Η απαρχή του λαογραφικού τρόμου στην ελληνική λογοτεχνία δεν θα μπορούσε παρά να εντοπίζεται στα δημοτικά μας τραγούδια, τα οποία, άλλωστε, αν και διασώθηκαν τμηματικά ή αποσπασματικά, οφείλουν αυτή ακριβώς τη διάσωση στην ανάπτυξη της επιστήμης της Λαογραφίας, δια μέσου της οποίας καταγράφηκαν για πρώτη φορά. Αν και υπάρχουν στην παράδοσή μας από τη Βυζαντινή περίοδο, η προφορική μορφή που είχαν ευθύνεται για το γεγονός πως ένα σημαντικά μεγάλο κομμάτι τους χάθηκε με την πάροδο των αιώνων. Όμως, από αυτά που διασώθηκαν και που μελετώνται έκτοτε εκτενώς τόσο από λαογράφους όσο και από ιστορικούς, φιλολόγους, λογοτέχνες και ανθρωπολόγους, μεταξύ άλλων, είναι αρκετά για να μας καταδείξουν πως το σκοτεινό στοιχείο, το υπερφυσικό, ο φόβος για τον θάνατο -ακόμα και για τους ίδιους τους νεκρούς- ήταν από τα πιο βασικά κεντρικά θέματα που πλαισιώνονταν από τα πιο ευρέως αντιληπτά μακάβρια μοτίβα -μαύρα πουλιά, μαύρα σύννεφα, καταραμμένα χώματα…
Οι λαϊκές παραδόσεις διέπονται από τα πιο έντονα συναισθήματα. Ο έρωτας, το αίσθημα ευθύνης, η υπερηφάνεια είναι συχνά τα κίνητρα που κινούν αποφάσεις και θέτουν σε τροχιά την πορεία της μοίρας των ηρώων τους. Ας πάρουμε για παράδειγμα το πιο άρτια διασωθέν δημοτικό τραγούδι, “Του Νεκρού Αδελφού”, που από τον τίτλο και μόνο προϊδεάζει για μια μακάβρια αφήγηση που κινείται στα πλαίσια αυτού του είδους που αιώνες αργότερα θα ονομαζόταν “λογοτεχνία τρόμου”.
Ο βασικός ήρωας, ο Κωνσταντής, πεθαίνει αφήνοντας ανεκπλήρωτη την υπόσχεσή του προς τη χαροκαμένη μητέρα του, η οποία έχασε όλους τους γιους της και της απέμεινε μονάχα η κόρη της, η Αρετή, που όμως ζει παντρεμένη μακριά της, “στα ξένα”, όπως με πικρία αναφωνεί, ύστερα από προξενιό στο οποίο πάτησε πόδι ο Κωνσταντής για να πραγματοποιηθεί. Η υπόσχεση ήταν πως όσο μακριά και αν ζούσε η Αρετή, σε μεγάλο πόνο ή μεγάλη χαρά, θα την έφερνε ο ίδιος ξανά κοντά στη μάνα τους:
Βάλλω τὸν οὐρανὸ κριτὴ καὶ τοὺς ἁγιοὺς μαρτύρους,
ἂν τύχῃ κ’ ἔρτῃ θάνατος, ἂν τύχῃ κ’ ἔρτῃ ἀρρώστια,
ἂν τύχῃ πίκρα γἢ χαρά, ἐγὼ νὰ σοῦ τὴ φέρω.»
Μα, ο θάνατος τον πρόφτασε και η μάνα, ανύμπορη πια και ολομόναχη, αναθεματίζει τον Κωνσταντή πάνω από το μνήμα του:
Ἀνάθεμά σε, Κωσταντή, καὶ µυριανάθεµά σε,
ὁποῦ μοῦ τὴν ἐξώριζες τὴν Ἀρετὴ ’ς τὰ ξένα!
τὸ τάξιµο ποῦ μοῦ ταξες πότε θὰ μοῦ τὸ κάμῃς;
Τὸν οὐρανό βαλες κριτὴ καὶ τοὺς ἁγιούς, μαρτύρους,
ἂν τύχῃ πίκρα γἢ χαρὰ νὰ πᾶς νὰ μοῦ τὴ φέρῃς.
Από εδώ κι έπειτα, η αφήγηση αποκτά μια γοτθική χροιά, ενώ οι εικόνες μοιάζουν βγαλμένες από αφήγηση του, πολλούς αιώνες αργότερα γεννηθέντος, Edgar Allan Poe. Είναι τόσο βαριά η ευθύνη της υπόσχεσης και το ανάθεμα της μάνας που σηκώνουν τον Κωνσταντή νεκροζώντανο από τον τάφο για να τηρήσει, έστω και μεταθανάτια, τον λόγο του. Έχουμε λοιπόν το πρώτο στοιχείο που μετέπειτα θα γίνει ένα από τα ισχυρότερα μοτίβα της λογοτεχνίας τρόμου: τον βρικόλακα, έστω και με αυτή τη πρωτόλεια, μη αιμοδιψή μορφή. Και φτάνουμε στο σημείο που καταφέρνει να εκπληρώσει την υπόσχεση. Βρίσκει την αδελφή του και την παίρνει μαζί στο ταξίδι της επιστροφής. Σε όλη τη διαδρομή, το μοτίβο του ομιλούντος πουλιού είναι εκείνο που πια κυριαρχεί, προσπαθώντας να προειδοποιήσει την Αρετή για το ποιος – ή καλύτερα τι- είναι πραγματικά ο αδελφός της:
«Ποιὸς εἶδε κόρη νὄμορφη νὰ σέρνῃ ὁ πεθαµένος!
—Ἄκουσες Κωσταντῖνε µου, τί λένε τὰ πουλάκια;
—Πουλάκια εἶναι κι’ ἃς κιλαϊδοῦν, πουλάκια εἶναι κι’ ἃς λένε.»
Καὶ παρεχεῖ ποῦ πάγαιναν κι’ ἄλλα πουλιὰ τοὺς λένε.
«Δὲν εἶναι κρῖμα κι’ ἄδικο, παράξενο, µεγάλο,
νὰ περπατοῦν οἱ ζωντανοὶ μὲ τοὺς ἀπεθαμένους!
Αυτή η δυσοίωνη μιλιά, που μεταγενέστερα θα αποκτήσει ολόκληρο δικό της ποίημα, καθώς “Το Κοράκι” του Edgar Allan Poe είναι η απόλυτη απεικόνιση του συγκεκριμένου μοτίβου, έρχεται να βάλει σε σκέψεις την Αρετή και με μια καλύτερη ματιά να συνειδητοποιεί πως τα άλλοτε όμορφα χαρακτηριστικά του αδερφού της, καθώς και η λυγερή του κορμοστασιά, έχουν χαθεί. Μια αρρώστια είναι η δικαιολογία που προβάλλει για να κάμψει τις ανησυχίες της και να την καθησυχάσει για το υπόλοιπο της διαδρομής, έως ότου χάνεται τόσο ξαφνικά όσο σηκώθηκε μόλις καταφθάνουν πια κοντά στο πατρικό τους. Το τέλος είναι το ίδιο τραγικό με όλο το προηγούμενο αφήγημα, καθώς όλα τα θανατικά αυτά δεν μπορούσαν παρά να προοικονομούν και τους τελευταίους δύο θανάτους, της Αρετής και της μάνας, αγκαλιασμένες, σαν σε επίλογο αρχαίας τραγωδίας.
Αν και ένα από τα δυνατά χαρτιά του υπερφυσικού είναι πως δεν χρειάζεται να δοθεί καμία εξήγηση, καμία ερμηνεία που να πλησιάζει τη λογική δεν είναι -για την ακρίβεια δεν πρέπει να είναι- απαραίτητη, εντούτοις στη μελέτη της “Μαύρη γη και Ελένη: Τελετουργίες θανάτου και αναγέννησης”, η Ελένη Ψυχογιού κρατά το κλειδί της απάντησης στο ερώτημα γιατί το μοιρολόι της μάνας ήταν αρκετό για να ξυπνήσει τον Κωνσταντή από τους νεκρούς. Η σύνδεση της γυναικείας φύσης με το νήμα της ζωής, ως θεραπεύτριες, μαίες, μάνες, τις καθιστά ικανές να κρατούν τα ηνία στα μυστήρια του θανάτου και της ζωής, ενώ τα μοιρολόγια είναι μια ιερή στιγμή της νεκρικής και ταφικής παράδοσης στην οποία κρατούν την αποκλειστικότητα. Έτσι, το γεγονός πως η μάνα μοιρολογεί πάνω από το μνήμα του γιου της ξυπνά όλα εκείνα τα αρχετυπικά στοιχεία που της δίνουν την απόλυτη εξουσία πάνω στη ζωή και τον θάνατο. Αργότερα, στη σύγχρονη λογοτεχνία τρόμου, η μάνα θα αποτελέσει το επίκεντρο των σημαντικότερων μυθιστορημάτων του είδους παγκοσμίως, από το “Μωρό της Ρόζμαρι” του Ira Levin μέχρι την “Carrie” του Stephen King. Για την ελληνική λαογραφία, η μάνα ήταν πάντοτε ένα ιερό ον που μόνο υπό το πρίσμα της αγιοσύνης, της συγχώρεσης και του σεβασμού μπορούσε ν’ αγγιχθεί, ακόμα κι όταν διέπραττε αμαρτήματα, όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει στο “Αμάρτημα της μητρός μου” του Γεωργίου Βιζυηνού.
Βλέπουμε, λοιπόν, πως η ελληνική λογοτεχνία κυοφορεί σχεδόν από τα γεννοφάσκια της ακόμα, έντονα στοιχεία λαογραφικού τρόμου, στοιχεία που πηγάζουν από τον φόβο και τις δεισιδαιμονίες ενός λαού που νιώθει φόβο και δέος μπροστά σε αυτό ακριβώς που εννοούσε ο Λάβκραφτ όταν χρησιμοποιούσε τη λέξη “άγνωστο”: το τι υπάρχει στην άλλη πλευρά, σε κόσμους πέρα από τον χωροχρόνο όπως τον αντιλαμβανόμαστε μέσα από τα στενά όρια των ανθρώπινων αισθήσεων και αντίληψης, τι καραδοκεί σε περιοχές που φωτίζονται από τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, περιοχές που μόνο μέσα από τους θρύλους έχει τολμήσει ο άνθρωπος να επισκεφτεί, ενώ φυσικές υποστάσεις, όπως αυτή της μάνας, ή της παρθένας κόρης ή του πρωτότοκου γιου, μπορεί να λάβουν μια υπερφυσική απεικόνιση όταν κληθούν να έρθουν αντιμέτωποι με την τραγικότητα της μοίρας τους.
Η μελέτη του υπερφυσικού σε συνάρτηση με την ελληνική λαογραφία εν συνεχεία, θα επιχειρήσει να φωτίσει τους λόγους για τους οποίους υπάρχει αυτή η οικειότητα και η ομοιότητα ανάμεσα στις αφηγήσεις διαφορετικών τόπων και χρονικών εποχών. Τι είναι αυτό που ενώνει μ’ έναν ανεξήγητο, εκ πρώτης όψεως, τρόπο τον μύθο του βρικόλακα της Γουρζούμισσας στην Πάτρα με εκείνον του βρικόλακα Μαμούτη της Σαντορίνης; Γιατί ένα από τα επικρατέστερα υπερφυσικά στοιχειά είναι οι λάμιες και πόσες μορφές έχουν πράγματι οι μάγισσες των λαϊκών αφηγήσεων; Και τελικά, πώς όλα αυτά συναντώνται μέσα στις αμέτρητες σελίδες της νεοελληνικής λογοτεχνίας;
Απόσπασμα από τη μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία της Ιλέην Ρήγα “Το Υπερφυσικό και ο Λαογραφικός Τρόμος στη Νεοελληνική Λογοτεχνία” στα πλαίσια του προγράμματος σπουδών Δημιουργική Γραφή του ΕΑΠ και του Παν. Δυτικής Μακεδονίας.
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ: https://apothesis.eap.gr/handle/repo/51217.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου