να πετάξω ψηλά, πέρα από του σύμπαντος τα όρια
μα κάθε φορά έπεφτα πάνω σου
Ξέρεις πόσες φορές καταράστηκα τη μέρα
που - από κάποιο της μοίρας άραγε κακόγουστο
αστείο - βρέθηκες μπροστά μου;
Πόσο πολύ μίσησα εμένα που έμεινα
σαν καράβι ακυβέρνητο στη θύελλα
που από σένα ξεσπούσε και με έριχνε
συνεχώς στα βράχια;
Σαν τον Σίσυφο έσπρωχνα τον βράχο της
παρουσίας σου στην κορυφή του βουνού
μόνο και μόνο για να τον δω και πάλι κάτω να κυλά.
Έβλεπα τα σπλάχνα μου, που
μόλις σαν γύπας με τα γαμψά σου νύχια και το
πανίσχυρο ράμφος είχες κομματιάσει,
να αναγεννιούνται, μόνο και μόνο για να ορμήξεις πάνω
τους ξανά και αναρωτιέμαι πότε έκλεψα τη φωτιά από τους θεούς
για να με τιμωρούν με αυτόν τον τρόπο.
Μαζί με τον Εγκέλαδο βρίσκομαι πια, εγκλωβισμένος
από ένα βουνό στα έγκατα της γης και περιμένω την ώρα
που θα μπορέσω να δώσω κάτι παραπάνω από ένα σεισμό
και να σπάσω τα δεσμά τούτα που μου πέρασες χωρίς
για τίποτα να κατηγορούμαι.
Και θα έρθει εκείνη η στιγμή, ναι, είμαι σίγουρος πως θα έρθει
κι εσύ σαν την ομίχλη από τις πρώτες ακτίνες του νέου ήλιου
θα διαλυθείς χωρίς ούτε ένα ίχνος να αφήσεις...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου