Ο καλικάντζαρος πήδηξε στη στέγη του σπιτιού. Το σκοτάδι που είχε από ώρα πέσει του επέτρεπε να κινείται μακριά από τυχόν περίεργα βλέμματα. Δεν έπρεπε να τον δει κανείς. Ίσως κανένα παιδάκι. Αυτά ποτέ δεν τα πιστεύουν οι μεγάλοι γιατί όταν μιλούν με την παιδική τους απλότητα τους αποκαλύπτουν το μέγεθος της υποκρισίας τους και τους πληγώνουν. Όχι ότι κάνουν τίποτα γι' αυτό. Απλά επιλέγουν να τα αγνοούν. Αλλά η ώρα ήταν περασμένη και ελάχιστες πιθανότητες υπήρχαν να έχει μείνει κάποιο πιτσιρίκι ξύπνιο.
Στρογγυλοκάθισε σε μια γωνία της σκεπής η οποία δε φαινόταν από το δρόμο. Άλλωστε μόνο κάποιοι μεθύστακες κυκλοφορούσαν ακόμα και ως γνωστόν ο μεθυσμένος δε μπορεί να κοιτάξει ψηλά. Το οινόπνευμα κρατά τη ματιά του καθηλωμένη στο έδαφος. Βέβαια, τι διαφορά έχει ο μεθυσμένος που δε μπορεί να σηκώσει κεφάλι από το πολύ κρασί από τον νηφάλιο που δε μπορεί να δει πέρα από την καθημερινότητά του, ο καλικάντζαρος ποτέ του δεν το κατάλαβε.
Έξυσε το χοντρό κεφάλι του και άφησε κάτω το σάκο που κουβαλούσε. Μέσα εκεί αποθήκευε κάθε στιγμή της ζωής του. Και, ξέρετε, οι καλικάντζαροι ζουν πολλά περισσότερα χρόνια από τους ανθρώπους. Και οι στιγμές ήταν πολλές και το βάρος του σάκου είχε γίνει αβάσταχτο πια. "Μα τι στην ευχή έχω μαζέψει εδώ μέσα;" αναρωτήθηκε το αερικό, άνοιξε το σακί και έχωσε την άσχημη μούρη του μέσα για να δει. Τα μικρά σχιστά κίτρινα μάτια του γούρλωσαν. Δε περίμενε να τα δει όλα αυτά!
Πόσα λάθη, πόσα χρόνια πεταμένα, πόσες ατυχίες και πόσες χαμένες φιλίες. Ναι, βλέπετε ακόμα κι ένας ασχημομούρης καλικάντζαρος τα έχει όλα αυτά. Και ακόμα κι αυτά τα άτακτα πλάσματα όταν καμιά φορά κάθονται και κοιτάνε το σακούλι που κουβαλάνε(όλα έχουν από ένα), ρίχνουν και κανένα δάκρυ για τα παλιά τους ατοπήματα.
"Δεν είναι να αναρωτιέται κανείς γιατί καμπούριασα και ασχήμυνα τόσο πολύ. Με τόσο βάρος που κουβαλάω" σκέφτηκε. "Μακάρι να μπορούσα να αδειάσω έστω το μισό από το περιεχόμενο του σάκου μου. Αν το μπορούσα σίγουρα γινόμουν όμορφος σαν τις νεράιδες". Έτσι λοιπόν, ξεκίνησε να πετάει ένα, ένα τα άσχημα πράγματα από το σάκο του. Όμως κάθε ένα που πετούσε κάτω στο δρόμο, μετά από λίγο το έβρισκε ξανά στο σάκο του, πολλές φορές βαρύτερο. "Καταραμένα να είστε!" φώναξε. "Δε θα σας ξεφορτωθώ ποτέ;" είπε γρυλίζοντας.
Μετά από ώρα προσπάθειας κοίταζε αποκαμωμένος το σάκο που ήταν ακόμα όσο γεμάτος ήταν, πριν αρχίσει να πετάει τις στιγμές από μέσα. Αφού ξαπόστασε λίγο, άρχισε να πετάει ξανά τις στιγμές από εκεί μέσα μόνο και μόνο για να τα δει να επιστρέφουν, όσο γρήγορα κι αν έκλεινε το σάκο του. Και οι άλλες τρεις του προσπάθειες είχαν το ίδιο αποτέλεσμα.
Εν τω μεταξύ, η νύχτα είχε προχωρήσει και η σε λίγο θα άρχισε να χαράζει. Κοίταξε άλλη μια φορά το σάκο του. Ήταν και πάλι γεμάτος. "Που να σε πάρει", βόγκηξε ο καλικάντζαρος,"όπως φαίνεται είσαι κομμάτι μου πια...".Χωρίς να πει τίποτα άλλο, άρπαξε το σάκο, τον φορτώθηκε στη πλάτη και χοροπηδώντας από σκεπή σε σκεπή απομακρύνθηκε από το χωριό των ανθρώπων, φτάνοντας στη σπηλιά του την ώρα που οι πρώτες ακτίνες του ήλιου έφταναν στη γη διαλύοντας το σκοτάδι της νύχτας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου