Το 2016 και το 2017, κυκλοφόρησαν από τον Καστανιώτη δύο καλαίσθητες δίγλωσσες εκδόσεις: η πρώτη με τίτλο «Ρωσικός Παρνασσός, Ανθολογία Ρωσικής Ποίησης»περιλαμβάνει 109 ποιήματα και βιογραφικά 39 Ρώσων ποιητών και η δεύτερη το επικό ποίημα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι «Λένιν», με επιμέλεια και μετάφραση του Αλέξη Πάρνη.
Ποιητής ο ίδιος, με ξεχωριστή αγάπη για τους Ρώσους κλασικούς, αλλά και τους σύγχρονούς του, αυτούς που γνώρισε προσωπικά στη Μόσχα κι αυτούς που μελέτησε από τα βιβλία τους, ασχολήθηκε από την περίοδο των σπουδών του στο Λογοτεχνικό Πανεπιστήμιο «Μαξίμ Γκόρκι» με την απόδοση στα ελληνικά των έργων τους, έχοντας από πρώτο χέρι αντίληψη του ρώσικου «εδάφους», της κουλτούρας και της ιστορίας της αχανούς αυτής επικράτειας.
Στα μυθιστορήματά του, γράφοντας ελεύθερα, ο Πάρνης ανασυγκροτεί την ιστορία με τον δικό του τρόπο καθώς την αφηγείται. Στις μεταφράσεις των ποιημάτων, όμως, στην προσπάθεια του να αποδώσει όσο πιο πιστά γίνεται τα νοήματα, να πιάσει αυτό που θέλει να εκφράσει ο ποιητής, αλλά και να διατηρήσει τα νευραλγικά δομικά στοιχεία της ρωσικής ποίησης, θέτει ή υποτάσσει τον αναπλαστικό του ρόλο μέσα στους αυστηρούς κανόνες του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας.
Στις συζητήσεις μας, ο Αλέξης Πάρνης είναι σαφής και κατηγορηματικός. Η ρώσικη ποίηση δεν νοείται χωρίς ομοιοκαταληξία. Και κάθε μετάφραση που δεν έχει ομοιοκαταληξία είναι ελλειμματική και αντίθετη στο θεμελιώδες συστατικό της ρώσικης ποίησης. Οι Ρώσοι ποιητές γράφουν με ρίμα συνειδητά, από τους κλασικούς μέχρι τους νεότερους, από τον Πούσκιν μέχρι τον Γιεφτουσένκο. Οι Έλληνες μεταφραστές δεν λαμβάνουν υπόψη τους αυτό το στοιχείο. Είτε γιατί το θεωρούν δευτερεύον ή ξεπερασμένο είτε γιατί το θυσιάζουν για να αποδώσουν πιο εύκολα και με μεγαλύτερη λεκτική ακρίβεια τα νοήματα των ποιημάτων, αλλά με αυτή την υπέρβαση ή «παράκαμψη» αλλοιώνεται ο ποιητικός χαρακτήρας του ρώσικου στίχου. Με τον ελεύθερο στίχο κατά κάποιον τρόπο το ποίημα γίνεται, εξομοιώνεται ή προσεγγίζει περισσότερο τον πεζό λόγο. Η μεταβολή αφοπλίζει την ποίηση απ’ αυτό ακριβώς που την διαφοροποιεί. Κι όταν οι μεταφράσεις γίνονται από την αγγλική, τη γαλλική ή άλλη γλώσσα, επειδή οι μεταφραστές δεν γνωρίζουν τη ρωσική, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο μεγαλώνει η απόσταση από το πρωτότυπο, τόσο στη δομή όσο και στο νόημα. Ο Πάρνης λέει ότι η διαφορά ανάμεσα στον ομοιοκατάληκτο και τον ελεύθερο στίχο δεν είναι απλά ένα θέμα τεχνικής. Η ρίμα ή το ελεύθερο δεν είναι μια απλή μέθοδος χωρίς προηγούμενα, παρεπόμενα, προεκτάσεις και επακόλουθα. Είναι φορέας μιας αντίληψης, ένας διαφορετικός τρόπος δόμησης της σκέψης και της έκφρασης, συστατικό μιας άλλης κουλτούρας. Ακόμα κι αν το «περιεχόμενο» παραμένει το ίδιο, το ποίημα που έχει ρίμα αλλά μεταφράζεται ελεύθερα έχει αυτομάτως χάσει σε μεγάλο βαθμό την πλήρη του σύνθεση, που είναι ένα μείγμα εννοιών, νοημάτων, γλώσσας, ύφους και στυλ, πειθαρχίας και μέτρου, όλα μαζί εξ αδιαιρέτου, αδιαχώριστα. Η ποίηση δεν είναι μόνο τι λες, αλλά και πώς το λες κι αυτό οφείλει ο μεταφραστής –κατά το μέτρο του δυνατού και του ταλέντου του- να το σεβαστεί. Ο κώδικας εμπεριέχει στις φλέβες του γένος, έθνος, παράδοση, χρόνο, συγγένειες, προσανατολισμό, αποστολείς και παραλήπτες. Δεν είναι στεγνή, άχρωμη και αθώα φόρμα.
Ψηλότερος από φουγάρα και καμπαναριά,
της φωτιάς και του καπνού βαφτιστήρι.
Αρχάγγελε, με την πατούσα τη βαριά-
γεια σου, μες τους αιώνες, Βλαντίμιρ!
της φωτιάς και του καπνού βαφτιστήρι.
Αρχάγγελε, με την πατούσα τη βαριά-
γεια σου, μες τους αιώνες, Βλαντίμιρ!
(Η πρώτη στροφή από το ποίημα της Τσβετάεβα «Στον Μαγιακόφσκι» (1921), σε απόδοση του Αλέξη Πάρνη)
Η μετάφραση θέλει γνώση
Ο Αλέξης Πάρνης λέει: «Οι μεταφράσεις πρέπει να γίνονται από άνθρωπο που ξέρει τη ρώσικη ποίηση, γιατί εκεί είναι το πρόβλημα. Η ρίμα, ο ρυθμός του ποιήματος πρέπει να αποδοθεί με τρόπο που και το νόημα να πιάσεις, όσο βέβαια επιτρέπει η άλλη γλώσσα, γιατί έχεις περιορισμούς. Όμως, εάν δεν σεβαστούμε το ρυθμό, χάνουμε το μέτρο του κόσμου. Ο καθένας έχει ένα ρυθμό. Δεν μέμφομαι όσους γράφουν με ελεύθερο στίχο. Κι εγώ γράφω. Δεν απορρίπτω, αλλά πιστεύω ότι δεν επιτρέπεται να μεταφράζεις τη ρίμα με ελεύθερο στίχο. Έτερον εκάτερον.»
Εάν απλώς μεταφράσεις τις λέξεις –στην κυριολεξία- μπορεί κάποιος να καταλάβει το «στόρι» του ποιήματος, αλλά αυτή η μετάφραση δεν είναι πια το συγκεκριμένο ποίημα γιατί έχει αλλοιωθεί εκ θεμελίων. Έχει χάσει την ακεραιότητα και την ταυτότητα του. Εκλείπουν στοιχεία της κουλτούρας, της εποχής, του περιβάλλοντος, της παράδοσης, του ιστορικού και πολιτισμικού χώρου που εμπεριέχονται στη σύσταση του ποιήματος. Παίρνεις ένα δημιούργημα λογοτεχνικό που προέρχεται από τη Ρωσία και ο τρόπος με τον οποίο το αποδίδεις, ο τρόπος που μεταφέρεις το νόημα, η μορφή που του δίνεις, το ύφος και το μέτρο που χρησιμοποιείς, ανήκουν σε μια άλλη κουλτούρα! Δηλαδή κάνεις «κονβέρτ» και μπολιάζεις με ξένα στοιχεία ή μετατρέπεις ένα ρώσικο ποίημα σε αμερικάνικο, αγγλικό, γερμανικό κ.λπ.
Το ερώτημα, βέβαια, είναι κατά πόσο σε αναγκάζει η ρίμα να κάνεις συμβιβασμούς στα νοήματα από τη δυσκολία να βρεις τις κατάλληλες λέξεις, τις ομόηχες, τα συνώνυμα κ.λπ., για να κάνεις ομοιοκαταληξία σε μια άλλη γλώσσα.
«Βεβαίως, κάνεις συμβιβασμούς, γι’ αυτό και δεν μπορεί να πεις ότι αποδίδω 100%. Θα πεις ότι αυτό το τετράστιχο το απέδωσα στο 80%, μπορεί να φτάσεις και στο 60%! Αλλά πρέπει να διατηρήσεις το μουσικό πνεύμα του ποιητή, τις συλλαβές, τις καταλήξεις… Δηλαδή, ταρατατάμ τατάμ τατάμ ταρατατάμ. Ένα ποίημα του Γιεσένιν που μεταφράζω, λέει γιαρ μπουρ γιαρ μπουρ… Γιαρ είναι ρεματιά, πώς θα βρω εγώ τώρα το γιαρ που είναι ένας φθόγγος, πώς θα βρω λέξη ελληνική για να αποδώσω τη ρεματιά; Χαράδρα; Όταν έχεις τη λέξη σιδηρόδρομος, στα ρώσικα είναι «πόεζντ» με δύο μόνο συλλαβές, καταλαβαίνεις τη δυσκολία. Σκέψου τι τεράστια προβλήματα δημιουργεί η απόδοση από τη μία γλώσσα στην άλλη, και μάλιστα με μέτρο και ομοιοκαταληξία. Αλλά αλλιώτικα δεν γίνεται. Πρέπει, λοιπόν, όσο γίνεται να πλησιάσεις το πνεύμα, την ουσία, τη σοφία όσο γίνεται, γιατί πάντα τα πλησιάζεις, δεν μπορείς να φτάσεις στην τέλεια απόδοση λόγω της διαφοράς των γλωσσών. Γι’ αυτό οι δικοί μας, οι εξυπνάκηδες, το κάναν στον ελεύθερο στίχο, αλλά στην ελεύθερο στίχο δεν αποδίδεις τη ρώσικη ποίηση. Ούτε τον Πάστερνακ που γράφει «ζιλ-βιλ» και «ουσπιέχ-ου βσιεχ» ούτε την Αχμάτοβα που γράφει «τσασάχ-λιεσάχ» και «κουκούγιου-τακούγιου». Μεταφράσανε Μαγιακόφσκι, όχι μόνο ο Ρίτσος, σε ελεύθερο στίχο. Αυτό είναι σαν να του ρίχνεις πισώπλατη μαχαιριά.»
Ας αναλογιστούμε και το αντίθετο. Να μεταφράζεται ο ελεύθερος στίχος με ρίμα! Για τον Πάρνη, καθένας και κάθε τι έχει το δικό του «ρυθμό» που πρέπει να γίνεται σεβαστός.
Έναν εργάτη γνώρισα.
Αγράμματος ως εκεί που δεν παίρνει.
Δεν είδε μήτε
της αλφαβήτας το φως,
όμως άκουσε
πώς μιλούσε ο Λένιν
κι όλα
τα κατάλαβε αυτός.
Άκουσα
χωριάτη Σιβηριανού
την αφήγηση.
Ξεσηκώθηκαν,
αρπάξανε
τη γη
σαν εξουσιαστές.
Τον Λένιν δεν τον ξέρανε
ούτε σαν είδηση,
όμως ήταν κι εκείνοι
λενινιστές.
Είδα βουνά
δίχως βλάστηση
καμιά.
Η καταχνιά
μοναχά
στα βράχια
ξαπλωμένη.
Κι ο μόνος που ζούσε
σ’ εκείνη την ερημιά
είχε στα ράκη του
Αγράμματος ως εκεί που δεν παίρνει.
Δεν είδε μήτε
της αλφαβήτας το φως,
όμως άκουσε
πώς μιλούσε ο Λένιν
κι όλα
τα κατάλαβε αυτός.
Άκουσα
χωριάτη Σιβηριανού
την αφήγηση.
Ξεσηκώθηκαν,
αρπάξανε
τη γη
σαν εξουσιαστές.
Τον Λένιν δεν τον ξέρανε
ούτε σαν είδηση,
όμως ήταν κι εκείνοι
λενινιστές.
Είδα βουνά
δίχως βλάστηση
καμιά.
Η καταχνιά
μοναχά
στα βράχια
ξαπλωμένη.
Κι ο μόνος που ζούσε
σ’ εκείνη την ερημιά
είχε στα ράκη του
(από το ποίημα του Μαγιακόφσκι «Λένιν» (1923-4), σε απόδοση του Αλέξη Πάρνη)
Όλα έχουν ρυθμό
«Στη μετάφραση πρέπει να αποδοθεί βασικά ο ρυθμός, η αρμονία του στίχου, γιατί παίζει τεράστιο ρόλο ο ρυθμός. Ο τελευταίος τόμος του μυθιστορήματος μου έχει τίτλο «Ο ρυθμός του κόσμου». Όλα έχουν ένα ρυθμό. Και η ποίηση την οποία δυστυχώς εγκαταλείψαμε είχε το δικό της ρυθμό. Ήταν έγκλημα ότι αφαιρέσαμε από το λαό την έμμετρη ποίηση που τη διάβαζε και του άρεσε… Υπάρχει τώρα εργαζόμενος άνθρωπος που διαβάζει ποίηση; Τότε διάβαζαν και οι εργαζόμενοι. Στη Ρωσία, όμως, βλέπεις στο μετρό πολλούς ανθρώπους που πάνε στη δουλειά τους να διαβάζουν ποίηση. Επειδή οι Ρώσοι διατηρήσανε τη ρίμα, η οποία δίνει στον άνθρωπο την αίσθηση της αρμονίας.»
Το πρόβλημα που επισημαίνει ο Αλέξης Πάρνης δεν είναι καινούργιο, αλλά παραμένει σοβαρό. Θέτει κι ένα «εξωποιητικό» αλλά συναρτώμενο ζήτημα. Η ρίμα βοηθάει το λαό, τον απλό πολίτη, να έχει άμεση και καθημερινή επαφή με την ποίηση, να την αποστηθίζει ευκολότερα και πιο ευχάριστα και να την απαγγέλει άνετα με κάθε ευκαιρία. Όπως το τραγούδι, είτε της Ανατολής είτε της Δύσης, που στηρίζεται στον ομοιοκατάληκτο στίχο και αυτός ο παράγοντας είναι καταλυτικός όχι μόνο ως προς τη μελοποίηση, αλλά και ως προς την αποδοχή, τη λειτουργικότητα και τη διάδοση του.
«Είναι σωστή η συσχέτιση με το τραγούδι. Ο κόσμος τρέχει στο τραγούδι γιατί έχει την ανάγκη να θραφεί με το ρυθμό. Κι ενώ με την ποίηση μπορείς να μεταδώσεις σοφία και εμπειρίες στο λαό, καταργήσανε τη ρίμα που διευκολύνει αυτή τη διεργασία. Πιστεύω ότι άμα ξαναγυρίσει η ρίμα στην ελληνική ποίηση, θα κάνει μεγάλο καλό στο λαό πρώτα απ’ όλα. Εμείς είμαστε υποτίθεται αγωνιστές λαϊκοί. Δεν μπορείς να αφαιρείς την ποίηση από τον ελληνικό λαό. Χρειάζεται κι ο ελεύθερος στίχος, κατά περίπτωση. Έχω ένα κεφάλαιο ολόκληρο στον τόμο που θα βγει, περιγράφοντας το Βίτσι, την Πρέσπα, τον αγώνα που ηγείτο ο Δημοκρατικός Στρατός∙ εκεί πάει ο ελεύθερος στίχος, γιατί υπηρετεί την επική αφήγηση. Με ελεύθερο στίχο γράφω κι εγώ, μ’ αρέσει πολύ, αλλά η βάση της ποίησης κάθε έθνους πρέπει να είναι η λυρική ποίηση με τη ρίμα και το ρυθμό. Αυτό δίνει στον άνθρωπο την αίσθηση του ρυθμού του κόσμου όλου…»
Εν τέλει, ο πολίτης είναι μόνο αποδέκτης της ποίησης;
«Εγώ θα συμβούλευα τους ανθρώπους, όταν έχουν καιρό, να προσπαθούν να μεταφράσουν ένα τετράστιχο, από τη γλώσσα που ξέρουνε. Ή, αν μπορούν και οι ίδιοι, να γράψουν κάτι δικό τους. Έχει τεράστια σημασία για τον εγκέφαλο και γενικά για τη λειτουργία μας. Όπως λένε κι οι αρχαίοι μας, ο Πυθαγόρας, παν σώμα κινούμενον και κραδαινόμενον, έχει το δικό του ρυθμό και τον δικό του όγκο.»
Μετά τον «Ευγένιο Ονέγκιν» του Πούσκιν που ολοκληρώθηκε, ο Αλέξης Πάρνης δουλεύει πάνω στα ποιήματα του Γιεσένιν, αλλά -ο ρυθμός του να τον έχει καλά, ευελπιστεί να μας δώσει κι άλλα διαμάντια από τη Ρωσία που αγάπησε…
«Ο Γιεσένιν θα μου φάει δυο-τρεις μήνες ακόμα. Μετά, έχω τον Πάστερνακ. Έχω την Τσβετάεβα. Έχω την Αχμάτοβα….»
Στέλιος Ελληνιάδης
(με υλικό από την εκπομπή της 26ης Αυγ. 2018, «Στο Κόκκινο»)
ΕΝΑ «ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ» ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΕΞΗ ΠΑΡΝΗ ΣΤΟ «ΣΩΤΗΡΙΑ»
Σάββατο, μετά τα μεσάνυχτα, κατακαλόκαιρο, η δυσφορία του είχε ενταθεί. Τελικά το κρύωμα όχι μόνο δεν περνούσε, αλλά χειροτέρευε. Ο βήχας και η δύσπνοια δεν τον άφηναν να κοιμηθεί. Αποφάσισε να πάει σε νοσοκομείο. Είχε από νωρίτερα ενημερωθεί ότι διανυκτέρευε το «Σωτηρία», με ειδίκευση στις πνευμονικές παθήσεις. Ντύθηκε και μέσα στη μαύρη νύχτα, βγήκε από τη μικρή αγροτική του μονοκατοικία και πήρε σιγά σιγά τον δρόμο από την κορυφή του οικισμού στην πλαγιά του Υμηττού προς την λεωφόρο Λαυρίου. Κάπου στη μέση της διαδρομής βρήκε αναπάντεχα ένα περιπολικό της αστυνομίας σε στάση αναμονής. Πλησίασε και ζήτησε ευγενικά από τον αστυνομικό που είχε το παράθυρο του ανοιχτό, μήπως και μπορεί να του καλέσει ένα ταξί λόγω της κατάστασης της υγείας του, αλλά πήρε αρνητική απάντηση. Μάλλον κάποιο σπίτι παρακολουθούσαν στην ερημιά, υπέθεσε. Ευτυχώς, πέρασε γρήγορα ένα άδειο ταξί και βρέθηκε μετά από λίγα λεπτά στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου, στη Μεσογείων. Όπως έχει μάθει να κάνει στον μακρύ περιπετειώδη βίο του, στηρίχτηκε για άλλη μια φορά στις δυνάμεις του. Δεν ειδοποίησε ούτε την κόρη του, ούτε τον ανιψιό του, ούτε τον κοινό μας φίλο τον Κώστα, ούτε κανέναν άλλον για να μην μας ξεβολέψει.
Κουρνιασμένος σε μια γωνία, σε ένα θάλαμο με έξι κρεβάτια, με ορούς, οξυγόνο και αντιβίωση, περίμενε ψύχραιμα την έκβαση κι άλλου ένα αγώνα επιβίωσης. Χωρίς να του πω τίποτα, αναζήτησα τη διευθύντρια της κλινικής, την κ. Μερόπη Μανταίου, για να μάθω σε τι κατάσταση βρίσκεται ο ασθενής. Ο κ. Λεωνιδάκης που νοσηλεύεται στο θάλαμο 161 είναι ο σπουδαίος λογοτέχνης Αλέξης Πάρνης, της είπα. Δεν θέλει προνομιακή φροντίδα, αλλά καλό είναι να γνωρίζετε ότι φιλοξενείτε ένα σημαντικό δημιουργό. Μια νεαρή γιατρίνα, η κ. Μερόπη Παναγιωταράκου, που ήταν παρούσα στη συζήτηση, μπήκε με συγκρατημένο ενθουσιασμό στην κουβέντα. Κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει μ’ αυτό τον άνθρωπο όταν του πρωτομίλησα. Η φυσιογνωμία του, ο τρόπος που εκφραζόταν, η σεμνότητά του. Κι όταν έψαξα στο διαδίκτυο το όνομα Σωτήρης Λεωνιδάκης με το οποίο έγινε η εισαγωγή, μου το έβγαζε μαζί με το όνομα «Αλέξης Πάρνης». Τον ξέρω σαν λογοτέχνη και αγωνιστή, γιατί κι ο παππούς μου ήταν αντάρτης στην Πελοπόννησο, από τη Δημητσάνα. Αλλά πάλι, ήταν πολύ φτωχικά ντυμένος, αξύριστος, δεν ζητούσε τίποτα και οι συνάδελφοι νόμιζαν ότι θα είναι κάποιος ταλαιπωρημένος άστεγος. Πήρα το θάρρος και τον ρώτησα. Μήπως είστε ο κ. Πάρνης; Όχι, μου απάντησε με μια ταυτόχρονη κίνηση του κεφαλιού και δεν έδωσα συνέχεια για να μην τον φέρω σε δύσκολη θέση. Αλλά μου έμεινε. Γιατί, όμως, το έκανε αυτό;
Γιατί το έκανες αυτό, Αλέξη; ρώτησα. Μα δεν ήθελα ιδιαίτερη μεταχείριση. Ένας κοινός πολίτης είμαι. Εντάξει, αλλά γιατί δεν κάλεσες το 166 να σε μεταφέρει το ασθενοφόρο; Μια άλλη φορά που το χρειάστηκα, έκανε δύο ώρες να έρθει κι εγώ εκείνη την ώρα που αισθανόμουν να πνίγομαι από το βήχα και να χάνω την αναπνοή μου προτίμησα να κατέβω στα γρήγορα για ταξί αφού οι δρόμοι ήταν εντελώς άδειοι. Νυχτιάτικα, στην απόλυτη απουσία άλλων ανθρώπων, με υγρασία, σκοτεινά, ασθμαίνοντας, να διανύσεις κοντά μισό χιλιόμετρο σε κατηφόρα μέχρι να φτάσεις στη λεωφόρο, κι αν βρεις ταξί τέτοια ώρα, μου φαίνεται ακραίο, παρατραβηγμένο. Μην το βλέπεις έτσι. Είμαστε άλλη πάστα εμείς, ζήσαμε τόσα χρόνια πολεμώντας στα βουνά, κυνηγημένοι, σε σπηλιές και σε χαράδρες, χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς κρεβάτια, χωρίς αναισθητικό, μόνο με τα ρούχα μας και το όπλο που είχαμε πάντα στο χέρι. Αυτά είναι ψιλοπράματα. Μην τα μεγαλοποιούμε τώρα. Εξάλλου, έζησα πολλά χρόνια, έζησα καλά και ενδιαφέροντα χρόνια, αφήνω έργο, τελείωσα και τον τρίτο τόμο της τριλογίας, τι άλλο να θέλω από τη ζωή; Επί πλέον, από εδώ είναι ωραίο μέρος για να «φύγεις», ιστορικό. Απ’ αυτό το νοσοκομείο είχαν δραπετεύσει οι κομμουνιστές, οι Ακροναυπλιώτες, οι φθισικοί, το 1942, για να διαφύγουν στο βουνό απ’ όπου άρχισε η ένοπλη αντίσταση στους Γερμανούς ναζί και τους Ιταλούς φασίστες κατακτητές.
Αλέξη, οι φίλοι σου έχουν σοβαρές αντιρρήσεις. Δεν σου δίνουμε ακόμα την άδεια να «φύγεις». Έχεις να ολοκληρώσεις και τη μετάφραση των ποιημάτων του Γιεσένιν!
Τελικά, μέσα σε ένα δεκαήμερο, ο Αλέξης ξεπέρασε τον κίνδυνο και γύρισε στο «αμπρί» του, ορεξάτος και παραγωγικός, στη φύση του Υμηττού. Ικανοποιημένος από τη φροντίδα των γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού, αλλά απορημένος για την κατάσταση που επικρατούσε στα επείγοντα. Πώς άφησαν έναν άνθρωπο 94 ετών με έντονο βήχα και δύσπνοια να περιμένει δυο ώρες σε μια καρέκλα μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων; Μόνος του πήγαινε με βαρύ βηματισμό για τις ακτινογραφίες και ούτε ένα φορείο δεν του διέθεσαν για να ξαπλώσει έτσι όπως ήταν εξαντλημένος. Αυτό τον ξένισε. Δεν μέμφθηκε κανένα, απλά έκφραζε την απορία του, γι’ αυτή την έλλειψη όχι απλά στοιχειώδους ιατρικής μέριμνας, αλλά ανθρωπιστικού ενδιαφέροντος. Κανένας δεν συγκινήθηκε από έναν ηλικιωμένο «άστεγο», που περίμενε αβοήθητος σε μια αίθουσα αναμονής, εκείνη την ώρα, στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, που δεν υπήρχαν καν άλλα «περιστατικά»;
Περασμένα-ξεχασμένα. Μόλις συνήλθε εντελώς, κατέβηκε ευχαριστημένος στο κέντρο, στη δική μας γειτονιά, να μας δείξει τη φρέσκια μετάφραση του Ευγένιου Ονέγκιν του Πούσκιν…
Στέλιος Ελληνιάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου