Πέμπτη 28 Απριλίου 2022

Η σκιά και το ρόδο

 


Το μόνο που είχε γνωρίσει ήταν το σκοτάδι. Γεννημένος από σκιές και μεγαλωμένος μέσα στις σκιές. Ποτέ του δεν είχε βγει στο φως. Ήξερε πως κάτι τέτοιο θα τον σκότωνε. Ακόμα θυμόταν εκείνη τη φορά που άπλωσε το χέρι του έξω από τον σκοτεινό του κόσμο. Θυμόταν πως είδε το χέρι του να εξαφανίζεται. Έκανε πολύ καιρό μέχρι να αποκατασταθεί το χέρι του. 

Οι άλλοι κάτοικοι των σκιών, οι πιο παλιοί και έμπειροι, τον είχαν προειδοποιήσει πως η ολική έκθεση στο φως του ήλιου θα τον εξολόθρευε πλήρως και διά παντός. Από τότε ήταν πολύ προσεκτικός. Απέφευγε τον ήλιο και ζούσε μέσα στην ασφάλεια των σκιών.

Μέχρι την ημέρα που είδε εκείνη. Την είδε να κοιτά ένα εύθραυστο κόκκινο λουλούδι και να δακρύζει. Πόσο όμορφο έδειχνε το πρόσωπό της λουσμένο στα αλμυρά δάκρυα που έρρεαν από τα μάτια της. Ποιο πλάσμα μπορούσε να είναι τόσο ευαίσθητο ώστε να δακρύζει μπροστά σε ένα λουλούδι; Και ποια δύναμη είχε καταφέρει ένα πλάσμα συνδυάζοντας τόσο έξοχα τη λεπτότητα με την ομορφιά; Από τότε τίποτα άλλο δεν απασχολούσε τις σκέψεις του. Μόνο αυτή. Πόσο ήθελε να της προσφέρει ένα τέτοιο λουλούδι.

Στον κόσμο των σκιών όμως δεν υπήρχε ούτε χώρος ούτε συνθήκες για να φυτρώσουν λουλούδια. Τα λουλούδια ήθελαν το φως του ήλιου για να μεγαλώσουν. Έτσι, όσο και αν έψαχνε δεν μπορούσε να βρει ένα λουλούδι στον κόσμο των σκιών για να της το δωρίσει.

Ένα βράδυ, λοιπόν, το πήρε απόφαση. Θα έκοβε το λουλούδι μόλις το σκοτάδι θα κάλυπτε το μέρος που φύτρωνε. Μετά θα της το άφηνε δίπλα της, στο κομοδίνο, την ώρα που κοιμόταν.

Η νύχτα προχωρούσε απλώνοντας τα φτερά της. Σιγά σιγά όλος ο κόσμος γινόταν ένας κόσμος σκοταδιού. Όχι όμως και το μέρος που φύτρωνε το κόκκινο λουλούδι. Ακριβώς από πάνω του μια ηλεκτρική λάμπα έριχνε αδιάκοπα το φως της. Τώρα, το φως της λάμπας δε μπορούσε να καταστρέψει τις σκιές όπως του ήλιου αλλά ήταν πολύ επίπονο και μπορούσε να εξαφανίσει για πολύ καιρό μέρη του σώματος των κατοίκων των σκιών που θα εκτιθονταν σε αυτό.

Μετά από αρκετές ώρες περισυλλογής και δισταγμού, το πήρε απόφαση. Άξιζε να πονέσει, άξιζε να χάσει για καιρό κάποιο κομμάτι του, αρκεί να ξαναέβλεπε το πανέμορφο πρόσωπό της λουσμένο σε δάκρυα χαράς και συγκίνησης.

Βγήκε στο φως της λάμπας και γρήγορα έκοψε το λουλούδι. Φριχτός πόνος τον διαπέρασε από άκρο σε άκρο. Το δεξί του χέρι εξαφανίστηκε και το λουλούδι έπεσε αλλά πριν φτάσει στο έδαφος το άρπαξε με το αριστερό και το τράβηξε στις σκιές. Λιποθύμησε από τον πόνο. Όταν ξύπνησε δεν ασχολήθηκε με τίποτα άλλο πέρα από το να της δώσει το λουλούδι. Ούτε το χαμένο χέρι, ούτε ο πόνος, ούτε η ώρα που είχε περάσει. Έτρεξε μέσα από τα σκοτάδια που είχαν αρχίσει να διαλύονται και βρέθηκε στο δωμάτιό της. 

Εκείνη κοιμόταν ακόμα. Το απαλό άγγιγμα του Μορφέα αναδείκνυε ακόμα περισσότερο την παραμυθένια ομορφιά της. Έμεινε να την θαυμάζει για κάμποση ώρα. Μετά άφησε το λουλούδι δίπλα της, στο κομοδίνο. Γύρισε να χωθεί στις σκιές. Όμως διαπίστωσε πως δεν ήταν εκεί. Η αυγή είχε έρθει και οι ακτίνες του ήλιου είχαν διαλύσει τα σκοτάδια γύρω του αποκόπτοντάς τον από τον δρόμο της επιστροφής.

Κατάλαβε ότι το τέλος είχε έρθει. Γύρισε να την κοιτάξει για μια τελευταία φορά. Ήταν τόσο όμορφη καθώς ξυπνούσε. Ανοίγοντας τα μάτια της αντίκρισε το κόκκινο λουλούδι στο κομοδίνο της. Της φάνηκε πως είδε φευγαλέα μια σκιά στη μέση του δωματίου. Κάποιο παιχνίδισμα του φωτός. Ξαναγύρισε στο λουλούδι. Ήταν τόσο όμορφο. Άρχισε να κλαίει. Όμως αυτή τη φορά δεν έκλαιγε μόνο από χαρά και συγκίνηση, συναισθήματα που της ξυπνούσε η θέα του λουλουδιού. Αυτή τη φορά έτρεχαν και δάκρυα λύπης από τα μάτια της. Δεν ήξερε το λόγο αλλά τα θεώρησε πολύτιμα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου