Τα σύννεφα
άνθη μοιάζουν τ' ουρανού
σε κήπο γαλανό
Κάνοντας τη τρέλα ποίηση
Πάγωσε εκείνης
της φιλίας η ζεστασιά,
σαν του κήπου
τα νεκρά λουλούδια
Μα εκείνη μας καλούσε
σαν τσακάλι πεινασμένο
που στην ερημιά ουρλιάζει
Ο έρωτας σε μίσος
ίσως κάποτε μετατραπεί
μα τούτη η φιλία
σαν βρέφος παρατημένο
έκλαιγε για μία αγκαλιά
Και τι είναι ο θάνατος;
Ένα φτερούγισμα παγωμένο;
Πύλη που στο άγνωστο οδηγεί;
Ένα βασίλειο που μόνο σκιές κατοικούν;
Δε γνωρίζω να σας πω...
Κι αν με γοητεύει το μυστήριο που κρύβει
αδυνατώ να διεισδύσω στα άδυτα των αδύτων του
Σκύβω το κεφάλι...μένω σιωπηλός...
με δέος κοιτώ το σκοτάδι που πλησιάζει
Πόσο κοστίζει η Εμπειρία, αγοράζεται έναντι ενός άσματος,
Ή η σοφία έναντι ενός χορού στον δρόμο; Όχι, αγοράζεται με τίμημα
Όλα όσα έχει ένας άντρας, σπίτι, γυναίκα, παιδιά.
Η σοφία πωλείται στην έρημη αγορά όπου κανείς δεν έρχεται για ψώνια
Στο άγονο χωράφι που μάταια το οργώνει ο αγρότης για ψωμί.
Ουίλιαμ Μπλέηκ(απόσπασμα από τη Βάλα), από το βιβλίο του Peter Ackroyd, εκδ. Πατάκη
Ένα γατί
νεκρό στο δρόμο...
Τι άλλο θα μπορούσε να γίνει,
σ' ένα κόσμο
στον οποίο ο Δον Κιχώτης
περίγελος και ηττημένος
αποσύρεται στο τέλος...
Σε τούτο το καθαρτήριο
οι αμαρτίες δεν καίγονται
Σαν κάρβουνα αναμμένα
συνεχίζουν να με καίνε
Λιώνω τα παπούτσια μου
περπατώντας ανάμεσα
στο καταραμένο τούτο σκηνικό
Καπνός και πίσσα
πνίγουν την ανάσα μου
μα παραμένω εδώ,
να υποφέρω, να θεριεύω
να παρατηρώ...
Υπάρχει διέξοδος πουθενά;
Πού είναι άραγε οι άγγελοι
που δροσίζουν τους οδοιπόρους
του τόπου τούτου
και πού τα τελώνια,
σε ποια σοκάκια έχουν στήσει
τις θανάσιμες παγίδες τους;
Κοιτάζω τον ουρανό,
μαύρο, πνιγμένο στο νέφος...
Ίχνος φωτός...
Πατώ το σκληρό, παγωμένο χώμα
και θυμάμαι...
όλα τούτα ξεκίνησαν
με ένα φως εκτυφλωτικό...