Το όνειρό σου, κλέφτης,
παράνομα διασχίζω
Κι όμως δεν ήρθα πετράδι
πολύτιμο ν' αρπάξω
Ένα κομμάτι που 'κλεψα
του Παραδείσου φέρνω δώρο
Αν το αποδεχτείς ίσως
στην ενοχή μ' ακολουθήσεις...
----
πίνακας του Mikhail Vrubel, Καθιστός Δαίμονας
Κάνοντας τη τρέλα ποίηση
Το όνειρό σου, κλέφτης,
παράνομα διασχίζω
Κι όμως δεν ήρθα πετράδι
πολύτιμο ν' αρπάξω
Ένα κομμάτι που 'κλεψα
του Παραδείσου φέρνω δώρο
Αν το αποδεχτείς ίσως
στην ενοχή μ' ακολουθήσεις...
----
πίνακας του Mikhail Vrubel, Καθιστός Δαίμονας
Κοιτούσα το δάχτυλό μου. Μου φαινόταν άδειο και φτωχό, σαν άπορος ζητιάνος χωρίς το δαχτυλίδι που πάντα φορούσα. Ένας θρύλος έλεγε πως το έφτιαξε ένας σπουδαίος αργυροχόος με ένα είδος ασημιού που πήρε όταν σε κάποιο όνειρο μεσημβρινό, από εκείνα που ζεματίζει η κάψα του μεσημεριού, ένας δαίμονας τον άρπαξε και τον οδήγησε στην Κόλαση για να τον τρομάξει. Καθώς ετοιμαζόταν να τον επιστρέψει -και αφού είχε διασκεδάσει με την τρομάρα του- ο αργυροχόος κατόρθωσε και άρπαξε ένα κομμάτι ασημιού και το έκρυψε στην τσέπη της πιτζάμας του, όσο ο δαίμονας ακόμα γελούσε. Με αυτό σκάλισε ένα δαχτυλίδι με το πρόσωπο εκείνου του δαίμονα και κάποτε μου το έδωσε ως ανταμοιβή επειδή τον βοήθησα να εξορκίσει το σπίτι της ξαδέρφης του.
Μα το δαχτυλίδι δεν έμελλε να μείνει για πάντα στο δάχτυλό μου. Κάποτε μου το ζήτησε μια νύμφη, πάνω στη γέφυρα που πάνω από χίλιους ποταμούς περνούσε. Σε αντάλλαγμα μου έδωσε μια τούφα των μαλλιών της. Μόλις πήρε το δαχτυλίδι το κατάπιε και βούτηξε στα μαύροκόκκινα νερά της λίμνης που σχημάτιζαν τα νερά των χιλίων ποταμών. Λένε ότι το χρώμα τους τα νερά της το παίρνουν επειδή μέσα δεν αναμειγνύονται τα νερά μονάχα των ποταμών αλλά και τα πετρώματα που παρασέρνουν και που κάποια από αυτά υπάρχουν μόνο στου Άδη τις μαύρες και κόκκινες κοιλάδες.
Η τούφα της γλίστρησε από τα δάχτυλά μου και μπήκε μέσα στο στήθος όπου και έδεσε την καρδιά μου. Από τότε οι χτύποι της είναι δύο λιγότεροι από τους χτύπους του ρολογιού όταν ο Φεβρουάριος έχει 29 μέρες και 28 νύχτες. Το αίμα μου είπαν κάποιοι που το είδαν να τρέχει από μία αόρατη πληγή έγινε κι εκείνο μαυροκόκκινο σαν τα νερά της λίμνης.
Δεν ξαναβρήκα εκείνη τη νεράιδα όσο κι αν την έψαξα. Χάθηκε για πάντα στα νερά των χιλίων ποταμών που στροβιλίζονται σε εκείνη τη λίμνη, λίγο πιο πέρα από τη γέφυρα που από πάνω τους περνά. Μια κουρούνα κάποτε μου είπε να μη ψάχνω άδικα και πως εκείνη η νεράιδα είχε φύγει για πάντα από τα νερά της λίμνης. Πως ταξίδεψε με ένα καράβι που μπορούσε στους ουρανούς να πλέει. Όσοι της είδαν, είπαν πως χάιδευε ένα δαχτυλίδι με τη μορφή δαίμονα σκαλισμένη πάνω του και έλεγε πως ήταν δώρο του αγαπημένου της που έπρεπε για πάντα να αφήσει.
Σάστισα, επειδή ήξερα πως δεν ήμουν ο αγαπημένος της, όχι σε τούτη τη ζωή τουλάχιστον κι όχι στα μέρη εκείνα και δεν υπήρχε κανένας λόγος να με αφήσει για πάντα αφού δεν ήμασταν μαζί ποτέ. Ρώτησα την κουρούνα γιατί να το είπε αυτό μα εκείνη δε μου απάντησε...μόνο πέταξε μακριά μου. Έμεινα να κοιτώ το δάχτυλό μου. Μου φαινότανε κενό χωρίς το δαχτυλίδι και η καρδιά μου αργή σαν να είχε έρθει εκείνος ο Φλεβάρης....
Το φάντασμά σου κάποτε
θέλησα να ξορκίσω
με ξόρκια αρχαία και γητειές
για πάντα να εξορίσω
---
Ρούνους και θυμιάματα
κι απόκρυφες ψαλμωδίες
ύμνους τραγούδησα χαράς
κι άγνωστες θρηνωδίες
---
Δαίμονες και αγγέλους
έδεσα να βοηθήσουν
την ανάμνησή σου και μορφή
μια και καλή να σβήσουν
----
Ακόμα και αν τα μυστικά
θα μάθω όλου του κόσμου
τη θύμησή σου αδύνατον
να βγάλω απ' το μυαλό μου
----
Οι ουρανοί ανοίξανε
τα έγκατα σχιστήκαν
στη παρουσία σου μπροστά
με δέος αποτραβηχτήκαν
Μία σχισμή
στον ύπνο σου ζητώ
για να βρεθώ κοντά σου
Μ' ένα φιλί
να σου κλέψω τ' όνειρό....
Κάτι δικό σου
να κάνω θησαυρό μου
Η παρατήρηση ενός από τους πιο ηλικιωμένους κυνηγούς ονείρων έχει διαφυλαχτεί και λέει: "Στο όνειρο νιώθουμε όπως το ψάρι στο νερό. Κατά καιρούς αναδυόμαστε από το όνειρο, ρίχνουμε μια ματιά στον κόσμο στην ακτή, αλλά ξανά βυθιζόμαστε βιαστικά και με απληστία, επειδή νιώθουμε καλά μόνο στα βάθη. Σ' αυτές τις σύντομες αναδύσεις μας στη στεριά, παρατηρούμε ένα παράξενο πλάσμα, πιο οκνηρό από μας, συνηθισμένο να αναπνέει με διαφορετικό τρόπο από μας και κολλημένο με όλο του το βάρος στη στεριά του, αλλά επίσης στερημένο από τις ηδονές μέσα στις οποίες εμείς ζούμε όπως στο ίδιο μας το σώμα. Γιατί εδώ κάτω η ηδονή και το σώμα είναι αξεχώριστα και είναι ένα και το αυτό. Αυτό το πλάσμα έξω, αυτό είμαστε επίσης εμείς, αλλά εμείς σε ένα εκατομμύριο χρόνια και ανάμεσα σε μας και αυτό, πέρα από τα χρόνια υπάρχει και η φοβερή ατυχία που γκρεμίστηκε πάνω σ' αυτό το πλάσμα έξω,, αφού διαχώρισε το σώμα από την ηδονή..."
Μίλοραντ Πάβιτς, Το Λεξικό των Χαζάρων, Γυναικείο Αντίτυπο, εκδ. Ηρόδοτος
Ήταν απογευματάκι και ακολουθούσα κατά την αγαπημένη μου συνήθεια, ένα από εκείνα τα χελιδόνια που μέσα στην άνοιξη κρατούν λίγες από τις σταγόνες του περασμένου χειμώνα. Τα ξεχωρίζει κανείς γιατί όλη τη μέρα κοιμούνται και φυλάνε τα όνειρά τους για να πετάνε μαζί τους μόλις σουρουπώσει. Τα όνειρα τούτα αρέσκονται συχνά να παίζουν και να ενώνονται με τις σταγόνες του χειμώνα που τα χελιδόνια φυλάνε στα φτερά τους και να δημιουργούν μουσικά χρώματα τα οποία όταν ενηλικιωθούν παίρνουν τη θέση των αστεριών που πεθαίνουν μόνα κι έρημα στο κρύο του διαστήματος.
Τούτο το χελιδονάκι όμως πετούσε διαφορετικά από τα άλλα. Και τα όνειρά του δεν έπαιζαν καθόλου με του χειμώνα τις σταγόνες αλλά κάθονταν σιωπηλά στη ράχη του. Η περιέργειά μου φούντωσε και το ακολούθησα να δω που θα πάει. Πράγματι, ύστερα από λίγο ακούστηκε ένα σφύριγμα διαπεραστικό, από εκείνα που μόνο οι ονειροπόλοι και οι αιθεροβάμονες μπορούν ν' ακούσουν και το πτηνό σαν κυνηγόσκυλο εκπαιδευμένο διέγραψε πορεία ταχύτατη προς την πηγή του ήχου.
Μόλις έστριψα στη γωνία ενός γκρίζου κτιρίου που το θυμάμαι από παλιά να κλαίει και να θρηνεί για τα χρώματα που είχε χάσει, είδα το χελιδόνι να έχει μπει μέσα σε ένα κλουβί. Γνώρισα την κατασκευή από βιβλία αρχαία όσο και η βιβλιοθήκη της βυθισμένης Ατλαντίδας. Τούτα τα κλουβιά πρωτοχρησιμοποίησαν οι άνθρωποι για να κλείσουν τις λέξεις τους σε γράμματα. Φτιαγμένα από μετάξι που παρήγαγαν στα εργαστήρια της Εριντού, απαλό μα και ισχυρό, τόσο που λέγεται πως ακόμα και ο ίδιος ο Σατανάς όταν κάποτε μπλέχτηκε σε δίχτυα από τέτοιο μετάξι, αναγκάστηκε να πληρώσει για τον ελευθερώσουν εκείνοι οι προϊστορικοί ψαράδες πνευμάτων. Ακόμα και ο Ενώχ το βιβλίο του το έντυσε με ύφασμα από το μετάξι αυτό για να μη μπορέσει ποτέ κανένας μάγος να το ανοίξει.
Πλησίασα τον άνθρωπο που κρατούσε το κλουβί κι έκλεινε ψέλνοντας στίχους του Σολομώντα το πορτάκι του. Χρώματα φερμένα από φάσματα άγνωστα στο μάτι του ανθρώπου χόρευαν στο παντελόνι του και το πουκάμισο που φορούσε λευκό, αστραφτερό, εξέπεμπε μουσική με οκτώ νότες απλωμένες πάνω σε εξάγραμμο. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα, μακριά με φολίδες στη κάθε τρίχα τους, το πρόσωπό του χαμογελούσε στη Δύση και οργιζόταν στην Ανατολή. Τα μάτια του έλεγαν πιο πολλές ιστορίες από τη γλώσσα του, η οποία είχε τρεις απολήξεις που σαν μαστίγια χτυπούσαν τη γλώσσα του. Ήταν αδύνατος, με χέρια δυνατά και γοργά ποδάρια. Ένα φλάουτο κρεμόταν τη δεξιά του πλευρά και γι' αυτό έγερνε ελαφρά προς την αριστερή όταν ήθελε να σφυρίξει.
"Από τις ημέρες του Αδάμ, έχει άνθρωπος να με πλησιάσει", μου είπε. "Από τότε που το πρώτο αίμα έβαψε το χώμα που πήρε ο Θεός για να φτιάξει τους ανθρώπους" του απάντησα. Χαμογέλασε, κοίταξε το χελιδόνι στο κλουβί, που θλιμμένο περίμενε τον ύπνο να του χαρίσει όνειρα που ίσως κάποτε ελεύθερα θα πετούσαν, γύρισε σε μένα και είπε: "Τούτο ήταν το χελιδόνι το δικό μου. Τότε που τα όνειρα των χελιδονιών και των ανθρώπων ήταν κοινά και που τα πνεύματα περπατούσαν ελεύθερα στη γη. Η μοίρα του είναι η μοίρα μου. Η πτώση μου, δική του και όταν εγώ ποτέ ελευθερωθώ, θα ελευθερωθεί κι εκείνο. Μη σου περνάνε σκέψεις ανόητες, μη προσπαθήσεις κάτι που για τους ανθρώπους δε γράφτηκε ποτέ". Τον κοίταξα, μαγεμένος από την ομορφιά του και αηδιασμένος από τη φρίκη της όψης του. "Όσα γράφτηκαν οι άνθρωποι τα πράττουν και όσα δε γράφηκαν γι' αυτούς τα ονειρεύονται όταν το φεγγάρι κλίνει το κεφάλι του και αποκοιμιέται. Ποια είναι η ελευθερία για εκείνον που κάποτε αντάλλαξε του γερακιού τις φτερούγες με τα φτερά της μύγας; Θαρρείς πως το χελιδόνι τούτο θα πετάξει μακριά σου σαν έρθει η ώρα εκείνη ή τις σταγόνες του χειμώνα θα κρατά στις φτερούγες του πάνω από το διψασμένο σου κεφάλι;" τον ρώτησα.
Με κοίταξε σιωπηλός. Πήρε το φλάουτο, έγειρε αριστερά και έπαιξε έναν σκοπό που γράφτηκε πριν οι άνθρωποι μπορέσουν για πρώτη φορά να σφυρίξουν με το στόμα τους. Φως σκοτεινό τύφλωσε για λίγο τα μάτια μου. Όταν έσβησε, είχε εξαφανιστεί κι εκείνος και το κλουβί με το χελιδόνι. Στη θέση του είχε μείνει ένα κλειδί. Επάνω του χαραγμένα γράμματα από την εποχή πριν των Αζτέκων τα πρώτα είδωλα να σκαλιστούν έγραφαν: "Τούτο το κλειδί εκείνα που είναι γραμμένο να μείνουν σφαλιστά ανοίγει. Αυτός που θα το χρησιμοποιήσει, είτε ανόητος είτε σοφός, ας προσέξει τι θα ξεκλειδώσει. Η σοφία και η ανοησία της ίδια πλευράς νομίσματα πάντα ήταν". Πήρα το κλειδί και το πέρασα από έναν κρίκο χάλκινο που κάποτε μου είχε δώσει μια ιέρεια της Αιγύπτου πριν εμφανιστεί εκεί ο πολιτισμός των Μπαντάρι. Συνέχισα το δρόμο μου, σφυρίζοντας έναν σκοπό που λένε κάποιοι δεισιδαίμονες ότι γράφτηκε πριν οι άνθρωποι αρχίσουν να πεθαίνουν και πως γι' αυτό έκανε τους νεκρούς να χορεύουν κάτω από τη γη...
Ανάμεσα στη γη
και στα ουράνια παλάτια
ποιοι άραγε κατοικούν;
Αόρατοι περιδιαβαίνουν
αιθέρια μονοπάτια
Μη κοιτάς ψηλά
ανόητο παιδί!
Μεγαλύτερη ευλογία
από τους κλειστούς οφθαλμούς
ποτέ δε δόθηκε στους ανθρώπους
Ήμουν δύο μήνες ήδη σε εκείνο το χωριό στη μέση του πουθενά, αντικαθιστώντας έναν καλό φίλο ο οποίος έπρεπε να αναρρώσει από μία εγχείρηση. Ένας μήνας είχε μείνει ακόμα, τρεις θα χρειαζόταν ο οργανισμός του για να επανέλθει. Η οικογένεια είχε μείνει στην Αθήνα - δεν υπήρχε λόγος να τρέχουν στα βουνά και στα λαγκάδια- κι έτσι έμενα σε ένα μικρό σπιτάκι που είχε το χωριό για τον παπά που υπηρετούσε εκεί. Μικρό πολύ αλλά άνετο. Ένας άνθρωπος ήμουν δεν ήθελα και πολλά.
Ήταν μια νύχτα σαν όλες τις άλλες. Ούτε βίαια καιρικά φαινόμενα ούτε παράξενες ησυχίες ούτε απόκοσμες ομίχλες πουθενά. Είχε πάει περίπου δύο και μισή όταν με ξύπνησε το τηλέφωνο. Μισοκοιμισμένος το σήκωσα και άκουσα τη γκρινιάρικη φωνή του επιτρόπου από την άλλη άκρη της γραμμής. "Παπά, πάρε τα πράγματά σου και έρχομαι να σε πάρω". "Τι στην ευχή έγινε;" πρόλαβα να ρωτήσω αλλά δεν ακούστηκε καμία απάντηση. Το είχε κλείσει ο γερο-στριμμένος ήδη.
Ετοιμάστηκα, βρίζοντας την ώρα και τη στιγμή που δέχθηκα να πάω σ' εκείνο το παλιοχώρι και τον φίλο μου που πήγε κι έκανε εγχείρηση. Μετά από λίγο άκουσα τη μηχανή του αυτοκινήτου και βγήκα έξω. Μπήκα στο αμάξι του επιτρόπου και τον κοίταξα μισοενοχλημένος, μισοαπορρημένος. "Τα πήρες όλα;" με ρώτησε. "Όλο το οπλοστάσιο, αγιασμό, σταυρό, Ευαγγέλιο, κόκκους καφέ και λίγο ουίσκι" του απάντησα. Δε φάνηκε να συγκινείται με το αστείο μου. "Τι έγινε βραδιάτικα;". "Η κυρά Κατερίνα σε ζητάει. Ήταν κατατρομαγμένη", μου απάντησε. "Και ποια είναι αυτή είπαμε;". "Είκοσι άνθρωποι είμαστε όλοι κι όλοι, είσαι δυο μήνες εδώ, ακόμα να μας μάθεις;" είπε ενοχλημένος. "Κοίτα, τα πρόσωπα τα ξέρω αλλά δε μπορώ να αντιστοιχίσω τα ονόματα. Ξέρεις μερικά ονόματα δεν ήθελαν να πάνε στα πρόσωπα στα οποία τα παρέδωσαν κάποιοι κι έτσι αρνούνται να ταυτιστούν με αυτά". Με κοίταξε λοξά. "Είσαι ντιπ τρελός. Η κυρά Κατερίνα είναι αυτή η γιαγιά που έρχεται από το πρωί και κάθεται στη τρίτη σειρά. Κατάλαβες ποια είναι;". "Α ναι! Μακριά μαλλιά, λίγο ζαβή! Και τι έπαθε τέτοια ώρα; Ληστές; Και γιατί δε φωνάξατε αστυνομία" απάντησα με κάπως χαρούμενο τόνο. "Θα δεις και θα ακούσεις" μου είπε κοφτά και συνέχισε να οδηγεί.
Μετά από λίγο φτάσαμε στο σπίτι. Εκεί τα φώτα ήταν αναμμένα, η κυρα-Κατερίνα καθόταν έξω και καμιά δεκαριά χωριανοί, τα ονόματα των οποίων ποτέ δεν έμαθα ήταν μαζί της. Μόλις κατέβηκα από το αμάξι μου φώναξε "Ξόρκισε τον! Ξόρκισέ τον". Πήγα κοντά της, προσπάθησα να την καθησυχάσω αλλά εξακολουθούσε να επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια. Ο επίτροπος με σκούντηξε, μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω και με πήγε στο χώρο που η γιαγιά είχε τις δυο κατσίκες της κι ένα μικρό κοτέτσι. Τα ζώα ήταν όλα δαγκωμένα στο λαιμό και σκοτωμένα. Το αίμα τους είχε γεμίσει τον τόπο. "Λύκος, τσακάλι;" ρώτησα. "Λέει ότι είδε μια σκιά ανθρώπινη. Λέει ότι τα μάτια του έλαμπαν στο σκοτάδι". Τον κοίταξα συγκρατώντας με το ζόρι ένα γέλιο. "Με έφερες να κυνηγήσω τον Δράκουλα; Με ξύπνησες για να ασχοληθώ με τις παλαβομάρες της θειάς;" του είπα χωρίς να πνίγω τον ειρωνικό μου τόνο. Δεν απάντησε. Απλά μου έδειξε μακριά ανάμεσα στα δέντρα. Εκεί μπλεγμένη στις άλλες σκιές φανερωνόταν μια ανθρώπινη φιγούρα. Πιο σκοτεινή από τις υπόλοιπες και, αλήθεια σας λέω, εκεί που θα έπρεπε να είναι τα μάτια υπήρχαν δυο κόκκινες λάμψεις. "Αλήθεια, περιμένετε να πάω κοντά σε αυτό το πράγμα;" ψιθύρισα. "Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις" μου είπε και πήγε προς την κυρά Κατερίνα.
Είχε ήδη μαζευτεί όλο το χωριό, δεν ήταν και πολλοί, και όλοι με κοιτούσαν. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αυτό που ένιωσα, αλλά σαν να ξύπνησε ο παλιός περιπετειώδης εαυτός μου (με μία λέξη αυτό περιγράφεται ως βλακεία) αλλά και για να μη φανώ δειλός μπροστά σε όλους, αποφάσισα να πάω να δω τι στην ευχή ήταν αυτός ο περίεργος τύπος κι αν είχε να κάνει με τη σφαγή των ζωντανών της καημένης γιαγιάς. Καθώς τον πλησίαζα, πλέον έβλεπα καθαρά πως ήταν αντρική φιγούρα, εκείνος κινήθηκε με αργές κινήσεις μέσα στα δέντρα. Τον ακολούθησα, κρατώντας ένα γερό και αρκετά μακρύ κομμάτι ξύλο, σαν ραβδί. Σε λίγο βρέθηκα σε ένα μικρό ξέφωτο στο οποίο υπήρχαν και μερικοί μεγάλοι βράχοι. Τον είδα να κάθεται σε έναν από αυτούς, το φεγγάρι, μακριά από τη φάση της πανσελήνου έριχνε το λιγοστό του φως επάνω του. Ευτυχώς που το φως ήταν τόσο αχνό. Απ' όσο διέκρινα, είδα σάρκα γκρίζα, σε πολλά σημεία εντελώς σαπισμένη, μέρος των οστών ακάλυπτο, και -γι' αυτό δεν είμαι σίγουρος- είδα σκουλήκια να σέρνονται πάνω του. Στο κεφάλι υπήρχαν κάποιες διάσπαρτες τούφες μαλλιών ενώ σκαθάρια περπατούσαν αμέριμνα σχεδόν ανάμεσά τους. Μόλις γύρισε και με κοίταξε, δυο μικρές φωτιές έλαμψαν στις άδειες μέχρι τότε κόγχες των ματιών του.
"Ήρθες να με ξορκίσεις;" ακούστηκε μια παρωδία ψιθύρου που βγήκε από μέσα του. Δεν ήξερα τι να κάνω. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζα ότι θα έβγαινε από το στήθος μου! Και νομίζω πως ήταν θεία παρέμβαση που δεν τα έκανα κυριολεκτικά πάνω μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα, άνοιξα τη τσαντα μου, έβγαλα τον αγιασμό, τον σταυρό, το πετραχήλι(αρχικά το φόρεσα ανάποδα προκαλώντας κάτι σαν γέλιο στο...ό,τι κι αν ήταν αυτό), το ευχολόγιο, το Ευαγγέλιο και, πάνω στην ταραχή μου, ένα κουτί καραμέλες! "Μάλλον αυτό θα κάνω" του είπα με προσποιητή γενναιότητα. "Μην ανησυχείς, δεν θα αντισταθώ" γρύλισε. "Αλλά πριν το κάνεις, θέλω να εξομολογηθώ. Να πω σε κάποιον γιατί είμαι εδώ". "Ο Κρίστοφερ Λι δε θα το έκανε ποτέ αυτό", είπα χρησιμοποιώντας το χιούμορ σαν όπλο για να μη χάσω τα λογικά μου. Παραβλέποντας το αστείο μου συνέχισε με το υπόκωφο γρύλλισμα που είχε για φωνή: "Με ξέχασαν. όλοι τους. Η οικογένεια, οι συγγενείς, οι φίλοι, οι χωριανοί. όλοι με ξέχασαν. Ο τάφος μου ρήμαξε και κανείς δεν ήρθε να τον κοιτάξει. Γι' αυτό πήγα στο σπίτι της τρισεγγόνας μου, το σπίτι που χάρη σε μένα υπάρχει, εγώ το έχτισα, για να της θυμίσω ότι είμαι ακόμα εδώ!" ...
Δεν ήξερα τι να κάνω...από τη μία με λυπούσε η θλίψη του και από την άλλη με τρόμαζε η οργή του. "Τρισέγγονα σου; Αυτή κοντεύει εκατό χρονών. Πότε πέθανες; Πριν διακόσια χρόνια; Ίσως και παραπάνω;". "Το 1811...". Άνοιξα το μπουκαλάκι με τον αγιασμό. "Δε σε ξέχασαν...κι εκείνοι κοιμήθηκαν και κάποια στιγμή έσπασε η αλυσίδα της μνήμης...όμως εκείνοι δε ξύπνησαν έτσι αφύσικα. Δε βασανίζονται σαν κι εσένα...Αλλά τα ζώα; Γιατί τα ρήμαξες;". Με κοίταξε κατάματα. Οι δυο φωτιές που έκαιγαν αντί για μάτια φάνηκαν να ημερεύουν. "Η πείνα...η δίψα...το ξύπνημα έρχεται με κάποιο αντίτιμο ξέρεις...δε θα μπορούσα να τις χορτάσω με ανθρώπινο αίμα, με αίμα από το δικό μου σόι..."..." Κι έτσι την πλήρωσαν τα ζωντανά, ε;". Έσκυψε το κεφάλι του. "Στον βόρειο τοίχο του σπιτιού, στη γωνία, κάτω από μια παλιά σανίδα, την έχουν σκεπάσει με αυτό το τσιμέντο ή όπως το λένε πια, εκεί έχω κρυμμένο λίγο χρυσάφι και ασήμι. Δώσ' τα στη Κατερινούλα, σαν δώρο για να με συγχωρήσει. Αυτή είναι μεγάλη αλλά τα παιδιά της, τα εγγόνια της, κάτι θα τα κάνουν...Διάβασε τις ευχές τώρα σε παρακαλώ, ρίξε τον αγιασμό, ελευθέρωσε με από τη στεναχώρια τούτη...πώς το άφησα να γίνει αυτό...". Καθώς άνοιγα το ευχολόγιο του είπα: "επειδή είσαι άνθρωπος και ο άνθρωπος τη μοναξιά και τη λησμονιά δεν την αντέχει ακόμα και μετά τον θάνατο...". Προσπάθησε να χαμογελάσει. Ένα κομμάτι από το δέρμα του προσώπου του έπεσε. Διάβασα τις ευχές, έριξα τον αγιασμό, τον σταύρωσα. Διαλύθηκε, έγινε σκόνη μπροστά μου αφήνοντας έναν κοφτό ήχο ανακούφισης να βγει από μέσα του. Είχα ακούσει τις ιστορίες για τον βρικόλακα που τριγυρνούσε στο δάσος τα βράδια. Τις είχα θεωρήσει φολκλορικές χαζομάρες. Μάλλον έκανα λάθος.
Έμεινα λίγη ώρα να κοιτάζω τον σωρό από χώμα που βρισκόταν μπροστά μου. Σταυροκοπήθηκα και γύρισα. Καθησύχασα τη κυρα-Κατερίνα και της έδειξα που να ψάξει για το χρυσό και το ασήμι. Ήταν πράγματι εκεί. Ο τάφος του Θεόδωρου, έτσι έλεγαν τον βρικόλακα όσο ζούσε, δε βρέθηκε ποτέ. Είχε θαφτεί κάπου στο δάσος, μακριά από το νεκροταφείο -κανείς δε μου είπε γιατί- και με τον καιρό ξεχάστηκε...Τουλάχιστον, έστω και αργά, αναπαύθηκε...