Όλο το βράδυ κυνηγούσα ένα ζωηρό όνειρο που είχε ξεφύγει από τον ύπνο κάποιου. Ανέβηκα σε ταράτσες, πήδηξα μέσα σε αυλές, το κυνήγησα ανάμεσα σε αυτοκίνητα που κινούνταν, το στρίμωξα σε ένα αδιέξοδο αλλά κι από εκεί μου ξέφυγε σκαρφαλώνοντας στον τοίχο μια παλιάς βρώμικης πολυκατοικίας. Το κυνήγησα μέχρι την Ακρόπολη το καταραμένο κι όλο μου γλίτωνε. Τελικά αποφάσισε να γυρίσει στον ύπνο του ταλαίπωρου υπνοβάτη από όπου το έσκασε αφού κατάλαβε πως μπορεί να μη το έπιανα αλλά δε θα παρατούσα το κυνήγι του. Σκασμένος από το ολονύχτιο κυνήγι, περπατούσα διασχίζοντας ένα πάρκο όταν άκουσα τους λυγμούς της. Δεν ήξερα από που έρχονταν αρχικά, αλλά ακολούθησα τον ήχο που με οδήγησε σε ένα παγκάκι. Καθόταν γερμένη στα γόνατά της και είχε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της. Τη πλησίασα, κάθισα δίπλα της και την άγγιξα απαλά. Το χέρι μου πέρασε μέσα από τον ώμο της. Σκοτείνιασα. Σταμάτησε για λίγο να κλαίει και γύρισε να με κοιτάξει. "Αυτοκτονία;" ρώτησα και μου έγνεψε καταφατικά. "Έρωτας" τη ρώτησα ξανά και γύρισε ξανά στους λυγμούς της. Άφησα το φάντασμα στην ησυχία του. Κοίταξα την πόλη που σιγά σιγά ξυπνούσε. Έβρισα τον κόσμο. Ένας κόσμος στον οποίο ο έρωτας γίνεται αιτία τόσο άδικου θανάτου μόνο για βρισιές και κατάρες αξίζει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου