Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2023

Ο Κόρακας



Του άρεσε να περιδιαβαίνει τους τάφους. Κάποιοι έλεγαν πως μπορούσε με τους νεκρούς να πιάσει κουβέντα. Κάποιοι πως μόνο άκουγε τος ψιθύρους τους χωρίς αυτοί να μπορούν να τον ακούσουν. Λένε ακόμα πως ό,τι άκουγε από τους τάφους το έγραφε στο τετράδιο που πάντα μαζί του κουβαλούσε. Κάθε μεσημέρι, όταν τα πάντα ησύχαζαν αυτός ήταν εκεί. Μα και κάθε βράδυ, όταν το σκοτάδι κάλυπτε τα μνημεία, πάλι την ώρα ανάμεσα στους τάφους την περνούσε. Να ακούει τους νεκρούς να σιγομιλούν. Και να γράφει τους λόγους, τα τραγούδια, τα παράπονα και τις ευχαριστίες τους. Κάπου κάπου γελούσε με τους διαξιφισμούς τους και τους καυγάδες τους. Οι άνθρωποι του κόλλησαν και παρατσούκλι, όπως ήταν αναμενόμενο, οι άνθρωποι πάντα κοροϊδεύουν αυτό που να καταλάβουν δε μπορούν, τον φώναζαν Κόρακα. Μα αυτόν δεν τον πείραζε. Δεν τον ενδιέφερε εδώ και χρόνια οι ζωντανοί τι έχουνε να πουν. Αυτός, στα λόγια των κεκοιμημένων μονάχα έδινε σημασία. Κάποιοι έλεγαν πως όλα ξεκίνησαν όταν η αγαπημένη του πήγε να βρει ανάπαυση στου κοιμητηρίου το κρύο χώμα. Άλλοι πως από μικρός εκεί έτρεχε και έπαιζε. Υπήρχαν κι εκείνοι που έπαιρναν όρκο πως αυτός ήρθε από κάποιο μέρος μακρινό μια μέρα και έκανε το νεκροταφείο δικό του σπίτι. Κανείς δεν ήξερε που ζούσε και αν είχε σπίτι. Αν έτρωγε ποτέ κι αν για νερό ή κρασί διψούσε. Τα χρόνια περνούσαν και οι ιστορίες γίνονταν περισσότερες, πιο παράξενες και πιο κακές. Πόσο μοχθηροί μπορούν οι άνθρωποι να γίνουν ώρες ώρες! Ποτέ του κανέναν τους δε πείραξε, προς τι αυτές οι κακεντρεχείς φήμες; Είπαν πως ξέθαβε τα βράδια τους νεκρούς και πως ακατανόμαστα πράγματα έκανε μαζί τους. Είπαν πως τρεφόταν από τις παγωμένες σάρκες τους. Ψέματα και φαντασιοπληξίες! Το μόνο που έκανε όσες ώρες περνούσε εκεί ήταν να ακούει και να γράφει. Και να μιλάει αραιά και που. Μέχρι που ένα πρωί τον βρήκανε εκεί, στο κοιμητήριο μέσα παγωμένο. Η ψυχή του το σώμα του είχε αφήσει το περασμένο βράδι. Γρήγορα γρήγορα τον κήδευσαν και σε πρόχειρο τάφο έριξαν το φτηνό του φέρετρο. Τον σκέπασαν με χώμα κι έφυγαν βιαστικά. Καντήλι δεν του άναψαν ούτε του κάψανε λιβάνι. Μα λέγανε πως όταν κανείς περνούσε από το μνήμα του, ορκιζόταν πως τον άκουγε να μιλάει από μέσα. Και πως σε ώρες ορισμένες και μέρες ή νύχτες, μπορούσες πάνω στον τάφο του να δεις, το τετράδιό του με καινούριες σελίδες γραμμένες...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου