Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2023

Τα όνειρα της Μέδουσας

 


Τη βρήκα να κάθεται δίπλα σε μια λίμνη με χρυσόψαρα. Τους τραγουδούσε απαλά και αυτά πήδαγαν έξω από το νερό της λιμνούλας και ξανάπεφταν μέσα δημιουργώντας την αίσθηση πως εκτελούσαν κάποιου είδους τελετουργικό χορό. Τα μαλλιά της, πράσινα σαν τα μάτια της μα ζωντανά, απλώνονταν μέχρι τη μέση της. Καθόταν σταυροπόδι και κοιτούσε το νερό και τα ψαράκια με μεγάλη προσοχή. Καθώς πλησίαζα με άκουσε. Γύρισε και το βλέμμα της καρφώθηκε στα μάτια μου. Έμεινα ακίνητος. Ένιωθα σαν παράλυτος.  Όσο και να προσπαθούσα δε μπορούσε να κουνήσω ούτε δάχτυλο. Άρχισα να ιδρώνω από την προσπάθεια και τον εκνευρισμό μου. Αν μπορούσα θα έβριζα άσχημα αλλά ούτε το στόμα μου μπορούσα να κουνήσω. Αμέσως στα λεπτά της χείλη εμφανίστηκε ένα απαλό χαμόγελο, μου έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι και μου έβγαλε περιπαικτικά τη γλώσσα. Το ξόρκι ή ό,τι ήταν αυτό το κόλπο που μου έκανε τέλος πάντων, λύθηκε αμέσως. Μπορούσα ξανά να κουνηθώ. "Ωραίος τρόπος να καλωσορίζεις ένα παλιό φίλο", της είπα τρίζοντας τα δόντια μου, "την επόμενη φορά θα σου φέρω δώρο καθρέφτη". "Εσύ φταις", απάντησε χαχανίζοντας, "που ήρθες σιγά σιγά από πίσω μου. Μόνη κοπέλα είμαι μέσα στη νύχτα, τρόμαξα". "Κοπέλα κάποιων χιλιάδων χρόνων, φόβος και τρόμος κάποτε. Αλήθεια, το κεφάλι σου δε θα έπρεπε να είναι σε σάκο;" της είπα και γελάσαμε και οι δύο. "Άστα αυτά και έλα και αγκάλιασε με ρε γκρινιάρη, που συναντιόμαστε μετά από τόσο καιρό" είπε και όρμηξε στην αγκαλιά μου. Ή ίσως να όρμηξα εγώ στη δική της. Δε μπορώ να θυμηθώ με όλα αυτά τα πράσινα φιδάκια που έχει για μαλλιά και με ζαλίζουν. "Τι με θες, γιατί με φώναξες;" τη ρώτησα μετά από λίγο. "Τα όνειρά μου, με ταλαιπωρούν. Τα βλέπω τη μέρα και τα ξεχνώ το βράδυ. Αντί να είναι φτιαγμένα από πέτρα είναι πια μεταλλικά και όταν βλέπω τον Όλυμπο δεν έχει ποτέ σύννεφα και τα παλάτια του έχουν χαθεί κι από τα όνειρά μου ακόμα. Εσύ που τρυπώνεις στα όνειρα των άλλων και τρέφεσαι από αυτά και μέσα τους ζεις, θα ξέρεις να μου πεις γιατί γίνεται όλο αυτό...". Με κοίταξε και πρόσεξα τη λύπη στα μάτια της. Δε χρειαζόταν να μπω στα όνειρά της για να μάθω τι συμβαίνει. Άλλωστε τα όνειρα των μυθικών πλασμάτων όσο μπορώ τα αποφεύγω γιατί λένε πως είναι φτιαγμένα από το υλικό των ονείρων των ακοίμητων θεών, πράγμα που τα κάνει πολύ ρευστά και ασταθή. Ποτέ δε πρέπει να τρέφεσαι από αυτά και ούτε να μένεις για πολλή ώρα εκεί μέσα γιατί το μπορεί να σου απορροφήσουν τη σκέψη και να χαθεί για πάντα το όνομά σου. Και χωρίς όνομα δε μπορείς να επιστρέψεις από τον κόσμο των ονείρων. "Άλλαξαν οι καιροί Μέδουσα" της είπα κοιτώντας την κατάματα, "χάθηκαν του Ολύμπου τα παλάτια και οι δρόμοι που κάποτε οδηγούσαν σε αυτά τώρα οδηγούν μονάχα στου Άδη τις στοές. Αλλά όλα αλλάζουν πια. Το φεγγάρι και ο ήλιος έχουν καιρό που πάψανε να χορεύουνε μαζί. Η Σίβυλλα και η Πυθία έχουν πάψει τελείως να ονειρεύονται. Κοίτα τον ουρανό που κοκκινίζει σιγά σιγά. Άσε τα όνειρα σου να κολυμπήσουν με τα ψαράκια της λίμνης σου Γοργόνα, μήπως και κάποτε ξαναγυρίσουν και προφτάσουν του Περσέα τη ρομφαία". Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της. Με ευχαρίστησε με ένα φιλί στο μάγουλο, βούτηξε στη λιμνούλα και χάθηκε στο απύθμενο βάθος της. Έβαλα το δεξί μου χέρι στη τσέπη και έβγαλα ένα φυλαχτό σε σχήμα φιδιού που μου είχε κάποτε χαρίσει. Το έριξα στη λιμνούλα για να το βρει όταν θα φτάσει στα βάθη που εδώ και αιώνες ζει. Ένας Θεός ξέρει πως αυτή το χρειάζεται πια πιο πολύ από εμένα...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου