Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

ΤΟ ΠΑΛΕΜΑ ΤΟΥ ΤΣΑΜΑΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΙΟΥ ΤΟΥ

Αποτέλεσμα εικόνας για τσαμαδος ακριτας
myriobiblos.gr

[Εις τα επικάς διηγήσεις πολλών εθνών δεν είναι σπάνιον το θέμα της μονομαχίας πατρός και υιού, αγνοούντων αλλήλους, της οποίας η έκβασις συνήθως είναι ο θάνατος του πατρός. Τα γνωστότατα παραδείγματα είναι το της Τηλεγονίας του Ευγάμμωνος, όπου κατά παλαιούς ελληνικούς μύθους εξετίθετο ο θάνατος του Οδυσσέως εν μάχη προς τον υιόν του Τηλέγονον, και το του Σάχ ναμέ του Πέρσου ποιητού Φιρδουση περί της μονομαχίας του Τουστέμ και του Σοχράβ.
Εις ακριτικά άσματα αναφέρεται συμπλοκή του αιχμαλώτου υιού του Ανδρόνικου προς τον πατέρα και τον αδελφόν του. Εις δε τον κύκλον των ακριτικών ασμάτων περί του θανάτου του Διγενή τα της πάλης τούτου προς τον Χάρον εκτίθενται καθ' όμοιον περίπου τρόπον ως εις το προκείμενον τραγούδι τα περί της πάλης του γιου της χήρας προς τον Τσαμαδόν. Μία μάλιστα κρητική παραλλαγή περί του θανάτου του Διγενή σχεδόν ουδαμώς διαφέρει των παραλλαγών του άσματος του Τσαμαδού.
Η δηλητηρίασις του αντρειωμένου υιού υπό της χήρας μητρός του, ερωμένης του Τσαμαδού, επέρχεται αδικαιολόγητος και απροσδόκητος, άνευ προπαρασκευής τινος. Είς τινας δ' όμως παραλλαγάς το φάρμακον προσφέρει η μήτηρ εις τον Τσαμαδόν. Εις παραλλαγήν δε των περί του θανάτου του Διγενή ασμάτων συμπαρίσταται και ή μήτηρ του κατά την πάλην αυτού προς τον Χάρον, κρατούσα τριών λογιών κρασί και τριών λογιών φαρμάκι, όπως αν μεν νικήση ο υιός της τω προσφέρη το κρασί, αν δε νικηθή πίη αυτή το φαρμάκι.
Ή εικών του εκ των ορέων κατερχομένου Τσαμαδού, του φέροντος εις τους ώμους δένδρον εκριζωμένον με θηρία κρεμάμενα εις τους κλάδους του, υπενθυμίζει τας παραστάσεις των Κενταύρων εν αρχαϊκαίς αγγειογραφίαις.]

Μέσ' 'ς τ' άη Γιωργιού τους πλάτανους γένονταν πανηγύρι, 
το πανηγύρι ήταν πολύ, κι' ο τόπος ήταν λίγος, 
δώδεκα δίπλαις ο χορός, κ' έξηνταδυό τραπέζια, 
και χίλια ψένονται σφαχτά 'ς όλο το πανηγύρι. 
Κ' οι γέροντες παρακαλούν, τάζουν 'ς τον άη Γιώργη, 
ο Τσαμαδός να μην ερθή, χαλάει το πανηγύρι.

Ακόμα ο λόγος έστεκε κι' ο Τσαμαδός εφάνη,
που ροβολάει οχ το βουνό κατά το πανηγύρι.
Πατεί και σειέται το βουνό, κράζει κι' αχάν οι λόγγοι, 
κ' εκράταγε 'ς τον ώμο του δέντρο ξεριζωμένο,
και απάνου 'ς τα κλωνάρια του θεριά είχε κρεμασμένα.
Ώρα καλή σας, γέροντες. -Καλό 'ς το παλληκάρι.
-Ποιος έχει αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια,
για να βγη να παλέψουμε 'ς το μαρμαρένιο αλώνι;" 
Κανείς δεν αποκρίθηκε απ' τους πανηγυριώταις,
της χήρας γιος εφώναξε, της χήρας ο αντρειωμένος.
"Εγώ χω αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια,
για νά βγω να παλέψουμε 'ς το μαρμαρένιο αλώνι."

Βγαίνουν κ' οι δυο με τα σπαθιά και πάνε να παλέψουν.
Εκεί που επάτειε ο Τσαμαδός εβούλιαζε τ' αλώνι,
κ' εκεί που επάτειε το παίδι εβούλιαζε κ' έβύθα.
Εκεί που βάρειε ό Τσαμαδός το γαίμα πάει ποτάμι,
κ' εκεί που χτύπαε το παιδί τα κόκκαλα τσακίζει.
"Κοντοκαρτέρει, βρε παιδί, κάτι να σε ρωτήσω. 
Ποια σκύλα μάννα σ' έκαμε, κι' ο κύρης σου ποιος ήταν;
-Η μάννα μου όταν χήρεψε δεν μ' είχε γεννημένον,
κι ώμοιασα του πατέρα μου και θα τον απεράσω."
Από το χέρι τον αρπά 'ς της μάννας του να πάνε.
Από μακριά τους εθωρεί κ' ετοίμασε τραπέζι. 
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν η χήρα τους κερνούσε,
κρασί κερνάει τον Τσαμαδό, φαρμάκι το παιδί της.
"Μαννούλα, μ' εφαρμάκωσες, απ' το θεό να το βρης!"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου