Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

ΟΤΑΝ ΞΕΨΥΧΗΣΗ

Jazz Funeral Painting by Aaron Harvey


http://www.myriobiblos.gr/afieromata/dimotiko/txt_moirologia_next.html#1

173

Τώρα, ουρανέ μου, βρόντησε, τώρα, ουρανέ μου, βρέξε,
ρήξε 'ς τους κάμπους τη βροχή και 'ς τα βουνά το χιόνι,
'ς του πικραμένου την αυλή τρία γυαλιά φαρμάκι.
Τό να να πίνη την αυγή τ' άλλο το μεσημέρι,
το τρίτο το πικρότερο 'ς το δείπνο, όταν δειπνάη.

174

'Σ του πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει,
μον' είναι πάντα συννεφιά και βασιλεύει αντάρα,
φυτρώνει ο πικραπήγανος, να τρων οι πικραμένοι,
να τρων οι μάνναις τοις κορφαίς, κ' οι αδερφαίς τους κλώνους,
γυναίκες των καλών αντρών να τον ξεθεμελιώνουν.

175

Πρέπει η γης να χαίρεται, πρέπει να καμαρώνη,
πρέπει νά τηνε σπέρνουνε κλωνιά μαργαριτάρι,
πρέπει να τη σκαλίζουνε με χρυσά σκαλιστήρια,
που τρώγει αϊτούς και σταυραϊτούς, και νιαϊς με τα στολίδια,
τρώει του μαννάδων τα παιδιά, τουν αδερφιών ταδέρφια,
που τρώγει και τα αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα.

176

Ο Κύριος έκαμε τη γη κ' εστόλισε τον κόσμο,
μα μόνο τρία πράματα δεν έμπεψε 'ς τον κόσμο,
γιοφύριν εις τη θάλασσα και γαγερμό 'ς τον Νάδη,
και σκάλαν εις τον ουρανό να πχαίνου να γαγέρνου.

177

Μέσα η καρδιά μου με πονεί, μα δεν ηξεύρω τι έχει,
κάνε πουλί τήνε τσιμπά, κάνε θηριό την τρώγει,
κάνε μαχαίρι δίκοπο είναι και τήνε κόβει.

178

Τίνος να ειπώ το ντέρτι μου, το ντέρτι της καρδιάς μου;
Να σας το ειπώ ψηλά βουνά; ψηλά είστε δεν τ' ακούτε,
να σας το ειπώ ψηλά δεντρά; φυσάει βοριάς, το παίρνει,
να σας το ειπώ χαμόκλαρα; φυσάει νοτιά, το παίρνει.
Εγείραν τα δεντρόφυλλα κι' ακούμπησαν 'ς το χιόνι,
σε μελετάει ταχείλι μου, μέσα η καρδιά μου λειώνει.

179

Τα ρούχα μου και τα καλά όποιος τα βρη, ας τα πάρη,
μα της καρδιάς μου τον καϊμό κανένας να μην πάρη.

180

Τα μοιριολόγια τά σωσα, τα δάκρυα μου στερέψαν,
θα πάρω δάκρυα δανεικά και μοιριολόγια ξένα,
τα μοιριολόγια απ' ταρφανά, τα δάκρυα από τοις χήραις.

181

Εγώ για το χατίρι σου τρεις βάρδαις είχα βάλη,
Είχα τον ήλιο 'ς τα βουνά, και τον αϊτό 'ς τους κάμπους,
και το βοριά το δροσερό τον είχα 'ς τα καράβια.
Μα ο ήλιος εβασίλεψε, κι' ο αϊτός αποκοιμήθη,
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κ' έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.

182

Τήρα μη μοιάσης του λαγού, οπού γεννάει κι' αρνειέται.
Μοιάσε της πετροπέρδικας, της αηδονολαλούσας,
που κάνει δεκοχτώ πουλιά, κανένα δεν αρνειέται,
κι' αν πέστι αϊτός και πάρη ένα, εν' από τα πουλιά της,
κάνει καιρούς να πιη νερό, καιρούς να κελάϊδήση.
Κι' οπόβρη ξάστερο νερό, θολώνει και το πίνει,
κι' οπόβρη μαυρη καψαλιά, θα κάτστι να βοσκήση,
κι' οπόβρη μαύρο κούτσουρο, θα κάτση να λαλήση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου