Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

Ο Όμηρος ως πατέρας της ελληνικής και δυτικής λογοτεχνίας

Αποτέλεσμα εικόνας για homer poet

agiotatos.gr
Ο Όμηρος σηματοδότησε την ουσιαστική απαρχή της ελληνικής λογοτεχνίας και γραμματείας που ακολούθησε. Το αρχαιοελληνικό δράμα, η ιστοριογραφία, ακόμη και η φιλοσοφία, όλα φέρνουν το στίγμα των θεμάτων, κωμικών ή τραγικών, που εντοπίζονται στα έπη και των τεχνικών που χρησιμοποίησε ο δημιουργός τους για να προσεγγίσει τα θέματα αυτά. Η επίδραση των δύο αριστουργημάτων της ελληνικής αρχαιότητας ήταν πολύ μεγάλη όχι μόνο για τους Έλληνες και τους Ρωμαίους για τους οποίους αποτέλεσαν θεμέλιο της παιδείας τους, αλλά και για όλη τη μεταγενέστερη δυτική ποίηση και λογοτεχνία. Από τον Πλάτωνα και τον Μέγα Αλέξανδρο ως τον Βιργίλιο και τον Δάντη και από τον Shakespeare και τον Tennyson ως τον Milton, τον Joyce και τον Καζαντζάκη, οι επιρροές των αθάνατων ομηρικών επών υπήρξαν βαθιές και ισχυρές.

Για τον Όμηρο δεν γνωρίζουμε τίποτα εκτός από τα ποιητικά δημιουργήματα που μας άφησε. Στις 27 χιλιάδες λέξεις των Ομηρικών ποιημάτων δεν υπάρχει καμιά αναφορά στο δημιουργό τους. Πράγματι, η ζωή και η προσωπικότητα του Ομήρου είναι καλυμμένα από ένα πέπλο μυστηρίου και γύρω από αυτόν έχει δημιουργηθεί το μεγαλύτερο φιλολογικό πρόβλημα όλων των εποχών, το λεγόμενο «Ομηρικό ζήτημα». Τα σημεία που διχάζουν τους ερευνητές είναι ο τόπος γέννησης και η εποχή δράσης του Ομήρου, αλλά και το εάν ο Όμηρος πράγματι υπήρξε και ποιο άτομο βρίσκεται πίσω από αυτό το όνομα. Παρόλο που οι απόψεις είναι πολλές και συχνά αντικρουόμενες, οι πιο εμπεριστατωμένες και σύγχρονες γλωσσολογικές και ιστορικές μαρτυρίες συγκλίνουν στο ότι τα δύο έπη γράφτηκαν από το ίδιο άτομο στην ελληνική δυτική ακτή της Μικράς Ασίας κατά το τέλος της μυκηναϊκής περιόδου, κάποια στιγμή μεταξύ του 9ου και 8ου αιώνα π.Χ. και ότι η Ιλιάδα γράφτηκε πριν από την Οδύσσεια.

Και τα δύο ποιήματα διαπραγματεύονται μυθικά γεγονότα που υποτίθεται ότι είχαν λάβει χώρα πολύ πριν από την εποχή που γράφτηκαν. Και στα δύο έπη η δράση είναι παράλληλη και εξελίσσεται τον τελευταίο χρόνο των δύο δεκάχρονων κύκλων, από τους οποίους ο πρώτος ορίζεται με την κατάκτηση της Τροίας και ο δεύτερος με την επιστροφή του Οδυσσέα στην πατρίδα του Ιθάκη. Η Ιλιάδα τοποθετείται στο τελευταίο έτος του Τρωικού πολέμου, που αποτελεί και το υπόβαθρο της κεντρικής πλοκής του έργου, όταν δηλαδή οι Έλληνες αφότου ολοκλήρωσαν την κατάκτηση της γύρω περιοχής και των νησιών, πολιορκούν στενότερα την Τροία. Η  Οδύσσεια έχει μικρότερη έκταση από την Ιλιάδα όμως η δομή της είναι πιο περίτεχνη, καθώς δεν κινείται ο ποιητής σε μια γραμμική γραμμή εξιστόρησης των γεγονότων, αλλά αρχίζει από το μέσο της ιστορίας και περιγράφει τα γεγονότα αναδρομικά. Τα πρόσωπά της είναι μερικοί ήρωες του Τρωικού πολέμου, και κυρίως ο πρωταγωνιστής Οδυσσέας, υπάρχουν όμως και κάποιες φανταστικές και μυθικές μορφές. Το θέμα της Οδύσσειας είναι ο νόστος (= ο γυρισμός) του Οδυσσέα στην πατρίδα του και περιγράφει την επίμονη θέληση ενός ανθρώπου να μην λυγίσει μπροστά στις δυσκολίες, να φτάσει στον σκοπό του και να κλείσει τον κύκλο της ζωής του εκεί όπου τον άρχισε. Ο κόσμος του Ομήρου είναι ο μυκηναϊκός κόσμος, επειδή όμως ο ποιητής έζησε σε μεταγενέστερες εποχές το έργο του φυσικό είναι να ενσωματώνει και στοιχεία της μετα-μυκηναϊκής εποχής καθώς και της πρώιμης Γεωμετρικής της οποίας πρέπει να ήταν σύγχρονος. Τα Ομηρικά έπη και οι ιστορίες τους τοποθετούνται στην Εποχή του Χαλκού όταν ο μυκηναϊκός πολιτισμός ανθούσε οικονομικά, και παρόλο που τα έπη απέκτησαν την τελική τους μορφή πολύ αργότερα, ενσαρκώνουν τις μνήμες αυτής της Αρχαϊκής εποχής.

Το σίγουρο ήταν ότι η Ομηρική παράδοση ήταν προφορική, ότι πρόκειται για ένα είδος ποίησης που δημιουργήθηκε και διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και χωρίς τη διαμεσολάβηση της γραφής. Πράγματι, ο όρος που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο Όμηρος για τον ποιητή είναι αοιδός, δηλαδή τραγουδιστής. Οι Έλληνες γνώριζαν από στήθους μεγάλα τμήματα των επών και τα θεωρούσαν όχι απλά σύμβολα της ενότητας του ελληνικού κόσμου, αλλά και μια πανάρχαια πηγή ηθικής ακόμη και πρακτικής αγωγής.

Τα ομηρικά έπη χάριν στους ραψωδούς διαδόθηκαν όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις ασιατικές ακτές και στις δυτικές της αποικίες. Κατά την απαγγελία των επών δημιουργήθηκε η ανάγκη χωρισμού τους σε μικρότερα μέρη, για να αναπαύεται έτσι όχι μόνο ο ραψωδός αλλά και το ακροατήριό του. Έτσι, τα έπη διαιρέθηκαν σε «ραψωδίες» και σταδιακά επικράτησε η συνήθεια να απαγγέλλονται και ορισμένες μόνο ραψωδίες ανάλογα με τις προτιμήσεις του ακροατηρίου και τις ικανότητες του ραψωδού. Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα να λησμονηθούν κάποια τμήματα των επών, ενώ ταυτόχρονα οι ραψωδοί επέφεραν προσθήκες και αλλοιώσεις όπου το θεωρούσαν κατάλληλο.

Ο Σόλωνας ήταν ο πρώτος που διέταξε τους ραψωδούς να τηρούν πιστά το παραδοσιακό κείμενο στις δημόσιες απαγγελίες τους. Ο Πεισίστρατος όρισε περίπου το 535 π.Χ. επιτροπή ποιητών η οποία ανέλαβε να συγκεντρώσει τα διασκορπισμένα μέρη των επών, να επιμεληθεί εκ νέου το κείμενο και να καταγράψει τα έπη στη βάση των προφορικών παραδόσεων των ραψωδών. Η πρώτη συστηματική εργασία για την οριστική αποκατάσταση των ομηρικών έργων έγινε στην Αλεξάνδρεια από τους φιλολόγους του Μουσείου, οι οποίοι έκαναν πραγματικά τεράστια επιστημονική εργασία. Χάρη σ’ αυτούς, η Ιλιάδα και η  Οδύσσεια πήραν τη μορφή που σώθηκε στα μεσαιωνικά χειρόγραφα, από τα οποία γίνονται οι σύγχρονες εκδόσεις.

Παρότι είναι τα πρώτα μνημεία της ελληνικής ποίησης και ανεξάρτητα από τις φιλολογικές έριδες, τα Ομηρικά Έπη είναι έργα αισθητικής ωριμότητας, τέχνης και ανθρωπισμού. Αποτελούν μνημεία ανεκτίμητης τέχνης, τα οποία γαλούχησαν γενεές επί γενεών από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ο ουμανισμός και το ανθρώπινο στοιχείο, ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμα της ελληνικής αρχαιότητας, ήδη είναι διάχυτο στο ομηρικό έργο. Τα Ομηρικά ποιήματα παρουσιάζουν επίσης τεράστιο ενδιαφέρον από γλωσσολογικής και υφολογικής άποψης. Καταρχήν, το εύρος και η πολυπλοκότητα του μέτρου ήταν τελείως ασυνήθιστα στην ηρωική ποίηση. Η γλώσσα είναι συνειδητά ποιητική, και περιέχει λέξεις των οποίων το νόημα δεν γνώριζαν ούτε οι ίδιοι οι ραψωδοί, οι οποίες όμως ανήκαν στο επικό ύφος. Ταυτόχρονα, το ομηρικό ύφος μπορεί να είναι πολύ άμεσο και απλό, και δεν έχει το πομπώδες και απρόσιτο ύφος που χαρακτηρίζει άλλους μεταγενέστερους ποιητές όπως ο Βιργίλιος ή ο Ρακίνας. Οι μακροσκελείς και περίτεχνες μεταφορές που χρησιμοποιεί ο Όμηρος επίσης διαφοροποιεί αυτά τα ποιήματα από όλες τις άλλες επικές παραδόσεις. Το ενδιαφέρον είναι ότι σε αυτές τις μεταφορές ο Όμηρος έχει την ευκαιρία να απεικονίσει αντικείμενα και σκηνές του κόσμου που αλλιώς δεν θα μπορούσαν να είχαν περιληφθεί, όπως η φύση, οι διάφορες οικονομικές δραστηριότητες των ατόμων, επαγγελματικές δεξιότητες, κ.ά. Έτσι, ο κόσμος του Ομηρικού έπους περιλαμβάνει και περιγράφει ολόκληρο τον κόσμο και όχι μόνο τις μάχες ή τον θάνατο, δημιουργώντας στον αναγνώστη μια αίσθηση μοναδικού ρεαλισμού συνδυάζοντας με μοναδική επιτυχία τον ποιητικό λυρισμό με τον νατουραλισμό. Εκτός από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια στον Όμηρο αποδίδονται επίσης μια συλλογή 34 Ομηρικών Ύμνων, δεκαέξι μικρά ποιήματα που ονομάζονται «Επιγράμματα» και το σατυρικό ποίημα «Μαργίτης».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου