Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2024

Ο καναπές



Βράδιασε πάλι. Άνοιξε τη μπαλκονόπορτα και βγήκε έξω. Το κρύο αεράκι θα του έκανε καλό, σκέφτηκε. Θα έδιωχνε τη σκέψη της από το μυαλό του. Πόσος καιρός είχε περάσει που ήταν μακριά ο ένας από τον άλλον και δεν είχαν ιδωθεί. Έσφιξε τα χέρια του στα κάγκελα του μπαλκονιού και κοίταξε κάτω στο δρόμο. Ψυχή δεν υπήρχε εκεί. Μόνο τα παιχνίδια που έπαιζε το φως της λάμπας με την όρασή του. Θα ορκιζόταν ότι την έβλεπε σε διάφορα σημεία, άλλοτε να του χαμογελά, άλλοτε να τον κοιτάζει με το παιχνιδιάρικο βλέμμα της. Όμως ήξερε πως όλα αυτά ήταν απλές ψευδαισθήσεις. Το κρύο είχε αρχίσει να τον ενοχλεί. Μπήκε μέσα και έκλεισε τη μπαλκονόπορτα. Κατέβασε τα ρολά. Δεν ήθελε να βλέπει πια έξω. Ούτε τον μισοσκότεινο δρόμο, ούτε τον ουρανό που ήταν καταστόλιστος με αμέτρητα αστέρια. Ήθελε απλά να ξεχάσει. Έβαλε ποτό στο ποτήρι του. Το άδειασε. Επανέλαβε τις ίδιες κινήσεις με τελετουργική ευλάβεια πάνω από πέντε φορές. Δε θυμόταν πια πόσες. Δε θυμόταν τίποτα πια. Τα είχε καταφέρει. Έβαλε ένα ακόμα ποτό. Σήκωσε το ποτήρι του και μέσα από αυτό κοίταξε το άδειο δωμάτιο. Την είδε να κάθεται απέναντί του, στον παλιό καναπέ. Έριξε τον ποτό του στον καναπέ. Έπειτα πήρε έναν αναπτήρα και προσπάθησε να του βάλει  φωτιά. "Σε νίκησα", κάγχασε και πήγε για ύπνο. Την επόμενη μέρα ξύπνησε και είδε τον καναπέ του σε ένα σημείο. Στο σημείο που είχε μαυρίσει από τη  μικρή φωτιά που του άναψε με τον αναπτήρα του. Δεν κατάφερε, ευτυχώς γι' αυτόν, να τον κάψει τελείως. Το μαυρισμένο σημείο του καναπέ σχημάτιζε τη σιλουέτα της. Χαμήλωσε το βλέμμα του κι έφυγε για άλλη μια φορά ηττημένος... 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου