Σάββατο 12 Μαΐου 2018

Το κάλλιστο ποίημα


Κώστας Κουτσουρέλης
Το κάλλιστο ποίημα αποτελείται αποκλειστικά από στίχους· οι στίχοι από λέξεις· οι λέξεις από συλλαβές· οι συλλαβές από μεμονωμένους φθόγγους. Αυτοί πρέπει να εξεταστούν ως προς την ευφωνία ή την κακοφωνία τους, οι συλλαβές να μετρηθούν και να σταθμιστούν, οι λέξεις να επιλεγούν, οι στίχοι τέλος να οργανωθούν και να αρμοστούν μεταξύ τους.
AUGUST WILHELM SCHLEGEL
Το θέμα μας το αποψινό με αφήνει κάπως δύσθυμο. Η περιαυτολογία δεν με σαγηνεύει, και η περιαυτολογία όλων ημών, όσοι τιτλοφορούμεθα ποιητές, ακόμη λιγότερο. Η εμμονική εστίαση της εποχής μας στο πρόσωπο του ποιητή, αυτός ο άκρατος υποκειμενισμός που μας κατατρύχει, μόνο κακό έκανε στην τέχνη μας. Παραμέρισε τα πραγματικά έργα, τα ποιήματα, και έστησε στη θέση τους μια σειρά από είδωλα, τους ναρκίσσους που τα υπογράφουν.
Εδώ και δύο αιώνες ακούμε το ίδιο κουραστικό συναξάρι, την ίδια historia calamitatum, όπου από τη μια μεριά στέκουν υποτίθεται ως αιώνιοι αναξιοπαθείς οι διάφοροι Χαίλντερλιν και Μπωντλαίρ, κι από την άλλη τάχα μου οι μικρόψυχοι καιροί, ο βέβηλος όχλος, η βάρβαρη μάζα που δεν νογάει από τέχνη κ.ο.κ., κ.ο.κ.
Η αντιπαράθεση αυτή δεν μού φαίνεται απλώς έωλη, μου φαίνεται ανιστόρητη. Μια χαρά καταλάβαινε η «μάζα» τον Όμηρο και τους Τραγικούς, τον Δάντη και τον Σαίξπηρ, τον Χάινε, τον Ουγκώ και τον Βαλαωρίτη. Μια χαρά τα πάει ο «όχλος» ακόμη και σήμερα με τον Νερούδα και τον Μπρεχτ, με τον Ελύτη και με τον Καββαδία. Κι αν εμείς δεν έχουμε ως πρότυπο αυτούς, αλλά τους περιθωριακούς που καμαρώνουν επειδή δεν τους διαβάζει κανείς, δικό μας είναι το πρόβλημα. Είναι πρόληψη να πιστεύει κανείς, μας προειδοποιούσε ο Εμμανουήλ Ροΐδης τον καιρό του, ότι «τὰ φιλολογικὰ ἔργα πρέπει νὰ διαιρῶνται εἰς τὰ εὐχαριστοῦντα τοὺς πολλοὺς καὶ τὰ δυνάμενα νὰ ἐκτιμηθώσι παρὰ τῶν ὀλίγων… Τὸ ἀληθὲς ἑν τοῦτοις εἶναι ὅτι τὸ κυριώτατον προσὸν παντὸς πράγματι καλοῦ ἔργου εἶναι νὰ εὐχαριστῆ ἐξ ἴσου ἀμφοτέρας τὰς τάξεις τῶν ἀναγνωστῶν». Και ο Ιωάννης Συκουτρής, γι’ αυτούς που αρέσκονται μόνο στην συντροφιά του καθρέφτη,sykoutris σιγοντάρει: «Ἡ ἀντίληψις ὅτι ὅ ποιητὴς τραγουδεῖ ἔτσι σὰν τὰ πουλιά, μόνον διότι δὲν ἠμπορεῖ νὰ κάνῃ τίποτ’ ἄλλο, εἶναι παιδαριώδης – ἄλλωστε καὶ τὰ πουλιὰ τραγουδοῦν, διὰ νὰ τ’ ἀκούσῃ κάποιος. Ἕνας φιλόσοφος ἠμπορεῖ νὰ φιλοσοφῇ μόνον διὰ τὴν εὐχαρίστησιν, ποὺ τοῦ προσφέρει ἡ εὕρεσις τῆς ἀληθείας – τοὐλάχιστον εἶναι νοητὸν αὐτόν. Ὁ καλλιτέχνης δὲν ἔχει αὐτὴν τὴν αὐτάρκειαν».
Το ίδιο πράγμα, την αγνόηση των ποιημάτων χάριν των ποιητών και της πόζας τους τη συναντάμε και στους ορισμούς και τους αφορισμούς περί ποιήσεως που κυκλοφορούν σήμερα αναμεταξύ μας. Πρώτα οι ρομαντικοί άρχισαν να βλέπουν την ποίηση αλλιώς, πίστεψαν ότι αναγνώρισαν πάνω της έναν κοσμικό Μεσσία, μιαν άλλη ιεραποστολή, μιαν Αποκάλυψη ιδιωτικής χρήσεως. Όλοι έχουμε ακούσει ρήσεις σχετικές από τα πιο διάσημα στόματα: η ποίηση είναι η «άτυπη νομοθεσία της ανθρωπότητας», είναι «εξήγηση του ανεξήγητου», «ιέρεια του αόρατου», «θρησκεία χωρίς πίστη», «γιορτή της διανοίας», «αντίλαλος που χορεύει με τη σκιά», «φάρμακο για τις πληγές της λογικής», «μητρική γλώσσα του ανθρώπου», κ.ο.κ., κ.ο.κ – ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.
Τι το κοινό έχουν όλοι αυτοί οι αφορισμοί μεταξύ τους; Ότι δεν λένε λέξη για το προκείμενο, ότι δεν μιλούν για την ποίηση ως τέχνη συγκεκριμένη. Αλλά για το πώς οι εκάστοτε σχολιάζοντες την προσλαμβάνουν, για τα συναισθήματα που τους γεννά ή για τον σκοπό που κατ’ αυτούς υπηρετεί. Οι αποφάνσεις αυτές, άλλοτε ευρηματικές, άλλοτε υπερφίαλες, άλλοτε και τα δύο συγχρόνως, στην καλύτερη περίπτωση μας φανερώνουν πώς οι ίδιοι οι ποιητές αυτοκατανοούνται, τι θα ήθελαν, ή τι νομίζουν ότι κάνουν.
Η αλήθεια είναι ότι αντί για τα ποιήματα, αυτό που φαίνεται να μας απασχολεί σήμερα είναι η «ποιητικότητα», το ποιητικό βίωμα, το ποιητικώς ζην ή το ποιητικώς τον κόσμον οικείν, για να θυμηθώ τον μυστικοπαθή Χάιντεγγερ. Πρόκειται ασφαλώς για παρεξήγηση. Το ποιητικό βίωμα, αυτή η δυσπερίγραπτη, μύχια ανάταση που αισθανόμαστε εμπρός σ’ έναν δυνατό στίχο και ενίοτε μας φέρνει στα πρόθυρα της μέθης, δεν είναι αποκλειστικό παράγωγο της ποίησης. Όλες οι τέχνες γεννούν αισθητική συγκίνηση παραπλήσια με της ποίησης, προ πάντων η μουσική. Το κάλλος, το ύψος, η χάρη και το δέος ως γνωρίσματα αισθητικά, σε ακατέργαστη μορφή μάς παρέχονται ήδη από την κοινή ζωή και τη φύση. Ένας αθλητικός αγώνας ή μια πολεμική αναμέτρηση μας συγκινούν μεταξύ άλλων και αισθητικά. Και η θέα της φύσης, ενός ορμητικού καταρράκτη ή ενός σπάνιου άνθους λ.χ., όπως θα μας έλεγε ο Καντ, μας παρέχει ανάλογες συγκινήσεις επίσης. Άρα δεν μπορούμε να ορίσουμε την ποίηση ως ποιητικότητα ή ως βίωμα ποιητικό, γιατί αυτά τα δεύτερα μόνο εν μέρει προκύπτουν από την πρώτη, και πάντως δεν εξαρτώνται απ’ αυτήν ούτε συμπίπτουν μαζί της.
Στον αντίποδα αυτής της ιμπρεσσιονιστικής αοριστολογίας, την ακριβέστερη απάντηση στο ερώτημα τι εστί ποίημα τη χρωστάμε σ’ έναν συγγραφέα των τελευταίων προχριστιανικών αιώνων, τον Ποσειδώνιο τον Ρόδιο. Κατά την απόδοση του Γ. Βαρθαλίτη: «Το ποίημα είναι γλωσσική έκφραση έμμετρη ή έρρυθμη, η οποία με την έντεχνη κατασκευή της ξεφεύγει από τον πεζό λόγο». Ο ορισμός του Ποσειδώνιου είναι πλήρης: από το αρχαϊκό έπος ώς τον ελεύθερο στίχο, καλύπτει κάθε εκδοχή του ποιητικού λόγου διαχρονικά. Και πριν απ’ αυτόν, ο Πλάτων είχε με τρόπο αποθετικό εκφράσει το ίδιο πράγμα: «Εἰ τὶς περιέλοιτο platτῆς ποιήσεως πάσης τό τε μέλος καὶ τὸν ρυθμόν καὶ τὸ μέτρον, ἄλλο τι ἢ λόγοι γίγνονται τὸ λειπόμενον». Τι μας λένε αυτοί οι ελάχιστα εντυπωσιακοί αλλά ουσιώδεις ορισμοί; Ότι η ποίηση δεν είναι υποκατάστατο θρησκείας ή μεταφυσική τελετή. Όλα αυτά ως πόθους γνήσιους ανθρώπινους ένα ποίημα μπορεί βεβαίως να τα έχει και να τα περιέχει, μπορεί όμως και όχι. Ο Αρχίλοχος και ο Κάτουλλος και ο Βιγιόν δεν είναι λιγότερο ποιητές επειδή στο έργο τους δεν καταπιάνονται με τέτοια. Ο Αριστοφάνης και ο Γκαίτε διακωμώδησαν αυτόν τον τύπο του αιθεροβάμονα ποιητή, γράφοντας οι ίδιοι υπέροχα ποιήματα. Η ποίηση είναι κάτι διαφορετικό, ένας τρόπος του λέγειν και του εκφράζεσθαι εντέχνως, τουτέστιν μια τεχνική. Μια ειδική τεχνική οργάνωσης του λόγου προφανώς, ικανή να τoν διαστείλει από την πρόζα και την κοινή ομιλία. Κοντολογίς, η ποίηση είναι μια τέχνη: η τέχνη του στίχου.
* * *
Για τα ακρόβαθρα αυτά του ποιητικού λόγου –τον στίχο και τη μορφοπλαστική του οργάνωση, τον ρυθμό και την προσωδιακή του τάξη– πολύ σπανίως βρίσκει κανείς σήμερα ουσιαστικές παρατηρήσεις στα δοκιμιακά γραπτά των ποιητών. Κι όμως οι ιδρυτικές φυσιογνωμίες της νεοελληνικής ποίησης ακριβώς απ’ αυτά ξεκινούν, φανερώνοντας τη σημασία που τους απέδιδαν. Εννοώ φυσικά, την «Επισημείωσιν» με την οποία κλείνει τη Λύρα στα 1824 ο Ανδρέας Κάλβος, κείμενο εντυπωσιακής λογοτεχνικής αυτοπειθαρχίας που δύο αιώνες τώρα η νεοελληνική κριτική έχει αποτύχει να εκτιμήσει δεόντως· και τις προσωδιακού περιεχομένου μνείες του Σολωμού στις «Σημείωσες του ποιητή» που επιλογίζουν τον Ύμνον εις την Ελευθερίαν στην έκδοση του 1825. Από εκεί ώς τις διάσπαρτες μετρικές παρατηρήσεις του Παλαμά και το «Υπόμνημα» του Ελύτη για το Άξιον εστί και άλλοι κορυφαίοι μας ποιητές θα καταπιαστούν με το ζήτημα, η έλευση του ελεύθερου στίχου όμως φαίνεται ότι επιδρά ανασταλτικά στην ανάπτυξη του σχετικού προβληματισμού. Έκτοτε οι συζητήσεις μας περί ποιήσεως πελαγοδρομούν όλο και πιο συχνά στα νερά της εντυπωσιθηρίας και του βερμπαλισμού.
Σήμερα μάλιστα φαίνεται να επικρατεί η γραφική και εντελώς αντικαλλιτεχνική αντίληψη ότι ποίηση και τεχνική είναι πράγματα ασχέτιστα, ότι κανόνες στον λόγο τον ποιητικό δεν υφίστανται, ότι οι ποιητές γράφουν εξ ουρανόθεν κρεμάμενοι και υπακούοντας στα κελεύσματα της μέθης και της θείας τους «ελευθερίας». Κι όμως, όποιος έχει διαβάσει τη «Φιλοσοφία της σύνθεσης» του Έντγκαρ Άλαν Πόε γνωρίζει σε ποιο σημείο ακραίου συνειδητού ελέγχου του υλικού του μπορεί να φτάσει ένας σπουδαίος ποιητής προκειμένου να γράψει ένα ποίημα όπως το «Κοράκι». Κι ας ηχεί στ’ αυτιά μας αυτό σχεδόν σαν φυσική απροσποίητη μουσική που την ενέπνευσε στον δημιουργό της απευθείας η Μούσα… Ξέρουμε την απάντηση του νεαρού Σολωμού στον Βιντσέντσο Μόντι, σολωμκαι το απόλυτο προβάδισμα που ο Έλληνας ποιητής απέδιδε στο νοητικό στοιχείο, έναντι του συναισθηματικού – γνώρισμα κατά την κρίση μου κοινό όλων των πρώτης τάξεως ποιητών όλων των εποχών. Γιατί ακόμη και η ποιητική φαντασία στο μέτρο που είναι δύναμη δημιουργική, μετέχει της διανοίας περισσότερο απ’ ό,τι μετέχει στις ακατέργαστες ορμές του θυμικού. Αυτές οι δεύτερες είναι η πρώτη της ύλη, όπως πρώτη ύλη του ξυλουργού είναι η ξυλεία. Όταν βλέπουμε όμως ένα τραπέζι και μια καρέκλα βλέπουμε το έργο μιας διάνοιας όχι τα προϊόντα της άνοης φύσης.
Για να μην παρεξηγηθώ, σπεύδω να διευκρινίσω ότι πρωτείο της διάνοιας στην τέχνη δεν σημαίνει υποβάθμιση ή αγνόηση του ψυχικού παράγοντα, αλλά ουσιαστική αναβάθμισή του, αξιοποίησή του στο έπακρο. Εξίσου λίγο το πρωτείο της διάνοιας έχει να κάνει με τη στανική συμμόρφωση στις αξιώσεις της ξηρής λογικής, με την κατάπνιξη του αυθορμητισμού ή με την πανεξουσιότητα του συνειδότος. Πολύ συχνά μάλιστα ο έλεγχος που ασκεί ο ποιητής στο υλικό του δεν είναι καν ενεπίγνωστος, οπότε έχουμε το μαρτυρημένο από τόσους και τόσους φαινόμενο της έξωθεν υπαγόρευσης, της εμπνευστικής εκείνης δύναμης που οι Αρχαίοι ονόμαζαν Μούσα.
Όμως και αυτές οι φορές μόνο φαινομενικά είναι γέννημα του ωμού ψυχικού παράγοντα. Στην πραγματικότητα, είναι το αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης, οιονεί ισόβιας και πάντως συνειδητής προεργασίας. Είναι σαν τους αυτοματισμούς που βγάζουν στο γήπεδο οι κορυφαίοι αθλητές. Φαντάζουν αυθόρμητοι, στην πραγματικότητα όμως έχουν δουλευτεί ώρες ατέλειωτες στις προπονήσεις. Με την πηγαία λεγόμενη ποίηση συμβαίνει αυτό που συμβαίνει με τους μουσικούς αυτοσχεδιασμούς: μόνο οι σπουδαίοι τεχνίτες, αυτοί που έχουν φάει τη ζωή τους στην άσκηση, μπορούν να τους δοκιμάσουν χωρίς να γίνουν γελοίοι.
Εν τέλει, τον ποιητή από τον μη ποιητή δεν τον διαφορίζει ούτε η έμπνευση, ούτε το ποιόν ή το ποσόν των συναισθημάτων από τα οποία εμφορείται, ούτε η ευγένεια και η υψίνοια των ιδεών που πρεσβεύει. Η ευαισθησία, ο ιδεαλισμός και η ονειροπόληση στην τέχνη από μόνες τους δεν επαρκούν, ειδάλλως αλκοολικοί και παιδιά, ψυχασθενείς και φιλάνθρωποι θα ήταν αυτοδικαίως καλλιτέχνες. «Γράφοντας έρχεται η έμπνευση», έλεγε ο Παλαμάς για να υπογραμμίσει τη σημασία ενός άλλου παράγοντα, κρισιμότερου στην καλλιτεχνική δημιουργία, πού όμως τον παραβλέπουμε: του μόχθου. Και η Βισλάβα Συμπόρσκα προσθέτει: szymborska_wislawa«Το να λέμε στην παρέα μας ότι μας κατέλαβε έμπνευση βάρδου την Παρασκευή στις 2:45 μ.μ. και άρχισε να μας ψιθυρίζει λόγια μυστηριακά στο αυτί με τόση ένταση που μόλις προλάβαμε να τα σημειώσουμε, ακούγεται ωραίο, αρέσει. Όμως στο σπίτι μας, πίσω από τις κλειστές πόρτες, διορθώνουμε επιμελώς, σβήνουμε και ξαναγράφουμε διαρκώς αυτά που ρίξαμε αρχικά στο χαρτί».
* * *
Δεν είναι όμως μόνο οι ποετάστροι που φαντάζονται ότι τα ευγενή διανοήματα και τα βαθιά συναισθήματα επαρκούν για τη δουλειά που θέλουν να κάνουν. Πολλοί είναι και οι ποιητές που πιστεύουν ότι όλα αυτά όχι μόνο τα κατέχουν αλλά και τα μονοπωλούν. Και ότι ως πρόμαχοι της ευαισθησίας και των υψηλών τους ιδεωδών καθήκον τους έχουν να αντιπολιτεύονται τον αναίσθητο και μοχθηρό περίγυρό τους, που αυτούς τους ευσυγκίνητους και τους ιδανιστές μόνο να τους εχθρεύεται μπορεί. Η ποίηση στέκει «αντιμέτωπη με την εξουσία», διαβάζουμε. Η ποίηση προϋποθέτει «πόνο, ευαισθησία, τσαλάκωμα», ό,τι δηλαδή ο «κυρίαρχος λόγος αποκρύπτει». «Άλλο ευαισθησία και άλλο ποιητική φαντασία», προειδοποιούσε στον καιρό του ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, αλλά ποιος το θυμάται πια; Ακόμη και gideεκείνη η πασίγνωστη κάποτε ρήση του Αντρέ Ζιντ για την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ «ευγενών αισθημάτων» και «κακής λογοτεχνίας» έχει περιπέσει στη λήθη. Ποιος λίγο ποιος πολύ, ευαισθησίες όλοι έχουμε στο μέτρο που είμαστε άνθρωποι. Οι ποιητές στον μέσο τους όρο δεν είναι περισσότερο καλοκάγαθοι και ανθρωπιστές από τους κοινούς ανθρώπους – ιδίως αν κρίνουμε από τους διαβόητους βίους κάποιων… Αν έχουν ευαισθησία εντελώς δική τους, αυτή είναι η ευαισθησία τους απέναντι στο πρωτογενές υλικό τους, τη γλώσσα – ό,τι θα λέγαμε δωρεά ή ταλέντο.
Όσο για την εξουσία και τον αγώνα για την ισχύ και τη δύναμη, είναι κι αυτά σύμφυτα του ανθρώπου. Γιατί δεν είναι μόνο τα πόστα, τα λεφτά και τα κανόνια: και η αναγνώριση και η φήμη και ο θαυμασμός, για τα οποία, ας μην κοροϊδευόμαστε, διψούν και παθαίνονται οι ποιητές, ετερώνυμα της ισχύος είναι, κι ας τα καλλωπίζουμε με χίλια ψιμύθια. Οι διαγκωνισμοί και οι μικρότητες στους κόλπους της συντεχνίας δείχνουν καθαρά ότι οι ποιητές όχι μόνο ορέγονται την εξουσία, αλλά είναι κάποτε εμμονικοί μ’ αυτήν, σχεδόν εξουσιομανείς.
Ότι για πολλούς ποιητές σήμερα ο κόσμος είναι τόσο απλοϊκός όσο στα παλιά γουέστερν –με καλούς και κακούς– είναι βεβαίως κατανοητό. Το είδαμε και στην πολιτική, το να καμώνεσαι τον ηθικά ανώτερο και τον εξεγερμένο είναι στρατηγική κατίσχυσης, θρεμμένη από τη σταθμιστική υποκρισία και τα τερτίπια της. Παρ’ όλα αυτά, δυσκολεύομαι να φανταστώ χώρο συλλογικό άλλον όπου ο κομφορμιστής σταδιοδρομεί με τόση πειστικότητα ως διωκόμενος και ο κομ-ιλ-φώ ποζάρει στον καθρέφτη του διαρκώς με τον αγέραστο μπερέ του μάρτυρα επαναστάτη. Η ιδέα ότι ο ποιητής πρέπει σώνει και καλά να υποφέρει, να πάσχει, να αυτοκαταστραφεί μάλιστα, προκειμένου να γράψει μεγάλη ποίηση, ιδέα που κυκλοφορεί ανεμπόδιστα στα γραπτά μας, είναι τόσο εξωπραγματική, τόσο παχύσαρκα μελοδραματική όσο και η ανάλογη ιδέα ότι ποιητής είναι μόνο αυτός που περνάει τη ζωή του σαν άγιος ή σαν ασκητής, αμόλυντος από την επιτυχία και τις ματαιοδοξίες της. Ο Ιωσήφ Μπρόντσκι όλα αυτά τα αποκαλούσε απάνθρωπα και αντιστροφές του σταλινισμού – έμμεση νομιμοποίηση του «σφάξε με αγά μου, να αγιάσω».
Όσο μεγάλο κίνητρο μπορεί να είναι ο πόνος για να επιτευχθεί ένα έργο –και υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις, ο Τάφος του Παλαμά είναι εδώ σε μας η πιο συγκλονιστική– άλλο τόσο μεγάλος, και αξεπέραστος, φραγμός μπορεί να αποδειχθεί. Άραγε, τα προσωπικά βάσανα του Καρυωτάκη τον έκαναν καλύτερο kariή χειρότερο ποιητή, ποιος μπορεί να το πει με ασφάλεια; Αν ζούσε πενήντα χρόνια ακόμη, δεν θα μας έδινε ενδεχομένως έργο που θα άφηνε πίσω του τα λίγα αυτά που πρόφτασε; Και πάντως, αν η ένταση της οδύνης ήταν το κριτήριο, τα ποιήματα θα περίσσευαν: για ν’ αναδείξουμε τους κορυφαίους θ’ αρκούσε μια γνωμάτευση ιατρική ή και ιατροδικαστική ακόμη. Ο ποιητικός Παρνασσός θα έμοιαζε τότε με Γολγοθά, με κρανίου τόπο γεμάτο αυτόχειρες και παραλοϊσμένους.
Θα το ξαναπώ, όσο απογοητευτικά πεζό κι αν ακούγεται: οι ποιητές είναι άνθρωποι κι αυτοί σαν όλους τους άλλους ανθρώπους. Μοιράζονται εξίσου μ’ εκείνους τα άλγη και τις χαρές, την ευτυχία και τη δυστυχία, την αθλιότητα και το μεγαλείο, την αχρειότητα και την ευγένεια της κοινής μας φύσης. Δεν αισθάνονται πιο βαθιά. Δεν υποφέρουν περισσότερο. Απλώς, τα κοινά σ’ όλους μας αισθήματα εκείνοι έχουν την ικανότητα να τα αποτυπώνουν με λέξεις. Έχουν τα μέσα τα τεχνικά δηλαδή ούτως ώστε να συλλάβουν και να μας ξαναδώσουν ποιητικά τι πράττουν, τι σκέφτονται ή τι αισθάνονται οι άνθρωποι – αυτό είναι όλο. Και όσο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης κατάστασης εκφράζουν στο έργο τους, τόσο καλύτεροι ποιητές είναι. Ο τύπος του ολιγογράφου που μια ζωή κινείται γύρω τριγύρω απ’ το ίδιο θέμα και όλο και γράφει «το ίδιο ποίημα», όσο και να γοητεύει σήμερα, ας είναι και βαθύς στις συλλήψεις του, είναι ποιητής δευτέρας κατηγορίας, ποιητής ελάσσων. Οι μείζονες ποιητές εκτός από βάθος, έχουν πάντα και πλάτος και ποικιλία στα γραψίματά τους.
Σε κάθε περίπτωση, δεν ηθικολογούν, δεν παριστάνουν τους οσίους. «Μην πιστέψετε στιγμή ότι ο πολιτικός κόσμος είναι τάχα πολύ αλλιώτικος απ’ τον κόσμο τον λογοτεχνικό: και στους δυο τα πάντα είναι διαφθορά, όλοι εκεί μέσα balzacείναι ή διαφθορείς ή διεφθαρμένοι» έγραφε ο Μπαλζάκ, στις Χαμένες ψευδαισθήσεις, και σίγουρα αυτός κάτι ήξερε. Από τον Νέρωνα ώς τον Μουσολίνι, από τον Στάλιν ώς τον Μάο και από τον Χομεϊνί ώς τον Οσάμα μπιν Λάντεν, πολλοί τύραννοι έγραφαν ποίηση. Ακόμη και οι Οθωμανοί σουλτάνοι στα διαλείμματα των θεάρεστων έργων τους σκάρωναν στιχάκια και ο Πολ Ποτ θαύμαζε βαθιά την ποίηση του Βερλαίν. Ένα ποίημα μπορεί να είναι όντως, μεταξύ άλλων, έκφραση αγαθότητας και ευγένειας. Όμως δεν εξευγενίζει αυτόν που το έγραψε. Δεν αίρει τις αμαρτίες του. Το μόνο που πιστοποιεί είναι ότι αυτή την ευγένεια έχει την ικανότητα να τη μνημειώσει σε λόγο. Όπως ακριβώς, ο ίδιος ή άλλος, θα μπορούσε να μνημειώσει σε λόγο και το αντίστροφό της, το μένος του εκδικητή ή του φονιά λ.χ. – παράδειγμα οι δοξαστικές σκηνές των σφαγών στην Ιλιάδα ή τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν. Πράγμα που δεν σημαίνει βέβαια ότι ο Όμηρος ή ο Σολωμός, προσωπικά, ήταν μνησίκακοι και αιμοβόροι.
Γενικά, είναι πρόληψη κριτικά ασυγχώρητη να νομίζουμε ότι ο ποιητής πρέπει να συμμερίζεται ενδομύχως, πολλώ δε μάλλον να έχει βιώσει ο ίδιος αυτά που ποιεί. Δεν χρειάζεται να έχει βγάλει τα μάτια του κανείς για να γράψει έναν Οιδίποδα, ούτε νά ’χει παρεδώσε με τον Σατανά για να καταπιαστεί με τον Φάουστ. Ακόμη και ο ποιητής ο λεγόμενος «εξομολογητικός», που γράφει πρωτοπρόσωπα, που ισχυρίζεται (και συχνά το πιστεύει κιόλας) ότι μας εκθέτει με το νι και με το σίγμα τη ζωή του, ακόμη κι αυτός υποδύεται έναν ρόλο, είναι ένας ηθοποιός: ήθος ποιεί, αυτοσκηνοθετείται, υπερτονίζει μια όψη του και υποτονίζει μια άλλη, αποκρύπτει τα ου φωνητά και προσεπικαλείται τα αμφίβολα, τα ποθεινά και τα σκιώδη. Το ποιητικό εγώ, εν ονόματι του οποίου μιλά, είναι ένας Άλλος.
Σταματώ εδώ και ανακεφαλαιώνοντας συμπεραίνω. Συμπέρασμα πρώτο, στην ουσία όμως πρωθύστερο καθότι δευτερεύον: τι λέει ο ποιητής για τον εαυτό του ή τι πιστεύει γενικά και αφηρημένα για την ποίηση, σε τελική ανάλυση μας είναι αδιάφορο. Αν το έργο του αξίζει, αυτό είναι το ερώτημα, αν ο ίδιος ως τεχνίτης είναι κατάλληλος και επαρκής. Τότε ενδέχεται να έχει και κάτι χρήσιμο να μας πει περί ποιήσεως, ως άνθρωπος πρακτικός, που την ξέρει από πρώτο χέρι – όχι απ’ τα απαστράπτοντα οράματα και τα αδόλεσχα μανιφέστα.
Συμπέρασμα δεύτερο, στην ουσία όμως πρώτιστο, καθότι θεμελιώδες και, μοιραία, κοινότοπο: η ποίηση είναι τέχνη. Όπως κάθε λόγος με παραλήπτη, αποδέκτη, προορισμό, είναι κι εκείνη ένα κοινωνικό ενέργημα, μια πράξη τελούμενη διά της γλώσσας. Γέννημα ομήλικο σχεδόν της ανθρώπινης συναλληλίας, έκφραση αρχετυπική της συλλογικής μας ζωής, η ποίηση ιστορικά στάθηκε το μέτρο όχι της ανθρωπιάς αλλά της μαστοριάς μας, όχι της ευαισθησίας αλλά της καλαισθησίας μας. Πλάι στις λοιπές τέχνες, συχνά πάνω απ’ αυτές, υπήρξε πρώτα απ’ όλα αγωγή ψυχής, ψυχαγωγία: μέσο τέρψης και καθαρμού, όργανο καλλιέργειας και διδαχής, πηγή γνώσης και αυτογνωσίας. Δάφνες μου φαίνεται αρκετές, ώστε να μην χρειάζεται να τη στεφανώσουμε με το ζόρι και μ’ άλλες – που δεν της ανήκουν. 
Ομιλία στο Ίδρυμα Σινόπουλου, 2.5.2018

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Καφενείο Μαυροκέφαλου", 1967) είναι έργο του Γιάννη Τσαρούχη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου