Τετάρτη 27 Απριλίου 2022

Μετά την "Αποκάλυψη" - Το μοναστήρι

 



Είχε περάσει πολύς καιρός από την επίθεση του ερπετού και τον άδικο θάνατο του σοφού γέρου. Είχαν θρηνήσει όλοι στις σπηλιές το χαμό του. Επιδιόρθωσαν τις ζημιές και ενίσχυσαν τις αμυντικές τους κατασκευές ώστε να μην επαναληφθεί μια τέτοια καταστροφή. Οι πύλες έγιναν βαρύτερες και δυνατότερες, φράγματα και κανάλια φτιάχτηκαν για να διώχνουν τα νερά σε περίπτωση πλημμύρας, κατασκευάστηκαν νέα διαμερίσματα και αίθουσες πιο ψηλά στο εσωτερικού του σπηλαιώδους δικτύου.

Ακολούθησε τη τελευταία συμβουλή που του έδωσε ο γέροντας. Δεν ξέχασε την ιδιότητά του. Με τη βοήθεια του Κυνηγού και του Συλλέκτη πήγαν σε ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι σε ένα κοντινό βουνό. Η διαδρομή ήταν εύκολη και δεν εμφανίστηκε κανένας κίνδυνος. Όταν έφτασαν στο μοναστήρι διαπίστωσαν πως ήταν σαν να το είχαν αφήσει μόλις μια μέρα πριν. Καλοδιατηρημένο, γεμάτο πράγματα, άμφια, βιβλία, ακόμα και κρασί. Πήραν όλα όσα χρειαζόταν για να στήσουν ένα μικρό ναό στις σπηλιές. Ερχόταν το Πάσχα άλλωστε. Επέτρεψε ένα μικρό χαμόγελο να ζωγραφιστεί στο πρόσωπό του. 

Πριν φύγουν ανέβηκε στο ψηλότερο σημείο της κορυφής που βρισκόταν το μοναστήρι και κοίταξε μακριά. Σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα, το ισχνό χαμόγελο αποτελούσε μια ανάμνηση πολύ μακρινή. Είδε τον νέο κόσμο στον οποίο ζούσαν πια. Ένα κόσμο μαύρου χρώματος, αιωνίου χειμώνα, τερατωδών πλασμάτων και αμέτρητων κινδύνων. Ανάμεσα σε αυτά σπαρμένες διάφορες κοινότητες ανθρώπων, χωρίς τη σιγουριά που η ισχύς της τεχνολογίας και της επιστήμης τους έδινε κάποτε, χωρίς διάθεση προς το παρόν για συνεργασία, χωρίς να στέκονται καν στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας πια. Τα απομεινάρια της ανθρωπότητας ήταν πια έρμαια ενός εφιαλτικού κόσμου τεράτων - ανθρωπόμορφων και μη - και θηρίων που δεν θεωρούσαν τους ανθρώπους τίποτα παραπάνω από μια εύγευστη τροφή. Πώς να ακουστεί το μήνυμα της Ανάστασης σε αυτόν τον κόσμο; Κατέβηκε γρήγορα από το ύψωμα. Δεν ήθελε να δουν και οι υπόλοιποι αυτή τη νέα πραγματικότητα και αποκαρδιωθούν. 

Γύρισαν στις σπηλιές και μετά από λίγες μέρες η εκκλησία ήταν έτοιμη για την πρώτη της λειτουργία, η οποία θα ήταν και η αναστάσιμη. Δεν πρόλαβε να τελέσει κάποιες από τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, εκτός από μία σύντομη ακολουθία για τον Επιτάφιο. Ήταν ειρωνικό. Για πρώτη φορά στη ζωή του κατανοούσε πλήρως τον πόνο της Μεγάλης Εβδομάδας αλλά δε μπόρεσε να κάνει κάποια σχετική ακολουθία. "Δεν έχει σημασία", σκέφτηκε, "η πραγματικότητά μας είναι μια συνεχής Μεγάλη Εβδομάδα πια". Το βράδυ της Ανάστασης έκανε την τελετή και τη λειτουργία. Ήταν όλοι εκεί, με λαμπάδες και φαναράκια που είχαν φτιάξει. Δεν ήξερε αν πίστευαν όλοι αυτοί ή όχι πριν την αλλαγή του κόσμου. Πιθανόν και όχι. Αλλά πλέον, δεν τους είχε μείνει και τίποτα άλλο να τους κρατάει μακριά από την παραφροσύνη. Μπορεί να μην είχαν κοιτάξει από ψηλά αλλά όσοι ταξίδευαν για να βρουν προμήθειες γυρνούσαν και έλεγαν ιστορίες για το τι συνέβαινε στον κόσμο. Ενώνοντας τις ιστορίες είχαν σχηματίσει όλοι πια άποψη για το που ζούσαν και ποιο μέλλον τους περίμενε. Ήξεραν πως μόνο κάτι πέρα από τις ανθρώπινες δυνάμεις θα μπορούσε να τους βοηθήσει κάπως.

Στις μικρές φλογίτσες που φώτιζαν έβλεπε να λάμπουν τα τελευταία ψήγματα ελπίδας των ανθρώπων. Είχε ετοιμάσει ένα μικρό λόγο αλλά τελικά δεν είπε κουβέντα. Δε μπόρεσε. Άλλωστε τι καλύτερο μπορείς να πεις σε μια ανθρωπότητα που καθημερινά νιώθει το κρύο άγγιγμα του θανάτου πάνω της εκτός από "Χριστός Ανέστη";


Τα προηγούμενα μέρη του διηγήματος θα τα βρείτε εδώ:

https://tragoudiglarou.blogspot.com/search/label/%CE%9C%CE%B5%CF%84%CE%AC%20%CF%84%CE%B7%CE%BD%20%22%CE%91%CF%80%CE%BF%CE%BA%CE%AC%CE%BB%CF%85%CF%88%CE%B7%22

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου