε μου χρειάζεται πλέον". Η τελευταία πρότασή του ειπώθηκε με ακόμα πιο κτηνώδη φωνή. Ήξερα πως η ανάμνηση της Αριάδνης κρατούσε το κτήνος κάπως περιορισμένο. Και ήξερα τι σήμαινε η αποκοπή του από αυτήν. Έβαλα το βραχιόλι στην τσέπη μου και υποσχέθηκα ότι θα τακτοποιήσω το θέμα άμεσα. Έκανα να φύγω όταν ο Μινώταυρος μίλησε ξανά με φωνή πιο τρομακτική από ποτέ. "Δε φοβάσαι τι θα γίνει μόλις επιστρέψεις το βραχιόλι; Όταν θα είμαι χωρίς τα δεσμά της ανάμνησής της να με κρατάνε. Κι αν θυμηθώ πώς να μπαίνω στα όνειρα των ανθρώπων και να τους παρασύρω μέσα στον Λαβύρινθό μου;", κάγχασε. "Τότε θα αναγκαστούμε να σε κυνηγήσουμε σαν άγριο ζώο και να σε σκοτώσουμε. Ο χώρος των ονείρων είναι ιερός" του απάντησα όσο πιο αυστηρά μπορούσα και έφυγα ακολουθώντας την κόκκινη γραμμή. Η αλήθεια είναι πως δε φοβόμουν μια τέτοια εξέλιξη. Την έτρεμα...
Το όνειρο είναι τόπος ιερός
ο χρόνος εκεί είναι ενιαίος
παρελθόν, παρόν και μέλλον
η ίδια και αυτή στιγμή
Εκεί ακούγεται του Θεού ο λόγος
μα και των δαιμόνων τα πειράγματα
Οι χαμένες αγάπες τις διαλυμένες φιλίες
συναντούν
και οι αυριανοί έρωτες πρώτα στο μέρος τούτο
ξεπροβάλλουν
Οι φόβοι και οι ελπίδες μαζί πορεύονται
σαν νυχτερίδες να πετούν μαζί με χελιδόνια
Το όνειρο είναι τόπος ιερός
και για τους ταξιδιώτες που από εκεί περνούν,
προνομιακός.
Θα ήθελα να ήμουν πολεμιστής
αλλά τις μάχες τις βαριέμαι
για τα λάφυρα αδιαφορώ
και η νίκη ποτέ δεν ήταν
ζητούμενο για εμένα.
-----------------------------------
Θα ήθελα να ήμουν εραστής
μα του έρωτα η τέχνη
εντελώς μου διαφεύγει
και μοιάζουν τα έργα μου
με ζωγραφιές νηπίων
***************************
Θα ήθελα να ήμουν προφήτης
μα αδυνατώ το μέλλον να κοιτάξω
τα μάτια μου μονάχα
το παρελθόν κοιτούν
μη μπορώντας να το αλλάξουν
++++++++++++++++++++++++
Θα ήθελα να ήμουν καλλιτέχνης
μα τα χέρια μου
μόνο να καταστρέφουν ξέρουν,
ό,τι καταφέρουν να πιάσουν
καταλήγει σε κομμάτια
##########################
Μόνο άνθρωπος δε σκέφτηκα
ποτέ να γίνω μια και
αυτό μπορεί ο καθένας να το κάνει
μα αν είναι έτσι τα πράγματα
γιατί δεν μπορώ να βρω κανέναν;
As if television wasn't enough
Social media joined the club
More information less knowledge
Democracy sits drunken in a pub!
He walked out of the sewer
all colorful and high
dancing on his tail
he straightens his moustache
In his brand new suit
he looks so cool
We can't argue about it
he's the most sharp dressed rat
in the neighborhood
Τη βρήκα να κάθεται δίπλα σε μια λίμνη με χρυσόψαρα. Τους τραγουδούσε απαλά και αυτά πήδαγαν έξω από το νερό της λιμνούλας και ξανάπεφταν μέσα δημιουργώντας την αίσθηση πως εκτελούσαν κάποιου είδους τελετουργικό χορό. Τα μαλλιά της, πράσινα σαν τα μάτια της μα ζωντανά, απλώνονταν μέχρι τη μέση της. Καθόταν σταυροπόδι και κοιτούσε το νερό και τα ψαράκια με μεγάλη προσοχή. Καθώς πλησίαζα με άκουσε. Γύρισε και το βλέμμα της καρφώθηκε στα μάτια μου. Έμεινα ακίνητος. Ένιωθα σαν παράλυτος. Όσο και να προσπαθούσα δε μπορούσε να κουνήσω ούτε δάχτυλο. Άρχισα να ιδρώνω από την προσπάθεια και τον εκνευρισμό μου. Αν μπορούσα θα έβριζα άσχημα αλλά ούτε το στόμα μου μπορούσα να κουνήσω. Αμέσως στα λεπτά της χείλη εμφανίστηκε ένα απαλό χαμόγελο, μου έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι και μου έβγαλε περιπαικτικά τη γλώσσα. Το ξόρκι ή ό,τι ήταν αυτό το κόλπο που μου έκανε τέλος πάντων, λύθηκε αμέσως. Μπορούσα ξανά να κουνηθώ. "Ωραίος τρόπος να καλωσορίζεις ένα παλιό φίλο", της είπα τρίζοντας τα δόντια μου, "την επόμενη φορά θα σου φέρω δώρο καθρέφτη". "Εσύ φταις", απάντησε χαχανίζοντας, "που ήρθες σιγά σιγά από πίσω μου. Μόνη κοπέλα είμαι μέσα στη νύχτα, τρόμαξα". "Κοπέλα κάποιων χιλιάδων χρόνων, φόβος και τρόμος κάποτε. Αλήθεια, το κεφάλι σου δε θα έπρεπε να είναι σε σάκο;" της είπα και γελάσαμε και οι δύο. "Άστα αυτά και έλα και αγκάλιασε με ρε γκρινιάρη, που συναντιόμαστε μετά από τόσο καιρό" είπε και όρμηξε στην αγκαλιά μου. Ή ίσως να όρμηξα εγώ στη δική της. Δε μπορώ να θυμηθώ με όλα αυτά τα πράσινα φιδάκια που έχει για μαλλιά και με ζαλίζουν. "Τι με θες, γιατί με φώναξες;" τη ρώτησα μετά από λίγο. "Τα όνειρά μου, με ταλαιπωρούν. Τα βλέπω τη μέρα και τα ξεχνώ το βράδυ. Αντί να είναι φτιαγμένα από πέτρα είναι πια μεταλλικά και όταν βλέπω τον Όλυμπο δεν έχει ποτέ σύννεφα και τα παλάτια του έχουν χαθεί κι από τα όνειρά μου ακόμα. Εσύ που τρυπώνεις στα όνειρα των άλλων και τρέφεσαι από αυτά και μέσα τους ζεις, θα ξέρεις να μου πεις γιατί γίνεται όλο αυτό...". Με κοίταξε και πρόσεξα τη λύπη στα μάτια της. Δε χρειαζόταν να μπω στα όνειρά της για να μάθω τι συμβαίνει. Άλλωστε τα όνειρα των μυθικών πλασμάτων όσο μπορώ τα αποφεύγω γιατί λένε πως είναι φτιαγμένα από το υλικό των ονείρων των ακοίμητων θεών, πράγμα που τα κάνει πολύ ρευστά και ασταθή. Ποτέ δε πρέπει να τρέφεσαι από αυτά και ούτε να μένεις για πολλή ώρα εκεί μέσα γιατί το μπορεί να σου απορροφήσουν τη σκέψη και να χαθεί για πάντα το όνομά σου. Και χωρίς όνομα δε μπορείς να επιστρέψεις από τον κόσμο των ονείρων. "Άλλαξαν οι καιροί Μέδουσα" της είπα κοιτώντας την κατάματα, "χάθηκαν του Ολύμπου τα παλάτια και οι δρόμοι που κάποτε οδηγούσαν σε αυτά τώρα οδηγούν μονάχα στου Άδη τις στοές. Αλλά όλα αλλάζουν πια. Το φεγγάρι και ο ήλιος έχουν καιρό που πάψανε να χορεύουνε μαζί. Η Σίβυλλα και η Πυθία έχουν πάψει τελείως να ονειρεύονται. Κοίτα τον ουρανό που κοκκινίζει σιγά σιγά. Άσε τα όνειρα σου να κολυμπήσουν με τα ψαράκια της λίμνης σου Γοργόνα, μήπως και κάποτε ξαναγυρίσουν και προφτάσουν του Περσέα τη ρομφαία". Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της. Με ευχαρίστησε με ένα φιλί στο μάγουλο, βούτηξε στη λιμνούλα και χάθηκε στο απύθμενο βάθος της. Έβαλα το δεξί μου χέρι στη τσέπη και έβγαλα ένα φυλαχτό σε σχήμα φιδιού που μου είχε κάποτε χαρίσει. Το έριξα στη λιμνούλα για να το βρει όταν θα φτάσει στα βάθη που εδώ και αιώνες ζει. Ένας Θεός ξέρει πως αυτή το χρειάζεται πια πιο πολύ από εμένα...
Κι αν κρατήσω
τον ήλιο στο δεξί μου χέρι
και τη σελήνη στο αριστερό
μπροστά σου θα αισθάνομαι
πάντα σαν ένας αρλεκίνος
Η γειτονιά ήταν ανήσυχη από το πρωί
που κυκλοφόρησαν τα νέα
"Χάθηκε η γάτα της Μπαστέτ!"
και όλοι, την ανάσα τους κρατήσαν.
Βγήκαμε στη γύρα
από του Ευφράτη τις εκβολές
ως του Ολύμπου την κορφή
μα εις μάτην.
Αργά το βράδυ, του Ανούβιδος
οι σκύλοι πιάσανε τη μυρωδιά της.
Τη βρήκαμε σκοτωμένη
από κάποιο αμάξι προφανώς
σε μία λεωφόρο.
Ίχνη από φρενάρισμα στο δρόμο δεν υπήρχαν.
Κακόμοιρη γάτα της θεάς
τούτος ο κόσμος δεν είναι πια
για μύθους και θεούς,
μόνο για ανθρώπινες μηχανές
και μηχανικούς ανθρώπους...
*Μπαστέτ ή Μπαστ: Αρχαία Αιγύπτια θεά με κεφάλι γάτας
Τι
ονειρεύεται άραγε
ένας ακοίμητος θεός;
Ποιοι
εφιάλτες γεννιούνται
στα βλέφαρά του;
Πόσους
ύπνους ταράσσει
το άγγιγμά του;
Σβήνουν
τα χρώματα
στη σκοτεινιά του
Απλώνει
τη παραφροσύνη
σαν Μαύρο Θάνατο
Σαν φίδια, του χρόνου
οι δείκτες
σέρνονται στης αιωνιότητας
τον κήπο
της φθοράς το φαρμάκι
κουβαλούν
στα μηχανικά τους δόντια
κι ακούραστα γλιστρούν
ψάχνοντας τα θύματά τους
που μάταια να τους δαμάσουν
προσπαθούν
δίνοντάς τους να μετρούν
ώρες, λεπτά, δευτερόλεπτα
A rain of colors
falls from the cyclops'
eye
as he dreams of
sweet rainbows
and the northern lights
A dyed sea
under the midnight sun
waits for the giant to wake
while a phantasmagoric vortex
jumps out of his head
Our colorful orb
flies around the star of fire
and we dance
in the red rhythm
of a green music
for we are the naiads
of a manic painting
Κάποτε, μια φίλη μου μάγισσα, όμορφη τύπισσα, με κόκκινα φίδια για μαλλιά και μάτια αλεπούς, ρίχνοντας μου τα χαρτιά ανάποδα για να δει το παρελθόν μου, πολλά χρόνια πριν γεννηθώ, μου είπε ότι κρατάω από τη γενιά του Περιπλανώμενου Ιουδαίου. Του τύπου που κορόιδεψε το Χριστό όταν ανέβαινε στο Γολγοθά φωνάζοντας Του "άντε, περπάτα" και καταδικάστηκε να περπατά, χωρίς να πεθαίνει μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία. Γι' αυτό κι εγώ συνεχώς από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου περπατώ. Περπατώ όταν είμαι ξύπνιος ανάμεσα στους ξυπνητούς, περπατώ όταν κοιμάμαι με τους υπνοβάτες και τις γάτες που γνωρίζουν τα μυστικά που κρύβουν ο ουρανός και η γη, περπατώ μέσα στα όνειρα, τα δικά μου και των άλλων, και μόνο τα σκυλιά μπορούν να με μυριστούν όταν μπαίνω στα όνειρα των αφεντικών τους και μου γρυλίζουν απειλητικά αλλά χωρίς να μπορούν να με ακολουθήσουν. Καμιά φορά περπατώ και μαζί με τις ψυχές των νεκρών που ανάπαυση δε μπορούν να βρουν και περιφέρονται στων ζωντανών τα μέρη. Γέλασα όταν η φίλη μου μου τα 'πε όλα αυτά γιατί τα χαρτιά της ήταν ζωγραφισμένα με ανάποδο χέρι και ο βαλές με τη ντάμα ποτέ δε συναντιούνται κάτω από του ρήγα το βλοσυρό βλέμμα και οι άσσοι κοιτούν πάντα στο βορρά μα εκείνη αυστηρά με μάλωσε και μου είπε να θυμάμαι πως πάντα έχει δίκιο σε αυτά που στα χαρτιά διαβάζει. Μάζεψα τα χαρτιά και της τα έδωσα στο χέρι με όσο πιο απλές κινήσεις μπορούσα. Τη φίλησα στο μάγουλο και την αποχαιρέτησα. Κοίταξα τις σόλες των παπουτσιών μου που είχαν αρχίσει να λιώνουν και ετοιμάστηκα να ακολουθήσω τον άνεμο που φυσούσε πάντα στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που πετούν οι κόρακες στο βουνό. Ξεκίνησα να περπατώ χωρίς να ξέρω που θα βγω και τούτη τη φορά κι αν ποτέ θα ξεκουραστώ.
Μου είπαν πως εκεί
που ο ήλιος δύει
μπορείς να βρεις
των ονείρων τη πηγή
Πως μπορεί το πνεύμα
να βρει μια σκιερή ιτιά
και γεμάτο με δροσερό
νεράκι ρέμα
Σε πράσινες πεδιάδες
που δε σέρνονται πια φίδια
και που τα τριφύλλια
γεννούν τα φύλλα σε τετράδες
Ποιος ξέρει αν το σμαράγδι
που κρύβεται εκεί είναι αληθινό
ή αν αφού ο ήλιος δύσει
μένει μοναχά σκοτάδι
Λατρεύω να τρυπώνω
στα όνειρα των άλλων
εκεί γίνονται φανερά
όσα καλύπτουν με τα λόγια τους.
Φόβοι, επιθυμίες, που κρύβουν επιμελώς
στο χώρο των ονείρων ελεύθερα
πετούν.
Έτσι εισβάλλω σε ξένα όνειρα
σαν κλέφτης, σαν κυνηγός, σαν
ανόητος και σαν σοφός.
Παίρνω από εκεί μικρά λουλούδια
σαν αναμνηστικά, σαν λάφυρα, σαν λεία.
Μόνο στα όνειρα σου δε τολμώ
το πόδι μου να πατήσω
γιατί είναι τόσο καθαρά
που δε θα 'θελα να τα μολύνω
αφήνοντας ίχνη η κλέβοντας κάτι...
ούτε καν ένα μικρό λουλούδι ή
έστω ένα χαμόγελο