Με κοιτούσες να έρχομαι
σχεδόν τρέχοντας προς εσένα
και γέλασες με τη ψυχή σου.
Μου είπες πως σου φάνηκε
πως πετούσα, πως τα πόδια μου
στο έδαφος δεν πατούσαν.
Σε κοίταξα στα μάτια σιωπηλός.
Χαμογέλασα αφήνοντας τη συννεφιά
που εκείνη την ώρα περνούσε να φανεί.
Πάντα έλεγες πως το χαμόγελό μου
έκρυβε μια θλίψη. Είχες δίκιο.
Τα βήματα μου, σου είπα, γρήγορα
σήμερα με έφεραν κοντά σου
μα ακόμα γρηγορότερα μια μέρα
μακριά θα με πάνε, τόσο μακριά
που δε θα βρεθούμε ξανά ποτέ.
Με αγκάλιασες χωρίς τίποτα να πεις.
Δε χρειαζόταν. Εκείνη τη στιγμή ήσουν μαζί μου.
Όχι μόνο στο παρόν που ήμασταν αγκαλιασμένοι
μα και στο μέλλον που τίποτα δε θα 'χαμε πια κοινό.
Διαλύθηκαν τα σύννεφα κι η μέρα ηλιόλουστη
συνέχισε. Ξεχάσαμε τη σκοτεινιά.
Μα εκείνη σαρκαστικά γελώντας καραδοκούσε
περιμένοντας να πάρει τη ρεβάνς της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου