O Ομάρ Καγιάμ (11ος -12ος αι.), στη χώρα του, έμεινε γνωστός και δοξάστηκε για αιώνες ως φιλόσοφος, μαθηματικός και αστρονόμος· και όντως η συμβολή του τόσο στην άλγεβρα όσο και στη γεωμετρία και την αστρονομία αναγνωρίζεται από τους επιστήμονες ως μοναδική και πρωτότυπη. Στη Δύση όμως, εξαιτίας της ‘μετάφρασής’ του από τον Έντουαρντ Φιτζέραλντ (τέλη 19ου αι.) το όνομά του έγινε συνώνυμο της περσικής ποίησης και μάλιστα μιας συγκεκριμένης ποιητικής μορφής ―ήσσονος για την περσική λογοτεχνία―, του τετράστιχου ρουμπαΐ (πληθ. ρουμπαγιάτ). Έκτοτε, πάντα θα μιλάμε για τα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ, συνδέοντας σχεδόν αποκλειστικά τον ένα με το άλλο.
Στις αρχές του 14ου αι. παρουσιάζεται στην Περσία για πρώτη φορά η Ιστορία των Τριών Φίλων, μια αφήγηση που εμπλέκει και ενώνει αντάμα τις ζωές και την πορεία τριών μεγάλων μορφών του πέρσικου 11ου αι. Σύμφωνα με τον διαδεμένο αυτό θρύλο, (ο οποίος περιέχεται σε κάθε σχεδόν έκδοση των Ρουμπαγιάτ από τον Φιτζέραλντ), στο Μπαλχ του Χορασάν τρεις άνθρωποι έρχονται να σπουδάσουν αντάμα: ο Νιζάμ αλ-Μουλκ (βεζίρης των Σελτζούκων σουλτάνων Αλπ Αρσλάν και Μάλικ Σαχ), ο ποιητής μας Καγιάμ και ο Χασάν-ι-Σαμπάχ (ο διαβόητος ‘γέρος του βουνού’, ο αρχηγός και δημιουργός των Ασσασίνων Ισμαηλιτών). Εκεί, μελετώντας το Κοράνιο και τις παραδόσεις, έγιναν αδελφοποιτοί και έδωσαν όρκο αίματος αν κάποιος τους ευνοηθεί από τη ζωή να στηρίξει και τους άλλους. Τα ’φερε λοιπόν έτσι η ζωή κι ο Νιζάμ αλ-Μουλκ, χάρη στις ικανότητές του αναδείχτηκε βεζίρης και πρόσφερε στον Καγιάμ τη θέση του κυβερνήτη της Νισαπούρ. O Καγιάμ όμως μην επιθυμώντας μάταια μεγαλεία αρκείται στην ετήσια είσπραξη ενός μεγάλου ποσού κι αποσύρεται στην ησυχία και στις μελέτες του. Ο Σαμπάχ όμως, που επιζητά ακριβώς ό,τι αποφεύγει ο Καγιάμ, αποπέμπεται· κι έτσι οδηγείται στην κατάκτηση του Αλαμούτ και στη δημιουργία των Ασσασίνων εξαπολύοντας τον τρόμο καταπάνω σε όλους τους ηγεμόνες. Στο τέλος δολοφονεί και τον ίδιο τον Νιζάμ αλ-Μουλκ. (Η μοιραία τους δράση κι ο τρόμος που σκορπίζουν σταματά μόνο με την κατάληψη του Αλαμούτ και την ισοπέδωσή του από τους Μογγόλους του Χούλεγκου τον 13ο αι.).
Οι αιώνες κύλησαν έκτοτε και μόλις τον 19ο αι. ο Φιτζέραλντ πρώτος γνωρίζει στη Δύση τα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ, καθιερώνοντάς τον ως ποιητή κι αναγκάζοντας και τους σύγχρονους Ιρανούς να τον ξαναδούν πια μέσα από τη δική του προσέγγιση και την πρόσληψη της ποίησής του από τη Δύση.
Στη συνέχεια ο Μπόρχες στις Διερευνήσεις του (1952), με καμβά την Ιστορία των τριών φίλων υφαίνει το δοκίμιό του για το Αίνιγμα του Φιτζέραλντ και τις μυστήριες τροπές της τύχης που καταφέρνει να δέσει αξεδιάλυτα τον Άγγλο ποιητή με τον Πέρση ομότεχνό του σ' ένα πρόσωπο.
Στο κλείσιμο σχεδόν του 20ού αι. (1988), ο Αμίν Μααλούφ ξαναπιάνει την ίδια Ιστορία των τριών φίλων και με κέντρο του ένα μοναδικό χειρόγραφο των Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ ―που κείται πια στα βάθη του ωκεανού, μες στο κουφάρι του Τιτανικού― γράφει τη Σαμαρκάνδη, αναπλάθωντας μυθοποιητικά και λογοτεχνικά την αφετηριακή ιστορία του 14ου αι.
Ο Ομάρ Καγιάμ είχε προφητέψει στον ιστορικό Νιζαμί (στις αρχές του 12ου αι.) ότι o τάφος του θα βρίσκεται σ’ ένα μέρος όπου τα δέντρα θα τον ραίνουν με τ’ άνθια τους δυο φορές τον χρόνο. Αυτή την απίστευτη ρήση ο ιστορικός μας την είδε να επιβεβαιώνεται σε μια επίσκεψή του σε κατοπινούς καιρούς βλέποντας πάνω από τον τάφο του ποιητή μας να γέρνουν μια αχλαδιά και μια ροδακινιά και να σκεπάζουνε τον τάφο με τους ανθούς τους.
Σε μας σήμερα, εκτός από τις αφηγήσεις των ιστοριών, δεν απομένει παρά η μεθυστική πνοή των Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου