Ο αμαρτοβόρος μπήκε στο μικρό αγροτόσπιτο. Οι λιγοστοί συγχωριανοί είχαν μαζευτεί από νωρίς στο σπίτι και κλαίγοντας παρηγορούσαν τη σύζυγο του ετοιμοθάνατου. Ο άντρας της, άνθρωπος στριφνός και απόλυτος είχε αρνηθεί να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει και αυτή έτρεμε για το που θα πάει η ψυχή του μόλις αποχωριστεί από το σώμα. Ο μαυροντυμένος άντρας που μόλις είχε μπει στο σπίτι της, άνθρωπος που οι χωρικοί απέφευγαν εκτός κι αν τον είχαν ανάγκη, ήταν η μοναδική της ελπίδα για να μη καταλήξει ο άντρας της στα χέρια των δαιμόνων. Καθώς προχωρούσε προς την κρεβατοκάμαρα όπου βρισκόταν ο ετοιμοθάνατος όλοι απέστρεψαν το βλέμμα τους. Τους κοίταξε με περιφρόνηση. "Κοίτα τους πως γυρνάνε το κεφάλι τους. Όταν όμως έρθει η ώρα να ξεψυχήσουν εμένα φωνάζουν για να φάω τις πιο βρωμερές τους αμαρτίες, αυτές που ούτε να εξομολογηθούν δεν τολμούν ούτε και να τις σκεφτούν". Μπήκε στο δωμάτιο. Μόνο ένα πορτατίφ, στο κομοδίνο δεξιά του κρεβατιού έριχνε το λιγοστό του φως στο πρόσωπο του άντρα που ψυχορραγούσε. Σε ένα τραπεζάκι υπήρχε ο δίσκος με ένα πιάτο ψωμί και ένα ποτήρι μπύρα. Τα πήρε και τα τοποθέτησε πάνω στο σώμα του γέρου που όπως ήταν φανερό δεν είχε καμία επαφή με το περιβάλλον πια. Ανέπνεε πολύ αδύναμα. Το τέλος ερχόταν γοργά. Ξεκίνησε αμέσως το τελετουργικό. Ψιθύρισε τους ψαλμούς και τα αποσπάσματα από τα ιερά κείμενα. Έφαγε το ψωμί και ήπιε τη μπύρα. Ένιωσε το σκοτάδι να τον καταπίνει όπως αυτός κατάπινε το κομμάτι του ψωμιού. Το αίμα του πάγωσε στις φλέβες του. Δεν του είχε ξανατύχει κάτι τέτοιο. Μόνο ιστορίες άλλων αμαρτοβόρων είχε ακούσει να διηγούνται τέτοια περιστατικά. Το δωμάτιο φωτίστηκε με ένα έντονο κόκκινο χρώμα και ένα βουητό τον ξεκούφανε. Είδε να ζωντανεύουν οι σκιές και να παίρνουν μορφές τερατώδεις. Τον πλησίαζαν με γρυλίσματα και μάτια που πετούσαν φωτιές. Προσπαθούσαν να τον φτάσουν πριν καταπιεί την τελευταία μπουκιά. Παραζαλισμένος καθώς ήταν άπλωσε το χέρι του, άρπαξε το τελευταίο κομμάτι ψωμί και το έφαγε. Το δωμάτιο έγινε αμέσως κανονικό και ο γέρος με ένα επιθανάτιο ρόγχο αποχαιρέτησε τον μάταιο τούτο κόσμο. Βγήκε έξω τρεκλίζοντας. Ενημέρωσε τη χήρα και πήρε τα χρήματα που του προσέφερε. Μετά από κανένα τέταρτο ήρθε στο καφενείο του χωριού όπου τον περίμενα. Κάθισε στο τραπέζι και παραγγείλαμε. Κουβεντιάσαμε αρκετή ώρα τρώγοντας και πίνοντας. Μου διηγήθηκε τι συνέβη και τον άκουσα με προσοχή. Στο τέλος πλήρωσε το λογαριασμό και καθώς φεύγαμε μου είπε: "Κι όλα αυτά επειδή σου χρωστούσα κέρασμα από εκείνο το γ....νο στοίχημα. Ελπίζω να κάνω καιρό να ξαναδώ τα μούτρα σου". Γέλασα, σήκωσα το γιακά του μπουφάν μου και έφυγα. Είχα και μια κηδεία να ετοιμάσω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου