Σαν το τζιτζίκι τραγουδώ
σε πλάτανο ξαπλωμένος
δε θέλω νόημα να βρω
μα να 'μαι ευτυχισμένος
Πάνω από τα μνήματα έκλαιγε και χτυπιόταν
αν ήξερε πως σύντομα μέσα σ' ένα θα 'μπαινε
αντί να μοιρολογά σε μπυραρία θα χωνόταν...
Τυφλή νεράιδα αγαπάς
μα αυτή δε σε κοιτάει
μου κράζει το κοράκι
ενώ εγώ της γράφω
πέτρα πετώ να φύγει μα
το γράμμα κουτσουλάει
φόρα παίρνει από ψηλά
κι ευθύς με κουτουλάει
άστρα βλέπω χρωματιστά
γύρω μου να χορεύουν
όσοι λεν' η αγάπη πως πονά
κάτι περίσσιο ξέρουν
Βάλε μας φωτιά
και άλειψε μας μέλι
αφού τελικά ο λαός
αυτό είναι που θέλει
κοίτα να ξεγλιστράς
σαν να είσαι χέλι
και με λόγους πονηρούς
να μαζεύεις την αγέλη
εσύ ξέρεις μόνο να τρυγάς
με τέχνη το αμπέλι
κι αν όρθιο δε μείνει τίποτα
εσένα μη σε μέλλει
Το ξυπνητήρι χτύπησε
στο μαύρο το σκοτάδι
δεν σε καλούσε για δουλειά
μα αποζητούσε χάδι
Κοίτα που η ώρα
κι αν κάποτε περνάει
παραμένει αρκετή
σαν ξέρει τι ζητάει
Μη σκέφτεσαι τη κούραση
ή τον χαμένο ύπνο
φτιάξε με τέχνη περισσή
στον έρωτα έναν ύμνο
Καλοκαίρι στην Ελλάδα
δυο πιάτα φασολάδα
αναπνέω αέρα καθαρό
πνίγομαι από τον καπνό
παραλίες ονείρου μαγικές
γεμάτες κρέμες αντιηλιακές
φρέσκα φρούτα και λαχανικά
που κοστίζουν σαν χρυσαφικά
μίσθωση βραχυχρόνια
να τρώνε τα κωθώνια
χωρά βιομηχανίας τουρισμού
βουτιά σε ωκεανό παραλογισμού
πίστη έντονη θρησκευτική
κλαρίνα και ψητό αρνί
και στο βάθος καπιταλισμός
του κέρδους ο κονφορμισμός
και τυλιγμένοι σε γαλανόλευκη σημαία
μια μέρα θα θαφτούμε όλοι μαζί παρέα
Θα ήθελα να σου γράψω
ποίημα ερωτικό
ή έστω να σε κεράσω
φυστίκι παγωτό
Μα το ποιηματάκι
μου βγήκε κωμικό
και στο δρόμο έφαγα
και το δικό σου παγωτό
Δε με αγάπησες ποτέ
κι ας σου 'φερνα μπουγάτσα
δε περπατήσαμε αγκαζέ
το βράδυ στη ταράτσα
Πάντοτε με κοίταζες
λες και ήμουν μύγα
μα όταν ζήτησες λυθρίνι
στον ψαρά αμέσως πήγα
Δώρο σου έφερα ακριβό
το δίσκο του Νταλάρα
αλλού το μυαλό σου έτρεχε
στου γείτονα τη σχάρα
Έλεγες πώς μ' έβλεπες αλλιώς
σαν ένα φιλαράκι
κι ας έκανα μπροστά σου τούμπες
σαν χελωνονιντζάκι
από την ανέκδοτη ποιητική μου συλλογή(όλες ανέκδοτες είναι) "Ο νταλκάς"
Λοιπόν, ξέρω πως σου υποσχέθηκα να μη γράψω ποτέ αυτή την ιστορία. Αλλά θα έπρεπε να ξέρεις πως δεν είναι άνθρωπος που κρατά το λόγο του. Αποφάσισα λοιπόν να μοιραστώ ετούτη την ανάμνηση, ετούτη την εμπειρία με γνωστούς και αγνώστους. Άλλωστε δε θα μπορούσε κάτι τέτοιο να μείνει μεταξύ μας μόνο. Προκαταβολικά σου ζητώ συγγνώμη αν και ξέρω ότι δε θα σου πει και πολλά αυτή η συγγνώμη. Ειλικρινά, ούτε κι εμένα μου λέει τίποτα. Θυμάσαι; Το μπαλκονάκι ήταν μικρό αλλά η θέα όμορφη. Βλέπαμε τον ήλιο καθώς έδυε. Με ρώτησες αν μπορώ να τον πιάσω και σου ζήτησα γάντια μαγειρέματος. Πήγες και μου τα έφερες γελώντας και χωρίς δεύτερη σκέψη. Τόσο σίγουρη ήσουν πως πράγματι θα το προσπαθούσα. Έβαλα λοιπόν τα γάντια, να μη με κάψει κιόλας ο ήλιος, και τέντωσα τα χέρια μου για να τον κατεβάσω και να στον προσφέρω. Και αν και αντιστάθηκε και προσπάθησε να κρυφτεί πίσω από τα βουνά, κατόρθωσα να τον πιάσω και αν τον ξεκολλήσω από τον ουράνιο θόλο. Γύρισα χαμογελώντας, σίγουρος πως η επιτυχία μου θα σε ενθουσίαζε μα εσύ ήδη κοιτούσες το φεγγάρι που σιγά σιγά ξεπρόβαλλε. Άφησα τον ήλιο να φύγει και σε ρώτησα μήπως το φεγγάρι θα το προτιμούσες δίπλα σου καθώς θα έπινες τις τελευταίες γουλιές του παγωμένου τσαγιού σου αντί να το βλέπεις ψηλά στον ουρανό. Χαμογέλασες και μου είπες πως αποκλείεται να το έκανα αυτό. Σου ζήτησα ένα κρυστάλλινο ποτήρι, γιατί το φεγγάρι πιάνεται μόνο με κρυστάλλινο ποτήρι και ποτέ με γυάλινα μπουκάλια ή πορσελάνινα φλιτζάνια. Μου το έφερες συνοδευόμενο με εκείνο το πολύ δροσερό χαμόγελο που προηγούταν του ξεσπάσματος του μελωδικού σου γέλιου. Πράγματι, γέλασες με τη ψυχή σου όταν με είδες να σηκώνω το ποτήρι προς τη μεριά του φεγγαριού. Η σελήνη, κλείνοντάς μου το μάτι, πήδηξε αμέσως στο ποτήρι. Όταν γύρισα να στη χαρίσω, ήδη κοιτούσες αλλού λέγοντας πως αυτά τα πράγματα είναι καλά μόνο για τα παραμύθια κοιτάζοντας το πρόγραμμα της επόμενης μέρας. Η σελήνη ανασήκωσε τους ώμους της και ρίχνοντάς μου ένα βλέμμα λυπημένο πήδηξε από το ποτήρι και γύρισε στον ουρανό παρέα με τα αστέρια. Γύρισα σε σένα ξανά, να σε ρωτήσω μήπως ήθελες με δίχτυ να τα πιάσω για να στολίσω τα μαλλιά σου με αυτά. Αλλά ήδη είχες πάρει το στυλό και έκανες τους λογαριασμούς σου. Έσκυψα και έμεινα για λίγη ώρα σκεφτικός. Ξεδίπλωσα τα φτερά δρακόμυγας που είχα πάντα τυλιγμένα σαν πουκάμισο γύρω μου και πέταξα στο απέναντι δέντρο περιμένοντας να δω τι θα κάνεις. Πέρασε περίπου μισή ώρα όταν σήκωσες το κεφάλι σου από τα χαρτιά σου και κοίταξες γύρω σου. Απόρησες για λίγο, σήκωσες τους ώμους σου και βγήκες στο μπαλκόνι. Μάζεψες τις καρέκλες και έκλεισες τη μπαλκονόπορτα. Η ώρα είχε περάσει πια. Άνοιξα τα φτερά μου και πέταξα μακριά. Το φεγγάρι και τ' αστέρια, θέλησαν να μου τραγουδήσουν κάτι για να μου φτιάξουν το κέφι. Μα ήταν πολύ αργά για τραγούδια. Και πολύ νωρίς για παρηγοριά....
Θα ήθελα μια ιστορία να σα πω
αλλά δεσμεύομαι με όρκο
κουβέντα σε κανέναν να μη πω
όσο και αν το θέλω
Και θα ήταν ενδιαφέρουσα πολύ
όπως θα τη διηγούμουν
με στοιχεία αληθινά μα
και φαντασία τόνους
Η αλήθεια είναι πως
για να γενώ παραμυθάς
δεν αξίζει να με κρεμάσουν
έστω κι αν ο θάνατος αυτός
θα έχει μια κάποια γλύκα...
Το πρωί ο ήλιος μου μιλά
και το βραδάκι το φεγγάρι
τα αστέρια γύρω τραγουδούν
γύρω τα σύννεφα χορεύουν
δεν ειν' ο έρωτας που φταίει
μα το ποτό του μανδραγόρα
Δυο γάτες πιάσανε
χθες ψιλή κουβέντα
και λέγανε πως τα ποντίκια
δεν είναι πια όπως παλιά
σε ποιότητα υστερούν πολύ
μα και σε αντοχή
Τα νύχια τους πια δεν εξασκούν
πάνω στων τρωκτικών τη σάρκα
είναι πλέον τόσο μαλακά
που σκοτώνονται αμέσως
Η μία κατηγορούσε τον καπιταλισμό
και η άλλη τον άκρατο κρατισμό
που τόσο καταστρέφουν την παραγωγή
γεροδεμένων ποντικών
Καθώς το θέμα συζητούσαν
και η κουβέντα είχε ανάψει
ένας σκύλος άγριος περνώντας από εκεί
από το σβέρκο τις άρπαξες και βίαια
τίναξε και τις δυο μέχρι θανάτου
Φεύγοντας έβρισε τις νέες τεχνολογίες
που δε κάνουν πια τις γάτες ανθεκτικές
Από μικρός ακόμα άκουγα
πως πρέπει να γίνω κάποιος
Διάλεξα να είμαι ο εαυτός μου
και δεν μου το συγχώρησαν ποτέ
Όλοι μου λένε κάποιο νόημα να βρω
ακόμα κι εσύ όταν (δε) σου 'πα "σ' αγαπώ"
δε ξέρω αυτό το νόημα με τι μοιάζει
αλλά σας βεβαιώ πως καθόλου δε με νοιάζει
Τις λέξεις μου αφήνω να σχηματίσουν στίχους
ελεύθερες από κανόνες, πλέγματα και τοίχους
στα ποιήματά μου μανιτάρια μου μιλούν
και ζωάκια μαζί μου την ώρα τους περνούν
να ζεις μαζί μου δεν είναι καθόλου ιδανικό
αλλά μα την πίστη μου δε το λες και βαρετό!
Φωτιά πήραν τα πόδια μου
κι ο πισινός μου λίγο
αλλά δεν έφταιγα εγώ!
Δε του είπα εκεί να στέκει
και να με κοιτά όλος περιέργεια
καθώς τους στίχους μου απαγγέλω
με φωνή καθάρια και βροντερή
με μελωδία σπάνια
και κορακίστικη φωνή!
Όλη μου τη ζωή
την ξόδεψα στο βρόντο
κι αν δεν έχεις ρέστα να μου δώσεις
μη σκας σου τα χαρίζω
μα όπου σταθώ κι όπου βρεθώ
τσιγκούνη θα σε βρίζω...
Κι αν αναρωτιέστε τι πυροδότησε
αυτή τη σπάνια τρέλα
σημαίνει πως δε γνωριστήκαμε ποτέ
γιατί τότε θα ξέρατε καλά
πως πάντα ήμουν παλαβός λιγάκι
κι αυτό με έβγαλε από
ετούτη δω τη λάσπη
Τρία σουβλάκια έφαγα
μα πώς να με χορτάσουν
δε μπόρεσαν καλά καλά
στη κοιλιά να φτάσουν
Δύο κοτόπουλα ψητά
κι ένα αρνί στη σούβλα
και μια σαλάτα γλιστερή
μη κάτσουνε σαν τούβλα
Έχω στομάχι που ποτέ
δε μοιάζει να χορταίνει
κι όλοι ρωτάνε φωναχτά
"Μα πώς και δε παχαίνει;"
Δε ξέρω ποιος ο λόγος
που διατηρούμαι έτσι
μα σταματώ να γράφω
μου μυρίζει κοκορέτσι
Έγραψα τους στίχους μου
μήπως σε συγκινήσω
μα να τους στείλω δε τολμώ
και τους μαζεύω πίσω
Δεν είναι ότι ντρέπομαι
μήτε ότι φοβάμαι
μα μάλλον δε μου φαίνονται
τέλειοι να είναι
Και πώς να αφιερώσω σε σένα
κάτι λιγότερο από
του φεγγαριού τη λάμψη
και του κρίνου την ομορφιά
Τσαλακώνω ετούτο το χαρτί
και το πετάω στη φωτιά
θα ΄θελα κι εσύ να μη θυμόσουνα
κι εγώ να είχα ξεχάσει
Ένας κούνελος, άσπρος χοντρουλός
άνετος τύπος, πολύ φιλικός
με κέρασε καφέ
και παγωτό παρφέ
Μα δε πλήρωσε, έγινε καπνός
Τα λόγια μου μπερδεύω
και χάνω το μυαλό μου
όταν στο πιάτο μου μπροστά
σερβίρουν το ψητό μου
Την όρεξη δε μου κόβει
καμία χαρά ή λύπη
όταν απλώνεται το άρωμα
απ'τα ψημένα λίπη
Αυτό το γουρουνόπουλο
στοιχειώνει τα όνειρα μου
στη σούβλα του σαν γυρνά
μακριά απ'τη μπουκιά μου
Του κόσμου όλα τα πλούτη
δε θα 'θελα δικά μου
μόνο δύο κιλά ψητούλι
αναπαυμένα στη κοιλιά μου!
Τα μάτια κι ας μη βλέπονται
ποτέ δε λησμονιούνται
και ο χρόνος σαν γιατρός
δεν είναι κι ο καλύτερος
αν οι πληγές που κάποτε ανοίξανε
έκλεισαν με τον καιρό
μη γελιέσαι ανόητε
ποτέ τους δεν υπήρξαν
Πάντα αστεία σου 'λεγα
κι εσύ γελούσες σαν παιδί
το πρόσωπό σου έλαμπε
εκείνη τη στιγμή
Κι όταν το παράκανα
με τα πειράγματά μου
άγρια με κοίταζες
κι έπεφταν τα αυτιά μου
Όχι επειδή φοβόμουνα
μήπως και μου μουτρώσεις
μα τον καφέ που έφτιαχνες
έτρεμα μη μου κόψεις!
Μη θεωρήσεις πως είμαι
κάποιος που κοιτά το κέρδος
μα σαν σκέφτομαι τον φραπέ
που έφτιαχνες με πιάνει δέος!
Η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι λατρεύουμε το ψέμα. Μας αρέσει να το λέμε, να το διακινούμε, να το ακούμε και τελικά να το πιστεύουμε. Δεν είναι λίγες οι φορές εκείνες που το ψέμα που ξεστομίζουμε δεν έχει αποδέκτη μόνο κάποιο άλλο πρόσωπο αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό. Λέμε τόσο πειστικά ψέματα μερικές φορές που κι εμείς οι ίδιοι τα πιστεύουμε. Και μετά εκπλησσόμαστε αν τα αποτελέσματα δεν συνάδουν με τα ψέματα που είπαμε.
Τα ψέματα είναι οι στυλοβάτες της ζωής και της κοινωνίας. Στα ψέματα βασίζονται διακρατικές συμφωνίες, οικονομικές επενδύσεις, εκλογές κυβερνήσεων, γάμοι, φιλίες, οικογένειες και άλλα πολλά. "Δεν εποφθαλμιούμε τα εδάφη σας", "φέρνουμε θέσεις εργασίας και καλούς μισθούς", "μόνο εσένα αγαπώ", "μα και βέβαια είμαστε φίλοι", "ναι, διάβασα τα μαθήματά μου". Όλα αυτά. τα απλά, μικρά, καθημερινά ψεματάκια συμβάλλουν στην ειρηνική συνύπαρξη, στην ομαλή κοινωνική και οικονομική ζωή και βοηθούν τις κοινωνίες και την ανθρωπότητα ολόκληρη να πορεύονται, να ευημερούν και να εξελίσσονται. Καμιά φορά η αλήθεια, αγενέστατη και αδιάκριτη διακόπτει αυτόν τον ονειρικό παράδεισο αλλά πρόκειται περί ατυχών παρενθέσεων και τίποτα παραπάνω.
Οι βουδιστές και κάτι άλλοι τέτοιοι περίεργοι ανατολίτες πιστεύουν πως όλη η ζωή είναι ένα ψέμα. Κάνουν λάθος. Η ζωή είναι μια αλήθεια, μια πραγματικότητα, η οποία βασίζεται, στηρίζεται και θρέφεται από το ψέμα. Το οποίο ψέμα, αθώο ή πιο...πονηρό, δεν είναι κάτι το παρεξηγήσιμο. Είναι μόνο η προβολή του ονείρου στην πεζή πραγματικότητα. Γι' αυτό προτείνω να αγκαλιάσουμε το ψέμα, να το αποδεχτούμε, να του φερθούμε όμορφα και να το βοηθήσουμε να αναπτυχθεί. Κάνει τη καθημερινότητα τόσο μα τόσο όμορφη!
Τα μανιτάρια θύμωσαν
και πια δε μου μιλάνε
κι όταν πάω πιο κοντά
ορμούν και με χτυπάνε
Δε με αφήνουν πια
στη σχάρα να τα ψήσω
ούτε σε δύσκολες στιγμές
κάποιο να καπνίσω
Το θεωρούν προσβλητικό
ομελέτα να τα φτιάξω
και για σούπα συνταγή
δε τολμώ να ψάξω
με κρέας και πουλερικά
δεν κάνουν πια παρέα
το ρύζι και τα λαχανικά
δε τους μοιάζουν πια ωραία
Το στομάχι μου άδειο μένει
μ' εκείνα και με τούτα
λύση άλλη δε μ' αφήνουν
θα το γεμίσω φρούτα!
Με τον φραπέ στο χέρι
και στυλ άνετο πολύ
όλη η ζωή μπροστά
κι εγώ έξυπνο πουλί
Μόλις την είδα έχασα
την οπτική του κόσμου
έμοιαζε με νεράιδα
που έκλεβε το φως μου
Καθάρισα λοιπόν
με τρόπο το λαιμό μου
και με θάρρος όπλισα
τον δόλιο εαυτό μου
Μα καθώς πλησίασα
τι να σου πω και τι τα θες
σαν βλάκας σκόνταψα και
χύθηκε πάνω της ο καφές
Δε θέλει και πολύ να προκύψει μια παρεξήγηση. Μια λάθος λέξη να πεις ή ένα όνομα να προφέρεις σε κακό συγχρονισμό και τα πράγματα περιπλέκονται. Το ήξερε καλά ο ήρωας της ιστορίας μας και τώρα σκεφτόταν τι θα έπρεπε να κάνει και πόσο θα έπρεπε να προσέχει ώστε να μην μπλέξει σε καμιά δυσάρεστη ιστορία. Γι΄ αυτό αποφάσισε να πιει τον καφέ του αμίλητος και να φύγει όσο πιο ήσυχα και γρήγορα γινόταν από εκεί μέσα όπου παραμόνευαν τόσες πολλές παγίδες. Δε πρόλαβε να τραβήξει τρεις ρουφηξιές από τον καφέ του όταν κάποιος του απηύθυνε το λόγο. Ε, βέβαια! Ήταν σίγουρος ότι αυτό θα γινόταν. Δεν είχαν σκοπό να τον αφήσουν να ξεφύγει έτσι εύκολα. Αλλά κι αυτός ήταν προετοιμασμένος. Δε θα έπεφτε στις παγίδες τους! Έκανε ότι δεν άκουσε και συνέχισε να πίνει τον καφέ του. Όμως ήταν προφανές πως είχαν αποφασίσει να τον τυλίξουν με τα δόλια δίχτυα τους...Του επανέλαβε την ερώτηση πιο δυνατά ο άλλος. Τώρα χρειαζόταν να σκεφτεί κάτι πιο έξυπνο... Άρχισε να μιλά με γενικόλογες εκφράσεις που θα τον βοηθούσαν να κερδίσει κάποιο χρόνο ώστε να απαντήσει με τέτοιο τρόπο ώστε κανείς να μη μπορεί να τον μπλέξει πουθενά. Φυσικά κι αυτή η λύση ήταν προσωρινή αφού οι ανακριτές του (γιατί αυτό ήταν στην πραγματικότητα όλοι αυτοί, ύπουλοι ανακριτές που προσπαθούσαν να του εκμαιεύσουν μια ομολογία) του έκαναν ξανά και ξανά την ίδια ερώτηση με όλο και πιο αυστηρό και θυμωμένο ύφος! Είχαν πια εξαγριωθεί, είχαν σχεδόν αφιονιστεί! Ένιωσε τον ιδρώτα να κυλάει κρύος από το κεφάλι στα μάγουλά του. Τον είχαν πια παγιδεύσει. Δεν υπήρχε τρόπος να αποφύγει να απαντήσει. Τον είχαν στριμώξει και τον κοιτούσαν όλοι τους. Ήξερε πως δε θα μπορούσε να ξεφύγει πια. Ήταν ώρα να μιλήσει. Χωρίς φόβο, με θάρρος και περηφάνια και να αντιμετωπίσει τις τρομακτικές συνέπειες. Σκούπισε τον ιδρώτα του, σήκωσε το βλέμμα του, μάζεψε όλο το κουράγιο του και με σταθερή φωνή είπε: "Καλός είναι ο καφές, δε χρειάζεται άλλη ζάχαρη...Ευχαριστώ..."
Ξεκίνησα που λέτε χθες
στη θάλασσα να φτάσω
και τ' αλαβάστρινο κορμί
στην αμμουδιά να λιάσω
Έφτασα πρωί πρωί
άπλωσα τη πετσέτα
κι άπλωσα το αντιηλιακό
σαν βούτυρο σε φέτα
Καθώς η ώρα πέρναγε
τα βλέφαρα βαρύναν
τα πρόβατα που μέτραγα
έξαφνα πολύ παχύναν
Όπως καταλαβαίνετε
σε ύπνο έπεσα βαθύ
κάτω από το ήλιο τον καυτό
σαν μπιφτέκι φαρδύ πλατύ
Και όταν ξύπνησα τελικά
ανακάλυψη έκανα πικρή
το αντιηλιακό ληγμένο χρόνια
κι εγώ ένας μεζές για τον μπεκρή...
Πίσω από τα αστεία
λεν πως κρύβεται ένα δάκρυ
μα με τις δικές μου τις κρυάδες
κανείς δε βγάζει άκρη
"Τι θέλει να πει ο ποιητής
αν είν' αλήθεια τέτοιος"
"Μάλλον μας κοροϊδεύει απλά
και είναι σαν συγγραφέας μέτριος"
Μα την αλήθεια δεν είχα πρόθεση
κανέναν σας να θίξω
μα με εύθυμη διάθεση
το γελοίον του πράγματος να δείξω
Στην τρίχα ντυμένος πάντα
όχι γέρος γύρω στα σαράντα
και νέο να τον πεις υπερβολή
έχει και πέτρα στη χολή
Το βράδυ έτοιμος για γύρα
ξεκινά με παγωμένη μπύρα
αλλά κι αυτή πια τον βαραίνει
στη τουαλέτα γοργά τον στέλνει
Και πάνω που γόης μοιάζει
το χέρι του νιώθει να μουδιάζει
τι το ΄θελε να κάνει τον γοητευτικό
τώρα του έρχεται εγκεφαλικό
Μα τι είναι αυτό που τώρα βλέπει
στο παγωμένο ποτήρι άφησε το χέρι
του το μούδιασε το κρύο
κι όχι το επερχόμενο αντίο
Μυαλό αποφάσισε να βάλει
για να μη τη πατήσει πάλι
αντί να κάνει τον εικοσάρη
κανένα κουτί χαμέμηλο να πάρει
Αυτός που αποφασίζει αν
δεν έχει μυαλό καθόλου
το αποτέλεσμα το τελικό
καλό δε θα 'ναι διόλου
Γι' αυτό αντί με σκέψεις
να γεμίζω το μυαλό μου
με ανοησίες προτιμώ
να περνάω τον καιρό μου
Τι να το κάνω να μπορώ
να λέω σοφές κουβέντες
αν δε γενώ διάσημος
τ' αφήνω στις καλένδες