Πόσο ξεχώριζες στο πλήθος μέσα θυμάμαι
και πώς γύρω σου γύριζε η γη
Ο ήλιος τις αχτίδες του έστελνε
μόνο και μόνο για ν' αγγίξουν τα μαλλιά σου
και μαζί τους, τους ώμους σου να στολίσουν
Ένα απαλό αεράκι να χαϊδέψει το χαμόγελό σου
μάταια επέμενε
Εσύ αταλάντευτη, ανέγγιχτη από της φύσης
τις ανήμπορες δυνάμεις
Μέχρι που σε σκούντηξε η διπλανή σου
κι αμέσως έγινες γήινη ξανά, ανθρώπινη
και το αεράκι να σε αγγίξει μπόρεσε
και η γη ξανά, γύρω από τον ήλιο
άρχισε να γυρνά,
ενώ οι αχτίδες του και στην υπόλοιπη πλάση
καταδέχτηκαν να φτάσουν.
Όλα γίνηκαν ξανά φυσιολογικά,
εκτός από τη νεραϊδένια σου ματιά,
που παρέμεινε να κοσμεί
το πρόσωπό σου εκείνο το πρωί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου